Σύνδεση συνδρομητών

Αnne Applebaum: ένα χρόνο μετά, στην Ουκρανία. Αποκλειστική συνέντευξη

Παρασκευή, 17 Μαρτίου 2023 07:15
Η Ανν Απλμπάουμ.
Penguin Random House
Η Ανν Απλμπάουμ.

*Η εισβολή στην Ουκρανία, οι πλάνες του Πούτιν, ο δημοκρατικός μονόδρομος του Ζελένσκι

* «Διαπραγματεύσεις; Η στιγμή που τελειώνει ο πόλεμος είναι όταν οι Ρώσοι πάψουν πλέον να θέλουν να καταλάβουν και να ελέγξουν την Ουκρανία»

 Η Ανν Απλμπαουμ δεν είναι δημοσιογράφος του καναπέ. Τον 1989, όταν ήταν μόλις 25 χρόνων, οδήγησε από τη Βαρσοβία, όπου είχε μετακομίσει, μέχρι το Βερολίνο, για να καλύψει την πτώση του «τείχους του αίσχους», ως ανταποκρίτρια του Economist και του Independent. Έμεινε εκεί τρεις μήνες. Είχε ήδη εμπειρία από κομμουνιστικά καθεστώτα, ιδιαίτερα όταν το καλοκαίρι του 1985, φοιτήτρια ακόμη στο Yale, πήγε στο Λένινγκραντ (που σήμερα ονομάζεται -ξανά- Αγία Πετρoύπολη) για να βελτιώσει τα ρωσικά της . Αυτή η εμπειρία διαμόρφωσε τις απόψεις της, λέει, και τα ενδιαφέροντά της για τη Ρωσία και τις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης.

Η Απλμπάουμ δεν είναι όμως μόνο δημοσιογράφος, αλλά και ιστορικός με ευρύτατη παιδεία, ισχυρή αναλυτική σκέψη και μεγάλη εκφραστική ικανότητα. Η γνώμη της θεωρείται βαρύνουσα στο παγκόσμιο γεωστρατηγικό στερέωμα. Αυτή η ποιότητα  σκέψης  και έκφρασης διακρίνεται  καθαρά και στην αποκλειστική συνέντευξη που θα διαβάσετε παρακάτω: το μεγαλύτερο μέρος της, ένα χρόνο μετά τη ρωσική εισβολή, αφιερώθηκε στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η Απλμπάουμ έχει επισκεφθεί τη χώρα μέσα στον πόλεμο και η γνώμη της διαμορφώνεται και από τις επαφές της με τους ανθρώπους-κλειδιά· αναλύει τη –για πολλούς ανεξιχνίαστη– σκέψη του Πούτιν, τη σχέση του με τη Δύση και πώς την προσλαμβάνει και αποκαλύπτει τους σκοτεινούς μηχανισμούς της ρωσικής προπαγάνδας· εκθέτει χωρίς περιστροφές τις απόψεις της για το τέλος του πολέμου και για το μέλλον της Ουκρανίας.

Συζητήσαμε ακόμα για ορισμένα κομβικά ζητήματα δημοκρατίας, όπως το μαύρο χρήμα που «επενδύεται» από τη Ρωσία σε εταιρείες,  σε Μέσα Ενημέρωσης και σε πολιτικά κόμματα (στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού), για τις παρακολουθήσεις και το κράτος επιτήρησης, για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και για τις ανθρωπιστικές επιστήμες που κινδυνεύουν από την επέλαση του οικονομισμού. Ήταν μια συζήτηση που έγινε μέσω Ζoom, αλλά θα μπορούσε να είχε γίνει δίπλα στο τζάκι και να έχει κρατήσει ώρες.

 

Πολλοί δυτικοί αναλυτές είχαν προβλέψει ότι οι Ρώσοι θα καταλάμβαναν εύκολα την Ουκρανία και θα έμπαιναν στο Κίεβο χωρίς αντίσταση, μέσα σε λίγες μέρες. Αυτό, προφανώς, δεν συνέβη. Υπήρχαν ενδείξεις  ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν όπως εξελίχθηκαν;

Λίγες μέρες πριν ξεκινήσει ο πόλεμος είχα πει ότι οι Ουκρανοί θα αντισταθούν – νομίζω μάλιστα ότι υπάρχει ηχογράφηση, ώστε να μπορώ να το αποδείξω. Έτσι πίστευα, επειδή είχα πάει στο Κίεβο μόλις λίγες εβδομάδες πριν από την εισβολή, είχα μιλήσει με ευρύ φάσμα ανθρώπων εκεί και μου είχαν ήδη πει τι σχεδίαζαν. Έτσι ήξερα ότι είχαν προετοιμάσει μια στρατιωτική απάντηση, οπότε δεν πίστεψα ποτέ ότι θα ήταν εύκολο για τους Ρώσους να προελάσουν στο Κίεβο. Ποτέ δεν πίστεψα ότι οι Ουκρανοί θα τα παρατούσαν. Είχα προβλέψει την εκπληκτική δυτική αλληλεγγύη και τη μεγάλη εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών; Δεν μπορώ να πω ότι το είχα κάνει, δεν ήμουν 100% πεπεισμένη, αλλά προφανώς νιώθω πολύ ικανοποιημένη από αυτό που συνέβη. Ένα μεγάλο μέρος του οφείλεται στη στάση των Ουκρανών. 

Μια από τις υποθέσεις που είχαν κάνει οι άνθρωποι στην Ουάσιγκτον ήταν ότι ίσως κάποιοι Ουκρανοί θα πολεμούσαν αλλά όχι όλοι. Και κανείς δεν ήξερε τι θα έκανε ο Ζελένσκι, εκτιμούσαν ότι ήταν ένα είδος εντελώς αδοκίμαστου ηγέτη. Όπως ξέρετε δεν υπήρξε στρατιωτικός ηγέτης, ούτε καν πολιτικός στο παρελθόν, δεν ήταν ξεκάθαρο πώς θα συμπεριφερόταν και όταν έδειξε αυτή την ανθεκτικότητα, όταν είπε «δεν θέλω να φυγαδευτώ από τη χώρα, απλά θέλω να μου δώσετε περισσότερα πυρομαχικά» και όταν οι Ουκρανοί άρχισαν να πολεμούν. Αφού μάλιστα κέρδισαν τη μάχη του Κιέβου, απωθώντας τον ρωσικό στρατό από το βόρειο τμήμα της χώρας, στην Ουάσιγκτον συνέβη μια τεράστια αλλαγή που έκανε τους ανθρώπους εκεί να πουν: «εντάξει, μπορούμε να τους βοηθήσουμε· κατανοούμε ποιους βοηθάμε, κατανοούμε πώς να τους βοηθήσουμε». Έτσι ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια στήριξης των Ουκρανών.  Προφανώς, από τότε η στήριξη έχει αυξηθεί, είμαστε στη φάση που οι Γερμανοί αποφάσισαν να στείλουν προηγμένα τανκς, ενώ παράλληλα και οι ΗΠΑ αποφάσισαν να στείλουν αμερικανικά τανκς.

Νομίζω λοιπόν ότι αυτό που βλέπετε οφείλεται σε μεγάλο μέρος στη συμπεριφορά των Ουκρανών. Η δυτική αλληλεγγύη και η τεράστια αμερικανική βοήθεια οφείλονται στο ότι οι Δυτικοί διέκριναν πως εκείνοι που πολεμούσαν ήταν ενωμένοι και σοβαρά ανήσυχοι γι’ αυτό που είχε συμβεί. Αποδείχθηκε ότι δεν ίσχυε ότι υπήρχαν Ουκρανοί με ανάμεικτα συναισθήματα ή ότι ο πληθυσμός στα ανατολικά ήταν κατά κάποιον τρόπο υπέρ των Ρώσων. Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν αλήθεια, το έθνος ήταν ενωμένο ενάντια στους Ρώσους, και αυτό έκανε την Δύση να αισθάνεται ότι αξίζει να τους βοηθήσει.

Νομίζω επίσης ότι η αλληλεγγύη αυξήθηκε χάρη και στον Ζελένσκι και την ουκρανική  κυβέρνηση. Εννοώ ότι αυτό που έκαναν ήταν πολύ περισσότερο από μια καμπάνια δημοσίων σχέσεων: ήταν κυρίως μια προσπάθεια να πουν την ιστορία τους με διαφορετικούς τρόπους και να προσπαθήσουν να μιλήσουν σε διαφορετικά ακροατήρια. Μίλησαν σε πάρα πολλά Κοινοβούλια, μίλησαν σε πανεπιστήμια, ο πρόεδρος Ζελένσκι  πήγε σε μουσικά φεστιβάλ, προσκάλεσαν μεγάλο φάσμα ανθρώπων να έρθουν στο Κίεβο, από τους ηγέτες της Ευρώπης μέχρι και τον Bono [του μουσικού συγκροτήματος U2], ακόμη και αφρικανούς ηγέτες. Κατάλαβαν ότι ένα μέρος της νίκης σε τούτο τον πόλεμο εξαρτάται από το να κερδίσεις το επιχείρημα ότι η Ουκρανία είναι μια χώρα που έχει δικαίωμα να υπάρχει. Ήταν καλοί στην προβολή αυτού του επιχειρήματος, κι ένας από τους λόγους είναι ότι το πιστεύουν στ’ αλήθεια. Με άλλα λόγια, δεν λένε ψέματα, λένε πράγματα που πιστεύουν.

 

Ταξιδέψατε πρόσφατα στην Ουκρανία, όχι μόνο στο Κίεβο, αλλά και βαθιά στις εμπόλεμες ζώνες, επισκεφτήκατε και πόλεις κατεστραμμένες. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας;

Έχω πάει τρεις φορές από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος. Ήμουν εκεί τον Απρίλιο, λίγο μετά αφότου έφυγαν οι Ρώσοι από τα περίχωρα του Κιέβου. Επισκέφτηκα το βόρειο τμήμα της χώρας το καλοκαίρι όπου πήγα στην Οδησσό και σε μερικά άλλα μέρη. Πήγα και πιο πρόσφατα, τον Σεπτέμβριο. Ελπίζω μάλιστα να επιστρέψω σύντομα. Ήμουν εκεί πριν από την καταστροφή του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και των υποδομών, οπότε όσο ήμουν στη χώρα το Κίεβο και η Οδησσός έδιναν την εντύπωση ότι τα πράγματα ήταν σχετικά φυσιολογικά. Οι άνθρωποι έβγαιναν έξω και συμπεριφέρονταν κανονικά στο δρόμο, μάλιστα τους είδα να αγνοούν τις σειρήνες προειδοποίησης για αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Νομίζω ότι αυτό άλλαξε λίγο τον χειμώνα λόγω της καταστροφής του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας. Οι άνθρωποι πλέον είναι πιο προσεκτικοί και δεν αγνοούν εντελώς τις σειρήνες προειδοποίησης.

Ωστόσο,  νομίζω ότι με αυτά που προβάλλονται στην τηλεόραση, πιθανόν να δόθηκε στον κόσμο μία διαφορετική εντύπωση, ακόμα και στην Ελλάδα. Ο κόσμος θα εκπλαγεί από τον βαθμό που η ζωή είναι ακόμα κανονική σε πολλά μέρη· στο μεγαλύτερο μέρος του κεντρικού και δυτικού τμήματος της χώρας, τα πράγματα φαίνονται φυσιολογικά. Στις περισσότερες μεγάλες πόλεις δεν υπάρχει η καταστροφή του πολέμου. Η ζωή συνεχίζεται με το μόνο έκτακτο πρόβλημα τις διακοπές ρεύματος. Να σας πω ένα παράδειγμα: ο σύζυγός μου[1] ήταν στην Ουκρανία τον περασμένο Οκτώβριο βοηθώντας στην παράδοση μερικών οχημάτων στον ουκρανικό στρατό – και ενώ οδηγούσε, επιστρέφοντας στην Πολωνία, τον έγραψαν για παραβίαση του ορίου ταχύτητας.  Ποιος θα πίστευε ότι θα τον έγραφαν για υπερβολική ταχύτητα σε μία εμπόλεμη ζώνη! Εξαρτάται βέβαια με ποιον θα μιλήσεις, αλλά στο δρόμο υπήρχε η κανονική αστυνομία που λειτουργούσε κανονικά —και έτσι τον έγραψαν. Υπάρχει λοιπόν μια σχεδόν φυσιολογική ζωή σε εκείνα τα μέρη της χώρας που δεν βρίσκονται πολύ κοντά στην πρώτη γραμμή του πολέμου.

 

Πιστεύετε ότι ο ρωσικός τρόπος διεξαγωγής πολέμου διατηρεί στοιχεία της σοβιετικής εποχής, συμπεριλαμβανομένων των άγριων μεθόδων τους;

Κατά κάποιον τρόπο συνεχίζουν παλαιότερες σοβιετικές τακτικές. Είναι επίσης η τακτική που χρησιμοποιούν γενικότερα, έχουμε δει τι έκαναν νωρίτερα οι Ρώσοι στην Τσετσενία και στη Συρία. Η πιο αξιοσημείωτη διάσταση του ρωσικού τρόπου διεξαγωγής του πολέμου εκεί είναι ο βαθμός στον οποίο πιστεύουν ότι πρόκειται για πόλεμο όχι μόνο εναντίον της Ουκρανίας αλλά και εναντίον του ουκρανικού  έθνους. Είναι μια απόπειρα να ξεριζώσουν την ουκρανική ελίτ και την ουκρανική εθνική ταυτότητα.

Ληστεύουν μουσεία, καταλαμβάνουν σχολεία στα κατεχόμενα εδάφη, κατά κάποιον τρόπο κάνουν έναν πόλεμο εναντίον όλων των μεταπολεμικών αντιλήψεών μας για τα σύνορα,  παραβιάζοντας τους κανόνες του, περιφρονώντας ακόμα και τη σύμβαση εναντίον της γενοκτονίας. Κάνουν εσκεμμένες στοχεύσεις πολιτών και επιθέσεις σε νοσοκομεία, όπως έχουν πράξει και στη Συρία. Προσπαθούν να καταστρέψουν τις υποδομές της χώρας και να εκφοβίσουν τους ανθρώπους προκειμένου να τους αναγκάσουν να υποταχθούν.

Στα κατεχόμενα εδάφη –ιδιαίτερα τώρα που μέρος τους έχει απελευθερωθεί– έχουν γίνει μαζικές συλλήψεις ηγετών. Επίσης, έγινε παιδομάζωμα, πήραν παιδιά από τους γονείς τους και τα έστειλαν έξω από τη χώρα – κάποια απ’ αυτά, μάλιστα, τα στέλνουν στη Ρωσία προκειμένου να υιοθετηθούν, όπως έγινε και στα Βαλκάνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι αυτές τακτικές γνωστές από παλιά και, καταλαβαίνετε, όλες είναι μέρος μιας προμελετημένης πολιτικής εθνοκάθαρσης της Ουκρανίας. Είναι επίσης μια δήλωση στον υπόλοιπο κόσμο, ότι δεν ενδιαφέρουν οι κοινοί κανόνες. Μπορεί να είμαστε μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, λέει η Ρωσία, αλλά δεν μας νοιάζουν οι  νόμοι και οι κανόνες που γράφτηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη. Είμαστε εντάξει με τη γενοκτονία, είμαστε εντάξει με τις μαζικές δολοφονίες, είμαστε εντάξει με την αλλαγή των συνόρων. Κι είμαστε απέναντι στους κανόνες σας.  Αυτή συνιστά πρόκληση πρωτίστως για την Ευρώπη, αλλά και για τον  υπόλοιπο κόσμο.

 

Το 2021, ο  Πούτιν δημοσίευσε ένα δοκίμιο 5.000 λέξεων περί της ιστορικής ενότητας Ρωσίας - Ουκρανίας, επιχειρηματολογώντας ότι η Ουκρανία δεν είναι ανεξάρτητη και κυρίαρχη χώρα…

Ο Πούτιν φαίνεται να πιστεύει ότι μόνο μερικές χώρες δικαιούνται να είναι κυρίαρχες. Ότι η Ρωσία είναι κυρίαρχη χώρα, πιθανόν η Γερμανία, ίσως η Αμερική. Αλλά όχι και οι μικρότερες χώρες. Γι’ αυτόν, η Ουκρανία δεν είναι κυρίαρχη χώρα, πιθανόν ούτε οι χώρες της Βαλτικής, ίσως ούτε η Πολωνία. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πιστεύει για την Ελλάδα. Έχει αυτή την άποψη,  ότι υπάρχουν μερικές χώρες που δικαιούνται να κυριαρχούν, και όλες οι άλλες που δεν έχουν κανένα δικαίωμα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από πρόσφατες ομιλίες του στα ΜΜΕ και από γραπτά του. Ωστόσο, η Ουκρανία έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο στο φαντασιακό του, επειδή εκτός από τα συναισθήματά του για τη ρωσική ισχύ και τα ρωσικά αυτοκρατορικά δικαιώματα, έχει επίσης μια σφοδρή απέχθεια για τη φιλελεύθερη δημοκρατία και τη γλώσσα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και έβλεπε ότι οι ιδέες και τα ιδανικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας κέρδιζαν έδαφος στην Ουκρανία. Σας θυμίζω ότι στην Ουκρανία ξέσπασαν ώς τώρα τρεις επαναστάσεις τα τελευταία 30 χρόνια: το  1990-91, το 2005 και ξανά το 2014. Οι Ουκρανοί πίεζαν διαρκώς για να κάνουν τη χώρα τους μια φιλελεύθερη δημοκρατία, και για να την καταστήσουν μέρος της Ευρώπης.

Η ηγεσία της Ουκρανίας βλέπει τη χώρα ως μέρος αυτού που θα περιέγραφε ως «δυτικό δημοκρατικό κόσμο» και θέλει να συμμετάσχει σε αυτόν. Ο  Πούτιν αντιτίθεται σε κάτι τέτοιο και λόγω της ιστορικά στενής σχέσης της Ουκρανίας με τη Ρωσία (επειδή είναι ένα άλλο μεγάλο σλαβικό έθνος), μάλιστα εκτιμώ ότι βλέπει αυτή τη επιδίωξη ως προσωπική απειλή. Νιώθει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία τον απειλεί προσωπικά, ότι απειλεί την προσωποπαγή του θέση εξουσίας. Κατανοεί τη δύναμη της γλώσσας που επικαλείται τη δημοκρατία, ξέρει ότι οι άνθρωποι συγκινούνται από αυτήν. Γι’ αυτό η εσωτερική προπαγάνδα επικεντρώνεται συστηματικά στην υπονόμευση της ιδέας της δημοκρατίας, και στις επιθέσεις κατά της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει πόσο συχνά εμφανίζονται στη ρωσική τηλεόραση. Η Ευρώπη παρουσιάζεται συνεχώς ως εκφυλισμένη, εξαθλιωμένη, διαιρεμένη. Λένε ότι έχει καταληφθεί από το λόμπι των ομοφυλοφίλων. Αυτά επαναλαμβάνονται ατέρμονα για να γίνει απεχθής η ιδέα της δημοκρατίας, ώστε οι Ρώσοι να μην έλκονται απ’ αυτήν. Κι όμως, παρά την πλύση εγκεφάλου, είναι πολλοί όσοι εξακολουθούν να θέλουν την δημοκρατία, ιδίως στην Ουκρανία.  Υπάρχουν βέβαια και άλλες χώρες για τις οποίες η Ρωσία δείχνει πολλή περιφρόνηση και αντιπάθεια, συμπεριλαμβανομένων, όπως είπα, και των χωρών της Βαλτικής.

 

Γιατί έπεσε τόσο έξω ο Πούτιν στις προβλέψεις του;

Επειδή πίστεψε τη δική του προπαγάνδα. Παρεμπιπτόντως, υποψιάζομαι ότι πιστεύει αυτά που λέει για τη Δύση. Με άλλα λόγια πιστεύει ότι η Δύση είναι έκφυλη και κυβερνάται  από μια  γκέι μαφία, ό,τι κι αν εννοεί με αυτό. Πίστευε επίσης ότι η Ουκρανία ήταν μια αδύναμη χώρα, ότι η ηγεσία της ήταν δυτικά ανδρείκελα, πίστευε δηλαδή ότι όταν θα εισέβαλλε η Ουκρανία θα έπεφτε εύκολα και ότι δεν θα υπήρχε δυτική υποστήριξη. Διότι δεν κατανοεί τη Δύση, δεν κατανοεί ούτε την Ουκρανία. Στην πραγματικότητα, όμως, η Ουκρανία έχει μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση – δεν είναι μόνο ο Ζελένσκι δημοκρατικά εκλεγμένος αλλά και οι δήμαρχοι και οι τοπικοί αξιωματούχοι.

Γράφω τώρα ένα άρθρο σχετικά με αυτό. Στα κατεχόμενα εδάφη υπήρξε τεράστια αντίσταση από τοπικούς αξιωματούχους, από τοπικούς δημάρχους, από ντόπιους που ένιωθαν ότι είχαν εκλεγεί και είχαν εξουσία στην περιοχή. Δεν είναι μαριονέτες, δεν έχουν διοριστεί από την Ουάσιγκτον, και σε ορισμένες περιπτώσεις ούτε καν από το Κίεβο, είναι απλοί πολίτες. Ο Πούτιν, δηλαδή, δεν έλαβε υπόψη του ότι η Ουκρανία ήταν ήδη δημοκρατία, ότι υπήρχε ήδη μία κυβέρνηση που είχε δημοκρατική νομιμοποίηση. Υποτίμησε τον ουκρανικό στρατό και, βέβαια, υποτίμησε τη Δύση και ιδιαίτερα τον Τζο Μπάιντεν και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέλος, απέτυχε να προβλέψει ότι η εισβολή θα αντιμετωπιζόταν σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες ως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ως παραβίαση των κανόνων, ως παραβίαση της ειρήνης και ως απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια σε πρωτοφανή κλίμακα. Πίστευε τόσο πολύ την προπαγάνδα του ώστε όχι μόνο δεν είχε σχέδιο Β, αλλά δεν κατάλαβε ότι δεν είχε.

 

Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 αντιμετωπίστηκε με μια χλιαρή απάντηση από τη Δύση. Γιατί;

Θα θυμάστε ότι ο ουκρανικός στρατός εκείνη τη εποχή ήταν αποδυναμωμένος από τα πολλά χρόνια της προεδρίας Γιανουκόβιτς. Επίσης, τους έδωσαν λάθος συμβουλές. Οι δυτικές δυνάμεις τους συμβούλεψαν να μην αντεπιτεθούν στην Κριμαία, γιατί πάρα πολλοί στη Δύση ήταν αρκούντως πεπεισμένοι από το ρωσικό αφήγημα ότι η Κριμαία ήταν πραγματικά ρωσική ή, έστω, κατά κάποιον τρόπο, αμφισβητούμενη περιοχή και ότι οι Ουκρανοί δεν θα ήταν πρόθυμοι να θυσιαστούν γι’ αυτήν. Επιπλέον, για πολλούς στην Ευρώπη, αλλά και αλλού, είναι «άβολο» να βρίσκεσαι σε πόλεμο με τη Ρωσία, έναν από τους φθηνότερους τρόπους απόκτησης ενέργειας. Μπορεί συχνά να κατηγορείται η Γερμανία για υστερόβουλή στάση, αλλά ως γνωστόν οι αγωγοί φυσικού αερίου στην Ευρώπη είναι διασυνδεδεμένοι, και το ρωσικό φυσικό αέριο ωφελεί πολλές ακόμα χώρες. Επίσης, είναι πολλοί όσοι είχαν επιχειρηματικούς δεσμούς με τη Ρωσία. Γι’ αυτούς τους λόγους, πολλοί ευρωπαίοι ηγέτες έκριναν ότι δεν άξιζε να διαρρήξουν δεσμούς με τη Ρωσία για την  Κριμαία, μια περιοχή που σε πολλούς φαντάζει σχεδόν μυθική. Λάθος, βεβαίως, αλλά προσπαθώ να εξηγήσω ποια προσέγγιση είχαν τότε. Η κλίμακα της περσινής εισβολής κι η θέα των ρωσικών τανκς να διασχίζουν την ανατολική Ουκρανία, πέρυσι, ήταν πολύ πιο τρομακτικά δεδομένα, γι’ αυτό υπήρξε εντελώς άλλη αντίδραση.

 

Εκ των υστέρων, τι εκτιμάτε ότι έπρεπε να είχε γίνει αλλιώς;

Πιστεύω ότι θα έπρεπε –ήδη μετά την εισβολή στη Γεωργία το 2008, ίσως ακόμη και όταν εκφοβιζόταν η Εσθονία λίγα χρόνια νωρίτερα– να είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε από τότε ότι η Ρωσία αποτελεί στρατιωτική απειλή. Σαφώς η Ευρώπη έπρεπε να έχει βρει εναλλακτικές λύσεις για το ενεργειακό της πρόβλημα. Ήταν λάθος η εκτίμηση ότι επρόκειτο για τοπικές εμπλοκές κι ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία στη Ρωσία αργά ή γρήγορα θα έμπαινε στις ράγες. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε, ιδίως στην Ευρώπη, να έχουμε προετοιμαστεί νωρίτερα για την τωρινή σύγκρουση και, καταρχήν, να είχαμε αρχίσει να επανεξοπλιζόμαστε. Αυτό φυσικά ισχύει ιδιαίτερα για τη Γερμανία αλλά και για τη Γαλλία,  την Πολωνία, την Ολλανδία...

Ο Χένρι Κίσινγκερ έχει πει ότι «η Γερμανία είναι πολύ μεγάλη για την Ευρώπη, πολύ μικρή για τον κόσμο». Οι αμφιταλαντεύσεις της για το αν θα στείλει βαρύ οπλισμό στην Ουκρανία φαίνεται να το υπογραμμίζουν. Ποιο ρόλο πιστεύετε ότι θα παίξει η Γερμανία στη σύγκρουση, στην Ευρώπη και διεθνώς;

Θα διαφοροποιηθώ κάπως στην εκτίμηση για τη Γερμανία σε σχέση με άλλους σχολιαστές. Η Γερμανία έχει ήδη αλλάξει θέση, και της αξίζουν εύσημα γι’ αυτό. Δεν είχε δώσει στους Ουκρανούς καμία στρατιωτική βοήθεια ώς την ημέρα της ρωσικής εισβολής. Μόνο μετά τον πόλεμο οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι η Ρωσία ήταν απειλή και γι’ αυτούς, ώστε να εγκαταλείψουν το μετα-ψυχροπολεμικό status. Πίστευαν κι αυτοί ότι δεν θα ξαναγινόταν πόλεμος στην Ευρώπη, ότι ο μόνος τρόπος να λυθούν τα προβλήματα ήταν απλώς να κάνεις περισσότερο εμπόριο με τη Ρωσία. Η υποτίμηση της σημασίας της εισβολής στην Ουκρανία και του εκφοβισμού των κρατών της Κεντρικής Ευρώπης, στη Γερμανία έχει αρχίσει να αλλάζει. Κι η απόδειξη αυτής της αλλαγής βρίσκεται στην απόφαση να σταλούν τελικά άρματα μάχης στην Ουκρανία. Άργησαν γι’ αυτό και νομίζω ότι τους έβλαψε αυτή η αργοπορία. Επειδή η Γερμανία δεν είναι τυχαία χώρα. Συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους δωρητές της Ουκρανίας και σε στρατιωτική και σε οικονομική βοήθεια. Τεράστιος αριθμός ουκρανών προσφύγων έχει απορροφηθεί από τη Γερμανία, αλλά κατά κάποιον τρόπο οι Γερμανοί κατάφεραν να μην το πιστωθούν, επειδή διαρκώς συμπεριφέρονται σαν να μην είναι βέβαιοι για το τι συμβαίνει. Ωστόσο, αυτό που έχουν ήδη κάνει είναι σημαντικό. Να προσθέσω ότι έρευνες στον γερμανικό πληθυσμό δείχνουν πως γίνεται κατανοητός ο πραγματικός ρόλος της Ρωσίας: δεν είναι απλώς ένας εμπορικός εταίρος και τώρα βρισκόμαστε σε πόλεμο εναντίον της.

 

Θα έχει αυτή η αλλαγή στάσης της Γερμανίας επιπτώσεις σχετικά με το ρόλο της στην Ευρώπη;

Πιθανόν ο ρόλος της Γερμανίας στην ΕΕ να ενισχυθεί. Σήμερα, πάντως, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της ΕΕ είναι ότι δεν έχει πραγματική εξωτερική πολιτική, ούτε πολιτική για την άμυνα, παρά τη Συνθήκη της Λισαβόνας και παρά τη δημιουργία πόστου υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ. Το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών της ΕΕ εξακολουθεί να είναι αδύναμο και συνήθως το κατέχει κάποιος που δεν έχει ισχυρή φωνή στην εξωτερική πολιτική. Η ΕΕ, ίσως απ’ αυτόν τον πόλεμο να κατανοήσει ότι πρέπει να αποκτήσει μια ενιαία ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική που θα αντανακλά την οικονομική και την πολιτική δύναμη της Ευρώπης.

 

Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία από τη Δύση λειτουργούν;

Ως επί το πλείστον, δεν λειτουργούν επειδή είναι εύκολο να παρακαμφθούν και να ακυρωθούν. Είδα πρόσφατα φωτογραφίες φορτηγών μεταφοράς εμπορευμάτων που πήγαιναν στη Ρωσία μέσω Γεωργίας, υπήρχε τεράστια  κυκλοφοριακή συμφόρηση στο ρεύμα προς τη Ρωσία. Είναι πολύ εύκολο να αλλάξουν τα έγγραφα μεταφοράς των ρωσικών αγαθών και να φαίνεται σαν να έρχονται από κάπου αλλού.  Νομίζω ότι πρέπει να το σκεφτούμε καλύτερα.  Σε όλους αρέσει όταν τα γιοτ των ολιγαρχών κατάσχονται. Νομίζω ότι η οργάνωση Ναβάλνι[2] στη Ρωσία έχει φτιάξει μια λίστα με περίπου 5.000 άτομα που θα έπρεπε να τους επιβάλλονται κυρώσεις, σ’ αυτήν περιλαμβάνονται γνωστά πρόσωπα στο Κοινοβούλιο και στις υψηλότερες κλίμακες της βιομηχανίας. Εκτιμώ ότι η επιβολή κυρώσεων σε αυτούς και στις οικογένειές τους, ξεκαθαρίζοντας ότι θα αρθούν μόνον αφού τελειώσει ο πόλεμος, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική. Επίσης, συχνά, οι πλούσιοι Ρώσοι αλλάζουν τον δικαιούχο των τραπεζικών λογαριασμών τους,  οι λογαριασμοί μεταφέρονται στα παιδιά τους, σε συγγενείς, σε κάποιους βολικούς ανθρώπους. Τα χρήματα συνεχίζουν να είναι δικά τους, ενώ εμείς δεν έχουμε σκεφτεί σοβαρά πώς να το αντιμετωπίσουμε.

 

Υπό ποίες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για μια πιθανή εκεχειρία;

Διαπραγματεύσεις ήδη διεξάγονται. Γίνονται συχνά συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας: έτσι έγιναν οι ανταλλαγές αιχμαλώτων, έτσι έγιναν ξανά δυνατές οι εξαγωγές σιτηρών από την Ουκρανία. Δεύτερον, προφανώς ο πόλεμος θα τελειώσει με διαπραγμάτευση, έτσι τελειώνουν όλοι οι πόλεμοι. Τρίτον, και σημαντικότερο: οι εκκλήσεις για διαπραγματεύσεις αυτή τη στιγμή κρύβουν το ότι εκείνη που δεν θέλει να διαπραγματευτεί είναι η Ρωσία.  Οι Ρώσοι δεν έχουν παραιτηθεί από τον κύριο πολεμικό τους στόχο που είναι η κατοχή ολόκληρης της Ουκρανίας και η κατοχή του Κιέβου. Από όσα γνωρίζουμε, οι Ρώσοι εξακολουθούν να πιστεύουν ότι τελικά θα κυριαρχήσουν σε όλη την Ουκρανία, ότι η κυβέρνηση στο Κίεβο θα καταρρεύσει και ότι θα αντικατασταθεί από ένα ρωσικό ανδρείκελο ή  από κάποιο είδος ρωσικής αρχής κατοχής. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτός ο πολεμικός στόχος έχει εγκαταλειφθεί. Στην ουσία, λοιπόν, αυτή τη στιγμή, δεν υφίσταται κάτι προς διαπραγμάτευση, επειδή καμία ουκρανική κυβέρνηση δεν μπορεί να πει «εντάξει, τα παρατάμε, μπορείτε να καταλάβετε τη χώρα». Εν τω μεταξύ,  δεν υπάρχει κατάπαυση του πυρός που να μπορεί να συμφωνηθεί και να μην είναι απλώς ένα παιχνίδι αναμονής. Θα μπορούσαμε να έχουμε κατάπαυση του πυρός σήμερα, όλοι θα σταματούσαν να πολεμούν, αλλά απ’ όσο ξέρουμε το μόνο που θα επιτύγχανε κάτι τέτοιο θα ήταν να δώσει στους Ρώσους έξι μήνες περιθώριο για να ανασυγκροτήσουν τον στρατό τους, να παράγουν περισσότερα πυρομαχικά και να ξαναρχίσουν τον πόλεμο.

Η διαπραγμάτευση έχει νόημα μόνο όταν θα έχει γίνει σαφές στους Ρώσους ότι ο πόλεμος ήταν ένα σφάλμα – είτε επειδή στη Ρωσία θα έχει υπάρξει πολιτική αλλαγή είτε επειδή οι Ρώσοι θα έχουν χάσει αρκετό έδαφος χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να το ανακτήσουν. Κατανοώ ότι ακούγεται αόριστο, αλλά η στιγμή που τελειώνει ο πόλεμος είναι όταν οι Ρώσοι πάψουν πλέον να θέλουν να καταλάβουν και να ελέγξουν την Ουκρανία. Τότε μόνο μπορούν να αρχίσουν διαπραγματεύσεις. Μια ελάχιστη απαίτηση των Ουκρανών για να αισθάνονται κάποια ασφάλεια θα ήταν η επιστροφή τουλάχιστον στα σύνορα του περασμένου Φεβρουαρίου. Επιπλέον, κατ’ ελάχιστον, η Ουκρανία θα χρειαζόταν ένα είδος εγγύησης ασφάλειας που θα είναι είτε η ένταξη στο ΝΑΤΟ είτε κάτι ισοδύναμο. Οπότε ο πόλεμος μπορεί να τελειώσει μόνο με την Ουκρανία σε ασφαλές καθεστώς, με τα σύνορά της ασφαλή, ώστε να μπορεί να αρχίσει να ανοικοδομείται και να αναπτύσσεται σαν κανονική χώρα.

 

Αυτό ισοδυναμεί με νίκη της Ουκρανίας. Τι συνιστά νίκη σ’ αυτή την περίπτωση;

Νίκη για την Ουκρανία θα σημαίνει ότι η Ουκρανία παραμένει κυρίαρχο κράτος. Αυτό είναι το θεμελιώδες που πρέπει να γίνει κατανοητό. Και για να παραμείνει κυρίαρχο κράτος, χρειάζεται «υπερασπίσιμα» σύνορα και ενός είδους συμμαχία ασφάλειας.

 

Ο πόλεμος θα τελειώσει και κατόπιν θα αρχίσει η ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Θα διοχετευθούν μεγάλα χρηματικά ποσά και, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, θα αυξηθεί η διαφθορά. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ένα ακόμη μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς στη χώρα. Αλλά για να σφυρηλατήσει η Ουκρανία μια οργανική σχέση με την ΕΕ πρέπει, αν όχι να εξαλείψει, τουλάχιστον να μειώσει δραστικά τη διαφθορά.  Πώς επιτυγχάνεται κάτι τετοιο;

Είναι καλό σημάδι η αποκάλυψη του σκανδάλου διαφθοράς, που λέτε. Σημαίνει ότι αυτή η κυβέρνηση παίρνει στα σοβαρά την καταπολέμηση της διαφθοράς αλλά και την καταπολέμηση των φημών περί διαφθοράς. Αυτή η αποφασιστικότητα δείχνει ότι η διαφθορά δεν θα γίνει ανεκτή. Όσο για τη διοχέτευση μεγάλων χρηματικών ποσών για την ανοικοδόμηση, οι ίδιοι οι Ουκρανοί έχουν προτείνει να υπάρχουν εξωτερικοί μηχανισμοί που θα επιβλέψουν τη διαδικασία. Να υπάρξει κάποιο είδος διεθνούς ελέγχου από την ΕΕ ή την Αμερική στα κονδύλια, να υπάρχει δηλαδή δυτική εμπλοκή σε κάθε είδους διανομή και βοήθεια. Και κάτι που πρέπει να σκεφτώ πώς να το πω προσεκτικά: γνωρίζετε ότι υπάρχουν πολλές χώρες της ΕΕ που έχουν επίσης προβλήματα διαφθοράς γύρω από τη διανομή των κοινοτικών πόρων, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Επομένως, ορισμένα από αυτά τα προβλήματα είναι ενδημικά όταν ανοίγουν οι κρουνοί μεγάλων χρηματικών ποσών και δεν συμβαίνουν συγκεκριμένα ή μόνο στην Ουκρανία. Πιστεύω ότι αυτή η κυβέρνηση, εν μέρει λόγω των όσων είπα πριν, ανησυχεί πολύ για το πώς την αντιλαμβάνονται στον έξω κόσμο. Ξέρει πόσο σημαντικά είναι αυτά τα πράγματα και θα είναι σε επαγρύπνηση για φαινόμενα διαφθοράς,  ειδικά σε οτιδήποτε εμπλέκει δυτικά χρήματα.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ρώσοι έχουν αναμειχθεί και έχουν παρέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις πολλών χωρών, ακόμη και των ΗΠΑ, όπως αποδείχθηκε στην έκθεση Mueller. Πόσο διαδεδομένη εκτιμάτε ότι είναι αυτή η κρυφή ρωσική επιρροή στην Ευρώπη; Τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί;

Εκτιμώ, πολύ διαδεδομένη. Συμβαίνει σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα και έχει χαρακτήρα επιχειρηματικών επενδύσεων, ενώ μερικές φορές περιλαμβάνει και πολιτικά κόμματα ή εξτρεμιστικά κινήματα. Μόλις πρόσφατα είδαμε εξτρεμιστές στην Ισπανία με ρωσικές διασυνδέσεις, οι οποίοι σχεδίαζαν τρομοκρατικές επιθέσεις. Περιλαμβάνει επίσης εξαγορές Μέσων Ενημέρωσης σε ορισμένες χώρες. Ελπίζω ότι αυτός ο πόλεμος θα είναι μια αφύπνιση,  καθώς και η αρχή της κατανόησης ότι αυτού του είδους οι εξαγορές και επενδύσεις δεν είναι αθώες, δεν είναι φυσιολογικές. Οι Ρώσοι δεν επενδύουν σε ελληνικά ή σε βουλγαρικά Μέσα Ενημέρωσης ή σε ιταλικές εταιρείες απλώς και μόνο επειδή πιστεύουν ότι θα βγάλουν χρήματα. Αυτές είναι επενδύσεις που πραγματοποιούνται από κρατικές εταιρείες οι οποίες συνδέονται με το Κρεμλίνο άμεσα ή μερικές φορές από ιδιώτες ολιγάρχες ή από άτομα που έχουν άλλου είδους δεσμούς με το Κρεμλίνο. Αποτελούν επομένως μέρος της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και έχουν σχεδιαστεί για να διχάσουν κάθε χώρα, είτε σε αντίπαλες κομματικές πολιτικές γραμμές είτε, στην περίπτωση της Ισπανίας για παράδειγμα, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν αυτονομιστικά κινήματα. Έχουν σχεδιαστεί για να υπονομεύουν την υποστήριξη προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικότερα, αλλά και την υποστήριξη προς το ΝΑΤΟ.

Υπάρχει μια στρατηγική πίσω απ’ όλα αυτά που πάει πολύ πίσω στο χρόνο. Δεν θέλω να υπερεκτιμήσω τη σημασία τέτοιων παρεμβάσεων, άλλωστε διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα (και δεν πιστεύω ότι κάθε ρωσικό τρολ είναι απειλή για τη δημοκρατία). Αλλά οι απειλές υπάρχουν και ελπίζω ότι ο πόλεμος θα κάνει τις χώρες να καταλάβουν την ανάγκη μπλοκαρίσματος των ρωσικών επενδύσεων – ειδικά στα Μέσα Ενημέρωσης, αλλά ίσως και σε άλλους στρατηγικούς τομείς. Δεν είναι υποχρεωτικά δουλειά των κυβερνήσεων αυτό. Αλλά έχει νόημα τέτοιες μεθοδεύσεις να βρίσκουν απέναντί τους τα Μέσα Ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα και την κοινωνία των πολιτών.  Σε ορισμένα μέρη –σίγουρα στις χώρες της Βαλτικής, όπως και σε χώρες όπου οι άνθρωποι είναι πιο ευαίσθητοι σε αυτά τα θέματα– έχουν γεννηθεί κινήματα βάσης, έχουν γίνει καμπάνιες ενημέρωσης που προέρχονται από τη βάση και προσπαθούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να καταλάβουν τι σημαίνει κάθε ρωσικό αφήγημα. Ξέρω ότι αυτό δεν έχει πετύχει σε όλες τις χώρες, αλλά είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τι μέρος του λόγου είναι κάθε αφήγημα και πώς έχει σχεδιαστεί για να επηρεάσει τους πολίτες.

 

Τα κοινωνικά Μέσα φαίνεται ότι λειτουργούν διχαστικά. Μπορεί αυτό να περιοριστεί;

Ούτε για το Διαδίκτυο ούτε για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουμε ακόμα καθαρή εικόνα. Το ζήτημα είναι να δημιουργήσουμε  κοινωνικά μέσα δικτύωσης που προάγουν το δημόσιο συμφέρον, σχεδασμένα για να ενθαρρύνουν καλύτερες συζητήσεις αντί να διχάζουν και να θυμώνουν τους συμμετέχοντες. Έχουμε αρχίσει να μιλάμε γι’ αυτό, η συζήτηση έχει περάσει και σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά δεν έχουμε ακόμα πραγματικές απαντήσεις. Κάθε φορά, πάντως, που είχαμε μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές, πόσο μάλλον στην τεχνολογία των Μέσων Ενημέρωσης, είχαμε και πολιτικές μετατοπίσεις. Νομίζω ότι τα πολιτικά μας συστήματα έχουν μείνει πίσω και ακόμα δεν έχουν προσεγγίσει σωστά τις νέες τεχνολογίες.

 

Στην Ελλάδα, βρισκόμαστε στη δίνη ενός σκανδάλου κρατικών υποκλοπών. Πιστεύετε ότι η κρατική επιτήρηση στη φιλελεύθερη Δύση μπορεί να βλάψει τη δημοκρατία;

Δύσκολη ερώτηση, δεν πιστεύω ότι μπορώ να την απαντήσω ικανοποιητικά. Πάντως, για το ζήτημα των νέων τεχνολογιών επιτήρησης [surveillance technologies], δεν έχουμε ακόμη καθαρή στρατηγική θεώρηση για τη σχέση τους με τους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι ορισμοί μας για τη δημοκρατία και οι δημοκρατικοί θεσμοί μας χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα. Το να βρούμε σχήματα δημοσίου ελέγχου, ακόμη και να προσδιορίσουμε ποια θα είναι η δημόσια συμβολή [μέσω διαβουλεύσεων], είναι δύσκολο πρόβλημα. Επί του συγκεκριμένου, δεν μπορώ να σχολιάσω την εσωτερική ελληνική πολιτική σκηνή. Γενικά μιλώντας, πάντως, είναι κάτι καινούργιο και ιδιαίτερο ότι τώρα υπάρχει αυτή η μεγάλη δυνατότητα υποκλοπών.  Σαφώς απαιτούνται έλεγχοι και απαγορεύσεις –προσωπικά θα πρότεινα να απαγορευτεί η χρήση του Pegasus στην ΕΕ–, όμως κάθε χώρα είναι ξεχωριστή περίπτωση, γι’ αυτό και αναπτύσσονται διαφορετικά επιχειρήματα. Στην Πολωνία όπου ζω ένα διάστημα μέσα στο χρόνο, είναι πολύ πιθανόν το Pegasus να έχει χρησιμοποιηθεί ακόμα και εναντίον μου – και πάντως, σίγουρα έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον στενών φίλων μας. Μάλιστα χρησιμοποιήθηκε ακόμα και εναντίον υπουργού του σημερινού κυβερνώντος κόμματος, χρησιμοποιήθηκε εναντίον του ατόμου που διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία της αντιπολίτευσης στις τελευταίες εκλογές, χρησιμοποιήθηκε εναντίον άλλων επιφανών ηγετών. Χρησιμοποιήθηκε απευθείας δηλαδή εναντίον της αντιπολίτευσης για να παρακολουθείται η προεκλογική τους εκστρατεία – φυσικά εντελώς παράνομα. Είναι ένα δυσεπίλυτο ζήτημα, που πρέπει όμως να αντιμετωπίσουμε.

 

Πήγατε στο Yale, ένα από τα καλύτερα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το οποίο προωθεί την αριστεία, την ανεξάρτητη σκέψη και τη σκληρή δουλειά. Πόσο συμβάλλουν τα ιδιωτικά πανεπιστήμια –τα οποία στην Ελλάδα απαγορεύονται συνταγματικώς– στη βελτίωση της Παιδείας;

Το σωστό ερώτημα δεν είναι αν το πανεπιστήμιο είναι δημόσιο ή ιδιωτικό, αλλά αν είναι καλό ή κακό. Είναι αλήθεια βέβαια ότι στα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα, όσο περισσότερα πανεπιστήμια μπορούν να «ανθίσουν» τόσο το καλύτερο, έτσι δημιουργείται κάποιο είδος ανταγωνισμού. Φυσικά δεν μπορεί να είναι όλα καλά, ωστόσο υπάρχουν μερικά πολύ καλά κρατικά πανεπιστήμια στην Αμερική,  όπως και στο Ηνωμένο Βασίλειο.  Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι τι μαθαίνουν οι άνθρωποι και πώς διδάσκονται τα γνωστικά αντικείμενα. Υπάρχουν πολλά δύσκολα ζητήματα σήμερα, ειδικά για πανεπιστήμια που διδάσκουν ανθρωπιστικές επιστήμες. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει μεγάλη πίεση προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλοι είναι καλοί στα μαθηματικά και στις επιστήμες, και η πίεση να δείξουν τα πανεπιστήμια ότι αξίζουν τα λεφτά τους. Αυτό συνεπάγεται, δυστυχώς,  ότι επειδή είναι πολύ ακριβά, πολλοί άνθρωποι δεν θα σπουδάζουν πια ανθρωπιστικές επιστήμες. Εγώ σπούδασα  Ιστορία και Λογοτεχνία και ανησυχώ πολύ για τους ανθρώπους που αποφοιτούν χωρίς καμία αίσθηση Ιστορίας ή της θέσης τους στον κόσμο. Επιπλέον, υπάρχει ένα ξεχωριστό πρόβλημα για το πώς διδάσκονται οι ανθρωπιστικές επιστήμες και πώς γίνεται μερικά  από τα πράγματα που ενδιαφέρουν πολύ τους ανθρώπους  να μην είναι διαθέσιμα. Στα αμερικανικά πανεπιστήμια, π.χ., είναι πολύ δύσκολο να μελετήσεις στρατιωτική ιστορία. Συχνά, ακόμα και η βασική πολιτική ιστορία δεν είναι διαθέσιμη κι αυτό σημαίνει ότι έχει χαθεί το ενδιαφέρον καθώς οι ανθρωπιστικές επιστήμες έχουν κατακερματισθεί και περιοριστεί. Είναι πλέον δύσκολο να πείσεις τους ανθρώπους να τις σπουδάσουν. Επομένως, υπάρχουν πολλά προβλήματα αυτή τη στιγμή και με τα αμερικανικά πανεπιστήμια, συμπεριλαμβανομένου του δικού μου.

 

Ποια είναι η Ανν Απλμπάουμ

Γεννήθηκε το 1964 στην Ουάσιγκτον από Εβραίους γονείς - οι πρόγονοί της είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την περιοχή της σημερινής Λευκορωσίας. Μετά το Yale, όπου σπούδασε ιστορία και λογοτεχνία (ένα από τα μαθήματα που παρακολούθησε εκεί ήταν η Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης με τον περίφημο ανατολικογερμανό ιστορικό Βόλφγκανγκ Λέοναρντ), συνέχισε στο London School of Economics, όπου της απονεμήθηκε Μάστερς στις Διεθνείς Σχέσεις. Μετά ξεκίνησε μiα λαμπρή καριέρα στην δημοσιογραφία: The Economist, The Independent, The Spectator, The Evening Standard, κατοικώντας μάλιστα από το 1988 στην Πολωνία. To 2001 μετακόμισε στην Ουάσιγκτον, όπου έγινε μέλος της συντακτικής ομάδας της Washington Post ώς το 2006, οπότε επέστρεψε στην Ευρώπη. Κράτησε πάντως τη στήλη της στην Washington Post επί 15 χρόνια. Συνέχισε να ασχολείται ενεργά με τη δημοσιογραφία και τα άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στα σημαντικότερα αγγλόφωνα περιοδικά και εφημερίδες. Σήμερα αρθρογραφεί στο περιοδικό  The Atlantic.

Παράλληλα,  η Ανν Απλμπάουμ έγραψε μία σειρά από σημαντικά βιβλία τα οποία έχουν κερδίσει πολλές διεθνείς διακρίσεις. Ξεχωρίζουν: το Γκουλάγκ (2003), βραβείο Πούλιτζερ, που έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 24 γλώσσες· το Σιδηρούν Παραπέτασμα - Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη 1944-1956 (2012)· Ο Κόκκινος Λιμός - Ο Πόλεμος του Στάλιν Εναντίον της Ουκρανίας (2017)·  και Το Λυκόφως της Δημοκρατίας (2020).

Σήμερα η Άπλμπαουμ είναι ανώτερος εταίρος στο Agora Institute για Προηγμένες Διεθνείς Σπουδές του πανεπιστημίου Johns Hopkins όπου συν-διευθύνει το Αrena, ένα πρόγραμμα που μελετά την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα στον 21ο αιώνα. Έχει παρασημοφορηθεί από την Ουκρανία (2019 και 2022). Το Νοέμβριο του 2022, η Ρωσία την έβαλε, μαζί με άλλους 200 Αμερικανούς, σε ένα κατάλογο κυρώσεων για «προώθηση της ρωσοφοβικής εκστρατείας και για υποστήριξη του καθεστώτος του Κιέβου».

 

ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΝΝ ΑΠΛΜΠΑΟΥΜ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γκουλάγκ: Η αληθινή ιστορία, μετάφραση: Ελευθερία Τσίτσα, Ιωλκός, Αθήνα 2009, 734 σελ.

Σιδηρούν παραπέτασμα. Συνθλίβοντας την Ανατολική Ευρώπη, 1944-1956, μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος,  Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2016, 632 σελ.

Ο κόκκινος λιμός. Ο πόλεμος του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας, μετάφραση: Γεώργιος-Μενέλαος Αστερίου,  Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019, 512 σελ.

Το λυκόφως της δημοκρατίας. Η σαγήνη του απολυταρχισμού, μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος,  Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2022, 224 σελ.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟ BOOKS’ JOURNAL

Δημήτρης Κωστόπουλος: Γολοντομόρ (για τον Κόκκινο λιμό), τχ. 129, Απρίλιος 2022: https://booksjournal.gr/kritikes/istoria/3871-golontomor

Ηλίας Κανέλλης: Ανν Απλμπάουμ: Με τη δημοκρατία και τη Δύση (για Το λυκόφως της δημοκρατίας), τχ. 130, Μάιος 2022: https://booksjournal.gr/kritikes/politiki/3894-me-ti-dimokratia-kai-ti-dysi

 

 

[1] Ο Πολωνός Ραντοσλάβ Σικόρσκι,  ευρωβουλευτής και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας.

[2] Το Ίδρυμα για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, που ίδρυσε ίσως ο πιο γνωστός ρώσος αντίπαλος του Πούτιν, Αλέξει Ναβάλνι, που επιβίωσε από μια απόπειρα δολοφονίας και σήμερα βρίσκεται στη φυλακή.

 

Γιώργος Ναθαναήλ

Έχει σπουδάσει στο Yale και στο New York University, επί  προέδρων Τζέραλντ Φόρντ, Τζίμι Κάρτερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Αφότου επέστρεψε εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας, και γράφει για κακώς κείμενα, βιβλία που έχει διαβάσει, και αιχμές της τεχνολογίας.
 
 
 
 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.