Συνάντησα τον Μάριο Βίττι τον Ιούνιο του 2011, στο Ρέθυμνο, στο πλαίσιο του πανεπιστημιακού συνεδρίου του αφιερωμένου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου – του σημαντικού κριτικού και ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας, που πέθανε το 2009. Κωνσταντινουπολίτης, εγκατεστημένος στην Ιταλία, όπου εργάζεται ως ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, ερευνητής και ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 1978, 2003), πρόσωπο κομβικό για τις νεοελληνικές σπουδές, αφού εκτός των άλλων συνδέθηκε ως μελετητής του νεοελληνικού μοντερνισμού με τη «γενιά του τριάντα» (χαρακτηριστικό είναι το έργο του Η Γενιά του Τριάντα: ιδεολογία και μορφή, που κυκλοφόρησε το 1977), ο Βίττι είναι, μοιραία, ο επιστήμονας που θα ήθελε να συναντήσει και να μιλήσει μαζί του οποιοσδήποτε νεότερος ερευνητής με ανάλογα ενδιαφέροντα.
Προφανώς, δεν είναι μόνο η βαθιά σχέση του με τη «γενιά του τριάντα» που τον καθιστά περιζήτητο. Ο Μάριο Βίττι έχει ασχοληθεί και ανατάμει πολλές πτυχές της ελληνικής λογοτεχνίας. Μεταξύ άλλων, ανακάλυψε και αξιοποίησε λανθάνοντα έργα, όπως το δράμα του Μοντσελέζε Ευγένα (1965), ή πολύτιμα κειμήλια του Ανδρέα Κάλβου (δύο τόμοι, 1960 και 1963). Επίσης συνέβαλε στο να ενταχθούν στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα κείμενα όπως η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1977) και το Έρωτος αποτελέσματα (1993). Πολύ χρόνο, εξάλλου, αφιέρωσε σε ένα ιδιαίτερα παραγνωρισμένο λογοτεχνικό είδος με ιδιαίτερη διάδοση σε λαϊκά αναγνωστικά στρώματα, την ηθογραφία, κυρίως μάλιστα στην ιδεολογική χρήση της (Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, 1974). Το τελευταίο του βιβλίο, μια συναγωγή κειμένων με την εργογραφία του (Γραφείο με θέα) κυκλοφόρησε το 2006 από το ΜΙΕΤ, συνοδευμένο από έναν δεύτερο ομότιτλο τόμο με φωτογραφίες ποιητών, καλλιτεχνών και λογίων που τράβηξε από το 1948 ώς το1981 (2007).
Όλες αυτές οι ενασχολήσεις του και η παρεπόμενη συστηματική του επαφή με την Ελλάδα, τον έχουν κάνει οξυδερκή παρατηρητή της ελληνικής πραγματικότητας· όχι μόνο της λογοτεχνικής αλλά και της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής. Ωστόσο, ο βασικός λόγος για τον οποίο τον προσέγγισα είναι η συστηματική του γνώση της λογοτεχνίας, των ιδεολογιών που άκμασαν και διαδόθηκαν με αφορμή τα λογοτεχνικά έργα, των προσώπων, συγγραφέων και ποιητών αλλά και των κριτικών που διαμόρφωσαν τα νεοελληνικά γράμματα. Με εμπιστεύθηκε, και ακολούθησε ένας ενδιαφέρων διάλογος μαζί του, αποσπάσματα του οποίου παρουσιάζονται στη συνέχεια:
Βρίσκεστε στην Ελλάδα για να συμμετάσχετε σε ένα συνέδριο μνήμης στον Αλέκο Αργυρίου. Επιτρέψτε μου να επικαλεστώ τη μαρτυρία σας... Πώς τον γνωρίσατε, μέσα σε ποιους κύκλους και κάτω από ποιες συνθήκες;
Πρέπει να πάμε πίσω, πολλά χρόνια, περισσότερα από πενήντα, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και να δούμε ποια ήταν τότε η κατάσταση. Ποιοι κριτικοί έγραφαν, δημοσίευαν και είχαν γνώμη δεσμευτική σε σχέση με τα έργα. Τότε, βεβαίως, στα πράγματα ήταν οι άνθρωποι της «γενιάς του τριάντα», μάλιστα στην πιο δημιουργική τους περίοδο. Στην κριτική κυριαρχούσε ο Ανδρέας Καραντώνης, ο οποίος είχε διευθύνει το κατ’ εξοχήν περιοδικό της «γενιάς του τριάντα», τα Νέα Γράμματα. Ο Κλέων Παράσχος, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ήσαν ηλικιακά μεγαλύτεροι κατά μία γενιά, συνέχιζαν όμως να δημοσιεύουν και να έχουν επιρροή – εκτός των άλλων οι παρεμβάσεις τους δεν περνούσαν απαρατήρητες, ενώ στελέχωναν και τις επιτροπές των βραβείων. Ο Αλέκος Αργυρίου δεν ανήκε σε αυτές τις ομάδες. Στο παρελθόν είχε βρεθεί κοντά στην αριστερή αντιπολίτευση, που δεν είχε ακόμη την ελευθερία να εκφράσει τη γνώμη της, όπως έγινε αργότερα, έπρεπε λοιπόν να αντιμετωπίσει πολλές προκαταλήψεις. Ήταν, θυμάμαι, πολύ φιλελεύθερος άνθρωπος, δεν του ταίριαζαν οι απολυτότητες, να νομίζει ότι αυτός είχε πάντα δίκιο και οι άλλοι πάντα άδικο, είχε δηλαδή την προδιάθεση να επιζητά τον διάλογο, την ανοιχτή γνώμη. Τελικά, χάρη και στον Γ.Π. Σαββίδη, που του έδειξε εμπιστοσύνη, ο Αργυρίου όχι μόνο κατάφερε να δημοσιεύει αλλά σύντομα ανοίχτηκε και σε ένα περιβάλλον πιο φιλελεύθερο από το ασφυκτικό περιβάλλον των αριστερών της εποχής του. Ο Σαββίδης του άνοιξε την πόρτα στο περιοδικό που ο ίδιος διηύθυνε, την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, και η συνεργασία τους, που κράτησε αρκετά, άρχισε με το θέμα: Γιώργος Σεφέρης. Ήταν μεγάλη η επιτυχία του Σαββίδη να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες του Αργυρίου.
Tι σημαίνει να είναι κανείς καθηγητής νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό και συγγραφέας μιας από τις δυο τρεις πιο καθιερωμένες ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας;
Δεν είναι ανάγκη ο κάθε νεοελληνιστής να γράψει μια ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ήδη η δουλειά του είναι σύνθετη, γιατί αντιμετωπίζει δυσκολίες με το κοινό, με φοιτητές στο εξωτερικό, οι οποίοι ξέρουν τα ελληνικά με τρόπο διαφορετικό από έναν έλληνα φοιτητή. Οπότε υπάρχει μια παιδαγωγική προσπάθεια για προσαρμογή στις ανάγκες του ειδικού κοινού. Έπειτα, μπορεί κάποιος να είναι ειδικευμένος σε έναν τομέα, γιατί οι περίοδοι είναι τεράστιες, το πεδίο ευρύτατο, κι έτσι πρέπει να ειδικεύεται σε ένα θέμα. Αυτό, βεβαίως, είναι μια καλή ευκαιρία για τους νεοελληνιστές: οι ίδιοι μπορούν να μάθουν το θέμα τους για να το διδάξουν, κάτι που θα είναι κέρδος και γι’ αυτούς και για το κοινό τους. Κατά τη γνώμη μου, πάντως, νεοελληνιστής είναι κάτι πάρα πολύ σύνθετο – αλλά δεν πρέπει να κρίνω όλους τους νεοελληνιστές με τα μέτρα τα δικά μου. Όχι ότι τα δικά μου κριτήρια είναι τόσο ειδικά, σύνθετα ή υψηλά, αλλά έτυχε να ασχοληθώ με πάρα πολλά θέματα. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε κάτι τέτοιο απ’ όλους τους νεοελληνιστές. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τους νεοελληνιστές των ελληνικών πανεπιστημίων. Είναι πάρα πολλοί, αλλά ο καθένας έχει μια ειδίκευση που δεν συμπίπτει με του άλλου. Κι αυτό έχει σημασία. Διότι το ερευνητικό πεδίο πλέον είναι πάρα πολύ μεγάλο.
Αυτή η γενική γνώση την οποία επικαλείστε ήταν αποτέλεσμα της ευρυμάθειας της γενιάς σας ή είναι απόρροια του ότι απευθυνόταν σε ένα κοινό μη μυημένο, οπότε χρειαζόταν ένα γενικό διάγραμμα;
Και το ένα και το άλλο: στη δική μου την περίπτωση, έτυχε να έχω μελετήσει το κλέφτικο τραγούδι, επομένως διάβαζα δημοτική ποίηση, έτυχε να ανακαλύψω έργα άγνωστα σε βιβλιοθήκες και να τα δημοσιεύσω, έργα του 1500 και του 1600, έτυχε να επανεκτιμήσω έργα που δεν τα διάβαζαν, όπως, λόγου χάρη, τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, που από εκείνη τη στιγμή και ύστερα μπήκε στο κύκλωμα των αναγνωστών και των μελετητών. Έπειτα ασχολήθηκα με τη «γενιά του τριάντα». Έγραψα ίσως την πρώτη συστηματική μελέτη σε μια εποχή που δεν είχε γραφτεί σχεδόν τίποτα γι’ αυτό το θέμα. Ακολούθησαν, πάντως, πολύ ενδιαφέρουσες μελέτες. Δεν είναι ίσως απαραίτητο να περιμένουμε από έναν καθηγητή να έχει ασχοληθεί με όλα αυτά τα θέματα – φτάνει να έχει κάποια επάρκεια, να μην είναι εντελώς κούφιος άνθρωπος, όπως συμβαίνει με ορισμένους οι οποίοι αν και ξέρουν λίγα πράγματα θέλουν να δείξουν ότι ξέρουν πολλά.
Θεωρείτε ότι η υπερεξειδίκευση και η θεωρητικολογία των τελευταίων χρόνων έχουν συμβάλει στην αδυναμία συγγραφής ευρύτερων έργων;
Χωρίς αμφιβολία, η εξειδίκευση αφορά κατ’ εξοχήν την επιστήμη. Τι είναι επιστήμη στη φιλολογία; Είναι η έρευνα, να ψάχνει κανείς σε αρχεία. Αυτό ισχύει για τη μελέτη κάθε γλώσσας, κάθε λογοτεχνίας, κάθε πολιτισμικού προϊόντος. Αυτό όμως δεν πρέπει να δεσμεύει τον νεοελληνιστή στα μαθήματα που διδάσκει.
Πώς γράφεται μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας; Πώς γράψατε εσείς;
Πολλές φορές στην Ελλάδα λένε για μένα: «ο γνωστός ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας». Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι τιμητική η αναφορά, αλλά ώρες ώρες αισθάνομαι και λίγο δυσάρεστα. Δεν είμαι μόνο ένας ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Έχω ασχοληθεί με πάρα πολλά θέματα ακόμα. Και δεν μπορεί κανείς να είναι ιστορικός οποιασδήποτε λογοτεχνίας, εν προκειμένω της νεοελληνικής, αν δεν έχει περάσει προηγουμένως από πολλά ακόμα θέματα, συγγενή αλλά όχι μόνο, με τα οποία θα έχει καταπιαστεί υπεύθυνα. Μια ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνίας μπορεί να τη γράψει οποιοσδήποτε, αλλά προϋποτίθεται ότι πρέπει να έχει διαβάσει όλα τα έργα για τα οποία μιλάει και όλη την κριτική που έχει γραφτεί για τα έργα αυτά. Επομένως, δεν μπορεί να γράψει κανείς ιστορία στα τριάντα του. Ας υιοθετήσουμε την παραδοχή, λοιπόν, ότι πρέπει να είναι κανείς τουλάχιστον σαράντα χρόνων, όπως ήμουν εγώ όταν έγραψα την πρώτη μου Ιστορία... Αλλά μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως κάθε άλλη ιστορία λογοτεχνίας, είναι ανάγκη να γράφεται και να ξαναγράφεται κάθε τόσο, γιατί αλλάζει η αξιολόγηση, αλλάζουν οι οπτικές γωνίες, αλλάζει η προοπτική με την οποία βλέπει κανείς τα πράγματα. Γι’ αυτό ήταν κάτι σαν φυσιολογική ανάγκη, ύστερα από 30 χρόνια, να γράψω ξανά την Ιστορία από την αρχή, μια δεύτερη φορά. Δεν περιμένω να μπορέσω να τη γράψω και μια τρίτη φορά, δεν με παίρνει ο χρόνος.
Αν τη γράφατε θα άλλαζε κάτι;
Αν συγκρίνει κανείς την πρώτη με τη δεύτερη μορφή, το γενικό σχήμα δεν έχει αλλάξει. Προφανώς, όμως, έχουν αλλάξει κάποια πράγματα. Δεν μπορούσα να μην υποβαθμίσω, λ.χ., τον Βουτιερίδη, που βασίστηκε στο κριτήριο δημοτική-καθαρεύουσα, κριτήριο το οποίο πλέον δεν ισχύει. Ας σκεφτούμε ως παράδειγμα την Ιστορία του Δημαρά: εκεί η περιοδολόγηση ήταν ήδη αρκετά σαφής και εξυπηρετική για τον μελετητή. Όταν κόβει κανείς την ιστορία σε τεμάχια, υιοθετεί μια σύμβαση, την οποία εν μέρει πρέπει να τη δέχονται οι άλλοι, και οι αναγνώστες και οι άλλοι μελετητές. Νομίζω ότι και η δική μου πρόταση ως προς την περιοδολόγηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας συνεχίζει να ισχύει. Εκείνο που έχει αλλάξει δραστικά είναι οι μελέτες που στο μεταξύ έχουν γραφτεί. Τα τελευταία χρόνια αυξήθηκαν οι μελετητές, συνεπώς αυξήθηκαν και οι μελέτες για κάθε συγγραφέα και για κάθε θέμα. Για τη «γενιά του τριάντα», π.χ., έχουν γραφτεί σχετικά πρόσφατα τουλάχιστον πέντε μονογραφίες. Κάποιος που γράφει μια ιστορία λογοτεχνίας, πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη τις μελέτες όλων όσοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αγνοήσει. Κι αυτό ισχύει για όλα τα έργα, για όλους τους συγγραφείς, από τότε που εμφανίστηκε η νεοελληνική λογοτεχνία, περίπου από το 1500 κι έπειτα. Είναι εξωφρενικό το τι πρέπει να έχει κανείς υπ’ όψη του από βιβλιογραφική άποψη...
Με ποια κριτήρια αξιολογεί ένας ιστορικός της λογοτεχνίας τους συγγραφείς, ιδιαίτερα τους σύγχρονούς του, που θα περιλάβει στο έργο του;
Η αξιολόγηση των συγγραφέων δεν γίνεται από τον ιστορικό. Ο ιστορικός μπορεί να έχει τη δική του γνώμη, αλλά δεν επιτρέπεται να την επιβάλει σε ένα έργο ευθύνης που θα χρησιμοποιήσουν πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν προσωπική γνώμη, ως απλοί, δηλαδή μη ειδικοί αναγνώστες, οπότε μ’ έναν τρόπο μπορούν να γίνουν θύματα του συγγραφέα της Ιστορίας. Η αξιολόγηση γίνεται κατά κύριο λόγο από την κριτική και από τους κριτικούς. Όσο για τους σύγχρονους συγγραφείς, τους συνομήλικους του ιστορικού και τους μεταγενέστερους, πρέπει κατά κύριο λόγο να βασιστεί στις βιβλιοκρισίες. Πρέπει, επίσης, να λάβει υπ’ όψη του και το αναγνωστικό κοινό. Η αναγνωστική επιτυχία ενός βιβλίου, υποχρεώνει τον ιστορικό να δει βαθύτερα τους λόγους της επιτυχίας. Όπως επίσης πρέπει να εξετάζει και τα βραβεία που δίνονται.
Να εικάσω ότι όταν μιλάμε για σύγχρονα βιβλία, αυτός ο διαχωρισμός γίνεται πιο σύνθετος.
Αλίμονο. Όταν μιλάς για τους φίλους σου, για τους ανθρώπους με τους οποίους βγαίνεις για ένα κρασί ή πας περίπατο, ναι, πολύ περισσότερο.