Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας[i], την άνοιξη του 1827, είναι ιδιαίτερα σημαντική για πολλούς λόγους. Στη συνείδηση των αγωνιστών ήταν η ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Πολιτείας. Η εποχή ήταν κρίσιμη για την πορεία προς την ελευθερία. Η δυναμική της Επανάστασης είχε εξαντληθεί. Το Μεσολόγγι είχε χαθεί. Η παρατεταμένη εμφύλια σύγκρουση έχει παραλύσει την αντίσταση. Στην Πελοπόννησο βρισκόταν ο Ιμπραήμ και στη Στερεά ο Κιουταχής.
Παρά τις δύσκολες συνθήκες, η συνέλευση πήρε δύο σημαντικές αποφάσεις. Πρώτον, τη συγκρότηση κεντρικής πολιτικής εξουσίας, με τη μορφή «ενός ανδρός αρχή», του Ιωάννη Καποδίστρια. Παράλληλα, όρισε δύο Άγγλους, τον Τσωρτς ως αρχηγό του Στρατού και τον Κόχραν του Στόλου.
Δεύτερον, ψήφισε το Σύνταγμα της Ελλάδος που καθιέρωνε την ελευθερία, τη λαϊκή κυριαρχία, τη διάκριση των εξουσιών, την ισοπολιτεία, την αλληλεγγύη, την ανεξιθρησκεία, την ελευθεροτυπία κ.λπ. Παρότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αποτέλεσε οδηγό στους αγώνες των Ελλήνων για τη δημιουργία συνταγματικής πολιτείας, όλα τα μετέπειτα χρόνια.
Ένα είδος ρεπορτάζ για την Γ΄ Εθνοσυνέλευση περιέχεται στις Ιστορικές Αναμνήσεις[ii] του Νικολάου Δραγούμη. Αυτές αποτέλεσαν το θέμα ραδιοφωνικής[iii] συζήτησης των: Άλκη Αγγέλου, καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Λέανδρου Βρανούση, διευθυντή του Κέντρου Μεσαιωνικών Σπουδών της Ακαδημίας Αθηνών και Βασίλη Σφυρόερα, καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρουσιάζονται, εδώ, απομαγνητοφωνημένα αποσπάσματα[iv].
Η επιλογή από τους συζητητές, των Ιστορικών Αναμνήσεων, δεν ήταν τυχαία. Αφενός, είναι το μόνο απομνημόνευμα που δίνει ποικίλες και λεπτομερείς πληροφορίες που συνήθως χάνονται ή αγνοούνται από τις ιστορικές πραγματείες. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα για τις ενδυμασίες των συμμετεχόντων στην Τροιζήνα, που επιπλέον εικονογραφεί εμβληματικά τις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες οι οποίες συμμετείχαν στην Παλιγγενεσία.
Αφετέρου, οι συνομιλητές συμφωνούν με την ιστοριογραφική αντίληψη του Δραγούμη: Διηγούμαι ως οι χρονογράφοι, οίτινες, πρόσγειοι μεν αλλά ακριβείς αναγραφείς πραγμάτων και ανεκδότων, ενδιατρίβουν εις λεπτομερείας και τέρπονται εις περιγραφάς, ανακαλούσας εις την ζωήν κόσμον παρελθόντα μετά των ηθών, των παθών, των έξεων αυτού και των προλήψεων[v].
Περαιτέρω, είναι φανερό πως θεωρούν ότι το σχήμα, σύμφωνα με το οποίο τον Αγώνα έκαναν αποκλειστικά οι Αρματολοί και οι Κλέφτες είναι τουλάχιστον έωλο. Συμφωνούν με τον Δραγούμη για το ρόλο των λογίων. Εξ άλλου τη σημασία της λογιοσύνης έχει ήδη αναδείξει ο Άλκης Αγγέλου στο έργο του Οι Λόγιοι και ο Αγώνας[vi], όχι μόνο για εκείνους που διατύπωσαν τις αρχές, σχεδίασαν και έθεσαν τους στόχους του Αγώνα ή άφησαν την ασφάλεια των ασχολιών, των σπουδών και κατέβηκαν στην Ελλάδα ν’ αγωνιστούν, αλλά και για εκείνους που προετοίμασαν, χρόνια πριν, το Έθνος προς την πάνδημη Επανάσταση του 1821: τον Ρήγα και τους συντρόφους του, τους Φιλικούς, τους Φαναριώτες, τους λόγιους, τους συντάκτες των προεπεναστατικών εφημερίδων και περιοδικών, τους δασκάλους των Σχολείων, τους ιερωμένους της Εκκλησίας∙ πάνω απ’ όλους όμως τον Κοραή: Αυτός ανεκάλεσε την προγονικήν μας λαμπρότητα, διέλυσε την αχλύν της αμαθείας από τα όμματά μας και μας έδειξε τον μόνον και ασφαλή δρόμον, όστις δύναται να μας φέρη από τα βάραθρα της αδοξίας εις τον κολοφώνα της δόξης∙ αυτός, προ της Ελληνικής Επαναστάσεως, κρατών την μάστιγα της αληθείας εις τας χείρας, έτυψε την κακίαν, ήναψε την φιλοτομίαν εις τους Αριστοκράτας της Ελλάδος και διέσχισε τον μελανόν μανδύαν, όστις έκρυπτε τας μελανάς ψυχάς πολλών Αρχιερέων μη φυλαττόντων τα ιερά χρέη των∙ εις αυτόν χρεωστούνται τα διάφορα παιδευτήρια της Ελλάδος, από τα οποία εξήλθεν ένοπλος η ελευθερία∙ αυτός τέλος πάντων μας ετίμησε διά των συγγραμμάτων του εις την Ευρώπην, εκανόνισε την γλώσσαν μας, ηύξησε τας γνώσεις μας και μετερρύθμισε τα ήθη μας»[vii].
Λάκης Δόλγερας
Βρανούσης: Λοιπόν, κύριε Αγγέλου, είστε ο βασικός εισηγητής. Μιλάμε για τον Νικόλαο Δραγούμη[viii] και για το έργο του, Ιστορικαί Αναμνήσεις. Ότι γεννήθηκε στα 1809…
Αγγέλου: …στα 1827, μπαίνει στη γραμματεία…
Βρανούσης: ...δεκαοκτώ χρονών, μπαίνει στην γραμματεία της Εθνοσυνέλευσης…
Αγγέλου: …και ακολουθεί μια σταθερή ανιούσα στη δημόσια και την πολιτική ζωή.
Βρανούσης: Έφτασε υπουργός και εκδότης του περιοδικού Πανδώρα.[...]
Η δικαίωση της Λογιοσύνης
Βρανούσης: Εδώ που φυλλομετρούσα για να ετοιμασθώ σήμερα να προσέλθω στην εξέταση, κύριε Αγγέλου…
Αγγέλου: …Ε! όχι, όχι εξέταση…
Βρανούσης: …έχω επισημάνει μια φράση που δείχνει τον απολογητικό χαρακτήρα, τη στάση που κρατάει ο Δραγούμης για τη λογιοσύνη, και ποιους θέλει να υποστηρίξει. Θα υπάρχουν κι άλλα παρόμοια, θα μας τα πείτε…
Αγγέλου: …για διαβάστε…
Βρανούσης: …αναφέρεται στον Νικολό Σπηλιάδη, λογιότατο κι αυτόν, ο οποίος έγραψε απομνημονεύματα, περισσότερο ιστορική πραγματεία, και προσθέτει: Δημοσιεύσας δε ταύτα τα υπομνήματα, ελησμόνησεν ο αφιλοκερδής εκείνος αγωνιστής, ότι αν ο στρατηγικός του Κολοκοτρώνη νους και η ατρόμητος σπάθη του Βότσαρη, αν η αδάμαστος του Μιαούλη καρτερία και ο πυρφόρος του Κανάρη δαυλός έκλεισαν τον Αγώνα, διοργάνωσαν όμως, διεμόρφωσαν και παρέστησαν αυτόν εθνικόν –αντί κλεφτικού, οίος επιστεύετο υπό της Δύσεως– και καθηγίασαν, συνδέσαντες αυτόν μετά της αθανάτου ιστορίας των προγόνων ημών, διά μεν της παιδείας, της εμπειρίας και της συνέσεως ο Μαυροκορδάτος, ο Τρικούπης, ο Νέγρης, ο Κανέλος, ο Ζωγράφος και ο λοιπός των πολιτικών ανδρών και των πεπαιδευμένων όμιλος, διά δε του ονόματος και της υπέρ αυτών υπολήψεως ο Κουντουριώτης, ο Ζαΐμης, ο Λόντος, ο Κανακάρης και έτεροι πρόκριτοι.
Εδώ ο Δραγούμης κάνει μια τοποθέτηση και του εαυτού του και του γενικού θέματος: αν και οι κλέφτες ήταν απαραίτητοι στον Αγώνα, ο Αγώνας αυτός θα είχε μείνει κλέφτικος. Θα είχε μείνει, πώς να πούμε, μια αναρχική εξέγερση για τα Ανακτοβούλια της Ευρώπης. Εκείνοι που του έδωσαν εθνικό χαρακτήρα ήταν τα αξιοσέβαστα αυτά πρόσωπα –με την παιδεία τους, με την εμπειρία τους–, οι λογιότατοι, οι πρόκριτοι και όλοι αυτοί. Λοιπόν, εδώ είναι τοποθετημένος ο Δραγούμης και πολύ σωστά.
Σφυρόερας: Άποψη προς την οποία ασφαλώς θα διαφωνούσε ο Μακρυγιάννης.
Βρανούσης: Ο αφελέστατος Μακρυγιάννης, ας τον αφήσουμε.
Αγγέλου: Θα ’θελα να συμπληρώσω αυτό το χωρίο: Αγωνιστής, γράφει αλλού, ελέγετο ο προθύμως, απροφασίστως και αφιλοκερδώς υπηρετών υπέρ του Αγώνος, ο αγογγύστως υποβάλλων εαυτόν εις πάσαν κακουχίαν, ο πεινών, ο γυμνητεύων, ο εις όρη και σπήλαια περιπλανώμενος, ο φειδώμενος των Δημοσίων, ο μη αποβλέπων εις τίτλους, βαθμούς, παράσημα ή άλλας τιμάς, ο δυνάμενος να ζήση εν ευπαθεία εκτός της Ελλάδος και όμως προτιμών να δεινοπαθή εν αυτή, εν ενί λόγω ο θέτων υπεράνω του ιδίου συμφέροντος το κοινόν και αποθνήσκον υπέρ πατρίδος.
Σφυρόερας: Είναι ένα κομμάτι που ακριβώς είχα επισημάνει, κύριε Αγγέλου, γιατί είναι ένας ωραιότατος χαρακτηρισμός του αγωνιστή του ’21, έτσι όπως τον είχε συλλάβει ο Δραγούμης…
Βρανούσης: …πόση διεύρυνση δίνει στην έννοια αγωνιστής! Εμείς ταυτίζουμε τους αγωνιστές με τους πολεμιστές, τους πολέμαρχους, τους επαγγελματίες του σπαθιού και του ντουφεκιού. Σε προηγούμενη εκπομπή σάς είχα διαβάσει μια περικοπή από τα απομνημονεύματα του Γεωργίου Γαζή, του γραμματικού του Καραϊσκάκη, ο οποίος λέει, η Θεία Πρόνοια έστειλε στο Μεσολόγγι κάτι αγριανθρώπους…
Αγγέλου: Α, ναι, βέβαια.
Βρανούσης: ...τους οποίους τρέμει ο ίδιος καθώς τους θυμάται, οι οποίοι ποτέ δεν είχαν φάει ζυμωμένο ψωμί, δεν είχαν πατήσει σε εκκλησία…
Αγγέλου: Μπράβο, πολύ ωραία τα θυμάστε.
Βρανούσης: Ζούσαν σε όλη τους τη ζωή στις ράχες, στα βουνά και στα σπήλαια, αλλά η Θεία Πρόνοια τους συγκέντρωσε στο πολιορκημένο Μεσολόγγι για να αντιμετωπίσουν τα άλλα θηρία που ήταν απ’ έξω. Αναφέρει ότι ένας αγριάνθρωπος, λέει, έβλεπε σαν γατόπαρδος μέσ’ στο σκοτάδι…
Αγγέλου: …και καθώς κάθονται στον προμαχώνα και κουβεντιάζουνε ξαφνικά… (νύχτα είναι), σηκώνει το όπλο του και σημαδεύει, και του λέν’: ποιον σημαδεύεις; (τον είδε! ) και λέει: εγώ βλέπω στο σκοτάδι…
Βρανούσης: Και δεν είναι μόνον αυτοί οι αγριάνθρωποι ή «οι χοιρειάνθρωποι που έκαναν τέρατα και σημεία», καθώς λέει ο Γαζής, ήταν και όλοι οι άλλοι που χάριν του κοινού συμφέροντος της πατρίδας εγκατέλειψαν την ευμάρεια –πώς διευρύνει τον ορισμό του αγωνιστή!– και ήρθαν να πεθάνουν στην ψάθα.
Αγγέλου: Ναι, αυτοί είναι υπαινιγμοί για όλη τη λογιοσύνη, η οποία άφησε σπουδές, θυμάστε την κάθοδο την οποία περιγράφει ο Ψύλλας[ix], ή ο…
Βρανούσης: Μα οι πάντες κατεβαίνουν.
Αγγέλου: …ο Ψύλλας, νομίζω. Ναι, κατεβαίνουν από τη Γερμανία και περνάν ενθουσιώντες μέσα από τις πόλεις, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Είναι η κάθοδος των λογίων!
Βρανούσης: Και να σκεφτεί κανένας –τα ξεχνάμε αυτά–, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος που είναι στο πολιορκημένο Μεσολόγγι –με τη λιγδιασμένη ρεδινγκότα του, τον τρών’ οι ψύλλοι, οι κοριοί– ήταν πρωθυπουργός στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ο Θεόδωρος Νέγρης επίσης· πέθανε πενέστατος στην ψάθα κι έκανε τον οργανισμό του Αρείου Πάγου.
Σφυρόερας: Θα ήθελα να πω ότι μπαίνουμε σ’ ένα άλλο θέμα πολύ γενικότερο, γι’ αυτήν την εντύπωση που είχαν, ή που έχουν ακόμη ορισμένοι για τους καλαμαράδες. Πόσο περιφρονητικά μιλάμε για τους καλαμαράδες του Αγώνα!
Βρανούσης: Μα δεν φταίει...
Αγγέλου: Εγώ θέλω πράττειν εσύ θέλεις γράφειν, είναι η απάντηση.
Βρανούσης: …δεν φταίει το ευρύ κοινό, μην ξεχνάμε ότι ο Γιάννης Βλαχογιάννης[x], μέχρι προχθές, δεν έκανε τίποτε άλλο ιστοριογραφώντας το ’21, παρά να συκοφαντεί τους καλαμαράδες. [...]
Ο τρόπος του Δραγούμη
Αγγέλου: Αλλά με συγχωρείτε, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στα πράγματα, να δώσουμε μέσα από τον δικό του λόγο την εικόνα που έχουμε: αυτής της μικρής κοινωνίας που ζει μια από τις πιο επίσημες στιγμές στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Θα πάρουμε τον λόγο διαδοχικά για να μην κουράσει η περικοπή, είναι αρκετά μεγάλη, αλλά είναι το κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικό χωρίο από το κείμενο του Δραγούμη, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να σταματήσουμε...
Βρανούσης: Α, στα της περιγραφής της συνελεύσεως.
Αγγέλου: …στην Τροιζήνα. Λοιπόν, θα αρχίσω εγώ: Η περιοχή εν η συνεκροτούντο αι συνεδριάσεις, ο τρόπος καθ’ ον εγίνοντο αι συσκέψεις και αι αγορεύσεις, η διεξαγωγή των γραφικών εργασιών, η δίαιτα των περί την συνέλευσιν. Αμέσως ήδη μας ερεθίζει, διότι ξαφνικά μας λέει: θα σας πω πώς έτρωγαν και πώς ζούσαν. Πάντα ταύτα φαίνονταί μοι άξια περιγραφής. Βέβαια, είναι μια στιγμή εδώ που μπαίνει στην ιστορία το προσωπικό στοιχείο.
Βρανούσης: Τα εξαγγέλλει, τα θεωρεί άξια περιγραφής, γράφει στα 1850 ή μετά τα 1850, οπότε υπάρχουν λαμπρά δημόσια κτίρια στην Αθήνα, Βουλή, Ανάκτορα, και δίνει το γραφικό στοιχείο, πώς γίνονταν οι Εθνοσυνελεύσεις σ’ έναν κήπο, στο ύπαιθρο, σ’ ένα περιβόλι…
Σφυρόερας: …σ’ ένα χωράφι.
Βρανούσης: …την εποχή εκείνη της Επανάστασης, ή μόλις τελείωνε η Επανάσταση.
Αγγέλου: Και στη συνέχεια δίνει την απάντηση, διότι: Οι μη ευτυχήσαντες (πολύ χαρακτηριστικό το ρήμα) να ίδωσι αθλούσαν την Ελλάδα, ουδέ να φαντασθώσι δύνανται τας θλίψεις, τας στερήσεις, τας κακουχίας προς ας επάλαιον οι αγωνιζόμενοι. Και βέβαιον ότι ει μη υπεστήριζε η πίστις εις τας δυνάμεις, ει μη χρησίμευε αντί άρτου και στέγης, ει μη ο έρως της πατρίδος εθέρμαινεν αυτούς γυμνητεύοντας εν ώρα χειμώνος, ει μη περιεκάλυπτε περιπλανωμένους ασκεπείς εν ώρα καύσωνος, πολλάκις θα εφθόνουν τον θάνατον των προ αυτών μαρτυρησάντων. Νομίζω ότι κάμαμε μια παράλειψη για την οποία δεν φταίω εγώ. Θέλω να την επανορθώσω: Ότι όταν δίναμε τον όρο του αγωνιστή, παρέλειψα να δώσω ένα χαρακτηρισμό που δίνει για τον Αγώνα τον ίδιον. Λέει: Αυτό είναι ένα μοναδικό φαινόμενο. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι πρέπει να σταματήσουμε, και στο σημείο αυτό να τον δούμε τι γνώση, τι συνείδηση έχει για τον Αγώνα. Θεωρεί ότι ήταν μια στιγμή εντελώς μοναδική, το τονίζει σε κάποιο σημείο, πώς οι άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι βρέθηκαν να μονιάσουν και να φτάσουν στο σημείο που φτάσανε; Θα συνεχίσω λίγο, και μετά θα δώσω το λόγο στον κύριο Βρανούση. Και εν όσω μεν διετρίβωμεν εν Ερμιόνη…
Η συνέλευση στην Ερμιόνη
Βρανούσης: Α, εξακολουθείτε να διαβάζετε.
Αγγέλου: Ναι, διαβάζω περιγραφή της Εθνοσυνελεύσεως του 1827.
Βρανούσης: Μάλιστα.
Αγγέλου: Όπου ο Δραγούμης, 18 χρονών, εκτελεί χρέη γραμματέως: […] αι συνεδριάσεις συνεκροτούντο εντός προμήκους αιθούσης, όπου εκαθήμεθα συσσωρευμένοι αναμίξ, διασταυρομένους έχοντας τους πόδας.
Βρανούσης: Σταυροπόδι δηλαδή.
Αγγέλου: Οι δε ρήτορες, οσάκις ήθελον ν’ αγορεύσωσι, στηρίζοντες ολόκληρον την προτομήν ή πλαγίως επί της ετέρας των χειρών, ή κατέμπροσθεν και επί των δύο, ηγωνίζοντο πνευστιούντες, αν μάλιστα ήσαν γέροντες ή πολύσαρκοι, ν’ ανεγερθώσιν επί των ποδών, οίτινες ναρκούμενοι συνήθως εκ της χαμαιζήλου εκείνης κατακλίσεως…
Βρανούσης: Είχαν μουδιάσει.
Αγγέλου: ...ανέπτυσσον περιέργως και ζωηρότατα καθίστων τα ρητορικά σχήματα του προσώπου αυτών. Μακάριοι δε οι περί των τοίχων καθήμενοι
ή όσοι, προνοητικώτεροι των άλλων, έφερον «μαγκούρας». Μεταξύ των τελευταίων τούτων διεκρίνετό τις, Βασίλειος Μπαρλάς...
Βρανούσης: Εδώ είναι ωραίο πορτρέτο.
Αγγέλου: ...και διεκρίνετο ου μόνον επί προνοία «μαγκουρική» αλλά και επί πολυχεύμονι νείλω ευγλωττίας[xi]. Ο Βασίλειος αυτός, Ηρακλής το ανάστημα και Στέντωρ την φωνήν, ήρχετο πάντοτε εφόδιον έχων ράβδον ποιμενικήν ευπαγή ανεβαίνουσαν μέχρι πώγωνος, εφ’ ης, στηρίζων αμφοτέρους τους βραχίονας, διέχεεν ως από βήματος υψηλού άφθονα νάματα χρυσορρύτου ρητορείας.
Σφυρόερας: Όταν μιλάμε για την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και δεν έχουμε διαβάσει τα κείμενα του Δραγούμη ή κάποια ελάχιστα άλλα, μπορούμε να φανταστούμε τους εθνοσυμβούλους της εποχής εκείνης, τους πληρεξουσίους, ως ανθρώπους με όλες τις ανέσεις…
Αγγέλου: Ή, ας πούμε, τις σχετικές…
Σφυρόερας: …που θα συζητούσαν το πολίτευμα της Ελλάδας. Αυτή η εικόνα των απλών ανθρώπων που κάθονται σταυροπόδι στο πάτωμα και που σηκώνονται πάνω για να μιλήσουν, χωρίς βήματα και χωρίς μικρόφωνα, σ’ έναν κόσμο που ήταν τριακόσιοι, τετρακόσιοι, πεντακόσιοι άνθρωποι, είναι ομολογουμένως μια από τις ωραιότερες στιγμές που μπορούμε να αναπλάσουμε διαβάζοντας αυτά τα απομνημονεύματα, τις στιγμές του Αγώνα. Και παρακάτω ακόμη, έχει πολλά ενδιαφέροντα ο Δραγούμης γι’ αυτή τη συνέλευση…
Βρανούσης: …για έναν κήπο όπου δεν μπορεί κανένας πρόεδρος να επιβάλει ευταξία.
Αγγέλου: Νομίζω ότι μπορεί να πάρει το λόγο ο κύριος Βρανούσης τώρα και να συνεχίσει.
Βρανούσης: Λοιπόν, αυτά ήταν για την Ερμιόνη.
Η συνέλευση στην Τροιζήνα
Αγγέλου: Μάλιστα, τώρα στην Τροιζήνα…
Βρανούσης: Στην Τροιζήνα, όπου το στίφος των διπλασίων και τριπλασίων πληρεξουσίων απετέλει ολόκληρον φάλαγγα, περιέχουσαν και στρατηγούς, και συνταγματάρχας, και χιλιάρχους, και λοχαγούς μαχομένους, ουχί προς τον μαχαίρα και πυρί ερημούντα την Πελοπόννησν Ιβραΐμην, ή προς τον απειλούντα την κλεινήν ακρόπολιν Κιουταχήν, αλλά προς αλλήλους, πού αίθουσα χωρητική τοσούτου αρειμανίου πλήθους; Διότι εν τη ευρυχωροτάτη των οικιών του χωριδίου κατέλυεν ο πρόεδρος της Συνελεύσεως, και αυτήν ολόκληρον, ίσως, ηδύνατο να περιλάβη το ελάχιστον των δωματίων τού εν Αθήναις βουλευτηρίου. Όθεν απεφασίσθη να μετασκευασθή εις χώρον συνεδριάσεων κήπος τις παρακείμενος.
Και μας περιγράφει το περιβόλι: Αλλ’ ίσως νομίση ο αναγνώστης ότι διά την μετασκευήν ταύτην εδέησεν να συνεννοηθώσι τα υπουργεία των στρατιωτικών, των οικονομικών και των εσωτερικών, ν’ ανταλλαγώσιν έγγραφα, να ονομασθώσιν επιτροπαί αρχιτεκτόνων και μηχανικών, να συνταχθώσι σχέδια και προϋπολογισμοί, και να εκδοθώσιν εντάλματα∙ εξ εναντίας, ολίγαι δοκοί, μετακομισθείσαι υπό στρατωτών, εχρησίμευσαν αντί εδρών εις τους λογάδας του έθνους, συντελεσθείσης ως εξής της διατάξεως της αιθούσης. Αι μεν δοκοί, τεθείσαι τετραγώνως όπως εφάπτεται κατά τας άκρας η μία της άλλης, εσχημάτιζον περιοχήν, προς το κέντρον σχεδόν ης τινος ανυψούτο ευρύκλαδος και χλοερά λεμονέα. Ο δε πρόεδρος, καθήμενος επί θρανίου αγροίκως κατασκευασμένου, εστήριζε την ράχιν επί του κορμού της λεμονέας ταύτης, ης οι ευθαλείς κλώνες εξαπλούμενοι υπέρ την κεφαλήν αυτού, επείχον τόπον πλατείας και ευώδους σκιάδος, περικαλεστέρας και των ουρανών των βασιλικών θρόνων. Μικρά δε τράπεζα, αγροίκως επίσης ξυλουργηθείσα, έκειτο ενώπιον του προέδρου, και επ’ αυτής έλαμπεν ο κώδων της ευταξίας, ην όμως σπανίως παρεισήγεν εις το δυσήνιον εκείνο πλήθος. Και δεξιά μεν του προέδρου εκάθητο κατά γης διπλοπόδι ο γραμματεύς, αναδιφών και μελαίνων χαρτία. Άλλος δε γραμματεύς ιστάμενος όρθιος εξ ευωνύμων, ανεγίγνωσκε τα πρακτικά, τας αναφοράς και ει τι άλλο έγγραφον.
Δεξιόθεν δε πάλιν, βήματά τινα μακράν, έθαλλε και ετέρα λεμονέα, δισχιδή έχουσα τον κορμόν, εφ’ ου αναπηδών και καθήμενος ο γέρων Κολοκοτρώνης, το μέτωπον έχων επηρμένον και σύνοφρυ, το ήθος άκακον, την φωνήν βροντώδη, αλλά σχεδόν πάντοτε αόργητον και τους πόδας παλιμπλανείς…
Σφυρόερας: …πάνω στη διχάλα της λεμονιάς καθόταν ο Κολοκοτρώνης και κουνούσε τα πόδια του.
Βρανούσης: …επώπτευεν ως άλλος Ξέρξης, ουχί την μάχην της Σαλαμίνος, αλλά την ματαιόσπουδον της Τροιζήνος λογομαχίαν. Ωραίες περιγραφές!
Αγγέλου: Λοιπόν, νομίζω ότι είναι η σειρά του κυρίου Σφυρόερα να ξεκουράσει τον κύριο Βρανούση.
Σφυρόερας: Περί δε τας τέσσερας πλευράς, εντός δάσους λεμονεών, ομοιάζοντος προς το ιερόν άλσος, όπου ο νομοθέτης των Ρωμαίων συνδιητάτο τη Ηγερία δαίμονι, επάνω των αξέστων δοκών, εκάθηντο οι πληρεξούσιοι, ποικίλον ένδυμα φέροντες, οίον φουστανέλας, ασιατικούς, βράκας και αρνακίδας[xii] ή καπότας…
Αγγέλου: Σταθείτε κύριε Σφυρόερα, βιαστήκατε, τα περάσατε γρήγορα.
Βρανούσης: Ας τα επαναλάβουμε.
Σφυρόερας: …ποικίλον ένδυμα φέροντες…
Βρανούσης: φουστανέλας…
Σφυρόερας: φουστανέλας, ράσα, φραγκικά…
Αγγέλου: Τα φραγκικά τα φοράει μια κλίμακα. Σκεφτείτε τώρα αυτή την εικόνα, Νέγρης, Μαυροκορδάτος και δεν ξέρω και ποιοι άλλοι και ο ίδιος ο Δραγούμης…
Βρανούσης: Τα οποία φραγκικά είχαν βγει από το ραφείο προ δεκαετίας.
Σφυρόερας: …κάνδιας ασιατικούς. Το ποδήρες ένδυμα.
Βρανούσης: Το ποδήρες ένδυμα, αυτό το φουστάνι που φοράει και ο Ρήγας.
Σφυρόερας: Και αρνακίδα ή καπότας.
Αγγέλου: Φανταστείτε την εικόνα αυτή, η οποία είναι τρομακτική. Δεν την έχουμε ξαναδεί. Οι άτυχοι οι σκηνοθέτες μας, που κάνουν έργα ιστορίας, φοβάμαι ότι δεν έχουν διαβάσει ούτε καν τον Δραγούμη.
Σφυρόερας: Όχι.
Βρανούσης: Αυτό το πολύχρωμο πλήθος!
Σφυρόερας: Είναι φοβερό, θα έπρεπε να υπάρχει ένα τεχνικός σύμβουλος. Τρομάζει κανείς όταν βλέπει ιστορικά έργα… Και ακόμη παρακάτω συνεχίζεται η ωραία εικόνα: Οι μεν, κατηφείς και σιγηλοί, εμέτρουν τα σφαιρία των κομβολογίων αυτών, αναμετρούντες ίσως κατά διάνοιαν τας συμφοράς της πατρίδος.
Βρανούσης: Αυτοί ήταν οι γεροντότεροι, με το κομβολόι.
Σφυρόερας: Κατηφείς και σιγηλοί. Οι δε, συνδιαλεγόμενοι εντόνως, επελαμβάνοντο και νομοθετικών και διοικητικών και στρατιωτικών ζητημάτων, ως ει έζων μεταξύ πολιτείας γαληνιώσης, ως ει μη κατέκλυζεν ο εχθρός την Ελλάδα, και άλλοι, λίαν ευάριθμοι, σείοντες την κεφαλήν, εμαρτύρουν ότι προ παντός άλλου ησθάνοντο τον επικείμενον κίνδυνον, και έσπευδον το τέλος των ακαίρων και εθνοβλαβών συζητήσεων.
Αγγέλου: Της απεραντολογίας.
Σφυρόερας: Θα έλεγα ν’ αφήσω ίσως τα περί Νικηταρά.
Αγγέλου: Όχι, όχι, διαβάστε τα, είναι πολύ ωραία.
Σφυρόερας: Πέρα δε του βουλευτικού περιβόλου, προς το στενόν και χθαμαλόν θυρίδιον δι’ ου και οι βραχύτατοι εισήρχοντο διχοτομούντες το σώμα...
Αγγέλου: Η είσοδος του βουλευτηρίου! Εμένα μου κάνει εντύπωση αυτός ο έφηβος, τι μάτι πρέπει να είχε για ν’ αποτυπώσει εντελώς φωτογραφικά…
Σφυρόερας: Μα το έχετε πει κάποτε ότι είναι φωτογράφος ο Δραγούμης…
Βρανούσης: …για ν’ αποτυπώσει αυτό το πράγμα.
Αγγέλου: Όλη αυτή τη λεπτομέρεια! Είναι σαν φακός που περιφέρεται.
Σφυρόερας: …ακροαταί τινες όρθιοι ενέκρινον ή κατέκρινον εν σιωπή τα λεγόμενα∙ περί δε το φράγμα του κήπου, οι στρατιώται του φρουράρχου της Συνελεύεσεως, Νικηταρά, προεστάτουν των πατέρων του έθνους∙ η αποδοκιμασία όμως ή η έγκρισις αυτών εγίνετο εμφαντικώτερον. Καί ποτε αγορεύσαντος του διδασκάλου Γενναδίου κατά των τίτλων…
Βρανούσης: …κατά των τίτλων ευγενείας.
Σφυρόερας: Βέβαια, η περίφημη συζήτηση κατά των τίτλων: Και ειπόντος ευτραπέλως ότι ούτε ο Μαυροκορδάτος, ούτε ο Κουντουριώτης, ούτε ο Κωλέττης, ούτε άλλος τις των προυχόντων ήσαν πυγολαμπίδες (χάριν σεμνότητος δεν επαναλαμβάνω τας λέξεις του ρήτορος) ίνα ονομάζονται εκλαμπρότατοι, οι στρατιώται επευφήμησαν, και μετά την απόλυσιν της συνεδριάσεως διημιλλώντο τις να προσφέρη καφέν προς τον αδυσώπητον εκείνον δημοκράτην. Σταματώ εδώ όχι τόσον για την περιγραφή, όσο για ποιο πνεύμα επικρατούσε σ’ εκείνη την Εθνοσυνέλευση και πώς το συλλαμβάνει και πώς το αποδίδει ο Δραγούμης. Μόλις σηκώθηκε κάποιος και είπε καταργούνται οι τίτλοι, οι στρατιώται επευφήμησαν.
Βρανούσης: Συγγνώμην, κύριε Σφυρόερα, δεν είναι ο οιοσδήποτε κάποιος. Μιλάει ο διδάσκαλος του Γένους, Γεώργιος Γεννάδιος.
Σφυρόερας: Βεβαίως. Το κάποιος δεν το είπα μειωτικά.
Βρανούσης: Και είπε: καταργούνται οι τίτλοι. Τι θα πει εκλαμπρότατος;
Και είπε το ευτράπελο, γιατί είναι εκλαμπρότατοι, κωλοφωτιές είναι;
Σφυρόερας: Το είπατε. Εγώ δεν μπόρεσα... ναι, και…
Βρανούσης: Και η αντίδραση δεν είναι μέσα στους πατέρες του Έθνους αλλά στη φρουρά των στρατιωτών, που είναι έξω από τα δοκάρια.
Σφυρόερας: Διημηλλώντο τις να προσφέρει καφέν προς τον αδυσώπητον εκείνον δημοκράτην. Και βλέπετε εδώ την αντικειμενικότητα με την οποίαν ο Δραγούμης παρουσιάζει τα γεγονότα. Είναι απ’ αυτά που θα μπορούσε να τ’ αποκρύψει, διότι δεν ανήκε ο Δραγούμης σ’ αυτήν την παράταξη των αρνουμένων τους τίτλους.
Βρανούσης: Ναι, ακριβώς, κάπου γράφει ότι τον ενόχλησε η προσφώνηση στον ενικό.
Αγγέλου: Γυρνάει και τα βλέπει όλα, έ;
Η μόνη γυνή, ο Προέδρος και ο Γραμματεύς
Σφυρόερας: Και τα θυμάται όλα. Θα μου επιτρέψετε να σταματήσω με το απόσπασμα με τη Μαντώ Μαυρογένους: Και μεταξύ των ακροατών μία μόνη γυνή, η αντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους, ήτις πωλήσασα τα εν Μυκόνω υπάρχοντα αυτής ώρμησεν εις το πεδίον του αγώνος, φορούσα μέλαιναν εσθήτα χρυσοπάρυφον και πίλον ευρωπαϊκόν, ουχί βεβαίως του τελευταίου των Παρισίων συρμού, και διά νευμάτων αιτουμένη την ανάγνωσιν της ουδέποτε αναγνωσθείσης κατά του Υψηλάντου αναφοράς εφαίνετο προοιωνιζομένη τον χρόνον, καθ’ ον οι κοινωνικοί της Δύσεως θεσμοί έμελλον να κατισχύσωσι της απειροκάλου αυστηρότητος της Ασίας.
Βρανούσης: Η εμφάνιση της Μαντώς Μαυρογέννους! Η μόνη γυνή, ντυμένη ευρωπαϊκά!
Αγγέλου: Μας δίνει όλη την εικόνα και θα μπορούσε να σταματήσει εκεί. Επιπλέον δίνει πώς γίνονταν οι συζητήσεις: Φέρε δε ίδωμεν και πώς εγίνοντο αι συζητήσεις. Αυτή η φράση είναι εντελώς απομονωμένη. Κάνει δική της παράγραφο. Προετοιμάζει τον αναγνώστη, και τώρα θα δείτε την εικόνα αυτή να ζωντανεύει: Πρόεδρος της Συνελεύσεως είχεν εκλεχθή από της Ερμιόνης έτι ο Γ. Σισίνης, εκ των εγκρίτων ή μάλλον ο εγκριτώτατος των προεστώτων της Ηλείας, όστις μετερχόμενος προ του αγώνος την ιατρικήν, και ένεκα τούτου παρατριβείς μετά μεγάλων και μικρών, απέβαλε τον τύφον (την περηφάνια) δι’ ου διεκρίνοντο οι δούλοι «κοτσαμπασίδες», και εφέρετο προς πάντας προσηνώς. Ηγάπα τους λογίους, συνδιελέγετο ασμένως μετ’ αυτών, και ηκροάτο μετά προσοχής∙ διότι ει και προβεβηκώς την ηλικίαν, έσωζε πολλήν ζωηρότητα πνεύματος. Είχε δε το ανάστημα μικρόν, τους οφθαλμούς εμπύρους και περιπλανείς, και το υπ’ αυτούς πρόσωπον εσχημάτιζεν ημισέληνον, ης τας μεν δύο άκρας απετέλουν η ρις και ο πώγων, το δε κέντρον το νωδόν στόμα.
Σφυρόερας: Το ξεδοντιασμένο.
Αγγέλου: Πορτρετίστας.
Βρανούσης: Πήγαινε το πηγούνι να συναντήσει τη μύτη.
Αγγέλου: Ερχόμενος δρομαίως εις τον τόπον των συνεδριάσεων, εκάθητο πάραυτα επί της έδρας, και αναλαμβάνων τον κώδωνα έδιδε το σημείον της ενάρξεως. Και ευθύς ανεγινώσκοντο τα πρακτικά, άτινα εγράφοντο συνοπτικώτατα. Αι συζητήσεις εγίνοντο ατάκτως –Τι σημαίνει το επίρρημα ατάκτως– διότι, μη υπάρχοντος βήματος, οι μεν ηγόρευον συγχρόνως, οι δε απετείνοντο ουχί προς τον πρόεδρον αλλά προς αλλήλους και συνίστων διάλογον και άλλοι, αντιποιούμενοι προεδρικών καθηκόντων, επέπληττον, και επέταττον σιωπήν, και ανεκραύγαζον να σημανθή ο κώδων. Και ότε ήκμαζεν η συμπλοκή, ο πρόεδρος εξαπτόμενος ανήρπαζε τον κώδωνα διά της δεξιάς και εκροτάλει ακατάσχετος, και ως καταρράκται εξήρχοντο εκ των ισχνών αυτού χειλέων προστάγματα δυσδιάκριτα∙ ενώ διά της ετέρας έδιδε προς τον εξ αριστερών γραμματέα το προστυχόν έγγραφον, και γρονθοκοπών λάβρος το στήθος αυτού, διέταττε ν’ αναγνώση βροντοφώνως, όπως διά της φωνής καταβάλη τον θόρυβον.
Βρανούσης: Αυτός ο γραμματέας είναι ο ίδιος ο Νικόλαος Δραγούμης: Ω! το στήθος μου –λέει– αναμιμνήσκεται μετά πόθου τα γενναία γρονθοκοπήματα του φιλοπάτριδος γέροντος. Ο πρόεδρος τον γρονθοκοπούσε να βγάλει μεγαλύτερη φωνή για να επιπλεύσει στο πλήθος.
Αγγέλου: Τότε και δη τότε εξερρήγνυτο δίκην κεραυνού η φωνή του στέντορος Μπαρλά, εν ω πάντα ήσαν έκτακτα∙ και ανάστημα, και μακρόθριξ μύσταξ, και μυώδεις βραχίονες, και μακροσκελείς πόδες, και αδολεσχία, και σκαιότης, και αμάθεια.
Βρανούσης: Τα δε πρακτικά, συντασσόμενα από μνήμης υπό του πρώτου γραμματέως, της Συνελεύσεως (του Νικολάου Σπηλιάδου, λογιώτατος ο Σπηλιάδης), εν τω γραφείω, όπερ εχρησίμευσεν αυτώ και αντί κατοικίας, εγράφοντο ως είπον συνοπτικώς. Ο γραμματεύς ούτος, πένης ως και οι λοιποί, κλίνην άμα δε και σκίμποδα έχων τάπητα πολύθυρον και πενιχρόν, εξεγειρόμενος το πρωί εκάλυπτε τους ώμους διά του αιγότριχος επενδύτου, όστις έως προ μικρού εχρησίμευεν αντί νυκτερινού σκεπάσματος, και ανάπτων σπιθαμιαίαν καπνοσύριγγα, ροφών δε αντί καφέ κυαθίσκον ρακίου, μετεσκεύαζε το έν των γονάτων εις τράπεζαν, εφ’ ης στηρίζων τον χάρτην συνέταττε τα πρακτικά. Ο γραμματεύς της Εθνοσυνέλευσης σταυροπόδι, μ’ ένα φλυτζάνι ρακί δίπλα του, επάνω στο γόνατο να συντάσσει!
Σφυρόερας: Σκέπτεται κανένας ποιος από τους σκηνοθέτες, που θα μας έδινε μια εικόνα εθνοσυνέλευσης, θα χρησιμοποιούσε αυτήν ακριβώς την περιγραφή;
Βρανούσης: Στις τοιχογραφίες και τις εικόνες όπου έχουμε είτε παράσταση βιβλιογράφων, είτε τον Άγιον Λουκά στις εικόνες να γράφει το ευαγγέλιο, όλοι εικονίζονται να γράφουν πάνω στο γόνατο. Δεν είναι τυχαίο, επί πολλούς αιώνες έγραφαν στο γόνατο, δεν ξέρω πώς το κατόρθωναν οι άνθρωποι. Εμείς συνηθίσαμε να γράφουμε σε μια τάβλα με καρέκλα και με τραπέζι.
Η αγγελία θανάτου του Καραϊσκάκη
Αγγέλου: Να το κλείσουμε το θέμα μας με μια άλλη εικόνα η οποία είναι ανάμεικτη: είναι η είδηση ότι πέθανε ο Καραϊσκάκης.
Βρανούσης: Και είναι αξιοσημείωτο το κομμάτι, γιατί είναι ο άνθρωπος του γραφείου που τα πληροφορείται και τα γράφει αυτά, όχι ο άνθρωπος του στρατοπέδου.
Αγγέλου: Είναι η ώρα που έχει ετοιμασθεί το αρνί, πρόκειται να καθίσουν να φάνε[xiii]: Μόλις δε εσφραγίσθημεν, ως έθος, διά του σημείου του σταυρού, και ιδού σπεύδων ο φουσταλενοφόρος οπτανεύς παρέθηκε τον οβελόν. Γονυπετήσας δε και κυρτωθείς ως αρχαίος ιεροθύτης τέμνων όρκια , διεσπάρετο το αρνίον διά των δακτύλων αντί κοπίδος, και έλειχεν οσάκις εκαίοντο, ή συνέθλιβε τον λοβόν του ετέρου των ωτίων του. Αλλά και τας χείρας απέματτε πολλάκις επί της φουστανέλλας, ης αι παρυφαί, Κύριος είδε, πόσα έκρυπτον στίφη αναιμάκτων ζωυφίων, των αναποσπάστων τούτων συντρόφων των Ελλήνων εφ’ όλου του αγώνος.
Αυτή η φράση νομίζω ότι είναι όλη η ιδιωτική ζωή του Αγώνα.
Βρανούσης: Κανείς δεν τα υποψιάζεται σήμερα αυτά.
Αγγέλου: Ημείς δε τανύσαντες τα όμματα ετηλεσκοπούμεν βουλιμιώντες τα κοπτόμενα, έως ου υποσημήναντος του συμποσιάρχου το εις έφοδον, ωρμήσαμεν ως επί καρτεράν μάχην επ’ αυτά. Και επί ημισείαν ώραν δεν ήκουες, αντί δούπου ασπίδων, και αλαλαγμών, και παιάνων, ειμή οδόντων πάταγον, και ρωθώνων μυχθισμόν και χειλέων κελάδημα∙ ουδ’ έβλεπες ειμή χείρας δι’ ηλεκτρικής δυνάμεως κινουμένας, και μεταφερούσας εις τα στόματα χαράς ευαγγέλια, πλουσιοπάροχα λέγω τεμάχια άρτου και κρέατος. Μετά δε την πρώτην ταύτην ακατάσχετον έφοδον, ο συμποσίαρχος ανακύψας, προέταξεν ανακωχήν και σπονδάς προς επικύρωσιν αυτής. Ο δε παις υπακούων εις το πρόσταγμα, περιέφερε κύκλω μεσόμφαλον βομβυλιόν, τσίτσαν, ή τσότραν, ον λαβόντες έκαστος κατά σειράν και ευχηθέντες «Καλήν Ελευθερίαν», ανεγαργάρισαν βλέποντες τον ουρανόν. [...] Και ούτω κορεσθέντες και μελωδήσαντες ο μεν το «Λαμπρά Ελλάς», ο δε το «Τι καρτερείτε», ο τρίτος το «Έλληνες συμπατριώται», και άλλος άλλο, εκ των πολλών ασμάτων άτινα ουδείς μεν σήμερον ενθυμείται, συνέταττε δε τότε ο ενθουσιασμός. Αλλά και ανακλιθέντες εμουσικευόμεθα, έως ου καθεσθέντος του ύπνου επί τα βλέφαρα ημών, αι φωναί κατέστησαν μικρόν κατά μικρόν ασθενέστεραι και επί τέλους εξέπνευσαν. Τώρα νομίζω κύριε Σφυρόερα συνεχίστε για ν’ αλλάξει ο τόνος, γιατί αλλάζει και ο τόνος του Δραγούμη – διότι είναι ο θάνατος του Καραϊσκάκη.
Βρανούσης: Ξεκοκκάλισαν λοιπόν τον οβελία.
Αγγέλου: Ναι, βρίσκονται σ’ αυτή τη στιγμή.
Σφυρόερας: Ναι, αυτή η εικόνα του συμποσίου, ή μάλλον αυτό που θα διαβάσω κάνει κοντράστ με την εικόνα του συμποσίου, και πρέπει να πω ότι αυτά τα κοντράστ τα έχουμε πάρα πολύ συχνά στον Δραγούμη. Έχω υπόψη μου κάποια άλλα, εκεί για το σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου ή τα τελευταία χρόνια της Βασιλείας του Όθωνα, εκεί που λέει ότι είναι πολύ εύκολο να καταστρέψουμε, αλλά είναι πολύ δύσκολο να διορθώσουμε, και ορισμένα άλλα πράγματα. Λοιπόν, συνεχίζοντας την περιγραφή μας λέει: Οποία άρα όνειρα επεσκέφθησαν ημάς αγνοώ. Ενθυμούμαι μόνον ότι μόλις αφυπνισθέντες είδομεν άγγελον μελανοπτέρυγα ερχόμενον μετά σπουδής και κομίζοντα την τρομεράν είδησιν ότι εφονεύθη ο Καραϊσκάκης. Ημείς όμως, τοσαύτην πεποίθησιν είχομεν ότι ο περί τας Αθήνας στρατάρχης ην το τελευταίον όργανον της θείας προνοίας προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος, ώστε εδιστάζομεν να πιστεύσωμεν το απαίσιον μήνυμα. Αλλ’ ότε καταβαίνοντες απνευστί εις το χωρίον είδομεν συσσωρευμένους και δακρύοντας πληρεξουσίους και λαόν, εξέλιπε πας δισταγμός. Και ότε εξεγερθέντες την επιούσαν συνερρεύσαμεν οι μεν εις του προέδρου της συνελεύσεως, οι δε εις του στρατάρχου της Πελοποννήσου ζητούντες παρηγορίαν, η αλλοίωσις των προσώπων εμαρτύρει ότι πάντες διήλθον την νύκτα αγρυπνούντες και οδυνώμενοι. Ουδείς ήνοιγε τα χείλη, ουδείς εύρισκε λόγους ίνα ερμηνεύση το άλγος της καρδίας αυτού, ουδείς είχεν ιδέαν τι έπρεπε να γίνη μετά τον θάνατον του μεγάλου στρατηγού. Ήτο δε η σιωπή βαθεία και πένθιμος, ότε ο Κολοκοτρώνης, λύσας πρώτος αυτήν είπεν: «Ο χαμός, αδέλφια, είναι μεγάλος∙ ο Θεός όμως είναι μεγαλήτερος».
Βρανούσης: Ωραία κατακλείδα! Να μια σελίδα που δεν θα την περίμενε κανείς απ’ αυτόν, τον παγερό φαινομενικά καθαρεύοντα λόγο του Νικολάου Δραγούμη.
Οι τρεις συνομιλητές
Άλκης Αγγέλου (1917-2001). Διδάκτωρ φιλολογίας από το Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Eδίδαξε στην ιδιωτική μέση εκπαίδευση και εχρημάτισε διευθυντής στο Ίδρυμα Kρατικών Yποτροφιών (1951-1967). Tο 1969 ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Eρμής με τη Λένα Σαββίδη, στον οποίο δημιούργησε τη σειρά της Νέας Ελληνικής Βιβλιοθήκης που εξέδιδε σχολιασμένα κλασικά νεοελληνικά κείμενα. Θέματα των βιβλίων του είναι ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οι λόγιοι στον Αγώνα και ο μύθος του Κρυφού Σχολειού.
Λέανδρος Ι. Βρανούσης (1921-1993). Φιλόλογος και ιστορικός, μελετητής και συγγραφέας που ασχολήθηκε με θέματα της Ηπείρου, αλλά και με τον Ρήγα Βελεστινλή. Διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών. Ερεύνησε και ανέδειξε το έργο του Ρήγα Βελεστινλή και των προδρόμων του (Αθανάσιος Ψαλίδας, Ιωάννης Βηλαράς), συνέβαλε στη διάδοση των Φαναριώτικων τραγουδιών, ενώ μεταξύ άλλων ερεύνησε τις ιδεολογικές τάσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τον πρώιμο ελληνικό Τύπο.
Βασίλειος Βλ. Σφυρόερας (1921-2015). Καθηγητής της νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι Δραγομάνοι του Στόλου, ο θεσμός και οι φορείς (1965) ήταν η διδακτορική διατριβή του, και η επί υφηγεσία αφορούσε Τα Ελληνικά Πληρώματα του Τουρκικού Στόλου (1968). Πολλές ιστορικές μελέτες και ερευνητικές εργασίες του αναφέρονται κυρίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας.
[i] Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε στο απόγειο των εμφύλιων συγκρούσεων στην Ερμιόνη, όπου είχε συγκεντρωθεί η μία παράταξη των πληρεξουσίων, ενώ οι αντίπαλοί τους ήσαν στην Αίγινα. Έπειτα από διαβουλεύσεις συμφώνησαν και συνέχισαν όλοι μαζί στον οικισμό Δαμαλά, στην Τροιζήνα, όπως ονομάστηκε αργότερα.
[ii] Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, Τυπογραφείον Λαζ. Βηλαρά, Αθήναι 1874, β΄έκδοση Τυπογραφείο Χ.Ν. Φιλαδελφέως, Αθήναι, Α΄ κ Β΄ τόμος 1879. Ο Άλκης Αγγέλου τις επιμελείται και τις επανεκδίδει, εκδόσεις Ερμής, 1973.
[iii] Παραγωγή - Εισαγωγή: Μαρία Μαυρουδή. Ραδιόφωνο: Γ’ πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, στο πλαίσιο της σειράς εκπομπών «Ακμές και Αντιστοιχίες στην Ελληνική Πεζογραφία» και μιας ευρύτερης ενότητας με θέμα: «Φιλολογικά Απομνημονεύματα».
[iv] Η απομαγνητοφώνηση της εκπομπής έγινε από τη «Φωνοθήκη» του Γιώργου Ζεβελάκη.
[v] Όπως σημείωση 2, πρόλογος της Α΄ έκδοσης.
[vi] Άλκης Αγγέλου, Οι Λόγιοι και ο Αγώνας, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήνα 1971, σελ.150.
[vii] Άλκης Αγγέλου, «Οι Λόγιοι και ο Αγώνας», Νέα Εστία, τ. 1043, Δεκέμβριος 1970.
[viii] Ο Νικόλαος Δραγούμης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου 1809. Ο πατέρας του, Μάρκος Δραγούμης, ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, με αποτέλεσμα, όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, ο δωδεκαετής Νικόλαος να συλληφθεί και να κινδυνεύσει να εκτελεστεί. Σώθηκε όμως χάρη στη βοήθεια ενός Οθωμανού προκρίτου, χρημάτισε γραμματέας στην Εθνοσυνέλευση της Ερμιόνης και της Τροιζήνας και το 1828 προσελήφθη στο γραφείο του Καποδίστρια. Αργότερα έγινε για ένα βραχύ διάστημα Υπουργός των Εξωτερικών. Από το 1850 και μετά αφιερώνεται στην έκδοση του περιοδικού Πανδώρα, στο οποίο αρχικά δημοσιεύει από το 1852 ως το 1867, αποσπασματικά, το έργο του Ιστορικαί Αναμνήσεις.
[ix] Κατέβημεν τότε εις Λειψίαν. Εύρομεν τους εκ Γοττίγγης συμμαθητάς μας· ήλθομεν εις την Ελληνικήν εκκλησίαν την ημέραν των Βαΐων και ότε ό Ιερεύς μας ενεχείριζε, κατά το έθιμον, τον κλάδον της δάφνης, έλεγεν εις έκαστον εξ ημών: «τούτο έστω δι' υμάς το σύμβολον της νίκης». Αποφασίζουν μέσω Βιέννης να συναντήσουν τον Αλ. Υψηλάντη στη Ρουμανία και να αγωνισθούν εκεί. Τούτο δε και επράξαμεν, διαβαίνοντες 15 Έλληνες μαθηταί εν θριάμβω διά Δρέσδης και Πράγας και πολλών άλλων πόλεων, κωμοπόλεων και πολιχνίων παρακολουθούμενοι και θαυμαζόμενοι υπό των κατοίκων. Δ. Γατοπούλου , «Απομνημονεύματα Γ. Ψύλλα», Νέον Κράτος, 1940.
[x] Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (Γιάννης Βλάχος) ήταν Έλληνας ιστοριοδίφης και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Ναύπακτο στις 27 Ιουλίου 1867 και πέθανε στην Αθήνα στις 23 Αυγούστου 1945.
[xi] Έκφραση αντίστοιχη της σημερινής: λογόρροια.
[xii] Ένδυμα από δέρμα αρνιού.
[xiii] Το γεύμα αυτό ήταν την ημέρα του Πάσχα, έπειτα από τρίμηνη νηστεία, κατά την οποία οι μετέχοντες στην Εθνοσυνέλευση έτρωγαν γαλέτα και ωμά κουκιά, όπως λέει ο ίδιος σε προηγούμενο χωρίο.