Από παλιά αναρωτιόμουν τι είναι αυτό που με κάνει να διαβάζω απνευστί τα βιβλία του Χρήστου Χωμενίδη, συνήθως ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος που εισάγουν τον αναγνώστη σε διάφορα σύμπαντα, από τα οποία, όταν τελειώνουν, φεύγει χωρίς απορίες. Μια μέρα, συζητώντας με την Κατερίνα Σχινά για τον Βασιλιά Της, το καινούργιο βιβλίο του που ξαναγράφει τον Τρωικό Πόλεμο, και τα πριν απ’ αυτόν, με συμπάθεια για την Ελένη αλλά και για τον Μενέλαο, τον οποίο δεν βλέπει ως σύμβολο των απατημένων, πήρα την απάντηση για τη γοητεία των κειμένων του Χωμενίδη: «σε κερδίζει επειδή είναι σπουδαίος storyteller», παρατήρησε. Σαν τον Μυριβήλη, τον Καραγάτση, τον Μένη Κουμανταρέα;
Όντως, ο Χωμενίδης είναι ξεχωριστός όταν στήνει ολοκληρωμένες ιστορίες σε επινοημένα σύμπαντα, με δανεικά τα δεδομένα τους από την πραγματική ζωή ή από την ιστορία, με ζωντανούς χαρακτήρες οι συγκρούσεις των οποίων τεκμηριώνονται, με αμεσότητα και μια εξομολογητική ελαφρότητα. Δεν είναι φολκλορικός, δεν είναι διδακτικός, δεν είναι μεταφυσικός, δεν είναι λογοτεχνικό ιερατείο, δεν επιδιώκει να καθοδηγήσει κανέναν, δεν παριστάνει τον πνευματικό ταγό. Ο Χωμενίδης είναι ζωντανός σύγχρονος άνθρωπος, με τη συγκρότηση της μεταπολίτευσης, που εργάζεται πολύ, έχει απόψεις τις οποίες διατυπώνει δημόσια χωρίς να σκέπτεται αν θα είναι αρεστός και σε ποιους, γράφει για τα πολιτικά αλλά όχι μόνο, διαβάζει (όχι μόνο λογοτεχνία) και παρεμβαίνει για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της χώρας, τον εκδυτικισμό της: είναι αυτονόητες αξίες, δηλαδή, γι’ αυτόν ο ορθός λόγος, οι ελευθερίες, η πολιτική σταθερότητα, η διεκδίκηση της προόδου, η χειραφέτηση, η πίστη στις δυνατότητες της επιστήμης... Και πιστεύει πολύ (αν και δεν θα το έλεγε ποτέ έτσι) στην πνευματικότητα του δυτικού πολιτισμού, στα έπη, στα αριστουργήματα της κλασικής αρχαιότητας, στον πολιτισμό του βιβλίου, στον Σαίξπηρ, στη λογοτεχνία του δυτικού Κανόνα και, ασφαλώς, στη γλώσσα με την οποία εργάζεται και στους μάστορες που τη διαμόρφωσαν – από τον Σολωμό ώς τον Ταχτσή. Σχεδόν ακαδημαϊκά γούστα.
Ακαδημαϊκή είναι και η προσέγγισή του στα ομηρικά έπη, τα οποία γνωρίζει πολύ καλά και για τα οποία έχει μελετήσει πολύ. Ωστόσο, πριν καταδυθεί στο σύμπαν του Ομήρου, διαπράττει μια αφηγηματική παρασπονδία: δέχεται ότι ο Μενέλαος κατανοεί την κόπωση της Ελένης και, άρα, την απόφασή της να τον εγκαταλείψει. Η παρασπονδία αυτή αναπροσανατολίζει την αφήγηση και εξηγεί διαφορετικά τα γεγονότα. «Η ιστορία μας βάφτηκε στο αίμα και στο ψέμα», γράφει ο Χωμενίδης. «Συνέβησαν όλα διαφορετικά από ό,τι τα έχετε ακούσει, συνέβησαν πάντως και θα ξανασυμβούν χίλιες χιλιάδες φορές ώς τη συντέλεια του κόσμου – και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε αυτά;».
Ο Χωμενίδης αυθαιρετεί σε σχέση με την Ιλιάδα, αλλά η αυθαιρεσία του τεκμηριώνεται και, η εναλλακτική εκδοχή της ιστορίας που τελειώνει στον Τρωικό Πόλεμο, την οποία αφηγείται, δεν έχει κενά: στο πρώτο, το εισαγωγικό κεφάλαιο της ιστορίας του, ο Μενέλαος αποδέχεται τη φυγή της αγαπημένης του, διότι από πολύ νέος έχει μάθει να εκφράζει την αγάπη μέσω μιας ανεκτικής αντίληψης για τη ζωή, την οποία ενστερνίστηκε κατά την εξορία του στην Πιτυούσα, τις σημερινές Σπέτσες: εκεί έμαθε ότι η ζωή που αξίζει είναι έρωτας, ελευθερία, κατανόηση – και πρόκληση της περιπέτειας.
Ο Μενέλαος του Χωμενίδη, δηλαδή, είναι ένας ουτοπιστής. Η στάση ζωής του, και ιδίως η στάση απέναντι στην Ελένη, οργανώνει την αφήγησή του και στα υπόλοιπα μέρη του βιβλίου: στην ενότητα στην οποία ο αναγνώστης μαθαίνει πώς κέρδισε την καρδιά της πανέμορφης Ελένης, πώς ανέβηκε στο θρόνο της Σπάρτης αλλά και πώς έγινε ο Τρωικός Πόλεμος – τον οποίον απομυθοποιεί εντελώς.
Υπάρχει όμως μία ενότητα, από το πρώτο βιβλίο του Χωμενίδη ώς το τελευταίο: η αμεσότητα της αντιδιανουμενίστικης γραφής, η προσπάθεια τεκμηρίωσης των επεισοδίων, η δημιουργία μόνο αφηγηματικών εκκρεμοτήτων που θα λυθούν, οι ζωντανοί χαρακτήρες. Πώς όμως εξελίσσεται ο ίδιος μέσα από τη γραφή; Πώς ο Χωμενίδης του ξεκινήματος, με ένα βιβλίο όπως το Σοφό Παιδί, που έκανε θόρυβο και μαζί μεγάλη επιτυχία, έφτασε να είναι ο Χωμενίδης του Φοίνικα και του Βασιλιά της – της Εύας Πάλμερ και του Άγγελου Σικελιανού, του Μενέλαου και της Ελένης; Και κυρίως, μέσα από ποιες επιρροές, ποια διαβάσματα, ποια ζητήματα και ποια προβλήματα;
Η συνομιλία με τον Χρήστο Χωμενίδη που ακολουθεί έγινε τον περασμένο Αύγουστο. Ανασυνθέσαμε, εκείνος δηλαδή ανασύνθεσε απαντώντας στις χαλαρές ερωτήσεις μου τη ζωή του, μέσα από τα βιβλία του. Πατήσαμε το κουμπί του μαγνητόφωνου όταν άρχισε να εξομολογείται, πώς άρχισε να γράφει.
«Ξεκίνησα να γράφω το Σοφό Παιδί τον Αύγουστο του 1989. Σε ένα ξενοδοχείο στην Καλαμάτα – είχαμε πέντε στρέμματα στον μεσσηνιακό κάμπο και είχαμε πάει με τη μάνα μου να βρούμε άνθρωπο να μαζεύει τις ελιές. Στην πέμπτη ή στη δέκατη σελίδα, δεν θυμάμαι, μου πήρε ο αέρας τα χαρτιά. Δε στενοχωρήθηκα. Λέω “ευκαιρία να το πιάσω από την αρχή…”
Από την παιδική μου κιόλας ηλικία επιθυμούσα διακαώς να γράψω ένα μυθιστόρημα. Είχα κάνει δεκάδες απόπειρες από το δημοτικό σχολείο, σκαριφήματα που τα διέκοπτα ύστερα από λίγο, καθώς η έμπνευσή μου ξεθύμαινε. Διάβαζα διαρκώς, μετά μανίας. Ήταν αποκρυσταλλωμένη μέσα μου η πεποίθηση πως λίγα πράγματα στον κόσμο έχουν τη σημασία ενός βιβλίου. Ποτέ δεν είχα κάτσει ωστόσο να σκεφτώ πώς αρχιτεκτονείται ένα μυθιστόρημα, ποιοι δραματουργικοί και αισθητικοί νόμοι το διέπουν. Ούτε υπήρχαν βεβαίως τότε στην Ελλάδα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Κινούμην από τη λαχτάρα και το ένστικτό μου».
Και έγραφες στο χέρι;
Το Σοφό Παιδί είναι το πρώτο και το τελευταίο βιβλίο που έγραψα στο χέρι. Είχα επιβάλει στον εαυτό μου τον εξής κανόνα: όποτε ήθελα να αντικαταστήσω μία λέξη σε οποιοδήποτε σημείο μιας σελίδας, αντί να τη σβήσω με γόμα ή με μπλάνκο, έσκιζα ολόκληρη τη σελίδα και την ξανάγραφα από την αρχή. Συνήθως έκανα και άλλες αλλαγές…
Μια φορά με έπιασε τρόμος ότι «καικαιδίζω». Άθροισα τα «και» που είχα σε τρεις σελίδες και τα συνέκρινα με τα «και» που υπήρχαν σε τρεις σελίδες από το Τρίτο Στεφάνι, το οποίο θεωρούσα μνημείο ύφους. Δεν ήταν περισσότερα.
Πίστευα επίσης ότι πρέπει να γράφουμε νύχτα, αφότου όλοι οι άλλοι σε ακτίνα χιλιομέτρου έχουν αποκοιμηθεί. Διότι –άκου τώρα!– μένουμε σε πολυκατοικίες και η ψυχική ροή ή τα εγκεφαλικά κύματα των γειτόνων λειτουργούν σαν παράσιτα στη σκέψη σου… Πού να φανταζόμουν ότι τριάντα χρόνια αργότερα θα έγραφα τα βιβλία μου όπου λάχει, ακόμα και σε πολύβουες καφετέριες;
Μού πήρε να τελειώσω το Σοφό Παιδί ενάμιση χρόνο. Το δακτυλογράφησα σε μια κίτρινη Adlerκαι το πήγα γραμμή στις εκδόσεις της Εστίας.
Γιατί στην Εστία;
Διότι έβγαζε τον αγαπημένο μου Έλληνα. Τον Καραγάτση. Ο Γιούγκερμαν ήταν το πρώτο μυθιστόρημα για ενήλικες που είχα διαβάσει –στα ένδεκά μου– και με έχει επηρεάσει πολλαπλώς. Από ποιόν άλλον οίκο θα μπορούσα να φιλοδοξώ να εκδοθώ; Το πήγα λοιπόν στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, στην οδό Σόλωνος, και το παρέδωσα στη Μάνια Καραϊτίδη. Την αρχόντισσα –το λέω δίχως ίχνος υπερβολής– των ελληνικών εκδόσεων διαχρονικά.
Την ήξερες;
Δεν την ήξερα. Αλλά είχα θράσος ή –εάν προτιμάς– άγνοια κινδύνου. Δεν δείλιαζα, εννοώ, εμπρός στο ενδεχόμενο να το απορρίψουν. Όποιος έχει πάει σε σχολείο αρρένων είναι μαθημένος στις χυλόπιτες. Το έδωσε η Μάνια Καραϊτίδη στην Αναστασία Λαμπρία, η οποία εργαζόταν τότε ως αναγνώστρια χειρογράφων στην Εστία. Άρεσε στη Λαμπρία και υπογράψαμε συμβόλαιο, στις αρχές του 1991.
Πέρασαν μήνες και μήνες και το Σοφό Παιδί δεν έβγαινε. Δεν ήταν τότε όπως μετά το 2000 και μέχρι το 2010, όταν εξέδιδαν οι μεγάλοι οίκοι βιβλία πολυβοληδόν και όποιο έπιανε…
Συμπληρώθηκαν δύο χρόνια με εμένα στο «περίμενε». Στο μεταξύ, τελείωσα τη Νομική Σχολή κι έφυγα στην Αγγλία, για να κάνω ένα μάστερ στα “communicationsstudies” στο Πανεπιστήμιο του Leeds. Τα μεταπτυχιακά τότε γίνονταν μόνο στο εξωτερικό και είχαν μεγάλη αίγλη στην αντίληψη των φιλοπρόοδων γονέων. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι για να μας στείλουν.
Επέστρεψα στα πάτρια σαν τη βρεγμένη γάτα. Είχα παρατήσει το μάστερ διότι έβρισκα το περιεχόμενο των σπουδών άνευ ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και το περιβάλλον τους καταθλιπτικότατο. Η Αγγλία ζούσε ακόμα στα απόνερα της Θάτσερ, οι άνθρωποι –ειδικά στη βιομηχανική επαρχία– χειμάζονταν… Η μάνα μου, όταν της είπα ότι δεν άντεχα άλλο εκεί πέρα, μου απάντησε ως εξής: «Αυτά είναι τα χρήματα κι άλλα δεν έχει. Μεγάλο παιδί είσαι πια. Θες κάν’ τα δίδακτρα, θες κάν’ τα καραμέλες…»
Πήρα κι εγώ το τρένο από το Λονδίνο με τελικό προορισμό τη Βουδαπέστη. Ήταν καταπληκτική αίσθηση να ταξιδεύεις στην Ευρώπη μόνος σου. Συνάντησα στη Βούδα ένα φίλο μου, τον Ηλία Κωνσταντινίδη, ο οποίος σπούδαζε γιατρός. Του φορτώθηκα για τρεις εβδομάδες, ώσπου να μου σωθούν σχεδόν τα λεφτά. Με ό,τι μου ’χε μείνει έβγαλα ένα εισιτήριο με πούλμαν για την Αθήνα. Μπορεί η μάνα μου να μη μου κράτησε στιγμή μούτρα, όμως εγώ δεν ήμουν τόσο γαϊδούρι ώστε να μην έχω τύψεις. Αντικειμενικά είχα σπαταλήσει τις οικογενειακές οικονομίες.
Ξεκίνησα αμέσως άσκηση στο δικηγορικό γραφείο του πατέρα μου, ο οποίος είχε πεθάνει ήδη δώδεκα χρόνια, και το είχε ο συνεταίρος του. Είχα μεγάλη ψυχική ανάγκη από μια επιτυχία. Πήγα στην Εστία και τους πίεσα να εκδώσουν το Σοφό Παιδί επιστρατεύοντας ένα παράλογο επιχείρημα. «Σε δύο μήνες πάω φαντάρος!», τους είπα. Δεν ξέρω, συγκινήθηκαν; Γεγονός είναι ότι το Σοφό Παιδί κυκλοφόρησε. Ήταν αρχές Μαρτίου 1993.
Η κριτική σε ανακάλυψε πολύ νωρίς…
Μετά από δεκαπέντε μέρες, δημοσίευσε στην εφημερίδα Μεσημβρινή ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος –ο αείμνηστος Μπούλης– την παρθενική μου κριτική. Μιλούσε για το πρώτο ελληνικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα. Σε ένα μήνα, έθεσε ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στα Νέα, το ερώτημα που ακόμα με ακολουθεί: «Νέος Καραγάτσης;»
Πώς «μετέφρασες» την πρώιμη επιδοκιμασία; Άλλαξε η ζωή σου;
Δεν ξέρω πώς θα είχε εξελιχθεί η ζωή μου εάν το Σοφό Παιδί –όπως θα μπορούσε κάλλιστα να έχει συμβεί– περνούσε στο ντούκου. Ισχυρίζομαι ότι θα σταδιοδρομούσα ως δικηγόρος και πως θα μού άρεσε κιόλας. Πράγματι, τα νομικά ως επιστήμη, κυρίως δε η δικηγορική πρακτική, η «πιάτσα», μου φαίνονταν πολύ ελκυστικά.
Από την άλλη, ήμουν ένας τύπος παράδοξα μη αγχωμένος (εάν σκεφτείς ότι δεν είχα καμία οικονομική εξασφάλιση από το σπίτι μου). Αδικαιολόγητα χαλαρός. Σουλατσαδόρος. Με έστελναν στα δικαστήρια κι εγώ χάζευα σε ένα pet-shopστην οδό Στουρνάρη – με θυμάμαι να παρατηρώ επί ώρα τα χρυσόψαρα και τους παπαγάλους. Ή χωνόμουν στα φλιπεράδικα, με πάθιαζε το φλίπερ. Το αστείο είναι ότι κυκλοφορούσα καμαρωτός καμαρωτός, με τη γραβάτα και το κοστουμάκι μου, το χρυσό δακτυλίδι και την πίπα του τσιγάρου. Ένιωθα χαρακτήρας μιάς φανταστικής κινηματογραφικής ταινίας. Οι περισσότεροι –υποθέτω– θα με έβλεπαν απλώς σαν ούφο.
Όταν αντίκρισα το όνομα μου τυπωμένο δίπλα στο «Νέος Καραγάτσης;», άνοιξαν για εμένα οι ουρανοί. Έτρεξα στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, όπου τυχαίως βρισκόταν η κόρη του Καραγάτση, η Μαρίνα. Με αγκάλιασε και με φίλησε εγκαρδιότατα. Χειρονομία διόλου αυτονόητη. «Τι σχέση έχεις», θα μπορούσε να μου πει, «εσύ με τον πατέρα μου;»
Ύστερα, το Σοφό Παιδί έγινε μπεστ σέλερ. Κονταροχτυπιόταν για δύο χρόνια στις λίστες των ευπώλητων του κυριακάτικου Έθνους με την Τερέζα του Φρέντυ Γερμανού και με τους λύκους που επανέρχονται της Ζυράνας Ζατέλη.
Αυτό που έχω να πω –του το χρωστάω– είναι ότι ο Φρέντυ Γερμανός, γνωρίζοντάς με, μου έδειξε αμέσως την αγάπη του. Έχω μια αφιέρωσή του που γράφει ότι με νιώθει σαν γιο του. Και η Ζυράνα, νομίζω, με συμπαθεί…
Ο κόσμος της λογοτεχνίας πώς σε δέχτηκε;
Εσύ είσαι πιο αρμόδιος από εμένα να απαντήσεις. Εγώ, πριν βγει το Σοφό Παιδί, δεν ήξερα κανέναν απολύτως συγγραφέα ή κριτικό. Ο παππούς μου, ο Βασίλης Νεφελούδης, ήταν πολύ φίλος με τον Στρατή Τσίρκα από τα χρόνια της Μέσης Ανατολής. Ο Τσίρκας όμως είχε πεθάνει από το 1980…
Πώς σου φάνηκε το Σοφό Παιδί όταν, αργότερα, το ξαναδιάβασες;
Δεν το έχω διαβάσει έκτοτε. Ποτέ. Δεν με ενδιαφέρει να ξαναδιαβάσω ένα βιβλίο που έχω γράψει. Δεν τα έχω καν στο σπίτι μου τα βιβλία μου, με το που παραλαμβάνω δωρεάν αντίτυπα από τον εκδότη μου, τα χαρίζω.
Τουλάχιστον, μετά άρχισες επιτέλους να γνωρίζεις λογοτέχνες;
Την παρέα Τατσόπουλος - Βακαλόπουλος - Σφακιανάκης (εάν έκαναν ποτέ στενή παρέα) την είχα δει κατά καιρούς από σχετική απόσταση. Μού φαίνονταν μποέμηδες, ωραίοι τύποι. Ο Τατσόπουλος ήταν ο πρώτος που με πλησίασε, έχει γενναιοδωρία ο Πέτρος. Με παρουσίασε σε μια εκδήλωση στο Αετοπούλειο, στο Χαλάνδρι.
Γιατί να το κρύψω; Από τους συγγραφείς με ενδιέφεραν περισσότερο τότε ως πρόσωπα οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί… Όταν μου τηλεφώνησε ο Νίκος Περάκης, μου κόπηκαν τα πόδια. Οι ταινίες του, η Λούφα και Παραλλαγή, κυρίως δε ο Βίος και Πολιτεία με είχαν μαγέψει. Τέτοια σατανική οξυδέρκεια! Μέσω τού Περάκη γνώρισα τον Τσεμπερόπουλο και τον Πανουσόπουλο και τον Βασίλη Αλεξάκη…
Σημείο αναφοράς μου πάντως από τα φοιτητικά μου χρόνια και μέχρι σήμερα παραμένει ο Τάσος Φαληρέας. Ο Τάσος Φαληρέας είναι ο μέντοράς μου. «Τι θα έλεγε για αυτό ή για εκείνο ο Τάσος;», σκέφτομαι συχνά.
Το Ύψος των Περιστάσεων ήρθε μετά τη θητεία σου;
Στη θητεία μου στο Ναυτικό πέρασα υπέροχα. Πιστεύω ακράδαντα ότι το στρατιωτικό αποτελεί ένα υπερπολύτιμο και ευτράπελο σχολείο κοινωνικής μόρφωσης.
Ένα πρωί, στην επιθεώρηση, έναν αξιωματικό τον είχε πιάσει ντελίριο. «Εγώ μπορώ να σάς κάνω ό,τι θέλω!» μας φώναζε. «Ανήκετε στην πατρίδα! Σάς βάζω, άμα γουστάρω, σε ένα πλοίο και σας βγάζω απέναντι να τους αιφνιδιάσουμε!»
Έτσι συνέλαβα την ιδέα του Ύψους των Περιστάσεων. Ήταν διαδεδομένη τότε, σε κάποιους κύκλους, η θεωρία του «πρώτου χτυπήματος». Να επιτεθεί πρώτη η Ελλάδα για να πιάσει την Τουρκία εξαπίνης….
Ήταν η θέση του Παναγιώτη Κονδύλη...
Το Ύψος των Περιστάσεων δεν γνώρισε ασφαλώς την επιτυχία του Σοφού Παιδιού, που έχει πουλήσει συνολικά περί τα εκατόν πενήντα χιλιάδες αντίτυπα. Απέδειξε όμως ότι δεν ήμουν ο συγγραφέας του ενός βιβλίου. Ο δε Μανώλης Σαββίδης έγραψε στο Βήμα ότι ήταν καλύτερο ως μυθιστόρημα. Είδες που τα θυμάμαι όλα;
Το πιο ευφυές, κατά την άποψή μου, είναι ο τίτλος του: Όχι «Στο Ύψος». «Το Ύψος». Πρέπει πρώτα να αποφασίσεις ποιο είναι το ύψος και ύστερα να προσπαθήσεις να αρθείς σε αυτό…
Σιγά σιγά αρχίζει να διαμορφώνεται το συγγραφικό σου στυλ. Από τι είχε συντεθεί;
Τις λογοτεχνικές μου βάσεις τις οφείλω στον παππού μου, τον Βασίλη Νεφελούδη, ο οποίος μου χάρισε όταν πήγαινα στην Α’ Δημοτικού όλα σχεδόν τα βιβλία του Ιουλίου Βερν που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά. Και ακόμα περισσότερο στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου καταβρόχθιζε αχόρταγα βιβλία και είχε –πιστεύω– εξαιρετικό κριτήριο. Πέθανε όταν ήμουν δεκατριών. Μού έλειπε τρομερά και, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσω νοερά μαζί του, τον έψαξα στα αγαπημένα του βιβλία. Έτσι διάβασα ως έφηβος το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή, το Ζ του Βασιλικού, τον Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ, Το Μηδέν και το Άπειρο, τον Καλό Στρατιώτη Σβέικ… Αργότερα, στο Λύκειο, ανακάλυψα τους μπίτνικ, Τζακ Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ… Δημοφιλέστατοι ήταν τότε και ο Μάρκες και ο Κούντερα. Με επηρέασε, φρονώ, βαθιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Σημείο δε αναφοράς σε όλη μου την οικογένεια, με προεξάρχουσα την εκ πατρός γιαγιά μου, τη Λώρα Γληνού, ήταν ο Καβάφης.
Αυτό που θέλω να σημειώσω γενικά για τη φουρνιά μου, τους γεννημένους χονδρικά ανάμεσα στο 1965 και στο 1975, είναι πως ήμασταν οι πρώτοι που δεν μάς πλάκωνε ένα βαρύ συλλογικό πένθος. Που δεν μας στοίχειωναν χαμένες ευκαιρίες. Μπορούσαμε ακομπλεξάριστα να εμπνεόμαστε κι από το αντάρτικο και από το Χόλλυγουντ. Κι από τους Ρόλινγκ Στόουνς και από τους Άμπα. Και από τη γαλλική νουβέλ βαγκ κι από τις ελληνικές κωμωδίες… Εξαιρώ φυσικά τα παιδιά των κομματικών σωλήνων.
Οι Άμπα;
Τους Άμπα μου τους είχε μάθει ο μπαμπάς μου. Να μια απόδειξη ότι δεν έπασχε από καμία σοβαροφάνεια. Τα μόνα που δεν άντεχε ήταν τα λεγόμενα «αντάρτικα» τραγούδια. Κι ας είχε υπάρξει ο πατέρας του ένας από τους τέσσερις ιδρυτές του ΕΑΜ κι ο μόνος που το είχε πληρώσει με τη ζωή του.
«Αυτά, παιδάκι μου», μου είπε ένα απόγευμα, «είναι ρώσικες μελωδίες με ελληνικούς στίχους, που τους τους φορέσαν μετά τον Εμφύλιο στην υπερορία. Στην Εθνική Αντίσταση τραγουδούσαν δημοτικά. Μην ακούς κατασκευάσματα!»
Ήταν αριστερός ο μπαμπάς σου, όπως και ο παππούς σου, ε;
Ναι, αλλά και το 1974 και το 1977 ψήφισε Καραμανλή. Για να εμπεδωθεί η δημοκρατία και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Επρόκειτο για μεγάλη προσωπική του υπέρβαση. Κατάλαβες; Εγώ όταν ψήφισα πέρυσι τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν το έκανα μόνος μου. Βάδισα στα χνάρια ενός ανθρώπου που είχε βιώσει καταστάσεις ασύγκριτα πιο δύσκολες, συνθήκες αιματηρής πόλωσης. Ο πατέρας μου, ένα παιδί του Πειραματικού Σχολείου που είχε βρεθεί μετά την εκτέλεση του παππού μου να πουλάει λεμόνια στην Ομόνοια για να επιβιώσει, δεν χαμπάριαζε στα σαράντα του από διχασμούς και κομματικές γραμμές. Το ίδιο χαρακτηριστικό είχαν και οι μεγάλοι εμψυχωτές που συνάντησα στη ζωή μου ή άκουσα γι’ αυτούς.
Τι είναι οι «μεγάλοι εμψυχωτές»;
Οι αληθινοί –αν και αδιόριστοι– υπουργοί πολιτισμού μας. Πρόσωπα όπως ο Κατσίμπαλης, ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Καρύδης του Ίκαρου και ο Πατσιφάς της Λύρας, ο Τάσος Φαληρέας και η Μάνια Καραϊτίδη… Κι ο Μάνος Χατζιδάκις έπαιξε έναν τέτοιο ρόλο. Επρόκειτο για κομβικούς ανθρώπους, οι οποίοι εντόπιζαν ταλέντα, τα εμψύχωναν, έφτιαχναν κύκλους και σχολές και κινήματα…
Μετά από μια συλλογή διηγημάτων ακολουθεί η Φωνή, το 1998. Ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τα σκυλάδικα;
Τη Φωνή τη θεωρώ από τα πιο σημαντικά μου βιβλία. Απηχεί πράγματι τη σχέση που είχα –και έχω– με το λαϊκό τραγούδι. Πήγαινα τότε συχνότατα σε μπουζούκια κάθε είδους. Έχω δει τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο, τη Ρίτα Σακελαρίου, την Τζένη Βάνου, τον Πασχάλη Τερζή, ο οποίος έλαμψε σε ώριμη σχετικά ηλικία. Όταν ήρθε ο Άκης Πάνου στα 9/8, έπιασα στασίδι – δεν έλειψα ούτε ένα βράδυ. Τον Τόλη Βοσκόπουλο τον έχω δει πολλές φορές, τον αναγνωρίζω ως σπουδαίο έλληνα «κρούνερ», αντίστοιχο –τηρουμένων των αναλογιών– του Τόνι Μπένετ ή ακόμα και του Σαρλ Αζναβούρ…
Πρόσεξε όμως. Δεν πήγαινα στα μπουζούκια για να παραστήσω τον εναλλακτικό ή τον περίεργο. Γούσταρα γνήσια. Στιγμές στιγμές εκστασιαζόμουν.
Ενώ παράλληλα διερευνούσες τον κόσμο που προσεγγίζεις στη Φωνή…
Ανέκαθεν με ενδιέφεραν άνθρωποι εκτός του παραδομένου κόσμου μου. Μεγάλωσα μες στα διαβάσματα και μέσα στην προφορική –από πρώτο χέρι– ιστορία της Αριστεράς. Διψούσα για ό,τι διαφορετικό. Για εμπόρους, υπαλλήλους, ταξιτζήδες, ράφτες, υπαξιωματικούς του Ναυτικού, πωλήτριες σε καταστήματα, νοσοκόμες, ανθρώπους που δεν καθορίζονταν από κάποιο ιδεολογικό πρόσημο ούτε είχαν το βιβλίο στο χέρι. Κάθε φορά που συνδεόμουν με ένα κορίτσι, ρουφούσα τις ιστορίες που μου έλεγε. Η Αθήνα μού φαινόταν μια πόλη μαγική. Τρελαινόμουν να κάνω απροσδόκητες γνωριμίες. Εξύμνησα μια φορά, από ραδιοφώνου, το ζεϊμπέκικο του Λοχία της Ευδοκίας. Μου τηλεφώνησε στο σταθμό και με κάλεσε σπίτι του, Γιώργος Κουτούζης λέγεται και δούλευε τότε στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος. Ήταν μια από τις πιο μεστές βραδιές της ζωής μου. Έτσι τροφοδοτείται ένας συγγραφέας. Όχι στα λογοτεχνικά συνέδρια.
Είσαι κατά των λογοτεχνικών συνεδρίων;
Κι εμένα με καλούσανε, μέσω ΕΚΕΒΙ, και τους είμαι ευγνώμων. Σε τέτοιες εκδρομές –διότι για εκδρομές επρόκειτο– συναναστράφηκα τον Μένη Κουμανταρέα… Από τους μεγαλύτερους ωστόσο σε ηλικία συγγραφείς εάν έγινα με κάποιον φίλος, αυτός είναι ο Βασίλης Βασιλικός. Ασχέτως των όποιων επιλογών του, αν συμφωνεί η αν διαφωνεί κανείς μαζί του, ο Βασιλικός είναι ο πιο δοτικός και ο πιο βαθιά κοσμοπολίτης από όλους μας. Είναι και εξαιρετικός στις προφορικές αφηγήσεις του.
Στο μεταξύ ζούσες και ζεις από τη δουλειά σου;
Από τις πωλήσεις των βιβλίων μου. Και από τη δημοσιογραφική δουλειά. Και από ό,τι άλλο μού προτείνεται και έχει για μένα κάποιο ενδιαφέρον. Μεροδούλι-μεροφάι.
Όντως το πρώτο διήγημά σου που δημοσιεύθηκε ήταν στο Playboy;
Το πρώτο μου διήγημα δημοσιεύτηκε ένα χρόνο αφού τέλειωσα το σχολείο, το 1986. Σε ένα fanzine περιοδικό, που έβγαζαν ο Αλέξης Μπίστικας (ο σκηνοθέτης, που τον χάσαμε τόσο νέο) και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Το Κοντροσόλ στο χάος.
Το Κοντροσόλ στο χάος. Στο οποίο νομίζω ότι ήμουνα ο μόνος στρέιτ που έγραψε ποτέ. Μου παραγγέλνει ο Αλέξης ένα διήγημα. Επειδή ήταν γκέι το περιοδικό, του έβαλα τίτλο «Οι Αδελφόμορφοι». Και ο Μπίστικας και ο Παπαϊωάννου γέλασαν πάρα πολύ.
Άρα, το κείμενο στο Playboy ήταν το δεύτερο.
Το δεύτερο. Στο Playboyτου Ανταίου Χρυσοστομίδη.
Ήταν τιμητικό να επιλέξει κείμενό σου ο Ανταίος Χρυσοστομίδης;
Προφανώς. Συνειδητά δεν το έστειλα στη Λέξη ή στο Δέντρο. Ήθελα πρώτον να διαβαστεί από ένα ευρύτερο κοινό και δεύτερον να πληρωθεί. Έλαβα μια επιταγή σαράντα χιλιάδες δραχμές. Πριν την εισπράξω, τη φωτοτύπησα για ενθύμιο.
Άποψη για την πολιτική είχες;
Παρακολουθούσα τα πάντα, ήξερα και τις πιο απίθανες λεπτομέρειες, όλους λ.χ. τους βουλευτές επαρχίας. Με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει ακόμα εντονότατα, ελπίζω δε ότι με τον καιρό το κεφάλι μου κρυώνει και η πολιτική μου σκέψη ωριμάζει.
Συγγραφέας ρεαλιστικών βιβλίων που τα τροφοδοτεί η ζωή, που γράφει και στον Τύπο. Αμερικανικό μοντέλο...
Με έχει –μας έχει όλους νομίζω– πολύ επηρεάσει η Αμερική έστω και ασυναίσθητα. Εγώ έχω πάει πέντε φορές. Το 1997 με προσκάλεσαν στην Αϊόβα, στο περίφημο International WritingProgram. Εκεί έγραψα τη μισή Φωνή. Έκανα κολλητή παρέα με έναν κινέζο συγγραφέα, με τον οποίον παίζαμε στοιχήματα με τους ντόπιους στα νταρτς. Μετά μου πρότειναν να μείνω εκεί, να διδάσκω (ή να ψευτοδιδάσκω) στο πανεπιστήμιο. Έπρεπε να έχω κάτσει περισσότερο καιρό. Πάντα με γοήτευε η απεραντοσύνη και η λαϊκότητα της Αμερικής.
Δεν γράφεις υποχρεωτικά «για το λαό».
Το μεγάλο μου στοίχημα είναι να γράφω ό,τι θέλω, όπως το θέλω, να συγκινώ όμως κι έναν ευρύτερο κύκλο μη «μυημένων» αναγνωστών. Πήγα προσφάτως για μια δουλειά στο Σισμανόγλειο. Κρατούσα στο χέρι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά μου, τον Βασιλιά Της, για να το χαρίσω σε έναν φίλο γιατρό. Περνάω μπροστά από μια κυρία που εργαζόταν ως σεκιούριτι. «Ωραίο βιβλίο πήρατε!» μου λέει. «Εγώ το έχω γράψει!» της απαντάω. Έμεινε άναυδη.
Για εμένα λοιπόν το γεγονός ότι μια κυρία που δουλεύει σεκιούριτι έχει διαβάσει και απολαύσει το βιβλίο μου αποτελεί τεράστια καταξίωση. Αυτός είναι ο «έπαινος του δήμου».
Το πρώτο σου βιβλίο του νέου αιώνα ήταν ο Υπερσυντέλικος. Τι θυμάσαι;
Τον έγραψα το διάστημα 2001-2003. Στο μεσουράνημα του λάιφ-στάιλ, όταν οι άνθρωποι χωρίζονταν σε επιτυχημένους και σε αποτυχημένους. Άμα δεν ήσουν “in”, άμα δεν ήσουν “cool”, ήσουν το τίποτα. Ο Υπερσυντέλικος είναι η ιστορία δύο ανθρώπων που βρίσκονται εκτός του κόσμου της επιτυχίας και της λάμψης. Προσπάθησα να ιχνηλατήσω τα όρια του “greekdream” χωρίς να έχω ίχνος απ’ τη φανατίλα, τη μνησικακία των μετέπειτα «αγανακτισμένων».
Καμία φανατίλα, αλλά όταν το 2003 κυκλοφόρησε ο Υπερσυντέλικος είχε ήδη εξαρθρωθεί η 17 Νοέμβρη.
Γι’ αυτό και το επόμενο μυθιστόρημά μου ήταν Το Σπίτι και το Κελλί, που το πιστεύω σταθμό στην πορεία μου. Μια από τις αφορμές στάθηκε η απογοήτευση που εξέφραζαν πολλοί και διάφοροι αντικρίζοντας τους Ξηρούς, τον Κουφοντίνα, τον Τζωρτζάτο… «Αυτά τα ανθρωπάκια ήταν;», έλεγαν με παράπονο σχεδόν. Ποιους περίμεναν δηλαδή; Τον Μπάτμαν και τη Γουόντερ Γούμαν;
Το Σπίτι και το Κελλί το δούλεψα με τον τρόπο που ο Κόπολα (τηρουμένων πάντα των αναλογιών) έφτιαξε τους Νονούς. Εκείνος υποδύεται πως μιλάει για τη μαφία, εγώ για την τρομοκρατία. Το θέμα μας –στην ουσία– είναι η οικογένεια. Η οικογένεια που από σπίτι καταντάει κελί. Οι στρεβλώσεις, η παράνοια της ελληνικής οικογένειας όπλισαν το 45άρι της 17 Νοέμβρη. Όσοι προσεγγίζουν το φαινόμενο ιδεολογικά, μένουν –βολεύονται να μένουν– στην επιφάνεια. Έτσι πιστεύω.
Συνέβη κάτι που με εξέπληξε. Όταν έγραφα Το Σπίτι και το Κελλί προσπαθώντας να μπω στη θέση, να εγκύψω στις διεργασίες που οδηγούν κάποιον στο να γίνει τρομοκράτης, πίστευα ότι θα ξενίσω τα θύματα της 17 Νοέμβρη και θα κερδίσω την επιδοκιμασία των συμπαθούντων. Στο κάτω κάτω, επιχειρούσα να δείξω την ανθρώπινη διάσταση τύπων που διέπρατταν κατά συρροήν τερατώδη εγκλήματα.
Ε, λοιπόν, συνέβη το ακριβώς αντίθετο! Το μυθιστόρημά μου άγγιξε τα παιδιά των θυμάτων και εξαγρίωσε όσους αλληθώριζαν προς τους θύτες. Μου επετέθησαν κάποιοι της «ριζοσπαστικής διανόησης» κατά τον πιο ανοίκειο τρόπο.
Τι είπαν;
Πως δεν κατάλαβα –ή πως σνόμπαρα– το βάθος τού αντάρτικου πόλεων. Μιλάμε για εξόφθαλμες ανοησίες εν έτει 2006, όταν ακόμα και η Μπάαντερ Μάινχοφ είχε οριστικά απομυθοποιηθεί… Τις ίδιες βέβαια ανοησίες θα ακούγαμε γενικευμένες και μεγεθυμένες κατά την περίοδο του αντιμνημονιακού αγώνα….
Το Σπίτι και το Κελλί είναι το πιο πολιτικό μυθιστόρημά σου;
Μαζί με τη Νίκη. Η Νίκη, ευτυχώς, λειτούργησε ενωτικά σε εποχές ακραίου διχασμού.
Ακολουθούν τα Λόγια Φτερά. Είναι η πρώτη φορά που προσπαθείς να κινήσεις μια μυθιστορηματική πλοκή στην αρχαιότητα.
Από παιδί διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα Έπη του Ομήρου. Τα νοιώθω κοιτίδα μας. Με συγκινούν επίσης οι αρχαίοι αοιδοί. Αυτοί είναι οι προπάτορές μας, όλων ημών των συγγραφέων, τραγουδοποιών, κινηματογραφιστών, παραμυθατζήδων γενικά… Τι σπουδαίο πράγμα να μπορείς να αφηγείσαι και μέσα από την αφήγησή σου να αντιλαμβάνεται ο ακροατής τί σημαίνει έρωτας, ανδρεία, δίκιο, νόημα στη ζωή!
Σαν να απαντάς σε ερώτηση: Γιατί γράφουμε;
Ε, ναι. Όταν ξεκίνησα τα Λόγια Φτερά, συμπλήρωνα δεκαπέντε χρόνια συγγραφέας. Λογικό δεν ήταν να αναζητήσω τις ρίζες μου; Έσκαψα (με τη βοήθεια της Εριφύλης Μαρωνίτη, η οποία ως κλασική φιλόλογος με μύησε στην αρχαία γραμματεία), έσκαψα πολύ βαθιά. Έφτασα έως τον παππού του Ομήρου. Και ενώ κόντευα να τελειώσω τα Λόγια Φτερά…
Συνέβη εκείνο το τρομερό γεγονός.
Είχε προηγηθεί η μάνα μου. Η μάνα μου αρρώστησε το 2007 και πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Έγραψε τον επίλογό της κυριολεκτικά με το χέρι της, το οποίο αρνήθηκε κατηγορηματικά να κόψει – στο χέρι είχε τον καρκίνο. «Το χέρι μου δεν το κόβω κι ας πεθάνω!», μου το ξεκαθάρισε σε όλους τους τόνους. Επρόκειτο για μια στάση ηρωική με την πιο αρχαϊκή σημασία της λέξης.
Στο μεταξύ έμεινε η τότε αγαπημένη μου έγκυος. Πέθανε η μάνα μου στις 8 Ιουνίου 2008, γεννήθηκε το παιδί στις 24 Ιουλίου. Και την 1η Νοεμβρίου πέθανε και το παιδί.
Το θάνατο της μάνας μου τον είχα πενθήσει προκαταβολικά ώς ένα βαθμό. Τον περίμενα. Το θάνατο του παιδιού δεν τον είχα ποτέ διανοηθεί, τίποτα δεν τον προμήνυε ούτε στο ελάχιστο. Επρόκειτο –τι να σου πω;– για το πιο τρομερό γεγονός της ζωής μου. Με συνέτριψε. Να φανταστείς, επί μήνες και μήνες έκλαιγα τόσο πολύ ώστε αφυδατωνόμουν, διψούσα, διότι όλα τα υγρά τού οργανισμού γίνονταν δάκρυα. Δεν φαντάζεσαι την ένταση τού άλγους.
Σε τέτοιες καταστάσεις ή αυτοκτονείς…
Σκέφτηκες εσύ την αυτοκτονία;
Ναι. Ναι. Ναι. Αισθανόμουν ότι όταν δεν υπάρχει ο επόμενος, τι δουλειά έχει να ζει ο προηγούμενος…
Τότε κυκλοφόρησαν τα Λόγια Φτερά;
Τα Λόγια Φτερά κυκλοφόρησαν διότι αποφάσισα ότι δεν θα αυτοκτονήσω αλλά θα συνεχίσω όπως μπορώ. Και περισσότερο από όσο μπορώ. Πως όχι απλώς θα ξανασηκωθώ στα πόδια μου, μα και θα ταχύνω και θα ανοίξω το βήμα μου. Έτσι –πίστεψα– θα τιμήσω το χαμένο παιδάκι. Όχι βουλιάζοντας…
Έχουν περάσει από τότε δώδεκα χρόνια. Με έχεις δει, Ηλία, και με ήλιο και με βροχή. Αλλά ποτέ –πιστεύω– δεν με έχεις δει να μιζεριάζω, να καθηλώνομαι. Δεν θα το καταδεχόμουν.
Το επόμενο βιβλίο σου, Ο Κόσμος στα Μέτρα του, έχει μια μεγάλη δόση σαρκασμού.
Ο Κόσμος στα Μέτρα του, το μυθιστόρημά μου που πούλησε λιγότερο απ’ όλα, είναι η επαναπραγμάτευση αυτής της φοβερής ιστορίας που μόλις σου διηγήθηκα σε έναν άλλο χωροχρόνο.
Έγραψαν ότι πρόκειται για ένα βιβλίο για το ΠΑΣΟΚ. Καμία σχέση. Είναι ένα βιβλίο για ό,τι συνέβη σε εμένα. Που είχα πιστέψει ότι είχα φέρει τον κόσμο στα μέτρα μου, ότι είχα ασφαλίσει τη ζωή μου έναντι παντός κινδύνου. Και μέσα σε μια στιγμή μού έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι…
Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι, ένα μήνα ύστερα από το θάνατο του παιδιού μου, δολοφονήθηκε ο συνονόματός του, Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Και ξεκίνησε η παταγώδης διάψευση του μεταπολιτευτικού ονείρου. Ιδού πώς το προσωπικό γίνεται καμιά φορά συλλογικό…
Ο Κόσμος στα Μέτρα του διαβάστηκε και ως παρωδία.
Η ζωή μας η ίδια είναι παρωδία. Πολλές φορές με έχουν χαρακτηρίσει –όχι κατηγορώντας με– σατιρικό συγγραφέα. Ότι γράφω παρωδίες. Λάθος. Οι άνθρωποι είναι περισσότερο καρικατούρες από όσο νομίζουν ότι είναι. Κυρίως όσοι περνιούνται για πολύ σοβαροί, για πολύ εμβριθείς… Εγώ απλώς τους παρατηρώ και τους αποδίδω στο χαρτί. Ρεαλιστής συγγραφέας είμαι. Νατουραλιστής σχεδόν.
Ο Κόσμος στα Μέτρα του πούλησε λίγα, είπες.
Ούτε δέκα χιλιάδες. Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι έχω περιέλθει σε δεινή επαγγελματικά κατάσταση. Και δεν το είχα πάρει καν εγκαίρως είδηση.
Είχε γεννηθεί στο μεταξύ η Νίκη, η χαρά της ζωής μου, η έμπνευσή μου. Ζούσαμε με τη Νίκη και τη μαμά της, την Αλεξάνδρα Κ., στην Κέρκυρα. Έχανα –τη μία μετά την άλλη– όλες μου τις δουλειές, έκλειναν τα έντυπα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί με τους οποίους συνεργαζόμουν. Οι πολιτικές μου απόψεις με είχαν κάνει εντελώς αντιδημοφιλή σε πάρα πολύ κόσμο. Συγγραφέας –και μάλιστα με αριστερή καταγωγή– και αντισύριζα; Πού ακούστηκε; Μέχρι που έγραψαν μια μέρα στο διαδίκτυο ότι σάλταρα από το μπαλκόνι τού σπιτιού μου επειδή ένιωθα τύψεις απέναντι στον λαό. Ξέρω ποιος το έγραψε. Δεν μπορώ όμως να το αποδείξω, άρα δεν θα το πω ποτέ.
Κι όμως, αντί να με κατακλύσει το άγχος για την επιβίωση, ξεκίνησα να γράφω τη Νίκη. Ως μια αναφορά της οικογενειακής και εθνικής μας ιστορίας στη μικρή Νίκη, την κόρη μου. Βγήκε και σάρωσε. Κι άρχισαν ξαφνικά να με βραβεύουν.
Τι δηλοί ο μύθος; Πως, όταν μένεις σταθερός στις απόψεις σου και δεν πολυσκοτίζεσαι για τις πέτρες που τρως, ο τροχός γυρίζει.
Γιατί έγραψες τη Νίκη, που όσο κι αν την εμπλουτίζεις μυθοπλαστικά δεν παύει να έχει ένα αυτοβιογραφικό βάρος;
Διότι φοβόμουν ότι θα πεθάνω νέος σαν τον πατέρα μου, προτού προφθάσω να μιλήσω στη θυγατέρα μου σχετικά με τους προγόνους της. Όπως εγώ –εννοείται– τους γνώρισα, τους κατάλαβα και τους θυμάμαι. Η Νίκη είναι μια κιβωτός από μνήμες, άλλες προσωπικές μου, άλλες μεταφερμένες σε εμένα από πρώτο χέρι. Ασφαλώς και δεν διεκδικώ εύσημα ιστορικού επιστήμονα.
H βάση της διήγησής σου, όμως, είναι μια ιστορική περίοδος.
Η οποία διαστρεβλώθηκε, κακοποιήθηκε βάναυσα και πονηρά από το 2010 μέχρι τουλάχιστον το 2015. Τότε οι εμφανιζόμενοι σαν κληρονόμοι της επικής Αριστεράς ξέθαψαν τα κόκαλα των ηρώων και τα έκαναν ρόπαλα ή δεκανίκια τους. Δεν ορρώδησαν προ ουδενός. Πόνταραν ταυτόχρονα στη μνήμη και του Ζαχαριάδη και του Πλουμπίδη και του Γρηγόρη Λαμπράκη, για να αναφέρω τρία εμβληματικά πρόσωπα που τα χώριζε άβυσσος αντιλήψεων και ήθους. Χάλκευσαν την Ιστορία σε σημείο να παρουσιάζουν τον Εμφύλιο σαν έπος και όχι ως τραγωδία. Έκανα με τη Νίκη μια μικρή, προσωπική προσπάθεια να ξεπλύνω την αλήθεια από το ψέμα…
Και ποια είναι δηλαδή η αλήθεια;
Η αλήθεια είναι ότι ο παππούς μου, ο Βασίλης Νεφελούδης –υπάρχει φωτογραφία που το αποδεικνύει αυτό–, το 1958, εννέα μόλις χρόνια μετά τον Γράμμο, τρώει με τον γυναικαδελφό του, τον Γιάννη Καραμάνο.
Ο οποίος Καραμάνος όχι μόνο ήταν από τη μεριά των νικητών αλλά είχε διατελέσει, το σημαντικότερο, υπουργός Επισιτισμού στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. Εμφορούμενος –όλοι στην οικογένειά μας το παραδέχονταν– από αφελείς πλην αγαθές προθέσεις. Ελπίζοντας ότι θα γλιτώσει τον ελληνικό πληθυσμό από την πείνα. Ο Ιωάννης Καραμάνος είχε στο ενεργητικό του ένα ιστορικό επίτευγμα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, βενιζελικός ων, είχε πρωτοστατήσει στην εγκατάσταση των προσφύγων στα χωριά της ελληνικής Μακεδονίας. Πίστευε συνεπώς ότι κανείς δεν θα τολμούσε ποτέ να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του.
Ο υπουργός του Τσολάκογλου και ο πρώην βουλευτής και γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ μοιράζονται το πασχαλινό τραπέζι. Είναι αμφότεροι προδότες; Το ακριβώς αντίθετο. Κανείς από τους δύο δεν έχει προδώσει τις αρχές του. Γι’ αυτό και μπορούν να κοιταχτούν στα μάτια και να συνομιλήσουν. Αναγνωρίζοντας, στις στάχτες του Εμφυλίου, την ανάγκη για Εθνική Συμφιλίωση. Για Εθνική έστω Συνεννόηση.
Ποιος φταίει όμως τότε για το αίμα;
Εκείνοι, ένθεν κακείθεν, που το μόνο για το οποίο νοιάζονταν ήταν να κατακτήσουν ή να διατηρήσουν την εξουσία. Και φυσικά οι εγκληματίες που έδρασαν με το προσωπείο του ιδεολόγου και στις δύο παρατάξεις.
Έφτιαξες ένα βιβλίο για τις αποχρώσεις της πολιτικής σε μια εποχή που δεν επέτρεπε αποχρώσεις.
Ναι.Και το βιβλίο είχε τέτοια απήχηση που με άφησε κατάπληκτο.
Φοβόσουν την πολιτική βία εκείνα τα χρόνια;
Δεν ήταν φόβος, φρίκη ήταν. Αποστροφή. Αυτά που έγιναν δεν θέλω να τα θυμάμαι.
Πώς όμως να ξεχάσω το πρόσωπο της Σώτης Τριανταφύλλου όταν είχε πάει σε μια εκδήλωση και της είχαν πετάξει αυγά; Πώς να ξεχάσω τις σωματικές επιθέσεις που είχαν δεχθεί –τελείως απρόκλητα– ο Νίκος Μαραντζίδης, ο Κωστής Χατζηδάκης και δεκάδες άλλοι, από όλο το πολιτικό φάσμα πλην του «ηρωικού» αντιμνημονίου; Τους αγανακτισμένους που ούρλιαζαν «σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη»;
Πρέπει όλα αυτά να τα βάλουμε στην άκρη για να προχωρήσουμε. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να τα ξεχάσουμε. Μονάχα η μνήμη δεν θα επιτρέψει την επανάληψη.
Φοβήθηκες για τη χώρα;
Ασφαλώς και φοβήθηκα, πώς να μη φοβηθώ; Δεν έχουμε δει στη διάρκεια της ζωής μας χώρες να αναφλέγονται και τελικά να διαλύονται; Τη Γιουγκοσλαβία, τη Συρία… Για ποιο λόγο να έχουμε εμείς ασυλία απέναντι στο χειρότερο;
Αν και ίσως, ξέρεις, έχουμε κάποια ασυλία. «Αυτό σας έσωσε…», μου είπε ένας Γάλλος φίλος, δείχνοντάς μου τον Παρθενώνα. «Θα ήταν δέκα φορές πιο δύσκολο να αποκοπεί η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Ένωση από όσο οποιαδήποτε άλλη χώρα. Διαθέτετε για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, για όλο τον δυτικό κόσμο, τεράστιο συμβολικό βάρος. Κι ας μη το συνειδητοποιείτε».
Από την άλλη μεριά σκέπτομαι και την άλλη ανάγνωση, ότι η σημερινή Ελλάδα είναι δέσμια του Παρθενώνα, δηλαδή είναι δέσμια ενός παρελθόντος.
Σίγουρα είναι δέσμια. Όπως θυμάσαι, ο Γιώργος Μακρής –από τους πιο ιδιαίτερους μεταπολεμικούς διανοούμενους– είχε κυκλοφορήσει προκήρυξη όπου έλεγε να ανατινάξουμε τον Παρθενώνα.
Πιστεύω ότι απέναντι στο αρχαιοελληνικό θαύμα –όπως λ.χ. συγκεφαλαιώνεται στον Παρθενώνα– οι δυνατές στάσεις ημών των Νέων Ελλήνων είναι τρεις.
Η πρώτη είναι να μην τον βλέπουμε καν, όπως συμβαίνει σε όλους σχεδόν όσοι περπατάνε καθημερινά στην οδό Πατησίων.
Η δεύτερη στάση, που μπορεί να συνυπάρχει με την πρώτη, είναι να λειτουργούμε ως εμπορικοί εκμεταλλευτές του Παρθενώνα. Να τον πλασάρουμε στους ξένους και να κερδίζουμε έτσι, παραμένοντας οι ίδιοι αναίσθητοι, ανέγγιχτοι από την ομορφιά και από τη σημασία του.
Η τρίτη στάση; Να ανοιχτούμε στην ομορφιά και στη σημασία του. Θα ήταν απίθανα λυτρωτικό και φοβερά επικίνδυνο συνάμα. Το πρώτο πράγμα που θα μάς συνέβαινε θα ήταν να γκρεμίσουμε την οδό Πατησίων. Καθώς και κάθε σύμβαση που μάς διέπει, εξωτερική και εσωτερική.
Μετά ήρθε το Νεαρό Άσπρο Ελάφι…
Ένα εντελώς προσωπικό μυθιστόρημα με έντονα στοιχεία ψυχεδέλειας, το οποίο προφανώς απογοήτευσε ορισμένους από τους αναγνώστες, οι οποίοι περίμεναν ότι μετά τη Νίκη θα συνέχιζα να γράφω ιστορικά μυθιστορήματα…
Γράφεις τον Φοίνικα. Ένα βιβλίο για τον Άγγελο Σικελιανό.
Ένα μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τις ζωές της Εύας Πάλμερ και του Άγγελου Σικελιανού. Ανέκαθεν με γοήτευαν τρομερά. Τους αντιλαμβανόμουν ως δύο ποίηματα εν κινήσει. Ο Σικελιανός είναι για μένα ο τελευταίος των ρομαντικών ποιητών και ο πρώτος των ροκ σταρ. Ο θαυμασμός ασφαλώς δεν αρκεί για να γράψεις ένα μυθιστόρημα. Πρέπει να πλάσεις αυθεντικούς χαρακτήρες, πρωτότυπη πλοκή…
Στον Φοίνικα λειτούργησα όπως στη Νίκη, όπως παλιότερα στο Σπίτι και το Κελλί. Εμπνεύστηκα από υπαρκτά πρόσωπα, πήρα ιστορικές καταστάσεις και τις μετασχημάτισα σε ένα δικό μου φανταστικό σύμπαν. Το γράφω άλλωστε ρητά στην αρχή των βιβλίων: «Οι ήρωές μου αποτελούν μυθιστορηματικές αντανακλάσεις αληθινών ανθρώπων»…
Γιατί όμως τον Σικελιανό και την Εύα του;
Διότι μας έδειξαν μία άλλη, θαυμάσια εκδοχή της Ελλάδας. Που, στην ουσία της, δεν έχει καμία σχέση με προγονοπληξίες και με εθνικισμούς. Αφορμάται από τις δύο διαρκέστερες και ωραιότερες παραμέτρους μας. Τον τόπο και τη γλώσσα.
Λες δηλαδή αυτό που έλεγε ο Βακαλόπουλος, ότι η πραγματική Ελλάδα είναι εκτός πραγματικότητας;
Όχι. Λέω το ανάποδο. Η απτή πραγματικότητα της Ελλάδας μπορεί να μάς κάνει πλήρεις, δημιουργικούς, χαρούμενους! Αρκεί να τολμήσουμε να τη δούμε και να τη νιώσουμε. Δεν είμαι μεταφυσικός. Δεν αναζητώ φαντάσματα. Τουναντίον…
Έτσι όπως περιγράφεις τον εαυτό σου, μου φαίνεσαι ένας συγγραφέας που προκύπτει μέσα από τη σχέση του με την ελληνική πραγματικότητα.
Αναμφίβολα. Αφού εδώ ζω κι εδώ μου αρέσει να ζω. Όσο μάλιστα μεγαλώνω –εγώ, ένα παιδί της Κυψέλης–, τόσο περισσότερο συγκινούμαι όποτε βρίσκομαι στην ύπαιθρο. Αυτό φαίνεται εξάλλου και στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά μου, τον Βασιλιά Της.
Στον οποίον ξαναγράφεις τον Τρωικό Πόλεμο…
Και ό,τι προηγήθηκε. Δεν θα με χαρακτήριζες «επικαιρικό» συγγραφέα, δεν εξαρτώ την έμπνευσή μου από την επικαιρότητα… Από την άλλη, ο Μενέλαός μου διαθέτει ως άντρας και εντελώς σύγχρονα χαρακτηριστικά, γόνιμα –θέλω να ελπίζω– και επιτυχώς προσαρμοσμένα στο πλαίσιο του 12ου π.Χ. αιώνα.
Με μία φράση τι νομίζεις ότι μας υποβάλλει ο ελληνικός τόπος, η ελληνική γλώσσα;
Εάν έπρεπε να διαλέξω ένα και μόνο στοιχείο, θα μιλούσα για μια παιγνιώδη –μες στη συνείδηση της τραγικότητάς της– αντίληψη της ζωής. «Εκείνο δε κρίνω του ανδρός αγαστόν» γράφει ο Ξενοφών στα Ελληνικά του. «Του θανάτου παρεστηκότος, μήτε το φρόνιμον μήτε το παιγνιώδες απολιπείν εκ της ψυχής».
Προσπαθώ να το ενστερνίζομαι αυτό πλήρως, τόσο στα βιβλία όσο και στη ζωή μου. Και ναι, μού το υπαγορεύει και το ελληνικό τοπίο. Που είναι γλυκό, θωπευτικό, στα μέτρα του ανθρώπου.
Μίλα μου για τη γλώσσα.
Κάθε μου πρόταση, στα βιβλία μου, την επαναδιατυπώνω, την επανασυντάσσω δέκα φορές. Ώσπου να βρω τον σωστό τόνο, τον καλό ρυθμό. Σαν μουσική με οδηγεί ο υπόγειος ρυθμός της γλώσσας. Εάν ζούσα πεντακόσια χρόνια πριν, σίγουρα θα χρησιμοποιούσα δεκαπεντασύλλαβο.
Ακούω συχνά να λένε ότι η ελληνική γλώσσα υπερέχει...
Ας μην ψωνιζόμαστε! Τα ελληνικά απλώς είναι η δική μας η γλώσσα. Διαθέτει προφανώς ιστορία μακραίωνη, χυμούς, καρυκεύματα, καθώς και γραμματεία επιβλητικότατη την οποία δυστυχώς εν πολλοίς αγνοούμε. Εάν ήμουν όμως Σκανδιναβός, δεν θα μπορούσα να γονιμοποιηθώ γλωσσικά από την ισλανδική «σάγκα»; Όλες οι γλώσσες σε πάνε πολύ μακριά. Εφόσον τις αγαπήσεις και τις ακούσεις.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι βγάζεις βιβλίο κάθε δύο χρόνια.
Η κρίση εμένα δημιουργικά με ωφέλησε. Όπως καθετί που σε αρπάζει από το λαιμό και σε ταρακουνάει. Έγινα εργατικότερος και παραγωγικότερος από ποτέ άλλοτε. Είναι και η θυγατέρα μου, που μου ξανασυστήνει τον κόσμο μέσα από τη ματιά της… Είναι και η ηλικία μου, που με τοποθετεί ανάμεσα στις δύο όχθες, της νιότης και του γήρατος. Ελπίζω η πορεία προς το γήρας να αποδειχθεί αργή. Λαχταράω να ζω και να γράφω μέχρι τουλάχιστον τα εκατό.
Τα βιβλία σου πουλάνε. Πιστεύεις ότι υπάρχει αγορά για την ελληνική λογοτεχνία ή εσύ είσαι εξαίρεση;
Δεν υπάρχει καμία αγορά για μια λογοτεχνία ελιτίστικη και αυτοαναφορική.
Το ζητούμενο είναι να βρίσκεις τρόπο να απευθύνεσαι και σε εκείνους που δεν διαβάζουν βιβλία καθ’έξιν. Εάν το πετύχεις, εάν τους πετύχεις, το αναγνωστικό σου κοινό μεγεθύνεται εντυπωσιακά. Σκέψου πόσο έχουν πουλήσει τα Ματωμένα Χώματα! Η Λωξάντρα! Η Ζωή εν Τάφω! Μιλάω για πολύ σημαντικά βιβλία…
Ο κόσμος είναι όπως τον λέει ο Χατζιδάκις. «Ένα παιδί που καρτερεί κάτι να δει».
Βγαίνουν πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα. Γράφουν και πολλοί Έλληνες. Έχεις σκεφτεί να γράψεις κι εσύ αστυνομικό;
Μού αρέσει πάρα πολύ η Πατρίτσια Χάισμιθ κι ακόμα περισσότερο ο Ζωρζ Σιμενόν. Όμως όχι. Η αστυνομική λογοτεχνία δεν αποτελεί το αγαπημένο μου είδος. Πώς θα μπορούσα συνεπώς να την υπηρετήσω ως συγγραφέας;
.
Φοβάσαι το τέλος του βιβλίου, την αντικατάστασή του από δίκτυα όπως το Netflix, τώρα που λόγω τεχνολογίας το οπτικοακουστικό κάνει προσιτές στον καθένα παλιές και νέες ταινίες και σειρές;
Εάν ήμουν θεατράνθρωπος, θα έτρεμα στις αρχές του 20ού αιώνα τον κινηματογράφο; Εάν ήμουν κινηματογραφιστής, στα μέσα του, την τηλεόραση;
Δεν πιστεύω ότι το ένα αφηγηματικό είδος απειλεί το άλλο. Τα βιβλία άλλωστε αφήνουν πολύ μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία στον αναγνώστη. Ο αναγνώστης ερμηνεύει και φαντάζεται. Πρόσωπα, ήχους, μυρωδιές…
Έχω εγώ την ευλογημένη μανία να θέλω να λέω ιστορίες; Ε, θα τις λέω με οποιονδήποτε εύκαιρο τρόπο. Παίζοντας τη λύρα, γεμίζοντας σελίδες, φωτογραφίζοντας κινούμενες εικόνες. Ακόμα και με παντομίμα…
Το ζήτημα, το πάθος μου, είναι να πω την ιστορία!
Τελευταία ερώτηση: τι είναι ακριβώς ο συγγραφέας;
Στην ευτυχέστερη περίπτωση, ο ζωντανός μετρονόμος της ανθρώπινης κατάστασης.