Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης (που δημοσιεύεται με την άδεια του Gil Mihaely):
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ενδόρρηξη της ΕΣΣΔ φαινόταν ότι αναγγέλλει την οριστική νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τρεις περίπου δεκαετίες αργότερα, επισημαίνετε τον κίνδυνο «των νέων αυταρχικών». Ποιοι είναι; Τα παλιά ονόματα του αυταρχισμού (φασισμός, ναζισμός, σταλινισμός, μαοϊσμός κ.λπ.) προσιδιάζουν στη σημερινή συγκυρία;
Οι τρεις μείζονες φιγούρες του σημερινού αυταρχισμού είναι: οι διαπρύσιοι οπαδοί της δικαιοσύνης που διατείνονται ότι εκδικούνται για τα θύματα των διεφθαρμένων και άσεμνων ελίτ, οι λογοκριτές που καταχρώνται το μονοπώλιο της ηθικής και επιβάλλουν τη σιωπή στον αντικομφορμισμό, οι αυταρχικοί που διατείνονται ότι είναι οι πραγματικοί δημοκράτες ενώ μεταμφιέζουν τα αυταρχικά τους καθεστώτα, καλύπτοντάς τα με την διενέργεια εκλογών. Τα πλέον πρόδηλα παραδείγματα αυτών των «δημοκτατοριών» («democratures») είναι το καθεστώς του Πούτιν στην Ρωσία και το βενεζουελιανό τσαβικό καθεστώς (Τσάβες/Μαδούρο), αλλά και οι νέοι «σουλτάνοι» Ευρώπης και της κεντρικής Ασίας που εκπροσωπούνται από τους Λουκασένκο στη Λευκορωσία, Ναζαρμπάγιεφ στο Καζακστάν ή τον Καρίμοφ στο Ουζμπεκιστάν. Πιθανότατα, οι δύο πραγματικά οικουμενικοί όροι για να ορισθούν οι σημερινές πραγματικότητες είναι αυταρχισμός και ολοκληρωτισμός: ο αυταρχισμός για να προσδιορισθεί το καθεστώς Πούτιν για παράδειγμα, ο ολοκληρωτισμός για να χαρακτηρισθεί ειδικότερα ο ισλαμισμός.
Η σύγχυση μεταξύ εκλογών και δημοκρατίας δεν προέρχεται από ένα αμάλγαμα ανάμεσα στον σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας και των δικαιωμάτων των ατόμων; Δεν είναι φιλελεύθερες όλες οι δημοκρατίες…
Είναι απολύτως αναγκαίο να επανεκτιμήσουμε τον ίδιο τον όρο του φιλελευθερισμού που βρίσκεται στην αφετηρία της δυτικής δημοκρατίας. Η σύγχρονη δημοκρατία, θεμελιωμένη στην ελεύθερη επιλογή του αυτόνομου ατόμου, είναι πραγματικά φιλελεύθερη. Υπ’ αυτήν την έννοια, μία ψηφοφορία δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται δημοκρατική παρά αν είναι ελεύθερη, δηλαδή αν εκτυλίσσεται εντός ενός ελάχιστου πλαισίου αναγκαίων διαδικασιών: ανεξαρτησία της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, ελευθερία υποψηφιοτήτων, ελευθερία στην προεκλογική εκστρατεία, ελευθερία ψήφου, συνεπώς μυστική ψηφοφορία, επαλήθευση αποτελεσμάτων από όλους, ελευθερία κυρίως στην αμφισβήτηση.
Μόνον υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις ατομικών και συλλογικών ελευθεριών μπορεί να εκφρασθεί πραγματικά και αναγκαστικά για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα η κυριαρχία του λαού.
Σε αντίθεση με την τσαβική αντίληψη της λαϊκής κυριαρχίας, ο λαός μπορεί να αλλάζει την ψήφο του από μία ψηφοφορία στην άλλη χωρίς να παύει να είναι ο λαός. Η λαϊκή αντιπροσώπευση ορίζεται ακριβώς μέσω της ψηφοφορίας και, άρα, μπορεί εξ ορισμού να είναι μεταβλητή και όχι a priori προσδιορισμένη μια για πάντα από την δήθεν λαϊκή ουσία ενός ηγέτη ή και του κινήματός του. Έτσι, οι δύο αντιλήψεις έρχονται αντιμέτωπες σήμερα στην Βενεζουέλα: έπειτα από μία μη-ελεύθερη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ανταγωνιστική, ψηφοφορία, εκ του γεγονότος της θεαματικής κινητοποίησης των αντιπολιτευόμενων τον τσαβισμό ψηφοφόρων, το εθνικό κοινοβούλιο που εξελέγη νόμιμα εμποδίσθηκε να νομοθετήσει από τις συνασπισμένες αυταρχικές εξουσίες του εκτελεστικού και του δικαστικού, με το πρόσχημα ότι αυτό το κοινοβούλιο δεν μπορεί να είναι αντιπροσωπευτικό του λαού αφού είναι αντι-τσαβικό.
Ένα άλλο πρόβλημα, εσωτερικό στη δημοκρατία, είναι το αιώνιο ζήτημα της χρήσης των ελευθεριών από τους εχθρούς της ελευθερίας. Από το «τέλος της ιστορίας» και την φαινομενική νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας, το ζήτημα αυτό είναι ακόμα επίκαιρο;
Μία γενικευμένη απώλεια νοήματος επισφραγίζει σήμερα μία πραγματικότητα: οι λέξεις εκτρέπονται, οι αξίες ανατρέπονται, οι μάχες διεξάγονται με αντεστραμμένα μέτωπα. Έτσι, ο αντισημιτικός στιγματισμός θα παρουσιασθεί ως η ελεύθερη έκφραση μιας νόμιμης πολιτικής γνώμης θεμελιωμένης κυρίως σε έναν αντισιωνισμό, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μίσος για το Ισραήλ και άρνηση στους Εβραίους να έχουν το δικό τους κράτος. Αντίστροφα, ορισμένοι θα θεωρήσουν ότι πρέπει να απαγορεύεται, ακόμα και να τιμωρείται με θάνατο, κάθε αντικληρικαλική έκφραση, κυρίως έναντι της μουσουλμανικής θρησκείας, με το πρόσχημα ότι θα ήταν βλάσφημη και προσβλητική για τον προφήτη Μωάμεθ ή για εκείνους που διεκδικούν την ιερή του ομιλία. Ενώ σε μία κοσμική χώρα, το κράτος δεν αναγνωρίζει την βλασφημία, αφού αναγνωρίζει υπό το αυτό καθεστώς όλες τις θρησκείες, τον αθεϊσμό και τον αγνωστικισμό ως πίστεις που εμπίπτουν σε προσωπικές επιλογές και όχι ως περί αλήθειας λόγο.
Στη δημοκρατία, οι θεμελιώδεις ελευθερίες δεν σημαίνουν ότι κάποιος μπορεί να κάνει και να λέει ό,τι θέλει. Άρα, το πρόβλημα δεν είναι το να αφήσουμε ή όχι τις ίδιες ελευθερίες στους εχθρούς της ελευθερίας, αλλά να τους εξαναγκάσουμε, μέσω του νόμου, να σέβονται τον ορισμό των ελευθεριών στην δημοκρατία: σεβασμός των πεποιθήσεων αλλά ως τέτοιων, συνεπώς αποϊεροποιημένων και θεωρούμενων ότι προέρχονται από μία άλλη τάξη πραγματικότητας απ’ ό,τι οι επιστημονικές και ιστορικές αλήθειες ειδικότερα, ελευθερία των γυναικών ίση με των ανδρών, σεξουαλική ελευθερία για όλους στο νόμιμο εθνικό πλαίσιο…
Όσο για τους εχθρούς της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του κράτους, όταν αυτοί εισέρχονται στην παρανομία και afortiori όταν παίρνουν τα όπλα, χρειάζεται να τους κηρύσσουμε τον πόλεμο σεβόμενοι όχι πλέον την πολιτική δημοκρατία από την οποία οι ίδιοι αυτο-αποκλείσθηκαν με τον ένοπλο αγώνα τους, αλλά το διεθνές δίκαιο του πολέμου.
Η πλειονότητα των επιζήμιων φαινομένων που καταγγέλλετε (ο πλασματικά φεμινιστικός ισλαμισμός, η ad absurdum επέκταση των δικαιωμάτων) είναι η συνέπεια μιας λογικής εξατομίκευσης των κοινωνιών, που παρ’ όλα αυτά, είναι sine qua non προϋπόθεση για μία φιλελεύθερη δημοκρατία. Αντίθετα, οι ταυτοτικές διεκδικήσεις, που δημιουργούν συλλογικά δικαιώματα εκκινώντας από ατομικά δικαιώματα (τα δικαιώματα των λαών στην αυτοδιάθεσή τους θεμελιώνονται στα δικαιώματα των ατόμων να ανήκουν σε ένα έθνος) σας ανησυχούν. Πώς να αρθρώσουμε άτομα και συλλογικό, ιδιαίτερο και οικουμενικό;
Πράγματι, στην σημερινή συγκυρία, η δικαιοσύνη, έννοια κενή που συσπειρώνει αιτήματα και τους πιο διαφορετικούς δρώντες, είναι ίσως το κατεξοχήν λάβαρο έναντι της ελευθερίας. Η δικαιοσύνη ως μνησικακία, κατά της απόταξης, κατά των ανισοτήτων και υπέρ όλων γενικώς των δικαιωμάτων, το δικαίωμα για τον εαυτό μας χωρίς να αναρωτιόμαστε για την ίδια την φύση του δικαιώματος που πρέπει να εκλαμβάνεται από όλους κατά ισότιμο τρόπο. Συνεπώς, οι ταυτοτικές και πολιτισμικές διεκδικήσεις ειδικών δικαιωμάτων σε ιδιαίτερες κοινότητες αποκλίνουν θεαματικά των δικαιωμάτων για την ισότητα που διεκδικούνταν στις περασμένες δεκαετίες (ισότητα ευκαιριών, ισότητα φύλων και σεξουαλικοτήτων, οικουμενισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Γιατί η αποδιάρθρωση των υπαρκτών δημοκρατιών παράγει εξ αντικειμένου ανησυχητικά κοινωνικά φαινόμενα: εγκατάλειψη χώρων από τις δημόσιες εξουσίες σε υποκατάστατες μορφές--κοινοτικές και μαφιόζικες—αλληλεγγύης και βοήθειας, ανάπτυξη ζωνών μη-δικαίου, άρνηση μιας οικουμενιστικής πολιτισμικής ενσωμάτωσης με προσαρμοζόμενα διαφοροποιημένα μέσα, άρνηση διαρκούς αναδιανομής του κεφαλαίου προς την εργασία και μία διαρκής ρεπουμπλικανική πλαισίωση της κοινωνικής ανόδου. Και όπως το είχε προαισθανθεί ο Τοκβίλ, εκδηλώνονται επίσης διαστροφικά αποτελέσματα του ατομικισμού, που είναι η βάση της σύγχρονης δημοκρατίας αλλά η οποία, χωρίς οργανώσεις και συλλογικές αντισταθμιστικές δράσεις, εξατομικεύει το κοινωνικό σώμα και αδυνατίζει εξίσου το προσωπικό κουράγιο της λήψης απόφασης (εγωϊσμός, ταυτοτική αναδίπλωση, μισαλλοδοξία έναντι του Άλλου, φρενήρης καταναλωτισμός, απώλεια της μεταβίβασης).
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η δημοκρατία και κυρίως η σοσιαλδημοκρατία εγκαλούνται από αυτά τα αυταρχικά και ολοκληρωτικά φαινόμενα. Γιατί αν η δημοκρατική κοινωνία πρέπει να αφήνει στον καθένα το βάρος να νοηματοδοτεί την ζωή του, πρέπει επίσης να διασφαλίζει και ένα κοινό ρεπουμπλικανικό πλαίσιο σε αυτό το ρεπουμπλικανικό νόημα. Στην σοσιαλδημοκρατία εναπόκειται τελικά να ανταποκριθεί στην πρόκληση μιας τολμηρής μετασχηματικής και κινητοποιητικής πολιτικής πέραν του πλαισίου του κράτους-έθνους που είναι όλο και λιγότερο κατάλληλο στον σημερινή παγκοσμιοποιημένο κόσμο, όπου οι ροές κεφαλαίων κυκλοφορούν ακόμα πιο ελεύθερα και ταχύτερα από ό,τι η πληροφόρηση. Πόσω μάλλον που το διακύβευμα δεν είναι μόνον να επινοηθεί ένας νέος κοινωνικός συμβιβασμός. Η υλική αναδιανομή δεν αρκεί για να προκαλέσει την κοινωνική συνοχή. Το αίσθημα του ανήκειν στην γαλλική κουλτούρα και ευρύτερα στην δυτική κουλτούρα υποστηρίζεται από μία φιλοσοφική πεποίθηση η οποία, ρητή ή διάχυτη, πρέπει να είναι αντικείμενο συμμερισμού μέσα σε μία συναίνεση που είναι προς επανεπινόηση.
Βρίσκετε την εθνική κλίμακα «όλο και λιγότερο κατάλληλη σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο», αλλά το υπερεθνικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν φαίνεται να λειτουργεί καλύτερα, και τα κράτη χωρίς έθνος (η Λιβύη, η Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν) είναι πραγματική κόλαση. Η επιτάχυνση των ροών, ατόμων, εμπορευμάτων, κεφαλαίων θα έπρεπε ίσως να μας κάνει να ενισχύσουμε τους μηχανισμούς αλληλεγγύης που έχουν δείξει αντοχή…
Εδώ, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία από τις σοβαρότερες δυσκολίες της εποχής μας: το γίγνεσθαι του κράτους-έθνους. Αναμφισβήτητα, το κράτος-έθνος είναι το πλαίσιο της ανάδυσης και της ανάπτυξης της πολιτικής δημοκρατίας και του κράτους-πρόνοιας, της Δημοκρατικής Πολιτείας συνολικά (République), πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής όπως έλεγε ο Ζωρές. Κάθε αποδυνάμωση και afortioriδιάλυση αυτού του πλαισίου προκαλεί κρίσεις, ακόμα και καταστροφές.Αλλά η εξάντληση του εθνικού πλαισίου, όταν αυτή δεν είναι το αποτέλεσμα μιας μείζονος καταστρεπτικής στρατιωτικής επέμβασης, είναι ταυτοχρόνως το προϊόν εσωτερικής αποδιάρθρωσης (ακηδία, ανικανότητα ανανέωσης των μορφών πολιτισμικής, κοινωνικής, οικονομικής ενσωμάτωσης που καθίστανται απαρχαιωμένες και όλο και λιγότερο επιτελεστικές) και εξωτερικής εξέλιξης, της παγκοσμιοποίησης των ανταλλαγών και της απώλειας ελέγχου των κεφαλαιακών ροών (αποδεκτών από τα ίδια τα ευρωπαϊκά κράτη) στην καμπή των δεκαετιών 70-80 με την έξοδο από το σύστημα του Breton Woods. Στην σημερινή συγκυρία της παγκοσμιοποίησης και χωρίς μείζονα ανανέωση, μία επιστροφή στο κράτος-έθνος είναι επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Άρα, η μόνη διέξοδος θα ήταν από τα πάνω.
Πιθανότατα, αυτή ήταν η διαίσθηση στην αφετηρία της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας»: να επανεπινοηθεί μία μορφή φεντεραλισμού ώστε ταυτοχρόνως να καταστεί ευκολότερη η ενσωμάτωση και να επωφεληθεί από τα νέα στάδια του επερχόμενου καπιταλισμού. Αυτή όμως η ώθηση χάθηκε κάτω από τα συντονισμένα χτυπήματα των εθνικών εγωισμών και των γραφειοκρατικών παιγνιδιών εξουσίας. Σήμερα η Ευρώπη είναι σε ένα ίσως μοιραίο αδιέξοδο και τα νέα αφεντικά του παγκόσμιου καπιταλισμού σπάνια είναι δημοκρατικές χώρες (Κίνα, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Σαουδική Αραβία, χώρες του Περσικού). Η λύση μιας αναθεμελιωμένης σοσιαλδημοκρατίας στο πλαίσιο ενός φεντεραλιστικού τύπου (ενοποιώντας τουλάχιστον την φορολογία, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, τις δομές στρατιωτικής και αστυνομικής ασφάλειας, και ισχυροποιώντας μια κοινή ισχυρή και επιθετική πολιτισμική ταυτότητα) είναι ίσως μπροστά μας. Σε κάθε περίπτωση, η στενή συνεργασία ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσε αν όχι να επιλύσει, τουλάχιστον να αντιμετωπίσει λογικά και αποτελεσματικά τις μεταναστευτικές, γαιοπολιτικές προκλήσεις, τις ένοπλες συγκρούσεις και τις επιθέσεις του ισλαμιστικού ολοκληρωτισμού.