Γιατί η άτιμη η Ζβετλάνα δεν ενοχλεί ποτέ την αδελφή μου; Βέβαια, η Νάντια είναι υπερβολικά απασχολημένη με τον εαυτό της για ν’ ασχοληθεί με τη μάνα. Ζήτημα αν περνάει να τη δει μια φορά το δεκαπενθήμερο, κι όταν το κάνει έχει την άποψη ότι πρέπει να της ανυψώσει το ηθικό αντί να βοηθήσει να τη σηκώσουν από το πάτωμα. Της λέει ότι είναι μια χαρά, ότι το σάλι της Ερμές της πάει τέλεια, ότι η ακράτεια είναι περαστική -συμβαίνει ακόμη και σε νέους ανθρώπους, μαμά-, ότι το τρέμουλο από το πάρκινσον είναι παροδικό. Της προτείνει βελονισμό και φυσιοθεραπεία, της συνιστά να χάσει βάρος και ν’ ασχολείται περισσότερο με τον εαυτό της. Αργότερα σχολιάζουν τα μάτια του Τουργκούτ και την απιστία της Λεϊλά στο τελευταίο τούρκικο στον ΑΝΤΕΝΝΑ, και τα τόσο ωραία αρχοντικά του Βοσπόρου και τις παραδοσιακές αξίες που διακονούν οι καλές τουρκικές οικογένειες. Νιώθουν και οι δυο μαζί νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες, κι ας μην έχουμε οικογενειακώς καμιά σχέση με την Πόλη ή τα Πριγκηπονήσια. Τέλος, της υπόσχεται ότι την επόμενη φορά θα την πάει στη μοδίστρα της.
Αχ! η αδελφούλα μου. Απόφοιτος της Σχολής Γραμματέων του Πίερς Κόλλετζ, τυπική μεσογειακή γκόμενα που αφιέρωσε άπειρες ώρες σε ισιώματα και κατσαρώματα μαλλιών, μανικιούρ και πεντικιούρ, με καριέρα σε εταιρείες πετρελαιοειδών και εφοπλιστικές επιχειρήσεις, η αδελφή μου δεν δίσταζε να μεταπηδήσει από δουλειά σε δουλειά αρκεί να εξασφάλιζε ένα περισσότερο κυριλέ περιβάλλον κι ένα μεγαλύτερο μπόνους. Την ίδια τακτική ακολούθησε με τους γάμους. Στον τρίτο κατά σειρά μετακόμισε στη Βουλιαγμένη με τον Ολλανδό σύζυγό της, τον Ρουντ Κρόος, αντιπρόσωπο ενός εμπορικού οίκου που συναλλάσσεται με τη Μέση Ανατολή. Ο Ρουντ είναι αυτό που λέμε καλό παιδί, και τα ‘χει πάει πολύ καλά στη ζωή του. Πραγματοποίησε το παιδικό του όνειρο να κατέβει στις θάλασσες του Νότου. Έκανε γρήγορα λεφτά με ντόπιους και ξένους φυλάρχους, έμαθε να εκμεταλλεύεται την άσβεστη δίψα και το αναφαίρετο δικαίωμα των απογόνων του Αριστοτέλη σε μια διαρκώς καλύτερη ζωή. Αγόρασε ένα από τα μεγαλύτερα ιστιοπλοϊκά του Αιγαίου, και σύντομα το αντικατέστησε με ένα ακόμη μεγαλύτερο. Του αρέσει η Ελλάδα και νιώθει Έλληνας με τον τρόπο που νοιώθει Βραζιλιάνος ένας Αμερικανός που περνάει μια βδομάδα στο Καρναβάλι του Ρίο και Ισπανός ένας Άγγλος που δώρισε στον εαυτό του ένα γουικέντ μεθοκοπήματος στην Κόστα Μπράβα. Του αρέσουν οι γκόμενες στον Αστέρα, το τρελό κέφι στην Πίτσα Παπαδοπούλου, τα κλαμπ της παραλιακής, η αλλαγή αυτοκινήτου σε εξαμηνιαία βάση και βέβαια η Ύδρα. Έχει δύο Φιλιππινέζες για να ξεκουράζουν την αδελφή μου ενώ τα παιδιά τους τα έχουν μεγαλώσει σριλανκέζες υπηρέτριες και αγγλίδες γκουβερνάντες με αποτέλεσμα οι νεαροί να μιλάνε λίγο από όλα, ακόμη και ολίγα ελληνικά.
Ο Ρουντ διαμαρτύρεται με διακριτικότητα για τις ανεπάρκειες της δημόσιας διοίκησης και την ανικανότητα των τοπικών αρχών, κυρίως για να συντονίζεται με το πνεύμα αγανάκτησης των παρεών του. Προς τιμήν του, δεν διστάζει να τα ψάλλει σε φίλους εφοπλιστές, καταλογίζοντάς τους προκλητική φοροδιαφυγή και έλλειψη πατριωτισμού. Τον συμπαθώ τον Ρουντ, μεταξύ άλλων γιατί ανάγει την δομική ανηθικότητα –στην οποία προσχώρησε εκ των πραγμάτων και ο ίδιος- σε μέρος του εξωτισμού της παράξενης αυτής χώρας.
Πάντως, μετά την Καταστροφή, τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά. Κι η οικογένεια πρόκειται να μετακομίσει στο Κατάρ όπου θα μεταφερθεί η έδρα της εταιρείας. Εάν τα νεαρά βλαστάρια δεν προσαρμοσθούν στους ουρανοξύστες που φύτρωσαν μες στην έρημο, υπάρχει η διέξοδος του Λονδίνου, όπου σκοπεύουν να σπουδάσουν εφοπλιστικά και τα σχετικά.
Την τελευταία φορά που τους επισκέφθηκα στο νεόδμητο τριώροφο με την τριεπίπεδη πισίνα στην Αιξωνή -το οποίο κόπιασαν αφάνταστα να κατασκευάσουν κι έπειτα να νομιμοποιήσουν-, το θέμα ήταν τι θα έκαναν με δαύτο καθώς τίποτα πια δεν πουλιέται και δεν νοικιάζεται. Το οικόπεδο βρισκόταν σε μια χιλιοκαμένη, διαβρωμένη έκταση, χαρακτηρισμένη ως δασική, με τους πρώτους εποικιστές της περιοχής που κατοπτεύει τον Αργοσαρωνικό να κάνουν κοινωνικούς αγώνες για να εμποδίσουν τους νέους επίδοξους εισβολείς, κινητοποιώντας την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και τον SKY και φτιάχνοντας έναν σύλλογο –μια ακόμη Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία- τιτλοφορούμενο Φίλοι του Βουνού και του Λόγγου ή κάτι τέτοιο. Μετά από μακρόχρονους δικαστικούς και άλλους αγώνες, τους την έφεραν μια χαρά ο γαμπρός κι η αδελφή μου και εντάχθηκαν στο σχέδιο κι έχτισαν το τριώροφο με τον ημιυπαίθριο και τη σέρα με τα ημιτροπικά φυτά και το ημιυπόγειο που μετατράπηκε σε πλέι-ρουμ με χόουμ σίνεμα και μπιλιάρδο και διάδρομο για το απαραίτητο αδυνάτισμα. Έπειτα γράφτηκαν μέλη σ’ αυτούς τους Φίλους του Δάσους και της Ραχούλας ή όπως αλλιώς λέγονται. Έγιναν σπόνσορες σε καμπάνιες ευαισθητοποίησης υπέρ της προστασίας του Υμηττού και μεταβλήθηκαν σε προασπιστές του δικαιώματος να μην πατήσει άλλος το πόδι του στην ευρύτερη κατακαμένη και υπερβοσκημένη περιοχή, αφού έχει και το περιβάλλον τα δικαιώματά του.
Λοιπόν, φανταστικέ μου συνταξιδιώτη, στη βιβλιογραφία αυτό αναφέρεται ως Σύνδρομο NIMBY (NotInMyBackYard ή Όχι Στην Πίσω Αυλή Μου). Αναφέρεται στον αποκλεισμό των άλλων από δημόσια δικαιώματα (ή αγαθά) που έχουμε σπεύσει να κατοχυρώσουμε για τον εαυτό μας. Τις τελευταίες δεκαετίες το Σύνδρομο έγινε πολύ της μόδας, με το περιβάλλον να χρησιμοποιείται κατά κόρον ως επιχείρημα για τον αποκλεισμό άλλων ομάδων πολιτών. Του βγάλαμε τα μάτια του Συνδρόμου, και όχι μόνο για την προάσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας καταπατητών, αυθαιρετούχων και οικοπεδικών συνεταιρισμών που σαν αναφυλαξία ξεπήδησαν ανά την επικράτεια, αλλά και για την κατοχύρωση του δικαιώματος στην ακύρωση κάθε έργου ή επένδυσης, ακόμη και αν στόχευε στην αναβάθμιση του περιβάλλοντος.
Με άλλα λόγια, οι ανά τη χώρα οικιστές και οικοπεδούχοι δεν αντιστάθηκαν λυσσαλέα μόνο σε βιομηχανικές και εξορυκτικές δραστηριότητες, σε ξενοδοχειακές μονάδες και μαρίνες, στο μεγάλο κεφάλαιο και τις πολυεθνικές, αλλά και σε έργα ύδρευσης και αποχέτευσης, βιολογικούς καθαρισμούς, ανεμογεννήτριες, ΧΥΤΑ και εν γένει σε όποια επένδυση απειλούσε να δημιουργήσει μερικές θέσεις εργασίας δίπλα στην όποια προστασία του περιβάλλοντος. Mε επικεφαλής πολιτευτές, ιερείς με μαύρες σημαίες και τις τοπικές αρχές τα ‘καναν όλα λίμπα, περιλαμβανομένων και βομβιστικών ενεργειών, βασιζόμενοι σε αόριστες συνταγματικές επιταγές. Οικολόγοι και δικαστές, αυθαιρετούχοι και οικοπεδοφάγοι πιασμένοι χέρι χέρι παιάνιζαν, καλέ μου φίλε, ύμνους υπέρ της θεάς Αρτέμιδος και του δικαιώματος σε μια ανέπαφη πίσω αυλή εν μέσω μιας ανασκολοπισμένης χώρας.
Αυτή η βροχή δεν λέει να κοπάσει....