Σε προηγούμενο τεύχος του Books’ Journal είχα καταπιαστεί με ένα διήγημα, «Το γυφτόπουλο» του Μήτσου Χατζόπουλου (Μποέμ). Είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Αττικόν Μουσείον το 1891. Οι γύφτοι «κλωτσοπατούσανε και έδερναν εξαγριωμένοι» ένα ξανθό παιδάκι που δεν ήξερε κανείς από πού και πώς είχε έρθει στον καταυλισμό. Ήταν μια ρατσιστική επίθεση στον διαφορετικό με τραγική κατάληξη.
Σαράντα χρόνια αργότερα, στο Ημερολόγιον Οικογενειακού Αστέρος (1930), ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, με γνώση της νεανικής συμπεριφοράς, γράφει ένα διήγημα πρωτοφανούς αγριότητας με θύμα ένα «πέντε χρονών μουρέλι». Το μούλικο ήταν παιδί της γειτονιάς, «γνησιότατο και νομιμότατο πέμπτο ή έκτο στην τσούρμα που είχε γεννοβολήσει η κυρά Γαρουφαλλιά, συμβία του κυρ Δήμου του χασάπη». Μούλικο το ’λεγαν για τη φύση του: κακόπαιδο, στριμμένο, κλαψάρικο, φωνακλάδικο, διαβολόσπαρμα. Όλοι, μικροί και μεγάλοι, του έδιναν κατραπακιά. Ακόμη και ο συγγραφέας που ποτέ του, λέει, δε χτύπησε παιδί, άμα του τύχαινε στο δρόμο το μούλικο, του την έδινε. Εκείνο που προκαλούσε τις κατραπακιές ήταν φαίνεται η κεφάλα του. Δυσανάλογη με το στραβοκάνικο κορμί του, σου ηλέκτριζε το χέρι η παιδιάτικη κούτρα με το αλλόκοτο σχήμα της –τι καρπούζι και τι πεπόνι– και με την πυκνή μαύρη τρίχα που τη σκέπαζε όπως μια χέρσα γη τα αγριόχορτα. Πατ! Κιουτ! Η γειτονιά δεν έκανε άλλο παρά να καρπαζώνει το μούλικο.
Ένα ερώτημα δίχαζε τους γειτόνους: Από τ’ αλύπητο ξύλο χάλασε τάχα και σκλήρυνε περισσότερο ή τ’ άξιζε απ’ την αρχή χαλασμένο κι ελεεινό καθώς γεννήθηκε κι αυτό το κρατούσε κάπως στα όριά του με τον πόνο και το φόβο;
Άλλοι πάλι έλεγαν: Τι περιμένεις πια από ένα παιδί που το πάνε όλοι από κλώτσο σε βρόντο; Λήσταρχος θα γίνει μεθαύριο! Θα βάλει φωτιά να μας κάψει! Όλοι εύχονταν να πάθει το μούλικο κάτι φοβερό για να μάθει.
Σφηνωμένο στα κάγκελα
«Ε, λοιπόν, αυτό το φοβερό πάθημα, που εύχονταν οι γειτόνοι για το καλό του μούλικου και της γειτονιάς, το κακόπαιδο το ’παθε μια μέρα... απ’ το κεφάλι του. Κι αυτό θα διηγηθώ τώρα, αν κι έχω μεγάλες αμφιβολίες αν πραγματικώς του ’γινε μάθημα για πάντα...
Στην ίδια γειτονιά, μα στον άλλο δρόμο ‒εκεί που είχε και το χασάπικο ο κυρ-Δήμος‒ ήταν μια εκκλησίτσα‧ αυτή είχε προαύλιο. Κι η μάντρα του, προς το δρόμο, είχε μια καγγελόπορτα και, δίπλα της, έν’ άνοιγμᾳ σαν παράθυρο, κι αυτό επίσης φραγμένο με τρία στερεά σιδερένια καγγελάκια. Μια μέρα, σουρτουκεύοντας τα μούλικο τρύπωσε στο προαύλιο της εκκλησούλας και πήγε κοντά σ’ εκείνο το παραθυράκι. Επειδή όμως δεν έφτανε να κοιτάξη έξω ‒ήθελε, φαίνεται, να ιδή πώς θα φαινόταν ο δρόμος από κείνα τα κάγκελα‒ τράβηξε μια κουτσή καρέκλα, ξεχασμένη στο προαύλιο, ανέβηκε απάνω, έφτασε έτσι ώς τα κάγκελα, έπιασε τα δυο με τα δυο του χέρια κι άρχισε... ν’ απολαμβάνη το θέαμα του δρόμου. Φαίνεται όμως πως δεν το ’βρισκε και πολύ αλλοιώτικο και του ήρθε η ιδέα να διασκεδάση καλύτερα με λίγη γυμναστική. Να μπαινοβγάζη το κεφάλι του απ’ τα δυο εκείνα κάγκελα. Τι ωραίο που θα ’ταν! Και πὼς θα θαύμαζαν όσοι θα το ’βλεπαν από το δρόμο! Να παιχνίδι μια φορά!
Και δοκίμασε. Αλλά η κεφάλα δεν χωρούσε ανάμεσ’ από τα κάγκελα... Μπα! Αυτηνής θα της περνούσε τώρα; Και το μούλικο, από δω την έχει, από κει την έχει, την περνά με το ζόρι.
Α, μπράβο! Καλά πάμε! Ύστερα έκαμε να την ξεπεράση για να ξαναρχίση, Αλλά η κεφάλα δεν ξεπερνούσε... Μωρή καλή, μωρή κακή!; τίποτα... Με το ζόρι; Με το καλό; τίποτα! Η κεφάλα ήθελε και καλά να μείνη εκεί, προβαλμένη, ξεπεταμένη, με το λαιμό σφηνωμένο σχεδόν ανάμεσα στα δυο κάγκελα. Εύκολα-δύσκολα πέρασε μα δεν ήταν τρόπος να ξεπεράση.
Ω, διάβολε! μ’ αυτό δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό! Απεναντίας ήταν ενοχλητικότατο. Και το μούλικο, ανεβασμένο πάντα στην καρέκλα, με το κεφάλι έξω απ’ τα κάγκελα, αφού αγωνίστηκε μονάχο του κάμποση ώρα, έβαλε τις φωνές:
‒ Εεεε! Βοήθεια!... Δεν μπορώ να βγάλω το κεφάλι μου!… Μάννα!... Πατέρα!... Ελάτε να μου βγάλετε από δω το κεφάλι μου!... Εεεεεεε!
Απερίγραπτο το τι ακολούθησε! Όλη η γειτονιά μαζεύτηκε κει μπροστά στην εκκλησούλα. Κι ενώ ο κυρ-Δήμος ο χασάπης, που έτρεξε απ’ τους πρώτους, πολεμούσε του κάκου με τον Κυριάκο το μανάβη να ελευθερώση απ’ τα κάγκελα το πιασμένο παιδί, οι άλλοι μικροί και μεγάλοι, το ’σκαζαν, το πεισμάτωναν, του φώναζαν:
‒ Αααα! Καλά να πάθης!... Αυτό σου άξιζε!...
Τι ἀγαλλίασι που αισθανόταν η γειτονιά με την κωμικοτραγική αγωνία του μούλικου! Ποντίκι στη φάκα να ’βλεπε, δεν θα χαιρότανε έτσι.
Αυτό τσίριζε, ξεφώνιζε, χαλούσε τον κόσμο. Και κάθε τόσο έπαυε το κλάμα για να ρωτά:
‒ Και τώρα;... πώς θα βγη; Πώς θα γλυτώσω;...
‒ Να κόψετε ένα κάγκελο! είπε κάποιος.
‒ Να γκρεμίσετε λίγο το τοιχάκι, είπε άλλος.
‒ Καλέ ποιο! φώναξε ο Μανώλης, το κοπέλλι του μανάβη. Να του λιμάρετε αυτουνού το κεφάλι!
‒ Όχι, όχι, φώναξε ο μικρός φαναρτζής. Καλύτερα να του το κόψετε απ’ το λαιμό. Αμέσως θα βγη!
Αλήθεια; Θα του λιμάριζαν το κεφάλι; Θα του το ’κοβαν απ’ το λαιμό;
Και το μούλικο, που τα πίστευε όλα –ε, πέντε χρονών μουρέλι ήταν– άρχισε να ξεφωνίζη:
‒ Όχι! όχι! δε θέλω!... Να λιμάρετε τα κάγκελα!... Να ρίξετε τον τοίχο!... Χιιιιιι!...
‒ Ναι αν έχης τύχη!... Ακούς εκεί που θα χαλάσουμε τώρα την εκκλησία για τα μούτρα σου!... Το κεφάλι θα σου κόψουμε κακόμοιρε!...
‒ Όχι πάλι κι όλο το κεφάλι! Κόψτε του, καλέ, τ’ αυτιά. Θα περάσῃ!...
‒ Δε θέλω τ’ αυτιά μου!... Όχι τ’ αυτιά μου!... Ιιιιιι!...
‒ Σκάσε!... Δεν το ’ξερες αυτό, όταν έχωνες την κολοκύθα σου κει μέσα;... Μα ο Θεός σε φώτισε για να γλυτώσουμε πια από σένα...
‒ Ε, τι κάθεστε;... Κυρ-Δήμο, φέρε το μαχαίρι!... (–Τη λίμα, το μπαλτά, ένα γδάρτη.)»
Το παιδί άκουγε και τα πίστευε όλα, έκλαιγε, ξεφώνιζε και σπαρταρούσε. Το βασανιστήριο συνεχιζόταν με το κεφάλι σφηνωμένο στα κάγκελα όπως «στην καρμανιόλα ή στην μπερλίνα του παλιού καιρού. Είδαν κι απόειδαν και κάλεσαν τον γιατρό της γειτονιάς και αυτός φώναξε έναν άλλο πιο ειδικό. Με προσεκτικές κινήσεις απελευθέρωσε το κεφάλι από τα κάγκελα.
Το μούλικο τινάχτηκε, πήδησε απ’ την καρέκλα, έσπρωξε όσους ήταν κοντά του, ξέφυγε και χύθηκε στο δρόμο. Εξακολούθησε να τρέχει , να φεύγει αλαλάζοντας με ξεφωνητό χαράς δυνατό και παρατεταμένο. Σε λίγο το ’χασαν απ’ τα μάτια τους.
Σημείωση: Το περιστατικό με το σφηνωμένο κεφάλι δημοσιεύεται μεταφερμένο από το πολυτονικό στο μονοτονικό. Τηρείται η ορθογραφία της εποχής.