Σύνδεση συνδρομητών

Ο Λόρδος Μπάιρον στο Μεσολόγγι. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις του Δημητρίου Βικέλα

Κυριακή, 30 Ιουνίου 2024 10:00
Ο Λόρδος Μπάιρον, χαρακτικό του Περικλή Σκιαδοπούλου (1833-1875), από το περιοδικό Παρθενών (17/1872).
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Ο Λόρδος Μπάιρον, χαρακτικό του Περικλή Σκιαδοπούλου (1833-1875), από το περιοδικό Παρθενών (17/1872).

Από τα ελληνικά ταξιδιωτικά του 19oυ αιώνα, έχω συγκρατήσει το βιβλίο του Δημητρίου Βικέλα Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν (1886). Ο συγγραφέας του Λουκή Λάρα έστελνε στoν μαρκήσιο ντε Κε ντε Σαιντ-Ιλέρ[1] τις εντυπώσεις από τις βραχείες περιοδείες του στις δυτικές επαρχίες της Ελλάδας επιγράφοντάς τες Επιστολαί προς φίλον

Με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων από το θάνατο του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, διατρέχω την ηρωική πόλη μέσα από τη γεμάτη θαυμασμό ματιά του Βικέλα. Αποσπώ την εισαγωγή του για το λογοτεχνικό της ενδιαφέρον, τον προσωπικό τόνο και τη χαμηλή φωνή σε δραματικές στιγμές.

 

Μεσολόγγι

«Επί τέλους ευρίσκομαι εις το Μεσολόγγι!

Ίσως υποθέτεις ότι, γράφων εντεύθεν, έχω την φαντασίαν πλήρη ηρωικών αναμνήσεων, ότι αναπολώ σκηνάς πολέμου, εφόδους των πολιορκητών, εξόδους των πολιορκουμένων, νύκτας αγρύπνους εις τους προμαχώνας, πυροβολισμούς εν μέσω του σκότους, και κλαγγήν όπλων, και αγρίας κραυγάς μαχητών, και γοερούς γογγυσμούς των θνησκόντων. Όχι, φίλε! Η νυξ είναι ωραία, τα πάντα περί εμέ ήρεμα, επιστρέφω από μακρόν παρά την θαλασσολίμνην περίπατον, αντί δε βοής πολεμικής, μου έρχονται μόνον εις τον νουν οι ήσυχοι στίχοι του Σπυρίδωνος Τρικούπη. Τους ενθυμείσαι;» [σσ. είναι οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Η λίμνη του Μεσολογγίου»]

Εις την λίμνη εκυματούσα μιαν ανέφελη νυχτιά.

Η πολύπαθη καρδιά μου εποθούσε μοναξιά.

Σιγά ’φλοίσβιζε το κύμα ς’το μονόξυλο εμπρός,

Το πανάκι μου ’φυσούσε αεράκης στεριανός. 

Δεν ακούετο άλλος κρότος απ’ τον κρότο των ψαριών

όταν έξαφνα πηδώντας εβουτούσαν ’ς τον βυθόν.

Εξανοίγοντο μακρόθεν των ψαράδων η πυραίς,

’φαίνοντο όλαις απ’ το μάκρος πως κινούνται μοναχαίς,

κ’ εσχημάτιζαν εμπρός μου τόξον όλον φωτεινό·

’σαν της θάλασσας πλανήται ’περπατούσαν ’ς το νερό·

Ανεφαίνοντο σποράδην τ’ αστερέωτα νησιά,

λες κ’ εβγήκαν υγρά τότε από τ’ άβαθα νερά.

Πάμπολλα θαλασσοπούλια κουρνιασμένα εδώ κ’ εκεί

είχαν φύλακας τα σκότη και τα κύματα στρωμνή.

Το φεγγάρι από της Πάργας[2] είχε αρχίσει το βουνό

ν’ αναβαίνει αγάλια αγάλια τον καθάριο ουρανό

κ’ η ακτίνα του ’ς το κύμα ελαφρά να κολυμβά,

κι’ ολογάλανο το κύμα να την βλέπη, να γελά… 

Ο Τρικούπης, υπογραμμίζει ο Δ. Βικέλας, «ήτο Μεσολογγίτης και ηγάπα την πατρίδα του. Αι ωραιότεραι σελίδες της ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως είναι εκείναι, ένθα ο λόγος  περί Μεσολογγίου». 

 

Ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνα

Από την πρώτη πολιορκία, ασήμαντη πολίχνη και εντελώς άγνωστη εκτός της Ελλάδος, το έως τότε ταπεινό και αγνοημένο Μεσολόγγι, αποκτά «αίγλη αμαράντου δόξης». Και συνεχίζει ο επιστολογράφος συγγραφέας:

«Κατά το 1824 το όνομα του Βύρωνος  έδωκεν εις το Μεσολόγγι νέαν λάμψιν. Ενταύθα ήλθεν ο Άγγλος ποιητής, ότε έλαβε την γενναίαν απόφασίν του ν’ αφοσιωθή εις τον ελληνικόν υπέρ ελευθερίας αγώνα. Την 5ην Ιανουαρίου απεβιβάσθη εις Μεσολόγγι, την 18ην Απριλίου απέθανε. Αι τελευταίαι του λέξεις ήσαν διά την θυγατέρα του και διά την Ελλάδα. “Εις αυτήν αφιέρωσα τα πάντα, είπε προτού εκπνεύση· τον καιρόν, την περιουσίαν, την υγείαν μου. Τώρα θυσιάζω εις αυτήν και την ζωήν μου. Τι περισσότερον ηδυνάμην;” 

Πολλά ηδύνατο εισέτι να πράξη εάν έζη. Η Ελλάς όλη ητένιζε προς αυτόν, εις αυτόν εστήριζε τας ελπίδας της, εις αυτόν πάντες απετείνοντο διά την κατάπαυσιν των εμφυλίων ερίδων, αίτινες εσπάρασσον τότε την Ελλάδα. Ο πρακτικός νους του μεγάλου ποιητού, η διαύγεια της ενθέρμου φαντασίας του, η Αγγλική ψυχραιμία ήτις υπεκρύπτετο υπό την μεσημβρινήν του ευαισθησίαν, το γόητρον του ονόματός του, τα πάντα εφαίνοντο δικαιούντα τας ελπίδας όσας η έλευσίς του εις Ελλάδα εγέννησε. Ο θάνατός του δεν απέβη ανωφελής εις τον σκοπόν εις τον οποίον είχεν αφιερώσει την ζωήν του. Δι’ αυτού νέα ποιητική λάμψις περιέβαλε τον Ελληνικόν αγώνα, ιδίως δ’ ελαμπρύνθη το Μεσολόγγι διά της επικηδείου ταύτης δόξης. Εκεί απεβίωσεν, εκεί η καρδία του διετηρήθη ως ιερόν κειμήλιον, εκεί τον εθρήνησε νεκρόν η Ελλάς διά της φωνής των ρητόρων της, εκεί προ τινων ετών τω ανηγέρθη και ανδριάς, εν τω μέσω των μνημείων των υπερμάχων της ηρωικής πόλεως».

Παραμερίζοντας το πολύ  γνωστό λυρικό ποίημα του Διονυσίου Σολωμού «Εις τον θάνατον του Λoρδ Μπάυρον», παραθέτω εν κατακλείδι στίχους του Αλεξάνδρου Σούτσου (1803-63) από το «Εις τον Βύρωνα» ελεγείο του. Αποδίδει στον Μπάυρον και ποιητική νεωτερικότητα.

Την τετριμμένην παραιτών κονίαν των αιώνων,

τους διαβήτας έρριψες των κλασικών κανόνων,

ως βρέφος τα παιχνίδια της χθεσινής ημέρας,

και άνοιξες ποιήσεως αγνώστους ατμοσφαίρας.

 

[1] Σημειώνει ο Αντώνης Καραβασίλης: «Ο μαρκήσιος ντε Κε ντε Σαιντ-Ιλέρ (marquis de Queux de Saint-Hilaire, 1837-1889) ήταν γάλλος ευγενής, γνωστός για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για την Ελλάδα και τη νεοελληνική γλώσσα. Πολυσχιδής προσωπικότητα, εκτός από την ελληνική, ασχολήθηκε με τη γαλλική φιλολογία (αρχαία γαλλικά), τη μουσική (έπαιζε θαυμάσιο βιολί), ενώ υπήρξε και μέγας συλλέκτης (μουσικών οργάνων, πινάκων ζωγραφικής, βιβλίων, αυτογράφων κ.λπ. – αγόραζε σε δημοπρασίες οτιδήποτε είχε σχέση με την Ελλάδα, από επιστολές του Κοραή μέχρι τεκμήρια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας). Έχει μεταφράσει ή δημοσιεύσει μελέτες για πολλούς έλληνες λογοτέχνες της εποχής του: Βαλαωρίτη, Δροσίνη, Σούτσο, Βικέλα κ.ά.» (Τι να έγιναν άραγε οι επιστολές του Κοραή και τα τεκμήρια του Αγώνα; Θα άξιζε να μεταφρασθεί το γαλλόφωνο κείμενο-μνημόσυνο του  Βικέλα για τον ντε Κε ντε Σαιντ-Ιλέρ με την προσφορά στην ελληνική λογοτεχνία).

[2] Στην Ανθολογία Παρνασσός του 1880, «Πάτρας» αντί «Πάργας».

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.