Σύνδεση συνδρομητών

Oι Τρεις Καμάρες στο Ηράκλειο

Παρασκευή, 17 Μαϊος 2024 20:38
Από καρτ ποστάλ εποχής, οι Τρεις Καμάρες του Ηρακλείου στις αρχές του 20ού αιώνα. Πολλές δεκαετίες μετά μετονομάστηκαν σε πλατεία Ελευθερίας.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Από καρτ ποστάλ εποχής, οι Τρεις Καμάρες του Ηρακλείου στις αρχές του 20ού αιώνα. Πολλές δεκαετίες μετά μετονομάστηκαν σε πλατεία Ελευθερίας.

Πολιτική, πολιτισμός και αναμνήσεις

Σ’ αυτά που «πρέπει να έχη» ο καθένας, όπως τα απαριθμεί ο Νίκος Εγγονόπουλος στο «Πρωινό τραγούδι» του, θα πρόσθετα: ο καθένας μας πρέπει να έχει την πλατεία της πόλης ή του χωριού του. Οι Τρεις Καμάρες του Ηρακλείου, που στη συνέχεια ανεπιτυχώς άλλαξαν όνομα, ήταν η πλατεία των εφηβικών μου χρόνων, με τις ατέλειωτες ρομαντικές βόλτες πάνω κάτω. Τα καφενεία της πλατείας –Ντορέ και Παπακαλιάτης–  έγιναν αργότερα τα κέντρα  των πολιτικών συζητήσεων, αναδείκνυαν τους τοπικούς άρχοντες, αν και οι «επιλογές» δεν ήσαν πάντα επιτυχείς. Εκεί οργανώνονταν και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις  των φοιτητών, μουσικές συνήθως, που εύρισκαν μεγάλη ανταπόκριση.  Προσπερνώ τις προσωπικές αναμνήσεις, ανατρέχω στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη και αποσπώ εικόνες από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Καπετάν Μιχάλης, που διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στο Ηράκλειο. Ύστερα από ένα σεισμό, το «αποσβολωμένο και αλαλιασμένο Μεγάλο Κάστρο» γρήγορα συνήλθε:

«Γέμισαν οι “Τρεις Καμάρες” κόσμο, σαν ύστερα από βροχή πρόβαλαν τα μερμήγκια στον ήλιο, άντρες και γυναίκες βγήκαν να δουν και να τους δούνε· είχαν γλυτώσει από ένα μεγάλο κίντυνο, μια στιγμή άνοιξε το μνήμα κάτω από τα πόδια τους, μα πάλι έκλεισε, δόξα σοι ο Θεός ζούνε ακόμα, θωρούν ακόμα τον κόσμο τον απάνω, και βγήκαν συφάμελοι να σεργιανίσουν· χαιρετιούνταν πότε με καπελαδούρες, πότε με γκαρδιακές χειραψίες, ξαφνικιά αγάπη τους έσμιξε απόψε όλους, κοίταζαν ό ένας τον άλλο με τρυφεράδα. Έκαναν κάμποσες βόλτες απάνω κάτω, άνοιγαν τα μάτια και κοίταζαν πέρα τη θάλασσα σαν να μη την είχαν δει ποτέ τους· ένα αγιόκλημα είχε ανθίσει στου Πασά το Κιόσκι, στη μέση της πλατείας, κι όλοι στέκουνταν και μυρίζουνταν τον αέρα ζαλισμένοι από την τόση γλύκα.

–Τι ’ναι ετούτο καλέ; 

–Αγιόκλημα.

–Μήστιτί μου, Κύριε!

Σιγά σιγά, με τα σούρτα φέρτα κουράζουνταν, κάθιζαν στο μεγάλο καφενέ του Λεωνίδα του Μπαμπαλάρου, χτυπούσαν τα παλαμάκια, έρχουνταν τα γκαρσόνια, σφηκομεσάτα και ξυπόλυτα, και παράγγελναν βυσσινάδες και γκαζόζες, έτρωγαν νηστίσιμα ραφιόλια και μουστοκούλουρα, περνούσαν και τα Τουρκόπουλα με τον πασατέμπο και το γιασεμί, πρόβαινε κι η Ρουχένη η Αραπίνα, μαύρη φοράδα γυαλιστερή, με τις γαλαζόπετρες στο λαιμό, με τα μακροσάκουλα, ντάντουλα στήθια της…σεινάμενη κουνάμενη, όλο γέλιο…»

Από τις εν πολλοίς βιωματικές εικόνες του Καζαντζάκη, μεταφερόμαστε σε ένα περιστατικό της μεσοπολεμικής εποχής. Το σχετικό χρονογράφημα δημοσιεύεται στην καθημερινή Νέα Εφημερίδα του Ηρακλείου, στις 14 Ιουλίου 1922 και το υπογράφει ο “Ι. Πύργος”, ψευδώνυμο του εκδότη-διευθυντή της Ιωάννη Δ. Μουρέλλου. Κρίσιμη ημερομηνία, «τα κακά μαντάτα πλήθαιναν» απ’ το μικρασιατικό μέτωπο. Στα καφενεία της πλατείας αμέριμνοι θαμώνες, καθισμένοι αναπαυτικά, παρακολουθούν αδιάφοροι τη συναυλία, παρατηρούν και σχολιάζουν αφ’ υψηλού τους περαστικούς. Ο χρονογράφος καυτηριάζει την πικρόχολη  συμπεριφορά τους απέναντι σε ένα ζευγάρι χωρικών. Οι δυο τους, διερχόμενοι τυχαία  απ’ την πλατεία, κοντοστάθηκαν γιατί τους συνεπήρε η άγνωστη σ’ αυτούς  μουσική του Βέρντι, κάθισαν κατάχαμα και άκουγαν με «ιερή καθήλωση» τον Ναμπούκο.

«Ιερή Καθήλωσι

Την περασμένη Κυριακή [10 Ιουλίου 1922] έπαιζεν η μπάντα του “Απόλλωνος” στην πλατεία. Ο κόσμος άκουε το “Ναμπούκο” που η μπάντα μ’ όλες τις ατέλειές της εξετέλεσεν αρκετά καλά.

Ένας χωριάτης τραβώντας τη γυναίκα του απ’ το χέρι με την όμορφη κείνη αγροτική αφέλεια που θυμίζει την παρθενικότητα του βουνού, σίμωσε στη μουσική. Το στόμα και των δυο είχε μισανοίξει κι όλη η προσοχή τους ήταν στραμμένη στο όμορφο κομμάτι που έπαιζεν η μπάντα.

Μια στιγμή ο χωριάτης θυμήθηκε πως έπρεπε να καθίση κάπου με τη συντρόφισσά του. Έστρεψε δεξά-ζερβά τα μάτια του, είδε τον καταστόλιστο κόσμο που ήταν θρονιασμένος γύρω στα καφφενεία, είδε πως θα του ήταν δύσκολο να καθίση μαζί τους, συλλογίστηκε, κι έστρωσε κάτω το καπότο του κι εδιπλογονάτισε βιάζοντας και τη γυναίκα του να καθίση. Κι αυτή το ίδιο κάθισεν αγκαλιάζοντας τα γόνατά της. Μ’ ορθάνοιχτα μάτια και μισανοιγμένο στόμα καθηλώθησαν εκεί τέλεια αφοσιωμένοι στη μουσική σε μια παρθενική εκκαθήλωσι που γέμιζε την ψυχή τους μ’ άγνωστο κόσμο καινούργιων αισθημάτων.

Όλος ο κόσμος έστρεψε και τους κοίταζε με επιμονή γελώντας με σπαρταριστά γέλια. Δυο άνθρωποι –περιφρονηταί της καθιερωμένης τάξεως– να ’ναι καθισμένοι στη μέση του δρόμου; ήταν βέβαια κάτι πολύ ασυνήθιστο, τέλεια απροσδόκητο, παράφωνο στην καστρινή ευγένεια. Και όμως τι απλούστερο και τι πιο όμορφο και φυσικό από τ’ ό,τι έκαμαν οι δυο τους αδιαφορώντας για τον πουδραρισμένο κόσμο μας, για τον κόσμο μας της ψευτιάς και της υποκρισίας; Άκουσαν τους ήχους της μουσικής που μας σηκώνει ψηλά, ψηλότερα απ’ τ’ ανθρώπινα αναστήματά μας, ένοιωσαν στην ψυχή τους ένα αλλοιώτικο αίσθημα σαν κάτι παρόμοιο με ξύπνημα ανοιξιάτικου πουλιού ή σφύριγμα αγριεμένου χειμωνιάτικου βοριά και στάθηκαν με μισανοιγμένο στόμα μπρος στα χάλκινα όργανα.

Έγειραν κάτω στο χώμα κι έμειναν αμίλητοι ώσπου τελείωσε το κομμάτι που ’παιζαν.

Σαν τελείωσε, γυρίζοντας τα μάτια τους δώθε κείθε κατάλαβαν πως τ’ ό,τι έκαμαν δεν ήτο σύμφωνο με την τάξι των σπουδαίων κατοίκων της πόλεως, τους είδαν που γελούσαν ξεκαρδιστά και πως τους κοίταζεν όλος ο κόσμος με εντεταμένη προσοχή. Τότε μόνο κατάλαβαν πως κάτι κάνουν που οι άλλοι το γελούν, γύρισαν πάλι εδώ κι εκεί τα μάτια τους κι άμα είδαν το γέλιο γενικευμένο, πήραν το καπότο τους κι έφυγαν κοκκινίζοντας.

Μα γιατί κοκκινίζετε; Γιατί εντραπήκατε; Τι κακό κάματε; Το πως εγέλασαν οι άλλοι για σας; Η αλήθεια είναι πως το γέλιο τους ήταν πολύ φυσικό και δικαιολογημένο τη στιγμή που η σκέψι τους –πολύ φυσικό κι αυτό– δεν μπορούσε να πάη βαθύτερα, μα πολύ φυσικώτερο ήταν το κάθισμά σας στη μέση του δρόμου και πιο φυσικώτερο ακόμα η ιερή καθήλωσί σας στους εναρμονισμένους ήχους της μουσικής. Η παρθενική σας χειρονομία θυμίζει βουνό, που πάντα θα κρατιέται στην αγνότητα και στο μύρο του θυμαριού. Αχ, πώς ζηλεύω τη ζωή σας και πώς αηδιάζω τη δική μας ζωή που σεις φοβάστε και που βρίσκεστε στη μέση της σαν ξαφνιασμένοι!”

Ο Ιωάννης Δ. Μουρέλλος (1886-1963) γεννήθηκε στο Χουμεριάκο Μεραμπέλλου και υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς Κρητικούς δημοσιογράφους και συγγραφείς. Εξέδωσε κατά καιρούς, και έχουν καταγραφεί, τρεις καθημερινές εφημερίδες, ένα ετήσιο ημερολόγιο και πολλά ιστορικά βιβλία. Προσθέτω ένα αξιόλογο λογοτεχνικό περιοδικό του Ηρακλείου που λανθάνει της έρευνας: Νεοελληνικά Γράμματα 1926-28, τεύχη 21.

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.