Πρωτοείδα τον Λάκη Παπαστάθη και έσφιξα το χέρι του την Πέμπτη 24 Μαΐου 1979, στα εγκαίνια της έκθεσης περιοδικών και εφημερίδων που είχα τότε επιμεληθεί στην αίθουσα του Συλλόγου Κρητών Επιστημόνων (Χαλκοκονδύλη 16). Μου τον σύστησε ο Μάνος Χαριτάτος, είναι κι αυτός συλλέκτης περιοδικών, μου είπε. Ψηλός, λεπτός, με σκούρα ρούχα. Σχεδόν αμέσως τον ταύτισα με μια σκιά που έμπαινε αθόρυβα σε χώρους με συσσωρευμένα σε πάγκους και ράφια παλιά βιβλία και περιοδικά. Διάλεγε αμίλητος έντυπα που ενδιέφεραν κι εμένα, πληρωνε χωρίς παζάρι και εξαφανιζόταν.
Την Κυριακή που ακολούθησε τη γνωριμία μας, ήρθε στο σπίτι μου κρατώντας μου κάποια σπάνια τεύχη που τα είχε διπλά. Ανταλλάξαμε για ώρες απόψεις για τα λογοτεχνικά περιοδικά· τίποτε άλλο. Τα κριτήριά του για την ποιότητα και τη σημαντικότητα των εντύπων συνέπιπταν με τα δικά μου. Μου έκανε εντύπωση πώς ένας νέος κινηματογραφιστής πρόλαβε ν’ αποκτήσει γνώσεις, να εμβαθύνει στην αισθητική και το περιεχόμενο του περιοδικού Τύπου, να έχει κιόλας συγκροτήσει αξιόλογη συλλογή. Και σ’ εκείνον φαινόταν περίεργη η δική μου εμμονή σ’ ένα αντικείμενο έξω από το επάγγελμά μου, του γεωπόνου.
Στο παρελθόν παρουσίασα το κινούν αίτιο για τη δική μου περίπτωση. Εδώ θ’ αναφερθώ σ’ αυτά που νομίζω ότι παρακίνησαν τον Λάκη Παπαστάθη να ασχοληθεί και να γίνει ένας σοβαρός συλλέκτης περιοδικών. Ας δώσουμε κατ’ αρχήν τον λόγο στον ίδιο από συνέντευξή του στον Σταμάτη Μαυροειδή (Η Αυγή, 1/12/2002) με τίτλο «Η σχέση μου με το παρελθόν με κάνει να ονειρεύομαι»: «Στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου πέρασα από την παραλογοτεχνία, Γκαούρ-Ταρζάν, Μικρό Ήρωα και παραμύθια στη λογοτεχνία. Όταν ήρθα στην Αθήνα και πήγα να σπουδάσω σινεμά, τα βιβλία άρχισαν να υποχωρούν και τα ράφια μου να γεμίζουν λογοτεχνικά περιοδικά του 19ου και των αρχών του 20ού. Αγόραζα την Επιθεώρηση Τέχνης που καθόριζε τη ζωή μου θετικά με το ήθος και την ανθρωπιά της αλλά και αρνητικά με τις αρτηριοσκληρωτικές απόψεις της σε θέματα πολιτισμού, τέχνης και ποίησης. Συνέλεγα και τα τρομερά περιοδικά του 19ου αιώνα Πανδώρα, Ευτέρπη, Πινακοθήκη και τα υπέροχα Παναθήναια της δεκαετίας του. 1900. Ξόδευα το μικρό μου χαρτζιλίκι στην αγορά των περιοδικών γιατί μόνο αυτά, και όχι τα βιβλία, μπορούσαν να μου προσφέρουν μια ζωντανή σχέση με το παρελθόν. Έβλεπα επίσης σ’ αυτά τη διέξοδο από τη μοναξιά, συντροφιά καταπληκτική, ένιωθα πολίτης του χρόνου. Προσπάθησα να έχω ένα διάλογο μαζί τους που ακόμα συνεχίζεται».
Ξαναγυρνώ στη συνάντηση γνωριμίας, εκείνη την Κυριακή που αποφασίσαμε να τρέξουμε μαζί τον Μαραθώνιο για τον εντοπισμό και την απόκτηση του έντυπου θησαυρού. Την κοινή μας συλλεκτική πορεία από εκείνη τη μέρα διαδεχόταν η καθημερινότητα, σταθμοί και στιγμές. Οι επισκέψεις μας στο Μοναστηράκι, στα παλαιοβιβλιοπωλεία, γίνονταν σπάνια τις εργάσιμες μέρες και ανελλιπώς τις Κυριακές. Η απόχη μας μάζευε κι από τους άστεγους πωλητές που άπλωναν την πραμάτεια τους στην πλατεία του Γιουσουρούμ. Αξέχαστοι σταθμοί όταν πέφταμε, αυτό συνέβαινε κάθε δυο τρία χρόνια, σε μεγάλα αρχεία που εκποιούσαν κληρονόμοι θανόντων. Στιγμές μοναδικές η εύρεση ενός επί πολλά χρόνια ελλείποντος τεύχους, που συμπλήρωνε τον τόμο και τον έστελνε στον βιβλιοδέτη. Ο Λάκης εκείνη τη στιγμή ένιωθε «να μουδιάζουν τα πόδια του».
Ας μνημονεύσουμε όμως και τον προμηθευτή μας, τον γυρολόγο ρακοσυλλέκτη που με ένα τρίκυκλο περιτριγύριζε σ’ όλη την Αθήνα, συνεργαζόταν με τους θυρωρούς, ξεδιάλεγε τα σκουπίδια και ξεχώριζε τα χαρτιά. Τον άνθρωπο που προλάβαινε το απορριμματοφόρο- συμπιεστή του Δήμου, διασώζοντας στο τσακ «ό,τι το καλό / σ’ αυτό τον άγριο κόσμο / κινδυνεύει»².
Το πορτρέτο ενός συγκεκριμένου διασώστη εντύπων μνημειώνει ο Λάκης Παπαστάθης στο διήγημά του «Ο κύριος Ηλίας»³. Παρακολουθεί την κοπιώδη νυχτερινή διαδρομή του και τον παρομοιάζει με τους ήρωες του Εικοσιένα, όπως τους ζωγράφισε ο Θεόδωρος Βρυζάκης. Διέφερε όμως, γράφει, γιατί δεν είχε την αίγλη τους στο πρόσωπο και την επιβλητική φορεσιά τους. «Αυτός φαινόταν μελαγχολικός και φορούσε ρούχα φτωχικά, κάπως λιγδιασμένα από την καθημερινή δουλειά».
Αν και είχαμε τα ίδια ποιοτικά κριτήρια και χρησιμοποιούσαμε τους ίδιους κανόνες στην κατάταξή τους, προτιμούσαμε ο καθένας διαφορετικές χρονικές περιόδους έκδοσης. Τον Λάκη Παπαστάθη τον ενδιέφερε ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 20ού, ενώ εμένα κυρίως ο Μεσοπόλεμος. Τον τελευταίο καιρό που ξεφυλλίζω τα έντυπα του αρχείου του, διαπίστωσα από τις χειρόγραφες σημειώσεις του στις σελίδες τους και από τις εικόνες που τσεκάριζε πόσο τα περιοδικά συνέβαλαν στην ακριβή αποτύπωση του ιστορικού περιβάλλοντος στις ταινίες του. Αναφέρομαι κυρίως Στον καιρό των Ελλήνων και στον Θεόφιλο.
Οι συλλογές μάς έδωσαν πολλά, πλούτισαν την πνευματική μας εμπειρία και γνώση και είχαν πάντα φόντο την κοινή ωφέλεια. Δεν μας έφτανε μόνο η ελεύθερη πρόσβαση που προσφέραμε στους ερευνητές και τους βιβλιογράφους, επιδιώκαμε και την παρουσίασή τους σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Σ’ αυτό το πλαίσιο επιμεληθήκαμε δύο μεγάλες εκθέσεις. Στην Πνευματική Εστία Νικαίας το 1981 αναρτήσαμε «Τα λαϊκά περιοδικά του Μεσοπολέμου» (100 τίτλοι, οι περισσότεροι άγνωστοι) και στο βιβλιοπωλείο Θεμέλιο της Σόλωνος τo 1983 «Τα περιοδικά της επταετίας» (240 τίτλοι). Και τις δύο εκθέσεις συνόδευαν πολυσέλιδοι κατάλογοι με τα στοιχεία ταυτότητας των εντύπων. Ετοιμάζαμε και το πανόραμα του Τύπου του 20ού αιώνα με χίλιους τίτλους αλλά το σχέδιο ναυάγησε. Αντ’ αυτού, η τιμητική εκδήλωση για τον Λάκη Παπαστάθη που θα στεγαστεί στο Μπενάκειο το 1925 θα περιλαμβάνει έκθεση 200 λογοτεχνικών περιοδικών με εικαστικό ενδιαφέρον.
Παράλληλα με τα έντυπα, τον αξέχαστο φίλο τον συγκινούσαν οι στιγμιαίες φωτογραφίες. Από ένα πακέτο μάλιστα που αγόρασε το 1972 προέκυψε η υποδειγματική του ταινία Γράμματα από την Αμερική. Με τις φωτογραφίες που συνέλεξε απ’ όλη την Ελλάδα, μέχρι και την Κωνσταντινούπολη, έστησε το βιβλίο Άνθρωποι και Δέντρα (σελ. 352) και το τύπωσε μόνος του σε 10 αριθμημένα αντίτυπα (2012).
Το πολύπλευρο έργο που άφησε ο Λάκης Παπαστάθης: ταινίες, ντοκιμαντέρ, διηγήματα, κριτικές, συλλογές εντύπων και φωτογραφιών κ.α., τον καθιστά σκαπανέα πολύτιμων λίθων.
¹ μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα.
² Μίλτος Σαχτούρης.
³ Η Ήσυχη και άλλα διηγήματα, Νεφέλη, 2005.