Σε άγνωστο σ’ εμένα έντυπο βρήκα ένα κείμενο που μ’ ενδιαφέρει πολλαπλώς. Το πολυποίκιλο θέμα, ο συγγραφέας και η εποχή του. Το έντυπο που το φιλοξένησε είναι ένα ισχνό φυλλάδιο 32 σελίδων, 22Χ16 εκ., σε κοινό χαρτί και χωρίς εικονογράφηση. Πρόκειται για το Κερκυραϊκόν Ημερολόγιον, έτος δέκατον, 1916. Εκδότης: Ιωάννης Σπυρ. Καλλονάς. Στο εισαγωγικό δίνεται η εξήγηση για την παραμελημένη του εμφάνιση:
Και ενώ ηλπίζαμεν ότι την δεκαετηρίδα του θα την εορτάζαμεν διά πανηγυρικού τεύχους και διά μίας πνευματικής πανηγύρεως, η πανευρωπαϊκή σύρραξις παρέσυρε και την Πατρίδα εις μίαν άσκοπον επιστράτευσιν και επιστρατευθέντες και χακί περιβληθέντες και ημείς και υπό το αντίσκηνον βιώσαντες εννέα μήνας ανά τους κάμπους και τα βουνά της αιματοβρέκτου Μακεδονίας, δεν ηδυνήθημεν να πραγματοποιήσωμεν τον ευγενή σκοπόν μας.
Από τα περιεχόμενα αξίζει να μνημονευθεί το χρονικό του 1864 για την τεράστια πλατεία του νησιού Σπιανάδα και τους «Σπιαναδόρους» της, με την υπογραφή του Δημητρίου Ι. Βελλιανίτη. Αποσπώ το στιγμιότυπο με τον Νικόλαο Μάντζαρο:
Πάντες ακόμη ενθυμούμεθα τον μουσουργό του Εθνικού μας Ύμνου με την σεβασμίαν μορφήν, υποβαστάζοντα το τρυφερόν του ήμισυ και διασχίζοντα τον εξωτερικόν γύρον της «Σπιανάδας» διά να κατέλθη εις το καφενείον του Ματσούκη και εκεί καθήμενος, ο εύθυμος και θαλερός αλλά σεβάσμιος γέρων, να πίη τον απαράβατον καφέν του και να βουτήση το απαραβατότερον «μπισκοτέλι» του.
Από τους συνεργάτες του Ημερολογίου, ο μόνος που αργότερα έγινε γνωστός είναι ο κερκυραίος ποιητής Γεράσιμος Σπαταλάς. Το ποίημά του «Προς τους φίλους» θυμίζει τα Βακχικά του Αθανασίου Χριστόπουλου με τον επαναλαμβανόμενο στίχο: «Σύντροφοι, τις κούπες απόψε γεμίστε κρασί!»
Αρχιδούκας των Αψβούργων
Αυτό όμως που με παρακίνησε να φέρω στην επιφάνεια το ξεχασμένο Ημερολόγιο ήταν ότι φιλοξένησε το απόσπασμα του συγγράμματος “Lieder der Bäume”(1914, σε μετάφραση Α. Π. Μιτσιάλη). Κείμενο έξι σελίδων με τον ελκυστικό τίτλο «Τα άσματα των δένδρων. Χειμεριναί ονειροπολήσεις εν τω εν Ραμλή κήπω μου. Υπό του αρχιδουκός Λουδοβίκου Σαλβατώρ».
Ο συγγραφέας, αρχιδούκας των Αψβούργων της Λωραίνης, περιηγήθηκε και ερεύνησε τις χώρες της Μεσογείου. Έγραψε πάνω από πενήντα επιστημονικές μελέτες. Γεννήθηκε το 1847 και πέθανε λίγο μετά τη δημοσίευση της εργασίας του, Τα άσματα των δένδρων, το 1915.
Στην εισαγωγή του βιβλίου, για να γίνει κατανοητό το πρωτότυπο θέμα που πραγματεύεται, γράφει:
Πας τις έχει ακούσει του ανέμου τον θόρυβον εις των δένδρων τας κορυφάς, πάντες έχουσιν ακροασθή μετά προσοχής την φωνήν αυτών, ήτις κατά το είδος του δένδρου ηχεί ποικιλοτρόπως. Ουχί πάντες έτειναν το ους εις τα άσματα αυτών, άτινα οτέ μεν ηδέως απηχούσιν ως φιλήματα αλλεπάλληλα, οτέ δε προς δάκρυα ομοιάζουσι. Δέον μετά κόπου να ακροασθή τις τον ψίθυρον των φύλλων και να προσπαθήση να διευκρινίση αυτόν, διότι ομιλούσι διαφοροτρόπως κατά την ισχύν του ανέμου και κατά την ηλικίαν του δένδρου. Διαφέρουσιν αλλήλων καθώς το μειδίαμα παιδίου από τον οδυρμόν γέροντος. Ιδιαζόντως δε κατάλληλοι είναι αι μεσημβριναί ώραι, καθ’ ας η αύρα διελαύνει θορυβωδώς τους κλάδους αυτών, όπως ακροασθή τις την φωνήν των.
Μετά τα εισαγωγικά καταπιάνεται με ορισμένα φυτά ξεχωριστά, αξιοποιώντας συνάμα τις εντυπωσιακές βοτανολογικές του γνώσεις. Αρχίζει με τον φοίνικα ο οποίος υπερέχει «εξ όλων των δένδρων όσον αφορά της αύρας τον ψίθυρον» και συνεχίζει: «Εις εκτεταμένα δάση φοινίκων μιγνύεται ο θόρυβος εκάστης κορυφής εις συμφωνίας μεγαλοπρεπείς, ωσεί πολλά συγχρόνως λειτουργούντα εκκλησιαστικά μουσικά όργανα. Αλλ’ όταν το δένδρον είναι μεμονωμένον, ψιθυρίζει τας γλυκυτέρας μελωδίας, ως διάχυσιν τινά της ιδίας αυτού ψυχής».
O ήχος της πορτοκαλιάς «ομοιάζει προς τον βόμβων των μελισσών» ενώ οι λεπτοί κλάδοι των ελαιών «άδουσιν κλασικά άσματα όμοια προς τους φθόγγους αιολικής άρπας». Προσπερνώ φιστικιές, δάφνες, χαρουπιές, ινδοκαλάμους (μπαμπού), πεύκα. Στον ψίθυρο της δρυός διακρίνει πως έχει κάτι το πολεμικό. «Νομίζει τις ότι ακούει μακρόθεν τον ήχον τυμπάνων με την μεταλλικήν κλαγγήν πνευστών οργάνων». Το θρόισμα της φιλύρας (φλαμουριάς) ηχεί σχεδόν σαν εσπερινή προσευχή και της λεύκας σαν παιδικός χορός. Ο Λουδοβίκος Σαλβατώρ παρατηρεί και σχολιάζει επίσης τη μουσική συναυλία που δίδεται από τα θορυβώδη τερετίσματα των επικαθήμενων πτηνών και των θροϊσμάτων των δένδρων.
Στη βιογραφία του διάσημου φυσιοδίφη αναφέρεται η πολύμηνη διαμονή του στην Αλεξάνδρεια (οδός Ραμλή) και στην Κέρκυρα. Εξ ου και τα φυτά τα οποία παρατηρεί ανήκουν εν πολλοίς στην ελληνική χλωρίδα. Γι’ αυτόν τον επιπλέον λόγο θα άξιζε το πόνημά του να μεταφρασθεί ολόκληρο και να εκδοθεί.