Την Τετάρτη 23 Μαρτίου 1977, στις 8 μ.μ., στη σειρά των εκδηλώσεων «Συζητήσεις με λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης», ο Μάριο Βίττι παρουσίασε τον Μανόλη Αναγνωστάκη, στην παλιά αίθουσα της Τέχνης (Κομνηνών 4). Ήταν η πρώτη και κατέληξε να είναι η τελευταία φορά που ο ποιητής του «Στόχου» παρακολούθησε και συμμετείχε σε προς τιμήν του εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο πριν φύγει και εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα.
Εδώ και χρόνια απέκτησα την ηχογράφηση της εκδήλωσης και μόνο τώρα, λόγω του πρόσφατου θανάτου του Μάριο Βίττι, την ανέσυρα από το συρτάρι μου. Επέλεξα εκείνες τις απαντήσεις του ποιητή που νομίζω ότι διατηρούν και σήμερα το ενδιαφέρον τους: η κατάταξη της ποίησής του, το πνευματικό κλίμα της Θεσσαλονίκης πριν τον πόλεμο, τα γεγονότα που έγιναν αφορμή για να γράψει. Το άνοιγμα του, συνήθως απρόθυμου στη δημοσιοποίηση των προσωπικών του απόψεων, ποιητή, το εξηγεί ο ίδιος: «Δέχτηκα να έρθω και να υποβληθώ στη δοκιμασία των ερωτήσεων για δύο κυρίως λόγους: πρώτα λόγω της φιλόξενης Τέχνης αλλά και επειδή ο φίλος μου Μάριο Βίττι το ήθελε πολύ αυτό».
Στρατευμένη ποίηση
Στο αφιέρωμα «Μανόλης Αναγνωστάκης» του περιοδικού Αντί το 1993, ο Μάριο Βίττι αναφέρθηκε σ’ εκείνη την ομιλία του στη Θεσσαλονίκη κι έδωσε κάποιες διευκρινίσεις. Ακούγοντας τη μαγνητοταινία της εκδήλωσης που του παρέδωσε ο Μωρίς Σαλτιέλ, διαπίστωσε ότι κάπως ενοχλήθηκε ο Μανόλης με ορισμένες συσχετίσεις. Συγκεκριμένα, για τις συγγένειες με τον Μπρεχτ, του αντέτεινε: «Δε συμπαθώ καθόλου τον Μπρεχτ». Και σχετικά με το χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν διευκρίνισε ρητά: «Η ποίησή μου ποτέ δεν υπήρξε στρατευμένη». Επειδή το θέμα συζητιόταν πολύ τότε, ο Μανόλης Αναγνωστάκης επέμεινε στη βασική του αντίρρηση: «Δεν αποδέχομαι σε καμιά περίπτωση την έννοια στρατευμένος. Ο όρος έχει μέσα του κάτι το καταπιεστικό, το υποχρεωτικό, το αγκαζάρισμα, έναν προγραμματισμό, ότι δηλαδή κάτι γράφεται κατόπιν εντολής ή οδηγίας ή ντιρεκτίβας. Αυτό το πράγμα δεν ισχύει σε καμιά περίπτωση για μένα. Άλλωστε, έχω γράψει τόσο λίγα ποιήματα ενώ υπήρχαν τόσο πολλές ευκαιρίες. Πάντως, απορώ γιατί ένας που ειλικρινώς κατέχεται από το πάθος των ιδεών και το πάθος της πολιτικής δεν αποτελεί μέρος αλλά είναι η ζωή του η ίδια, γιατί ο άνθρωπος αυτός να θεωρηθεί υποτιμητικά στρατευμένος».
Αφορμές
Μανόλης Αναγνωστάκης: Το ακροατήριο της Τέχνης δεν θα υποβάλει νομίζω ερωτήσεις αφελείς. Ας πούμε, πώς εμπνευστήκατε; Σ’ αυτό δεν μπορώ να απαντήσω.
Μάριο Βίττι: Εγώ όμως θέλω να ρωτήσω: Πώς εμπνεύστηκες το ποίημα «Η απόφαση»; «Είστε υπέρ ή κατά;»
– Μια Α αφορμή δεν φέρνει πάντοτε το Β αποτέλεσμα. Το «Υπέρ ή κατά» είναι κατεξοχήν πολιτικό ποίημα και αναφέρεται σε πολιτική κατάσταση αλλά με αφορμή ένα επεισόδιο μη πολιτικό. Η σταγόνα που ξεχείλισε ήταν η δίκη του Κάρυλ Τσέσμαν (σσ. εκτελέστηκε στις 2/5/1960). Δεν ξέρω αν θυμούνται οι νεότεροι την επιστολή που είχε γράψει τις τελευταίες του στιγμές. Απευθυνόταν στον κόσμο και έλεγε: πέστε όλοι σας είστε υπέρ ή κατά της θανατικής μου ποινής, της εκτέλεσής μου; Αυτό ήταν η σταγόνα που μου έδωσε την έκφραση, χωρίς το ποίημα να σχετίζεται με την υπόθεση.
Μ.Β.: Ο μελετητής δεν είναι υποχρεωμένος να ξέρει αυτά τα πράγματα.
– Όχι, δεν είναι υποχρεωμένος. Πολλές φορές όμως η κριτική κάνει ορισμένες αφελείς ερμηνείες, ότι αυτό το γεγονός π.χ. ενέπνευσε αυτό το ποίημα. Δεν είναι έτσι. Μεσολαβούν πάρα πολλά μέχρι να φτάσει το ποίημα εκεί. Η διαδικασία είναι απρόβλεπτη και τελείως ανερεύνητη, δεν φανερώνεται. Αλλιώς θα μπορούσαμε να κάνουμε μηχανιστική παραγωγή ποιητών ή συγγραφέων.
Πνευματική Θεσσαλονίκη
Μ.Β.: Δεν ξέρω τις συνθήκες και τις ιστορικές αναφορές που συνδέονται και διαμορφώνουν το κλίμα της Θεσσαλονίκης. Με απασχολεί το θέμα.
– Όταν αρχίσαμε ορισμένοι νέοι να ενδιαφερόμαστε για τη λογοτεχνία και για την τέχνη γενικότερα, στο γυμνάσιο, λίγο πριν από τον πόλεμο, δηλαδή παιδιά ακόμα (1938, ’39, ’40), η Θεσσαλονίκη ήταν πραγματικά μια έρημη χώρα. Όπως το γράφει ο Βαφόπουλος στην αυτοβιογραφία του, αν και γι’ αυτόν το 1940 δεν ήταν έρημη χώρα γιατί ήταν ήδη αρκετά μεγάλος και είχε προλάβει να συνδεθεί με ορισμένους κύκλους. Για μας τους πολύ νέους δεν υπήρχε άνθρωπος να καθίσουμε να συζητήσουμε, δεν υπήρχε τίποτα. Θεωρώ τον εαυτό μου και μια παρέα φίλων μου ότι ευτυχήσαμε, όντας μαθητές σ’ ένα σχολείο όπως το Πειραματικό τότε. Βρέθηκαν καθηγητές σαν τον Μπότσογλου, τον Μιχαλόπουλο, τον μακαρίτη Θέμελη, τον Γιάννη Αναστασιάδη. δεν ήταν όλοι τους φιλόλογοι αλλά είχαν μια τέτοια κουλτούρα, υπήρχε ένα τέτοιο πνευματικό κλίμα που ευνοούσε αντί για έκθεση να γράφουμε ένα ποίημα ή έναν θεατρικό διάλογο. Αυτή η ευνοϊκή κατάσταση παρουσιαζόταν μόνο στο Πειραματικό.
Τι ερημιά υπήρχε από την πνευματική πλευρά στη Θεσσαλονίκη! Μια διάλεξη, μια έκθεση ζωγραφικής ή μια παράσταση ήταν μεγάλο γεγονός που το συζητούσαμε 15-20 μέρες και προγραμματίζαμε πώς θα πάμε να την παρακολουθήσουμε στο θέατρο Διονύσια. Όλα αυτά έπαιζαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του λεγόμενου κλίματος της Θεσσαλονίκης. Σε κάποια ενδοστρέφεια, σε μια απομόνωση από τον περίγυρο ο οποίος ήταν οπωσδήποτε σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι ήταν στην Αθήνα ή σε μια πιο προηγμένη πόλη της Ευρώπης.
Εγώ προσωπικά ήρθα σε πνευματική επαφή, κουβεντιάσαμε για ποιητές και συγγραφείς, δεκαοχτώ χρονών και πλέον, δηλαδή σε πολύ μεγάλη ηλικία.
Στη συζήτηση παρενέβη και ο Μανόλης Ανδρόνικος: «Αν επιτρέπεται μια παρέμβαση», είπε, «ο Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν ακόμη μαθητής στη δικτατορία Μεταξά και δεν είχε την ευχέρεια να κινείται, ενώ εμείς οι λίγο παλιότεροι ξέραμε, δίναμε σημασία στις Μακεδονικές Μέρες και τις φυλλομετρούσαμε».
ΥΓ. Στην αρχή, τον Μάριο Βίττι παρουσίασε εκ μέρους της Τέχνης ο νεοελληνιστής φιλόλογος, καθηγητής Γιώργος Κεχαγιόγλου. Δυστυχώς η ομιλία του δεν ηχογραφήθηκε. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μικρό μόνο μέρος της όλης, διάρκειας μιάμισης ώρας, απομαγνητοφωνημένης συζήτησης.