Η αίθουσα των κειμηλίων
άθικτη εντός μου.
Κλήρος μου
η εγρήγορση των αντικειμένων.
Γιάννης Βαρβέρης
Τον Οκτώβριο του 1960 παρακολούθησα πρώτη φορά μουσική εκδήλωση στην Αθήνα. Είχα πια προσαρμοστεί στη φοιτητική ζωή και έψαχνα για κάτι έξω από τα μονότονα μαθήματα της Γεωπονικής. Ήταν μια εορταστική βραδιά αφιερωμένη στον Μίκη Θεοδωράκη που είχε οργανωθεί από τον Σύλλογο Κρητών Σπουδαστών στην αίθουσα των Φιλελευθέρων, στην οδό Χρήστου Λαδά. Σ’ αυτήν γνώρισα τον μουσικοκριτικό Φοίβο Ανωγειανάκη ο οποίος μίλησε για τη ζωή και το έργο του τιμώμενου συνθέτη. Τα χρόνια που ακολούθησαν διάβαζα τις κριτικές του στον Tύπο αλλά πιο πολύ μ’ ενδιέφεραν τα δημοσιεύματα τα σχετικά με την προσπάθειά του να συλλέξει και να διασώσει παλιά μουσικά όργανα απ’ όλη την Ελλάδα και τις βαλκανικές χώρες. Η συλλογή που συγκρότησε, μοναδική στο είδος της, στεγάστηκε το 1975 στην Πλάκα, στο ομώνυμο Μουσείο.
Το 1987 με τον Χριστόφορο Λιοντάκη, αξέχαστο φίλο ποιητή, παρουσιάζαμε στον Ραδιοφωνικό Σταθμό Ηρακλείου την εκπομπή «Γράμματα και Τέχνες στην Κρήτη του Μεσοπολέμου», την οποία ηχογραφούσαμε στην Αθήνα. Ζητήσαμε από τον Φοίβο Ανωγειανάκη να μας μιλήσει για εκείνη την περίοδο και με ένα πρόχειρο μαγνητόφωνο τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του. Παρούσα στη συνέντευξη, χωρίς να πάρει μέρος, ήταν η σύζυγός του Έλλη Νικολαΐδη, γνωστή διευθύντρια χορωδιών.
Νέος αφήσατε το Ηράκλειο.
Η ζωή μου σημαδεύεται με το φευγιό μου, την απομάκρυνση από το Ηράκλειο λίγο πριν από τη δικτατορία του Μεταξά. Εγκαταστάθηκα στην Αθήνα για θεωρητικές σπουδές μουσικής. Παρά το ότι αποκόπηκα, όλους αυτούς του Ηρακλείου τους θεωρώ και δασκάλους μου, όπως τον Λευτέρη Αλεξίου. Ήταν ο μόνος ίσως που εκείνο τον καιρό είχε μια θαυμάσια δισκοθήκη με δίσκους των 78 στροφών. Για ν’ ακούσω την Ενάτη δεν ξέρω πόσες φορές άλλαζα τις βελόνες για να μη χαλάει ο δίσκος, που τότε ήταν ό,τι είναι σήμερα ν’ ακούς την Ενάτη από την ορχήστρα της Στουτγάρδης, του Βερολίνου, της Βιέννης. Το στέκι του Αλεξίου, το «στούντιο» στον Αραστά, επισκέπτονταν λόγιοι και ζωγράφοι από την άλλη Ελλάδα και ο Τάκης Καλμούχος το είχε ζωγραφίσει [σ.σ. από εκεί πέρασε και το κατέγραψε ο Χένρι Μίλερ]. Τα δώδεκα μαθητικά μου χρόνια τα πέρασα στο Λύκειο Κοραής. Δεν διδασκόταν μουσική αλλά και κανείς συμμαθητής μου δεν ενδιαφερόταν. Πήγαινα όμως στο Ωδείο όπου υπήρχαν αξιόλογοι καθηγητές όπως ο εποπτεύων Κώστας Σφακιανάκης, ο Βασίλης Νουφράκης στην αρμονία και η Ρωσίδα Νίνα Παπαδοπούλου στο πιάνο. Η μητέρα μου, το γένος Δρακοπούλου, είχε περάσει από το Ωδείο Αθηνών και απ’ αυτήν πήρα τα πρώτα μαθήματα πιάνου και στα δεκαπέντε μου πέρασα στο βιολί με τον Νουφράκη. Υπήρχε βέβαια και κάθε Κυριακή η μπάντα στις Τρεις Καμάρες.
Ας προσπεράσουμε τα ηρακλειώτικα συμβάντα και ας έρθουμε στην μουσικοκριτική σας δραστηριότητα στην Αθήνα.
Άρχισα, με την παρότρυνση του Βασίλη Ρώτα, στα Καλλιτεχνικά Νέα (1943-44) του φίλτατού μου Κωστή Μεραναίου. Από εκείνο τον πρώτο καιρό μού έμεινε ένα περιστατικό με τον Άγγελο Σικελιανό. Είχε ανεβεί με δυσκολία, παχύς όπως ήταν, στα γραφεία του περιοδικού. Θυμήθηκε έναν Κινέζο που πάσχιζε επί δέκα χρόνια να δει τον αυτοκράτορα για να του πει ένα πρόβλημά του. Όταν επιτέλους το πέτυχε είχε ξεχάσει γιατί τον ήθελε. Το ίδιο έπαθε και ο μεγάλος ποιητής. Δεν θυμόταν γιατί ανέβηκε.
Πώς ξεκινήσατε να συλλέγετε τα μουσικά όργανα για να συγκροτήσετε αυτή την περίφημη συλλογή;
Άρχισα να μελετώ το δημοτικό τραγούδι το οποίο οι συνθέτες της Εθνικής Μουσικής Σχολής, από το 1900, είχαν χρησιμοποιήσει στα έργα τους: Καλομοίρης, Λαυράγκας, Βάρβογλης και άλλοι. Τότε διαπίστωσα ότι έπρεπε πρώτα να δω το εργαλείο που είναι ο δημιουργός του δημοτικού τραγουδιού. Το ένα είναι το λαρύγγι του Έλληνα και το άλλο το βιολάκι και η λύρα. Από περιέργεια άρχισα να βλέπω και κάποτε –πότε; δεν ξέρω– έγινε το όνειρό μου, η ζωή μου. Μάζεψα τόσα πράγματα ενώ με είχαν διώξει από την Τράπεζα της Ελλάδος και ήμουν των 2.000 δραχμών άνθρωπος. Πώς κατάφερα να μαζώξω, ν’ αγοράσω τόσα πράγματα; Δεν ξέρω. Όταν θέλεις κάτι, το πετυχαίνεις. Κατέβαινα διαρκώς στην Κρήτη και πολλές φορές εύρισκα λύρες θαυμαστές, συνήθως στου «Άνταμς», αλλά δεν διέθετα τόσα χρήματα για να τις αγοράσω. Τις έπαιρναν, έλεγαν, οι Αμερικάνοι και τις κρεμούσαν στον τοίχο. Τι κρίμα!
Υπήρχε και το πρόβλημα της χρονολόγησης.
Πρόκειται για νεότερα πράγματα. Δεν είναι όπως τα αρχαιολογικά ευρήματα του 2ου, 3ου, 4ου αιώνα. Εδώ έχουμε από το 1600 και μετά. Μετράμε κατά εκατονταετία. Μια από τις πρώτες μου λύρες έχει πάνω της χρονολογία 1743.
Αυτές είναι οι μεγάλες χαρές του ερευνητή, του συλλέκτη;
Χαιρόμουν κάθε φορά που αποκτούσα ένα από τα πιο μικρά, τα πιο απίθανα, που λύνουν ζητήματα και ίσως δεν λένε τίποτα στον κόσμο. Τα ηχητικά π.χ. αντικείμενα μας δίνουν λύσεις στα εθνομουσικολογικά.
Οι διακοσμήσεις πάνω στα μουσικά όργανα;
Στην αρχή τα πρόσεχα για το σκάλισμά τους. Αμέσως όμως προχώρησα και έβλεπα αν το όργανο παίζεται, ήθελα να είναι καλά φτιαγμένο και να παράγει ήχο. Στη διακόσμηση δεν υπάρχει ομορφιά, όλα αυτά που βάζει ο τεχνίτης είναι σύμβολα. Όπως όσα είναι πάνω σ’ ένα αφρικάνικο όργανο μπαίνουν για να εξευμενίσουν τα πνεύματα για να παίζουν καλά μαζί τους.