Σύνδεση συνδρομητών

Ο Παύλος Νιρβάνας σήμερα

Σάββατο, 01 Ιανουαρίου 2022 22:59
Γελοιογραφία του Παύλου Νιρβάνα.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Γελοιογραφία του Παύλου Νιρβάνα.

Πολύ γρήγορα η ενασχόληση με τον μεσοπόλεμο με οδήγησε στον πιο αυθεντικό εκπρόσωπό του, στον βιρτουόζο του χρονογραφήματος εκείνης της περιόδου, τον Παύλο Νιρβάνα. Προμηθεύτηκα εύκολα τα βιβλία του με τα επίκαιρα κείμενα και τα, εν αφθονία ευρισκόμενα στο Μοναστηράκι,  πολύτομα Άπαντά του. Διαπίστωσα όμως ότι δεν ήταν πλήρη γιατί περιλάμβαναν μόνο τα περιεχόμενα των βιβλίων του και άφηναν απ’ έξω τα χιλιάδες δημοσιεύματα στον Τύπο. Γι’ αυτό άρχισα την αναζήτηση αποκομμάτων από τις εφημερίδες μέχρι που βρήκα αυτά που είχε συλλέξει στο αρχείο του και τα ενσωμάτωνε στην ύλη των αναγνωστικών ο φιλόλογος Αλέξανδρος Σαρρής (1880-1973). Έτσι απέκτησα τη συνολική εικόνα της χρονογραφικής του δραστηριότητας.

Εκείνο που μου έκανε εντύπωση από την αρχή, και όσο προχωρούσα στο διάβασμα των γραπτών του επιβεβαιωνόταν, ήταν ο προσωπικός τρόπος που παρουσίαζε τα περιστατικά, τις καταστάσεις και τα πρόσωπα. Επίκαιρα ως επί το πλείστον θέματα, γιατί υπήρχαν και κάποια ιστορικά, εντάσσονταν στη δική του ψυχολογία, μια ιδιότυπη οικειοποίηση που ξέφευγε από την τότε επικαιρότητα. Έτσι αποκτούσαν αφηγηματικό ιστό και διαχρονικό ενδιαφέρον. Οι μικρές ιστορίες ήταν περισσότερο κομμάτια της δικής του ζωής παρά στιγμιότυπα της εποχής. Διαβάζοντας  παρακολουθείς  τη στάση και τη συμπεριφορά του, υποπτεύεσαι τα αισθήματα και τις απόψεις του, όλα αληθοφανή με κρυμμένες τις επινοήσεις του. Ίχνη λυρισμού, διάχυτη αίσθηση ανθρωπιάς, αφιέρωση  στην ομορφιά και εμμονή στην καλαισθησία. Έγραφε γρήγορα και έπιανε τα γεγονότα στον αέρα. Ήταν αρκετά επιδέξιος ώστε θα μπορούσε να σκιαγραφήσει έναν άνθρωπο την ώρα που πέφτει από το τέταρτο πάτωμα, όπως είχε κάποτε γράψει για έναν επιδέξιο ζωγράφο ο Μπωντλαίρ.

To ιδιότυπο χιούμορ του συνδεόταν συχνά με ευρηματικές μεταφορές, όπως λόγου χάριν σ’ ένα χρονογράφημα από το βιβλίο Μαλλιά κουβάρια:

Η ερωμένη ενός κλητήρος ώρμησεν επάνω στην νόμιμη σύζυγο με τα νύχια προτεταμένα, λαμποκομπούντα ως Καταλανικά εγχειρίδια. […] Και εκρεμάσθη με χίλια τσιγκέλια επάνω της, ως πειρατικόν πλοίον προσκολλώμενον εν πλω με τα άγκιστρά του επάνω εις την λείαν του.

Ύστερα από αυτές τις γενικές παρατηρήσεις θέλω να δείξω, μέσα από τη δική μου εμπειρία, πώς επιβιώνει ο Νιρβάνας σήμερα. Για τα παλιά περιοδικά έχω προτείνει ένα ασφαλές κριτήριο ποιότητας: πόσο μέρος της ύλης τους παραμένει ζωντανό, δεν έχει σκεπαστεί δηλαδή από τη σκόνη του χρόνου και μπορεί να διαβαστεί αναδημοσιευόμενο. Το ίδιο πάνω-κάτω κριτήριο χρησιμοποιώ για να κρίνω πόσο δραστικός και παρεμβατικός είναι σήμερα ο λόγος των χρονογραφημάτων του Νιρβάνα.  Παραθέτω ένα αριθμητικό δεδομένο της δεκαετίας του 1980: Με τον Μανόλη Αναγνωστάκη συμμετείχαμε στη ραδιοφωνική σειρά «Το τρίτο βήμα», που διηύθυνε ο Πέτρος Μάρκαρης. Επιλέγαμε αποσπάσματα από παλιά χρονογραφήματα που έμοιαζαν να σχολιάζουν σύγχρονα γεγονότα και καταστάσεις. Στις επιλογές μας, τη μερίδα του λέοντος είχε ο Νιρβάνας με ποσοστό γύρω στο 15%, ενώ οι άλλοι χρονογράφοι των τελευταίων εκατό χρόνων εμφανίζονταν μία έως δύο φορές ο καθένας.

Από  τα χιλιάδες  επικαιρικά κείμενά του επιλέγω να ανασύρω δύο αντιπροσωπευτικά, και γιατί νομίζω ότι ενδιαφέρουν τον σημερινό αναγνώστη και για λόγους προσωπικούς, ως οφειλή.

Πρώτα, εντόπισα στην Εστία (22/10/1923) ένα αδέσποτο χρονογράφημά του για το βιβλίο Από την αιχμαλωσία, με τη δραματική περιπέτεια ενός αεροπόρου στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Ο τίτλος θελκτικός, το θέμα διαρκώς επίκαιρο και το απόσπασμα συναρπαστικό. Σε προηγούμενο δημοσίευμα (The BooksJournal, τχ. 73, Ιανουάριος 2017, σ. 33-35), αναφέρω αναλυτικά πώς βρήκα το λανθάνον βιβλίο, πολύτιμη ψηφίδα της μικρασιατικής βιβλιογραφίας, και πώς τεκμηρίωσα την ταυτότητα του συγγραφέα. Το άγνωστο μέχρι τότε έργο του Μάρκου Αυγέρη Από την αιχμαλωσία κυκλοφόρησε από τον Καστανιώτη σε νέα επιμελημένη έκδοση. Παραθέτω το χρονογράφημα  που έγινε αφορμή να αποκαλυφθεί ο γνωστός κριτικός, συγγραφέας του μυθιστορικού χρονικού.

 

Παύλος Νιρβάνας

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

Κάτω από τον τίτλον αυτόν, δύο αρχικά ψηφία με ψιλά γράμματα δείχνουν το όνομα του συγγραφέως του βιβλίου. Και δύο λέξεις ακόμη την ιδιότητά του: Β. Κ. λοχαγός αεροπόρος. Μαντεύει κανείς, ότι πρόκειται περί Έλληνος, αξιωματικού, ο οποίος έγραψε τας εντυπώσεις της αιχμαλωσίας του. Και αποφασίζει να φυλλομετρήση το βιβλίον για ό,τι αξίζει. Διά τα γεγονότα, τέλος πάντων, που διηγείται. Διά τα θλιβερά επεισόδια της ζωής ενός αιχμαλώτου. Η πολεμική φιλολογία, η οποία ύψωσε λόφους τυπωμένου χαρτιού εις όλον τον κόσμον, κατά τα μεταπολεμικά αυτά έτη, δεν μας έχει συνηθίσει, επί τέλους, εις αριστουργήματα. Μετρημένα είνε τα έργα που θα μένουν ως μνημεία του οικουμενικού αυτού σάλου της ανθρώπινης ζωής. Γνωστοί συγγραφείς ακόμη, παρουσιάσθησαν κατώτεροι από τον εαυτό τους εις έργα, που τους ενέπνευσεν ο πόλεμος. Τι ημπορεί να περιμένη κανείς περισσότερον από ένα λοχαγόν, άγνωστον εις την φιλολογίαν; Τι άλλο παρά από μίαν πιστήν το πολύ αφήγησιν γεγονότων;

Με την προκατάληψιν αυτήν ανοίγει ο αναγνώστης το βιβλίον του αεροπόρου λοχαγού. Δεν είνε βέβαιος αν θα φθάση μέχρι της τελευταίας του σελίδος, έστω και πηδηκτά. Και όμως, από την πρώτην του σελίδα γίνεται ο ίδιος αιχμάλωτος του αιχμαλώτου. Αισθάνεται, ότι ευρίσκεται ενώπιον ενός συγγραφέως, όπως δεν το αισθάνεται πολύ συχνά εμπρός εις βιβλία, που έχουν μιαν γνωστήν συγγραφικήν φίρμα. Αυταί είνε κάποτε αι αναγνωστικαί εκπλήξεις. Και την έκπληξιν αυτήν εξομολογούμαι ότι εδοκίμασα από το βιβλιαράκι αυτό, το οποίον ο συγγραφεύς του, ένας άγνωστός μου εντελώς κύριος, μου αφήκεν ένα πρωί εις το γραφείον μου, με μιαν μόνον παράκλησιν: Να το διαβάσω.

–Για να σας ευκολύνω –μου επρόσθεσε– έκοψα και τα φύλλα.

Και συλλογίζομαι τώρα τι σοφά που έκαμεν ο άγνωστός μου κύριος. Ίσως, με άκοπα τα φύλλα, το βιβλιαράκι του θα ευρίσκετο ακόμη επάνω στο τραπέζι μου, παρθένον, Κύριος οίδεν έως πότε, όπως ένα άλλο αξιόλογον βιβλίον, που μου εχάρισαν άκοπον προχθές, ενώ εξεδόθη κατά το 1806, τύποις Φιρμίνου Διδότου των Παρισίων, διασώσαν την παρθενίαν του υπέρ τον αιώνα. Και πόσον του είμαι υποχρεωμένος διά τον μικρόν κόπον που έλαβε! Από τας πρώτας σελίδας του ημερολογίου του –διότι περί ημερολογίου ενός αιχμαλώτου πρόκειται– από την πρώτην περιγραφήν της αγωνίας του αξιωματικού, ο οποίος κρημνίζεται με το αεροπλάνον του επί του εχθρικού εδάφους, έχων να εκλέξη ακαδημαϊκώς κατά τα ολίγα δευτερόλεπτα της πτώσεώς του μεταξύ του θανάτου, από μίαν συντριβήν του κρανίου του επάνω εις τους βράχους και του θανάτου από το χέρι ενός αγρίου Τσέτου, κάτι τι ήρχισε να με τραβά από την μίαν σελίδα εις την άλλην, έως ότου, χωρίς να εννοήσω, έφθασα εις το τέλος. Να δώσω μίαν ιδέα του τι εδιάβασα; Μου είνε αδύνατον. Γνωρίζω ότι έζησα την σκοτεινήν ζωήν του συγγραφέως, γεμάτην από όλα τα ρίγη της φρίκης και όλας τας «θλίψεις του πνεύματος», όπως θα τας ζήση κάθε αναγνώστης του βιβλίου αυτού. Θα ημπορούσα όμως να δώσω μίαν ιδέαν περί του πως είνε γραμμένον αυτό το βιβλίον –ως ύφος και ως γλώσσα– από έναν άνθρωπον, που δεν είνε, εν τούτοις «γνωστός λογοτέχνης». Και ο καλλίτερος τρόπος είνε ν’ αντιγράψω μίαν σελίδα από την οποίαν περνά η πνοή της εσωτερικής τραγωδίας του αιχμαλώτου.

«Οι φυλακισμένοι έχουν πειο μεγάλες ευκολίες από μας, οι βαρυποινίτες ασφαλώς θα περνούν καλλίτερα, θάχουν και διάφορα εργαλεία, θα δουλεύουν, κάτι θα σκαλίζουν, με κάτι θ’ ασχολούνται. Εμάς μας έκλεισαν εδώ μέσα και κάνουν τη ζωή μας ανυπόφορη. Χωρίς άλλο βασίζουν πολλά στο αδιόρατο, στο σιγανό, στο παράδοξο αυτό μαρτύριο. Είνε βέβαιοι, πως θα τρελαθούμε· μας βλέπουν, μας παρακολουθούν και περιμένουν· είνε ένα σύστημα σοφό, βαθυά μελετημένο κι’ αλάνθαστο ασφαλώς· στην αρχή δεν υποψιάζεσαι τίποτε, σ’ αφίνουν ήσυχο, δε σ’ ενοχλούν καθόλου, είνε σαν να σε ξέχασαν, σου δίνουν μόνον να τρως, όσο χρειάζεται για να μην πεθάνης κι’ αφίνουν τον καιρό να δουλέψη απάνω σου. Περνούν λίγες μέρες είσαι ακόμα γεμάτος ζωή, αντιδράς, τα αισθήματα περνούν ακόμη μέσα σου ισχυρά, σαν άνεμος, το κεφάλι σου δουλεύει γρήγορα, έχει ακόμη πολύ υλικό απέξω· το γυρίζει ορμητικά μέσα του, το ζυμώνει αδιάκοπα· σηκώνεσαι συχνά τη νύχτα, γυρίζεις μέσα στο δωμάτιο, στους διαδρόμους, θέλεις να κινηθής, να τρέξης, να σπάσης τους τοίχους· μέσα σου χτυπούν σαν ανυπόμονα φτερά. Αλλά σιγά-σιγά όλα αυτά περνούν, μια νεκρική σιωπή ακολουθεί, αι σκέψεις σου αρχίζουν να στερεύουν και να πέφτουν σαν λιγοστό νερό, σταλαματιά, σταλαματιά ο νους σου είνε κάτι ασήμαντο κι’ άμορφο, που μόλις σαλεύει μέσα του· έχεις μια αθυμία και τα πόδια σου είνε κομμένα σαν να περπάτησες με μιας όλο το δρόμο της ζωής σου και δε θέλεις πεια να κινηθής. Αν ήταν δυνατό να κοιμόσουν πάντα! Αλλά δεν είνε δυνατό· ξαφνικά μέσα στα μεσάνυχτα ξυπνάς και δε θέλεις πεια να κοιμηθής, νοιώθεις πως δεν έχεις πεια ύπνο, σα να ήταν πρωί, σαν να ήταν η ώρα να σηκωθείς· αλλά τώρα τι μπορείς να κάμης; Πού μπορείς να πας; Και ξαφνικά σε πιάνει μια άγρια αγωνία· οι τοίχοι του σπιτιού είνε καθισμένοι στο στήθος σου και σου φέρνουν πραγματικό πόνο. Τουλάχιστον να ήταν μέρα, να ήταν φως· θα ήταν μια παρηγοριά· το φως είνε μια συντροφιά και μια ποικιλία· αλλά το πρωί είνε τόσο απόμακρο ακόμη, που θαρρείς πως θα περάση αιώνας, ώσπου να ξημερώση κ’ εσύ στο μεταξύ θα σκάσης. Σε μια τέτοια στιγμή φοβάσαι πως θα βγης έξω, πως θα πέσης απάνω στο σκοπό και θα τον πνίξης· αρχίζεις να το λογαριάζης σοβαρά, ονειροπολείς πως θα το βάλης στα πόδια και θα τρέξης έξω στ’ ανοιχτά, θάσαι ελαφρός σαν το πουλί, θα τρέχης και θα σε φυσάει ο άνεμος, ο πλατύς αέρας της εξοχής· μια μεγάλη πνοή θα σε συνεπαίρνει και θα πεταχτής πέρα στα βουνά, θα φτάσης γρήγορα στης θάλασσες και θα σωθής, θα ιδής της Ελληνικές της θάλασσες, που πατιούνται όλες από τους δικούς μας κι’ όπου είμαστε πάντα σαν στο σπίτι μας.

»Όμως συνέρχεται κανείς γρήγορα από την οπτασία αυτή και νοιώθει μόνο τη σκοτεινιά γύρω του, που τον πνίγει, μπαίνει στο στόμα του και στα μάτια του σαν λάσπη και του γεμίζει σαν μαύρος καπνός το κεφάλι. Α! αδύνατο να βαστάξη, θα τρελαθή. Σηκώνεται τότε απάνω στον ουρανό και βλέπει τάστρα που μυρμηγκιάζουν. Αχ! Θεέ μου, να μπορούσε να σηκωθή μέσα στο διάστημα! Το δωμάτιο του κάθεται στο στήθος, σαν ταφόπετρα, κ’ είνε εκεί δεμένος με μιαν αλυσίδα κ’ είνε αδύνατο να σαλέψη. Τότε του φαίνεται πως ακούει το χρόνο που περνά, τον ακούει και γυρίζει σαν τεράστια μυλόπετρα απάνω από το κεφάλι του· όλος αυτός ο ουρανός είνε ο χρόνος, είνε η μυλόπετρα, που γυρίζει αδιάκοπα απάνω από το κεφάλι του και τον πνίγει· γυρίζει ολοένα και θαρρεί πως ακούει το θόρυβο, χου ου, ου, ου, ου! Ο χρόνος σαν τρυπάνι, που τρυπανίζει, το κεφάλι αδιάκοπα, τρύπα το κόκκαλο και βουλιάζει μέσα στο μυαλό του. Είνε για να τρελαθή από τη δυσφορία.

»Έχουν πραγματικά ανακαλύψει το αφάνταστο αυτό μαρτύριο· σου δίνουν και πίνεις το χρόνο σαν σιγανό και βέβαιο δηλητήριο· όλοι μας από δω μέσα θα βγούμε ή ηλίθιοι ή τρελλοί ή θα σπάσωμε το κεφάλι μας στον τοίχο μια μέρα. Να μπορούσαμε τουλάχιστο ν’ ανάβωμε τη νύχτα σε τέτοιες κακές ώρες, το φως, να μας συντροφεύη, αλλά δεν μας δίνουν τίποτε και δεν μπορούμε να ξοδεύωμε για φωτισμό, ζούμε στη στέρηση την πειο ταπεινωτική. Καλότυχος ο πλαγινός του, που βρίσκεται βυθισμένος στην ευτυχία του ύπνου! Να μπορούσε κανείς να καπνίση τουλάχιστο, θα ήταν κι’ αυτό μια απασχόληση, μια διασκέδαση βασιλική, αλλά και τη φτωχή, τη μικρή αυτή χαρά μας τη στερηθήκαμε προ πολλού· «είνε ψυχή μου, το κράτος φτωχό»· αλλά δεν έχει ούτε καπνό; Όλη η Τουρκία είνε μια καπνοφητεία, αλλά πού να βρεθή σπλάγχνος σ’ αυτούς τους ανθρώπους, που δεν έχουν κανένα από τ’ ανθρώπινα αισθήματα!»

Ύστερ’ από την σελίδα αυτήν φαντάζομαι, ότι ο αναγνώστης μου θα αισθάνεται την ανάγκην να προχωρήση πάρα κάτω, να γυρίσει προς την αρχή. Ίσως, θα ήτο πολύ ευχαριστημένος –και τον βεβαιώ, ότι δεν μου κακοφαίνεται καθόλου– αν για λίγες ημέρες, αντί του συνηθισμένου περιεχομένου της στήλης αυτής, του προσεφέρετο η συνέχεια της σελίδος, που αντέγραψα παραπάνω, προς τα οπίσω και προς τα εμπρός. Και δι’ αυτό ακριβώς νομίζω, ότι δεν έχω να προσθέσω εγώ τίποτε διά την αξίαν του βιβλίου αυτού και διά την θέσιν, εις την οποίαν δικαιούται ο συγγραφεύς του, όχι πλέον εις το αεροπορικόν του Σώμα, αλλά εις το Σώμα των Ελλήνων λογοτεχνών, το οποίον είνε και αυτό ολίγον αεροπορικόν. Παραδίδω επομένως την κριτικήν εις τα χέρια του αναγνώστου μου.

ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ

 

Το δεύτερο χρονογράφημα συνδέεται με μια συγκινητική ιστορία. Πριν από δέκα χρόνια δημοσιεύτηκε η είδηση ότι ο αδελφός της μεγάλης Ρωσίδας ποιήτριας Άννα Αχμάτοβα, αυτοκτόνησε στην Αθήνα τη δεκαετία  του 1920, με καθυστέρηση δηλαδή σχεδόν ενός αιώνα. Με τον ποιητή Γιάννη Πατίλη επισκεφθήκαμε το Καπνεργοστάσιο όπου στεγάζεται η Βιβλιοθήκη της Βουλής και ξεφυλλίσαμε χιλιάδες σελίδες εφημερίδων. Εντοπίσαμε την ακριβή ημερομηνία του γεγονότος που συντάραξε την αθηναϊκή κοινωνία. Υπήρξαν πάνω από τριάντα σχετικά δημοσιεύματα και ανάμεσά τους ξεχώρισε το ελεγείο για τον αυτόχειρα «σοφό Ελληνιστή και Ελληνολάτρη» του Παύλου Νιρβάνα. Από το συγκινημένο και περιεκτικό του κείμενο μάθαμε ότι η «πριγκηπική οικογένεια Αχμάτοβ είχε Κρητικόν αίμα» και πού βρισκόταν περίπου ο τάφος στο Α’ Νεκροταφείο. Με τη συνδρομή της φίλης ποιήτριας Ηρώς Νικοπούλου βρέθηκε. Στο απόσπασμα του χρονογραφήματος που ακολουθεί αναδύεται η ευγένεια, η ευαισθησία και η πνευματικότητα του συντάκτη του.

 

Παύλος Νιρβάνας

Ο άνθρωπος που σκοτώθηκε

«[…]  Αλλά ποιος ήτο, λοιπόν, ο ατυχής ξένος μας, τον οποίον γνωρίζομεν μόλις τώρα, μετά τον θάνατόν του; Εγεννήθη προ τριανταδύο ετών εις την Σεβαστούπολιν και είχε Κρητικόν αίμα εις τας φλέβας του. Πρόπαππός του ήτο ο Εμμανουήλιος Γεροσπαθιάς. Η μητέρα του ανήκεν εις την Ταταρικήν πριγκηπικήν οικογένεια των Αχμάτοβ. Και το όνομα αυτό μας είνε γνωστόν, διότι το φέρει ως ψευδώνυμον –Άννα Αχμάτοβα– μία από τας πλέον ονομαστάς ποιητρίας της νέας Ρωσσίας, ή οποία είνε αδελφή του Ανδρέα Γκορέγκο.

Ο πατέρας του τον προώριζε δι’ αξιωματικόν του Ναυτικού και τον είχε κατατάξει εις την Σχολήν των Δοκίμων. Αλλά το στάδιον αυτό δεν ετραβούσε πολύ τον μικρόν Ανδρέαν. Έφυγεν από την Σχολήν και τελείωσε αριστεύων το κλασσικόν Γυμνάσιον, τιμηθείς μάλιστα κατά την απόλυσίν του με χρυσούν μετάλλιον. Διψών ανωτέρας σπουδάς, επήγε να σπουδάση Φιλοσοφίαν εις το Παρίσι. Αλλά, μετά διετείς σπουδάς, αντίξοοι περιστάσεις τον ηνάγκασαν να επιστρέψη εις την Πετρούπολιν, όπου, διά να αποκτήση κάποιο προσοδοφόρον επάγγελμα, έγινε δικηγόρος. Αλλά, υπέρ τα Νομικά, η αδυναμία του υπήρξε πάντοτε ο κύκλος των ανωτέρων φιλοσοφικών μελετών. Και, υπέρ όλα, η Ελληνική Ιστορία, ο Ελληνικός πολιτισμός, η Ελληνική γλώσσα.

Με ένα τέτοιον έρωτα ήλθεν εις την Ελλάδα ο ατυχής Ρώσσος. Επί δεκατέσσερα έτη εις την Ρωσσίαν, την Γαλλίαν, την Γερμανίαν, την Ιταλίαν, την Ελβετίαν, αι Ελληνικαί σπουδαί ήσαν η κυριωτέρα του ασχολία. Δεν υπήρξε βιβλίον αναφερόμενον εις την αρχαίαν, την μεσαιωνικήν και την νεωτέραν Ελλάδα, το οποίον να μην είχε διαβάσει, όπως βεβαιώνει η κ. Γκορέγκο. Έπαιζε την Ιστορίαν της Ελλάδος, διά μέσου των αιώνων, μέχρι των παραμικροτέρων λεπτομερειών της, εις τα δάκτυλα. Και δεν ήτο η πρώτη φορά που είχεν επισκεφθή την Ελλάδα. Γνωρίζων την αρχαίαν Ελληνικήν όσον και την νεωτέραν, είχεν κάμει τέσσερα ή πέντε ταξείδια εις την αγαπημένην του γην προ του τελευταίου, του μοιραίου. Και είχε παρακολουθήσει την σύγχρονον ιστορίαν μας με το ενδιαφέρον Έλληνος. Διά τον τέως βασιλέα έλεγεν εις τον κ. Σμπαρούνην, ότι το μεγαλείτερον αδίκημα κατά της Πατρίδος του ήτο το ότι έκαμε τον Έλληνα στρατιώτην να λησμονήση προς στιγμήν την αγάπην του προς την Πατρίδα και την κληρονομικήν του αυταπάρνησιν και να σκέπτεται μόνον την σωτηρίαν της ζωής του. Διά τον Βενιζέλον έλεγεν εις τον ίδιον, ότι η ασύγκριτος ειλικρίνειά του, η αιματωμένη, αλλ’ αλύγιστος τιμιότης του και η μεγαλοπρεπής πολιτική χειρονομία του εις την Βουλήν επί του ζητήματος της Στρωμνίτσης τον είχαν συγκινήσει, όσον ολίγα παραδείγματα εις την Ιστορίαν του Κόσμου.

Αλλά το θέμα που αγαπούσε κατ’ εξοχήν, το θέμα που τον έκαμνε να παθαίνεται πάντοτε, ήτο –μου γράφει ο κ. Σμπαρούνης– το αρχαίον Ελληνικόν θαύμα. Όπως ο ημεροδρόμος, που μετέφερε τας ειδήσεις εις την Σπάρτην, ανεζήτει και αυτός με ιεράν νοσταλγίαν εις τας περιπλανησεις του ανά τα βουνά και τους κάμπους της Ελλάδος να συναντήση τον Μέγαν Πάνα. Και, όταν οι θεοί τού επήραν το μονάκριβον αγόρι του, επήγεν και του εδιάλεξεν ένα τάφον εις το υψηλότερον μέρος του Νεκροταφείου των Αθηνών. Και τον τάφον αυτόν τον ηθέλησεν όχι μόνο τάφον του παιδιού του, αλλά τάφον της οικογένειας Γκορέγκο. Ωνειρεύετο να κοιμηθή και αυτός εκεί μίαν ημέραν, διά να έχη πάντοτε εμπρός του, όπως έλεγε, την Ακρόπολιν, τον Υμηττόν, τον Σαρωνικόν. Και επήγεν, αλλοίμονον! τόσον γρήγορα και τόσον τραγικά να πάρη την θέσιν του εις την αιωνίαν αυτήν κλίνην της εκλογής του…»

Σαν αντίθεση στον τρόπο παρουσίασης του τραγικού γεγονότος παραθέτομε το αψυχολόγητο σχόλιο του Ριζοσπάστη (15/2/1920, σ. 1):

ΕΑΝ ΕΜΕΝΑΝ ΣΤΗΝ ΡΩΣΙΑΝ
Δύο Ρώσοι φεύγοντες την… «τρομοκρατίαν των Μπολσεβίκων», ήλθαν εις την Ελλάδα, όπου δεν διοικούν Μπολσεβίκοι, αλλά αστοί, διά να μη αποθάνουν της πείνης. Είχον υπ’ όψιν των και τον κ. Ντεμιντώφ[1]. Και ηυτοκτόνησαν από πείναν. Εάν έμεναν εις την Ρωσίαν των Μπολσεβίκων το πολύ που θα επάθαιναν θα ήτο να εργάζωνται.

ΥΓ. Διατηρήθηκε η ορθογραφία των πρώτων δημοσιεύσεων.

 

[1] Ρώσος πρεσβευτής στην Αθήνα που παραιτήθηκε όταν άλλαξε το καθεστώς.

1 σχόλιο

Μαθαίνουμε πολλά, και με τρόπο ευληπτο, από τον κ. Ζεβελακη.
Ο Νιρβάνας, ως ιατρός που ήταν, εισχωρουσε και στην φυσιολογια_οχι μόνο στην ψυχολογία των χαρακτηρων

Γιαννης Πατσωνης
Γιαννης Πατσωνης
04 Ιαν 2022, 03:01

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.