Το έγραψε το βράδυ του θανάτου του φίλου του και φιλοξενήθηκε ένα χρόνο αργότερα στη φιλολογική σελίδα της Αυγής, 10 Ιανουαρίου 1982. Από το πορτρέτο που φιλοτεχνεί μαθαίνουμε και μια λίγο-πολύ άγνωστη πληροφορία, ότι δηλαδή ο ποιητής πέρασε μια τάξη στο Πρώτο Γυμνάσιο της Πλάκας (1941) και εκεί είχε συμμαθητή τον Δημήτρη Δεσποτίδη. Έχω διαβάσει κι άλλες νεκρολογίες γραμμένες από τον Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά σε καμιά δεν διέκρινα τόση αμεσότητα: «Τώρα, Μίμη, δεν θα σ' ακούσουμε ξανά». Εντοπίζει και τονίζει ότι ο Μίμης Δεσποτίδης «σπάνιο είδος διανοουμένου τέτοιας ολκής στη γενιά μας δεν έγραφε». Το ίδιο υποστηρίζει και ο Πέτρος Μάρκαρης: «Άλλοι αφήνουν πίσω τα γραφτά τους, τα βιβλία τους. Ο Δεσποτίδης αρνήθηκε με πείσμα να κατοχυρώσει γραπτά τις σκέψεις του. Αυτός, ο τόσο παθιασμένος με τα βιβλία των άλλων, δε διεκδίκησε για τον εαυτό του παρά μόνο τον προφορικό λόγο, τη συζήτηση, το διάλογο».
Γι' αυτό και η συνέντευξη που έδωσε όταν ζούσε αυτοεξόριστος στο Παρίσι και δημοσιεύτηκε στη Monde είναι ένα μοναδικό γραπτό τεκμήριο. Αναφέρεται βέβαια στο Θεμέλιο, αλλά περιέχει και τις απόψεις του για βιβλία, συγγραφείς και αναγνώστες. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναδρομή του στην ιστορία των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα. Το κείμενο δεν έχει τη χαλαρότητα του προφορικού λόγου, κινείται σε μια αυστηρή αφηγηματική σειρά με ακριβή διατύπωση και χωρίς επαναλήψεις. Το πιο πιθανό λοιπόν είναι να απάντησε γραπτώς στις ερωτήσεις. Ρώτησα τον τότε υπεύθυνο της φιλολογικής σελίδας της Αυγής, φίλο Τέλη Σαμαντά, ποιος μετέφρασε τη συνέντευξη. Μου είπε: «τα χρόνια εκείνα δεν αναγράφονταν τα ονόματα των μεταφραστών σε καμιά εφημερίδα. Μπορεί να έγινε συλλογικά από το μεταφραστικό τμήμα της εφημερίδας και, απ' ό,τι θυμάμαι, εγώ την επιμελήθηκα».
Η συνέντευξη, αν και δόθηκε πριν από περίπου πενήντα χρόνια σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες, περιέχει κάποιες διαπιστώσεις που δεν έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον.
«Ένα πρότυπο και μια παρηγοριά»
Από τον Μανόλη Αναγνωστάκη
Γνώρισα τον Μίμη Δεσποτίδη πριν από σαράντα χρόνια ακριβώς, συμμαθητή μου στο Πρώτο Γυμνάσιο της Πλάκας, όπου φοίτησα για λίγους μήνες κι εγώ. Τον ξεχώρισα από την πρώτη στιγμή. Ήτανε άλλωστε και ο ξεχωριστός της τάξης. Λαμπρός μαθητής, πνεύμα σπινθηροβόλο και αεικίνητο, με πνευματικά ενδιαφέροντα από τότε, που έφερναν σε αμηχανία τους καθηγητές μας. Γίναμε αμέσως φίλοι, η κοινή μας αγάπη για τη λογοτεχνία μας έφερνε κοντά και πολλές φορές ξεχνιόμασταν σ' ατελείωτες συζητήσεις και σε καβγάδες στο Ζάππειο ή στα παγκάκια του Εθνικού Κήπου και ύστερα τρέχαμε σαν τρελοί γιατί η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει και φοβόμασταν τα περιπολικά. Καλοκαίρι του ’41.
Χαθήκαμε ύστερα για πολλά χρόνια, πληρώσαμε όλοι το φόρο μας στο ζοφερό κύκλο του αίματος μέσα στο «μεταπελευθερωτικό» χάος, ο Μίμης πιο δραματικά απ' όλους, μα στάθηκε πάντα τίμιος, όρθιος, ασυμβίβαστος, αληθινός σύντροφος και υπόδειγμα αγωνιστή.
Πέρασαν τα χρόνια κι ο Μίμης εκεί, πάντα στην πρώτη γραμμή, παράφορα αισιόδοξος, αποτέλεσε για μας ένα πρότυπο και μια παρηγοριά. Η λάμψη της σκέψης του, τα εκρηκτικά του ξεσπάσματα, η αμείλικτη κριτική του οξύτητα, χωρίς να διστάζει να δυσαρεστεί φίλους και να κάνει εχθρούς, είχε πάντα ένα ακαταμάχητο άλλοθι: Το άλλοθι της ανιδιοτέλειας. Γιατί ο Μίμης Δεσποτίδης αποτέλεσε το σπάνιο, το μοναδικό «είδος» διανοούμενου τέτοιας ολκής στη γενιά μας, που ο ίδιος δεν έγραφε. Το φόρτε του ήταν ο προφορικός λόγος, χειμαρρώδης, εύστροφος, με μιαν ακαταμάχητη διαλεκτική επιχειρηματολογία, στηριγμένη στη βαθιά του γνώση, στην ασταμάτητη ενημέρωσή του, ανοιχτός πάντα στο καινούργιο, έτοιμος να το γευτεί και να το προσφέρει στους άλλους. Πάντα ευρηματικός στη σκέψη του, ποτέ συμβατικός, ξάφνιαζε συχνά τον συνομιλητή του με τις απρόσμενες διαστάσεις που έδινε σε πράγματα που όλοι τα θεωρούσαμε πολύ φυσιολογικά και σχεδόν αμετακίνητα, τόσο στην περιοχή της πολιτικής, όσο και της κουλτούρας, δυο πόλους που ανάμεσά τους κινήθηκε, τι λέω; αγωνίστηκε, πάλεψε, πυρπολήθηκε με πάθος ιεραποστολικό ο Μίμης Δεσποτίδης. Ήταν ο εμπνευστής, ο εμψυχωτής, ο ηγέτης.
Συχνά δεν μπορούσες να τον παρακολουθήσεις. Αργότερα καταλάβαινες πως σε τόσα πολλά το κοφτερό του μυαλό έτρεχε πιο γρήγορα απ' όσο άντεχαν οι γύρω του και η εποχή του. Έτσι έμενε πολλές φορές μονάχος, σχεδόν απρόσιτος, μα πάντα εγκάρδιος, πάντα φίλος ζεστός, πρόθυμος στο πρώτο σου κάλεσμα να σε συμπαρασταθεί πάλι, να σε τονώσει.
Τώρα πια, Μίμη, δεν θα σ' ακούσουμε ξανά. Δεν θ' αντιδικήσουμε πια, δεν θα τσακωθούμε∙ δεν θα γελάσουμε πάλι μαζί. Όλα αυτά τέλειωσαν. Αραιώνουν οι τάξεις της γενιάς μας. Στάθηκες πάντα απ' τους καλύτερους. Έτσι στη μνήμη μας θα μείνεις.
«Δεν μας λείπουν οι συγγραφείς αλλά η ελευθερία»
Μια συνέντευξη του Δημήτρη Δεσποτίδη στη Monde, το 1968
Για να αντιληφθούμε τη φύση της εκδοτικής προσπάθειας στην Ελλάδα, θα πρέπει να κάνουμε μια αρκετά μακρινή αναδρομή. Στη Γαλλία εκδότης λέγεται όποιος εκδίδει βιβλία με έξοδά του, αφού τα επιλέξει από τα χειρόγραφα που του προτείνουν. Στην Ελλάδα υπάρχουν βέβαια εκδότες που αναλαμβάνουν τον επιχειρηματικό κίνδυνο των εκδόσεων τους, είτε πρόκειται για ποιήματα είτε για μυθιστορήματα, διηγήματα ή δοκίμια, υπάρχει όμως ένας πολύ μεγάλος αριθμός εκδοτών που ασκούν το επάγγελμά τους με έξοδα του συγγραφέα. Είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος να εκδώσουν τα έργα τους οι νέοι που ακόμη δεν έχουν δημοσιεύσει ή όσοι έχουν τυπώσει ένα-δυο βιβλία. Οι συγγραφείς που εκδίδουν οι ίδιοι τα βιβλία τους, με δικά τους έξοδα, σε απ' ευθείας συνεννόηση με κάποιο τυπογράφο, είναι πολυάριθμοι. Έτσι εξηγείται η αναρχία που επικρατεί στις εκδόσεις – καθένας απ' τη στιγμή που γράφει και διαθέτει τα απαιτούμενα χρήματα, μπορεί ο ίδιος να εκδώσει το βιβλίο του. Είναι παράδοξο αλλά η ελληνική εκδοτική δραστηριότητα γνώρισε την καλύτερη εποχή της στο διάστημα του μεσοπολέμου και ακόμα πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την εποχή εκείνη άνθρωποι όπως ο Ελευθερουδάκης, ο Φέξης, ο Μαρασλής ρίχτηκαν με αξιοσημείωτη επαγγελματική συνείδηση στην εκδοτική επιχείρηση με δικά τους έξοδα. Σ' αυτούς οφείλουμε την έκδοση των έργων όλων των αρχαίων κλασικών –στο αρχαίο κείμενο και σε νεοελληνικές μεταφράσεις–, των Βυζαντινών συγγραφέων και των κυριότερων έργων που γράφτηκαν στα ελληνικά μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Εκείνοι εκδώσανε και τις πρώτες μεταφράσεις των μεγάλων κλασικών. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έβλεπαν την εκδοτική δραστηριότητα σαν μια κερδοφόρα επιχείρηση αλλά σαν αποστολή: Ν' αποδώσουν στο ελληνικό κοινό, ένα κοινό διψασμένο για μάθηση, τη λογοτεχνική κληρονομιά που του ανήκε. Εξυπονοείται ότι δεν εξέδωσαν έργα των τότε «νέων συγγραφέων» αλλά η αποστολή τους είχε ιδιαίτερα επείγοντα χαρακτήρα κι έτσι πρόσφεραν σ' όλους τους μεταγενέστερους συγγραφείς τις πηγές της καλλιέργειάς τους.
Ποιο ήταν τότε το αναγνωστικό κοινό των συγγραφέων;
Οι αναγνώστες προέρχονταν από τους ίδιους κύκλους, όπως και σήμερα. Πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας, όταν μιλάμε για βιβλία, ότι στην Ελλάδα η σχολική μόρφωση δεν έφτασε ποτέ στο επίπεδο των δυτικών χωρών κι ότι το διάβασμα παραμένει ακόμα προνόμιο όχι της ιντελιγκέντσιας, αλλά αυτών που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε καλλιεργημένη τάξη ή τάξη που επιζητεί την καλλιέργεια: Ελευθέρια επαγγέλματα, μηχανικοί, δάσκαλοι, φοιτητές κι ακόμα, ίσως επειδή ανήκουν στους πιο παθιασμένους αναγνώστες, τυπογράφοι!
Πώς εξελίχθηκε η κατάσταση μετά τον πόλεμο;
Η εκδοτική δραστηριότητα γνώρισε από τότε πολλές δυσκολίες. Μετά την πτώση του Βενιζέλου η χώρα πέρασε κρίσιμες περιόδους: Η δικτατορία του Μεταξά του 1936, έπειτα ο πόλεμος με την Ιταλία, η αντίσταση, ο εμφύλιος. Παρ' όλα τα εμπόδια και τη λογοκρισία που δεν καταργήθηκε από τότε, η εκδοτική δραστηριότητα συνεχίστηκε αλλά με διαφορετικές μορφές. Λογοτεχνικά περιοδικά, κυρίως τα Νεοελληνικά Γράμματα ή τα Νέα Γράμματα με τη διεύθυνση του Αντρέα Καραντώνη, δημοσίευσαν ποιήματα και κείμενα ξένων συγγραφέων την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά, καθώς και άλλα, όπως τα Νέα Βιβλία και οι Φίλοι του Βιβλίου, που κυκλοφόρησαν από το 1945 ώς το 1947, μέσα στον εμφύλιο πόλεμο. Σε όλη την ταραγμένη μεταπολεμική περίοδο, η έκδοση βιβλίων είχε μια περίεργη μοίρα. Παράλληλα όμως μ' αυτή τη δραστηριότητα, που αφορούσε κυρίως την πολιτική λογοτεχνία ή τη λογοτεχνία-μαρτυρία, εμφανίστηκαν άλλοι εκδότες, όπως ο Ίκαρος, ο Κολλάρος, ο Αετός και υστερότερα ο Δίφρος, που υπάρχουν μέχρι σήμερα. Αυτοί δημοσίευσαν τα πιο χαρακτηριστικά ποιητικά ή λογοτεχνικά έργα μεταπολεμικώς ή επανέκδωσαν έργα της μεταπολεμικής περιόδου, καθώς και τα κλασικά πλέον κείμενα της λογοτεχνίας μας, όπως τα Άπαντα του Καβάφη, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Μυριβήλη, του Βενέζη...
Σε πόσα αντίτυπα εκδίδονται τα έργα αυτά;
Τα έργα που αποκαλούμε κλασικά και τα οποία σας κατονόμασα παραπάνω επανεκδίδονται σε κανονικά διαστήματα. Αλλά, στο σύνολο σχεδόν, ακόμη και για τα πεζογραφήματα, μια έκδοση σπάνια ξεπερνά τα τρεις χιλιάδες αντίτυπα. Κι αν αυτές οι τρεις χιλιάδες εξαντληθούν μέσα σ' ένα χρόνο, θεωρείται μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Μεγαλύτερα τιράζ, π.χ. του Καζαντζάκη που έφτασαν (μετά την επιτυχία του στο εξωτερικό, να εξηγούμαστε) τα τριάντα χιλιάδες αντίτυπα, είναι εξαιρετικό φαινόμενο, που παρουσιάζεται μόνο μια φορά στη ζωή ενός εκδότη.
Μ' άλλα λόγια, κανένας συγγραφέας δεν μπορεί να ζήσει από τα βιβλία του;
Όχι, ακόμα κι αν είναι επιτυχημένος. Εξ άλλου, παρατηρείται το εξής χαρακτηριστικό φαινόμενο: Ένας συγγραφέας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να διαβαστεί στην Ελλάδα, αν μεταφραστεί στο εξωτερικό και το έργο του έχει εκτιμηθεί. Σ' αυτό οφείλεται το κυνηγητό των μεταφράσεων. Η καθιέρωση στο εξωτερικό είναι ο καλύτερος –σχεδόν ο μόνος– δρόμος για να καθιερωθείς στην Ελλάδα. Απομένει να δούμε –κι αυτό είναι άλλο πρόβλημα– αν γράφουμε αποκλειστικά για την αναγνώριση. Όλοι οι συγγραφείς έχουν προσωπικούς πόρους ή κάποιο επάγγελμα που τους εξασφαλίζει τα προς το ζην. Πολλοί είναι δημοσιογράφοι, άλλοι δάσκαλοι ή καθηγητές, οι πιο πολλοί υπάλληλοι. Έτσι ίσως εξηγείται γιατί στην Ελλάδα δεν υπάρχουν με την κυριολεκτική σημασία του όρου σχολές.
Πώς αποφασίσατε να γίνετε εκδότης;
Πριν ιδρύσω το Θεμέλιο, συνεργάστηκα σε ένα αριστερό περιοδικό, την Επιθεώρηση Τέχνης, που το πρώτο του τεύχος κυκλοφόρησε το 1954 και που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική περίοδο χάρη στην ύλη του, τις κριτικές του θέσεις και τους συνεργάτες του. Το Θεμέλιο ήταν επέκταση αυτής της εμπειρίας. Γιατί αυτό που έλειπε στην Ελλάδα δεν ήταν ένας ακόμα εκδοτικός οίκος –σε μια χώρα όπου υπάρχουν αρκετοί– αλλά ένα είδος πολιτιστικής εστίας όπου ο συγγραφέας θα μπορούσε να συνειδητοποιήσει τη θέση και το ρόλο του απέναντι στον αναγνώστη. Στην ελληνική γλώσσα αυτός που γράφει λέγεται «συγγραφέας», δηλαδή όποιος γράφει με κάποιον άλλο ή για έναν άλλο. Η γαλλική λέξη ecrivain εκφράζει μόνο την πράξη της γραφής. Η ελληνική πάει μακρύτερα καθώς εκφράζει ένα δεσμό, μια αναγκαία επαφή.
Στο βιβλιοπωλείο που αποτελούσε παράρτημα του εκδοτικού μας οίκου, οι συγγραφείς μπορούσαν να υπογράφουν τα βιβλία τους, να δίνουν διαλέξεις, ν' απαντούν σε ερωτήσεις του κοινού.
Το βιβλιοπωλείο –που ήταν επίσης αίθουσα εκθέσεων για πίνακες ζωγραφικής και πολιτιστικό κέντρο– εξελίχθηκε σε τόπο συναντήσεων, ανοιχτό για όλους χωρίς καμιά διάκριση, για να σπάσει η απομόνωση και κυρίως το βάθρο όπου τοποθετούν τον συγγραφέα στην Ελλάδα. Κι η εξέλιξη αυτή υπήρξε γόνιμη τόσο για το κοινό και τους νέους που μπορούσαν να πλησιάσουν ελεύθερα τον κόσμο της λογοτεχνίας, όσο και για τους ίδιους τους συγγραφείς, που συνειδητοποίησαν την ευθύνη τους σαν άνθρωποι στρατευμένοι σ' ένα έργο –το έργο της συγγραφής– που δεν είχε μόνο αισθητική σημασία. Γι' αυτό οργανώσαμε επίσης πολιτιστικές εβδομάδες, με άξονα ένα συγκεκριμένο θέμα: Παράδειγμα, το 1965, μια εβδομάδα αφιερωμένη στη σύγχρονη σκέψη είχε μεγάλη επιτυχία. Οι προσπάθειες αυτές στόχευαν όλες, σε μια εποχή που το γενικό κλίμα επέτρεπε πολλές ελπίδες, να γνωρίσουν το βιβλίο σε όλους.
Πώς διακινούσαν ώς τότε τα βιβλία;
Μ' έναν τρόπο εντελώς βιοτεχνικό. Οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι, από τους παλαιότερους ώς τους πιο νέους, διαθέτουν ένα ή δύο βιβλιοπωλεία, κάποτε και τρία, στην Αθήνα και την επαρχία, όπου μπορείς ν' αγοράσεις τις εκδόσεις τους. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, κυρίως στην επαρχία, να προμηθευτείς ένα έργο.
Με άλλα λόγια, όλες οι πωλήσεις βιβλίων στην Ελλάδα πραγματοποιούνται σε καμιά δεκαριά βιβλιοπωλεία κατανεμημένα κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Οι κάτοικοι της Καβάλας, της Καλαμάτας, του Άργους είναι υποχρεωμένοι να τα βγάλουν πέρα όπως μπορούν. Και δεν μιλώ για την τιμή των βιβλίων, που είναι πολύ υψηλή σε σχέση με το βιοτικό επίπεδο των αναγνωστών.
Δεν υπήρξαν αυτά τα τελευταία χρόνια προσπάθειες για μια διαφορετική διάδοση των βιβλίων;
Υπήρξε μια αξιοπρόσεκτη επιχείρηση, οι εκδόσεις Γαλαξίας, που κυκλοφόρησαν βιβλία τσέπης σε πολύ προσιτές τιμές, που κυρίως τα διένειμαν σε όλα τα περίπτερα εφημερίδων, μ' άλλα λόγια σχεδόν στο δρόμο. Είναι η μόνη προσπάθεια που έγινε για τον εκσυγχρονισμό του εκδοτικού χώρου. Στην ίδια κατεύθυνση θέλησα να προσανατολίσω και το Θεμέλιο. Τα υπόλοιπα –η ανεύρεση κειμένων για έκδοση– δεν είναι προβληματική στην Ελλάδα. Δεν μας λείπουν οι συγγραφείς, μας λείπει η ελευθερία. Τι μπορεί να κάνει ένας εκδότης σε μια χώρα και σ' ένα καθεστώς όπου αν κρατάς απλώς ένα βιβλίο του Τολστόι κατηγορείσαι αμέσως για κομμουνιστής;