Πριν από εξήντα ακριβώς χρόνια, τον Μάιο του 1959, η «Ομάδα των 12» στην οποία διάφοροι αθλοθέτες (η εταιρεία βενζίνης Πουρφίνα, ο Άλκης Θρύλος, ο Λ. Γουλανδρής και ο Κ. Χατζηπατέρας) είχαν αναθέσει να απονέμει ετήσια λογοτεχνικά βραβεία, αποφάσισε να μη δώσει το αθλοθετημένο για την καλύτερη συλλογή νεότερου ποιητή. Η αντίδραση υπήρξε «άμεση και εκρηκτικά βίαιη». Οι νεότεροι όχι μόνο αμφισβήτησαν την ορθότητα της κρίσεως αλλά αρνήθηκαν στους περισσότερους από τους «Δώδεκα» την αρμοδιότητα και τα προσόντα του κριτή. Οι Εικόνες, το γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό της Ελένης Βλάχου, ανέθεσαν στον συνεργάτη τους Ρένο Αποστολίδη τη διεξαγωγή έρευνας μεταξύ των εμπλεκομένων. Το ρεπορτάζ υπήρξε υποδειγματικό. Ο Ρένος Αποστολίδης απευθύνθηκε πρώτα με ερωτηματολόγιο στους «Δώδεκα» και δημοσίευσε τις απαντήσεις όσων ανταποκρίθηκαν (Τάκης Παπατζώνης, Οδυσσέας Ελύτης, Στέλιος Ξεφλούδας, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και Τάσος Αθανασιάδης).
Στη συνέχεια, στο περιοδικό φιλοξενήθηκαν συνεντεύξεις των ποιητών της νεότερης γενιάς και ενός κριτικού. «Ξεδιαλέχτηκαν μέσ’ από τριπλάσιες τον αριθμό, κι όχι γιατί οι άλλες δεν ήταν εξίσου ενδιαφέρουσες, αλλά γιατί ο χώρος επίεζε να διαλέξω τις αντιπροσωπευτικότερες και συντομότερες», σημειώνει ο Ρένος Αποστολίδης. Διάλεξε λοιπόν τις συνεντεύξεις των: Αλέξανδρου Αργυρίου, Νίκου Φωκά, Τάκη Σινόπουλου, Άρη Αλεξάνδρου, Μίλτου Σαχτούρη και Νίκου Καρούζου. Συνέπεσε, χωρίς να αναφέρεται, αυτοί οι ποιητές να έχουν εκδώσει ποιητική συλλογή την προηγούμενη χρονιά. Το 1959 κυκλοφόρησε και η Ευθύτης των Οδών του Άρη Αλεξάνδρου με αιχμηρό μότο για τον Ζντάνωφ. Είναι η μοναδική συνέντευξή του που μπόρεσα να εντοπίσω. Την παραθέτω στη συνέχεια.
«Ο ποιητής είναι με τον Πάστερνακ»
Άρης Αλεξάνδρου: Δεν είμαι κριτικός, ούτε ιστορικός της λογοτεχνίας. Θα προτιμούσα να πω τι γνώμη έχω για την ποίηση γενικώς, ή μάλλον για τους ποιητές, γιατί νομίζω πως δεν υπάρχει ποίηση, όπως δεν υπάρχει έλκος ή φυματίωση. Υπάρχουν μόνο ελκοπαθείς ή φυματικοί.
Ρένος Αποστολίδης: Η παρομοίωση των ποιητών με ασθενείς έγινε σκοπίμως;
Τώρα που με ρωτάτε βλέπω πως κι απ’ αυτή την άποψη η παρομοίωση στέκει. Ο Ποιητής είναι λίγο-πολύ ένα άτομο “anormal”, αν φυσικά δεχθούμε ότι «φυσιολογικοί» άνθρωποι είναι οι μπακάληδες και οι χωροφύλακες. Ο κόσμος λέει συνήθως πως οι ποιητές είναι «ευαίσθητοι», «αλαφροΐσκιωτοι», κάποιος μιλάει για την «τρωτότητα» των ποιητών κι ο Μαρξ έλεγε πως οι ποιητές έχουν ανάγκη από πολλή τρυφερότητα. Ο Σεφέρης λέει κάπου πως όλη «η Ελλάδα τον πληγώνει» –νομίζω όμως πως ουσιαστικά όλος ο κόσμος τον «πληγώνει», γιατί ο ποιητής αισθάνεται υπεύθυνο τον εαυτό του για κάθε τι που συμβαίνει γύρω του. «Ο ποιητής», λέει ο Μαγιακόφσκι, «μένει πάντοτε χρεώστης απέναντι στον κόσμο. Πληρώνει πάντα τόκους και πρόστιμα, για τον πόνο των ανθρώπων».
Η τέτοια τοποθέτηση ταυτοποιεί περίπου τον Ποιητή με τον Χριστό: «Φταίω για όλα. Άρα δωσιλογώ για όλα. Αίρω τις αμαρτίες όλων». Βρισκόμαστε έτσι στην κορυφή της Προσωπικής Ευθύνης για τον Κόσμο: Ο τόσο «τρωτός» απ’ όλα του κόσμου Ποιητής, ταυτίζεται με τον εις όλα τα καίρια και τα ένοχα «τιτρώσκονται» τον Κόσμο Κριτή… Τόσο ψηλά; Ή όχι;
Βεβαίως. Αυτός θα πρέπει να είναι ο ρόλος του Ποιητή. Όσο όμως για το πώς γεννιέται η «τρωτότης» αυτή –και παράλληλα η τέτοια συνείδηση Ευθύνης– νομίζω ότι βασικός παράγων της είναι η προαιώνια αντίθεση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία ή την ομάδα. Ο Ποιητής, απ’ τη φύση του, δε μπορεί παρά να εκφράζει τις απόψεις του ατόμου. Αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με την κοινωνία ή την ομάδα, και θα ακολουθήσει –βασικά– έναν από τους παρακάτω τρεις δρόμους: Ή θα ασκήση κριτική στις κυβερνήσεις και στις ηγεσίες των κομμάτων, ή θα κλειστή στο γυάλινο πύργο του, ή θα συμβιβαστή και θα γίνει ένας κομφορμιστής. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως συνέβη με τους οπαδούς της «Τέχνης για την Τέχνη» στη Γαλλία τον 19ο αιώνα, μπορεί να ασκήση μια έμμεση κριτική, μια κριτική που δε φθάνει στην ουσία του ζητήματος, που αποδείχνει όμως, όπως λέει ο Πλεχάνωφ, ότι «υπάρχει διάσταση ανάμεσα στους καλλιτέχνες και στο κοινωνικό περιβάλλον». Για μένα, γνήσιοι Ποιητές είναι εκείνοι που διαλέγουν τον πρώτο δρόμο. Θα ’φτανα μάλιστα να πω, ότι θεωρώ δυνάμει ποιητές όλους εκείνους που, όπως περίπου λέει ο Καντ, «διαθέτουν ένα μυαλό και έχουν την τόλμη να το μεταχειριστούν χωρίς την καθοδήγηση κανενός».
Θα σας κρεμάσουν ανάποδα οι «καθοδηγηταί» και όλα τα κόμματα του κόσμου!
Ο Ποιητής είναι πάντοτε με το μέρος της Αντιγόνης και ποτέ με το μέρος του Κρέοντα. Είναι πάντοτε με το μέρος του Πάστερνακ και ποτέ με το μέρος της Ενώσεως Σοβιετικών Συγγραφέων – άσχετα αν ο Πάστερνακ προτίμησε να υποκύψη στην πίεση της σοβιετικής εξουσίας. Είναι πάντοτε ο Ποιητής με το μέρος όποιου διώκεται για Πνεύμα, και ποτέ με το μέρος της Γενικής Ασφάλειας, άσχετα ακόμα και με την ποιότητα του πνεύματος που διώκεται. Φτάνει ότι διώκεται, για να ’ναι με το μέρος του ο Ποιητής, κ’ εναντίον εκείνων που διώκουν.
Δηλαδή ο Ποιητής είναι ο κατεξοχήν Ελεύθερος; Κι ο κατεξοχήν Ανένδοτος; Το κατεξοχήν Πρόσωπο πάντα; Ο πιο Αντιομαδικός; Κι ο πιο «Αντι-οπαδός»;
Πρέπει να είναι. Η ομάδα εκφράζει τις απόψεις της μέσω των κυβερνήσεων, της ηγεσίας των κομμάτων. Οι κυβερνήσεις και οι ηγεσίες των κομμάτων καθοδηγούνται πάντα απ’ τη σκοπιμότητα. Ο Ποιητής βλέπει μακρύτερα απ’ τις σκοπιμότητες της Πολιτικής. «Ο στίχος μου», λέει ο Μαγιακόβσκι στους απογόνους, «θα φτάσει σ’ εσάς, περνώντας πάνω απ’ τις κορφές των εποχών, πάνω απ’ τα κεφάλια των ποιητών και των κυβερνήσεων!»
Δηλαδή, ο Ποιητής είναι ο ακατάπαυτα αντιστρατευόμενος την Εξουσία και την Πολιτική;
Ο Ποιητής είναι το αντίθετο του Πολιτικού, διότι αρνείται να υποταχτή στη σκοπιμότητα της Πολιτικής. Όταν υποταχτή, καίει τις τραγωδίες του σαν τον Πλάτωνα, ή αυτοκτονεί σαν το Μαγιακόβσκι – που είπε: «Είδα πως ο μπρούτζινος εαυτός μου άρχισε να εκτοπίζει τον ατσάλινο. Και γι’ αυτό τον σκότωσα». Ο ποιητής άρχισε να εκτοπίζει τον πολιτικό καθοδηγητή. Ο Μαγιακόβσκι, θεωρώντας καθήκον του να μείνει το δεύτερο, σκότωσε το πρώτο, και μαζί τον εαυτό του.
Ο δρόμος της ποιητικής ανυποταξίας είναι φυσικά ο δυσκολότερος. Οι κυβερνήσεις και οι ηγεσίες των κομμάτων μεταχειρίζονται κάθε μέσο για να «καναλιζάρουν» και να «ελέγξουν» την ποιητική δημιουργία. Παντού και πάντα, κι ώς τις μέρες μας, σ’ Ανατολή και Δύση, εξάσκησαν κ’ εξασκούν κάθε μορφή βίας για να αναγκάσουν τους ποιητές να συμμορφωθούν με τις εκάστοτε σκοπιμότητές τους. Οι δυσκολίες πληθαίνουν ακόμη περισσότερο απ’ το γεγονός ότι ο ποιητής, όπως και κάθε καλλιτέχνης, είναι «μάστορης». Έχοντας στα χέρια του ένα métier, δέχεται να γράφη ωδές επί πληρωμή, δέχεται να γίνη αυλικός στιχοπλόκος ενός ηγεμόνος, ακαδημαϊκός ή μέλος της Ενώσεως Σοβιετικών Συγγραφέων. Το γεγονός ότι αρκετά έργα, γραμμένα «κατά παραγγελίαν», είναι πράγματι αξιόλογα, επιτείνει ακόμη περισσότερο τη σύγχυση.
Δηλαδή, και τα βραβεία θέλετε να πείτε…
Ναι. Τα βραβεία είναι κι αυτά ένας τρόπος «παραγγελίας».
Δηλαδή ένα είδος προεξαγοράς; Μια «προδωροδοκία» του Ποιητή, να κάνει ποίηση «βολική» στις «ομάδες» και τις επιδιώξεις τους;
Ναι. Πιθανόν να υπάρξουν Ποιητές που γράφοντας θα επιθυμήσουν ενδόμυχα ν’ αρέσουν οι στίχοι τους στην επιτροπή του Φεστιβάλ της Βαρσοβίας ή στους δικούς μας τους «Δώδεκα».
Ειλικρινά, λοιπόν, εγώ λυπήθηκα πολύ διαβάζοντας τις διαμαρτυρίες των νέων Ποιητών μας για την πρόσφατη απόφαση αυτών των «Δώδεκα» να μην απονείμουν το βραβείο. (Διότι περί αυτού πρόκειται∙ περί του βραβείου. Αν ένας οποιοσδήποτε κριτικός, ή έστω και πολλοί κριτικοί, διατυπώνανε την άποψη ότι δεν υπάρχει σήμερα αξιόλογη ποίηση, αμφιβάλλω αν θα αγανακτούσαν τόσο οι νέοι ποιητές μας). Λυπήθηκα διαβάζοντας τις διαμαρτυρίες τους, γιατί δίνουν το δικαίωμα να υποθέση κανείς πως δεν έγραψαν λοιπόν τα ποιήματά τους επειδή αισθάνονταν την ανάγκη να τα γράψουν, αλλά γιατί απέβλεπαν σε μιαν «αναγνώριση», σε ένα «εύσημο», σε μια «καθιέρωση».
Σ’ ένα συμβιβασμό δηλαδή με το «κατεστημένο»; Σε μια θωπεία και μειδίαμα του «κατεστημένου»;
–Ναι. Λες κ’ ένα βραβείο θα μπορέση να προσθέση ποτέ έστω και ένα ελάχιστο στην όποια πνευματική αξία του έργου τους! Λες και δεν έχουνε μάθει ακόμα πώς απονέμονται τα βραβεία – όλα τα βραβεία, συμπεριλαμβανομένων και των βραβείων Νόμπελ, και Στάλιν, και Πούλιτζερ. Λες και δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους το γεγονός ότι, όταν η επιτροπή είναι μικτή, το βραβείο μοιράζεται στα δύο (Ρίτσος-Δικταίος, Καραντώνης-Λειβαδίτης).
Κριτήρια «πολιτικής» είναι δηλαδή τα κριτήρια με τα οποία απονέμονται όλα τα βραβεία, μαζύ και τα κρατικά μας;
Φυσικά. Ο Ρίλκε όμως λέει: «Πρέπει να γράφης μόνο όταν αισθανθής πως αν δεν γράψης θα πεθάνης!» Αυτό , βέβαια, είναι μια ωραία ποιητική υπερβολή. Νομίζω, ωστόσο, πως θα έπρεπε να κρατήσουμε ένα μετριοπαθέστερο έστω κανόνα. «Σβήνε αμέσως κάθε στίχο σου, μόλις διαπιστώσης πως τον έγραψες για να συμφωνή με την απαίτηση οποιουδήποτε ατόμου ή οποιασδήποτε ομάδας».
Όχι και της «μόδας»;
Και η μόδα έκφανσις του ομαδικού πνεύματος είναι.
Ώστε, σχεδόν, Ποιητής είναι ο τέλεια αφιλόδοξος, ο ιδανικά ατομικός και προσωπικός, που ούτε την καλή γνώμη των άλλων δεν πρέπει να εκζητή;
Πρέπει να είναι αυτό!
Το τέλειο «Εγώ» δηλαδή περίπου;
Περίπου…
Υποσημείωση: Οι συνεντεύξεις δημοσιεύτηκαν στις Εικόνες, τεύχη 190 και 194, Ιούνιος και Ιούλιος 1959 αντίστοιχα. Τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.