Σύνδεση συνδρομητών

Τ’ αλεξίπτωτα πέφτοντας μέσα στο χαλάζι των γερμανικών πολυβόλων

Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου 2021 02:12
20 Μαΐου 1941. Γερμανός αλεξιπτωτιστής έχει προσγειωθεί σε χωράφι, στο έδαφος της Κρήτης, ενώ πολλοί ακόμα συνάδελφοί του ετοιμάζονται με τη σειρά τους να προσγειωθούν.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
20 Μαΐου 1941. Γερμανός αλεξιπτωτιστής έχει προσγειωθεί σε χωράφι, στο έδαφος της Κρήτης, ενώ πολλοί ακόμα συνάδελφοί του ετοιμάζονται με τη σειρά τους να προσγειωθούν.

Η Μάχη της Κρήτης με «ρεπόρτερ» τον Γιώργο Σεφέρη

«[…]τ’ όμορφο  νησί ματώνοντας 

λαβωμένο∙ το ήρεμο νησί, το δυνατό νησί, το αθώο.

Και τα κορμιά σαν τσακισμένα κλαδιά 

και σαν ξεριζωμένες ρίζες».

(Γιώργος Σεφέρης, “Μέρες του Ιουνίου ’41”)

Συμπληρώθηκαν φέτος ογδόντα χρόνια από τη θρυλική αντίσταση της Κρήτης εναντίον των Γερμανών, τον Μάιο του 1941, και πενήντα από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη. Συνέδεσα και τις δύο επετείους με το κείμενο που ακολουθεί. Στη Μάχη της Κρήτης, δεν μπορεί βέβαια να παραγνωρίσει κανείς τη συμβολή των Άγγλων και των Νεοζηλανδών. Όμως αν η Μάχη καταγράφηκε και αναδείχθηκε ως μείζον ιστορικό γεγονός, αυτό οφείλεται στην απρόβλεπτη αυτοθυσιαστική αντίδραση του άμαχου πληθυσμού του νησιού που δεν είχε προηγούμενο. Συνήθως, όταν επιτίθεται ένας οργανωμένος πάνοπλος στρατός ή, εν προκειμένω, επιχειρεί αεροπορική επιδρομή, ο άμαχος πληθυσμός τρέχει όπως όπως να προφυλαχθεί για να σωθεί. Οι άνθρωποι της Κρήτης έδειξαν αυθόρμητα άλλη στάση, σήκωσαν το κεφάλι, είδαν ισότιμα τους πανίσχυρους εισβολείς και τους εμπόδισαν, με κάθε πρόσφορο μέσον, να προσεγγίσουν το πάτριο έδαφος.

Ο Γιώργος Σεφέρης με τη Μαρώ είχαν ήδη φθάσει στα Χανιά με το καράβι Έλση, στις 23 Απριλίου 1941. Η επιλογή της παραμονής τους σ’αυτή την πόλη, μαζί με άλλους αξιωματούχους της κυβέρνησης, έγινε πιθανόν λόγω γειτνίασης με τη Σούδα, λιμάνι που  είχε «οχυρωθεί με επάκτιο πυροβολείο, διέθετε αρκετά πυκνή αντιαεροπορική άμυνα και ήταν κλεισμένο με συρματόπλεγμα» (Το Βήμα, 26/5/1946). Από εκεί θα ήταν ευκολότερη η αναχώρησή τους όταν οι επικείμενες εχθροπραξίες θα το επέβαλλαν. Από την πρώτη στιγμή ό ποιητής έδειχνε να είναι συνεπαρμένος από το νησί. Γράφει: «Μεγάλη συγκίνηση κοιτάζοντας τα βουνά της Κρήτης: τέλειος τόπος.» Και παρακάτω : «Ευλογία Θεού αν ήταν βολετό να μείνουμε στην Κρήτη… Αφάνταστη λαχτάρα να ζήσω εδώ».

Το ζεύγος Σεφέρη φιλοξενήθηκε για λίγες μέρες σε φιλικό σπίτι στη Νέα Χώρα. «Καθώς ερχόμασταν,  συναγερμός∙ οι άνθρωποι στα χωράφια χωμένοι σε χαρακώματα με στυλωμένα μάτια, σαν κυνηγοί που περιμένουν να περάσει το κυνήγι». Ο Σεφέρης θέλησε να μάθει για τον εξοπλισμό και τα τρόφιμα που υπήρχαν στο νησί: «Έκαναν ό,τι μπορούσαν, μου  έλεγε ένας ντόπιος, απλοϊκός άνθρωπος, ό,τι μπορούσαν για να παραδώσουν την Ελλάδα χειροπόδαρα δεμένη στο Γερμανό. Είχαμε τόσα τουφέκια, οι αποθήκες γεμάτες ζάχαρη∙ τα ’στειλαν όλα στην Ελλάδα πριν σαράντα μέρες. Μάζεψαν και τα όπλα από τα σπίτια, που ήταν μια παρηγοριά. Έπειτα τι τους ήρθε να βάλουν τα κέντρα εκπαιδεύσεως στην Πελοπόννησο, αφού ξέραν πως θα ’ρχουνταν κάποτε εδώ. Αν τα είχαν στην Κρήτη, θα είχαμε τώρα μια δύναμη». Ο επιβεβαιωμένος και από άλλες πηγές αφοπλισμός των Κρητικών και η απουσία πολλών λόγω της συμμετοχής τους στο αλβανικό μέτωπο πέρασε σ’ ένα γνωστό λαϊκό άσμα:

Χίτλερ, να μη το καυχηθείς πως πάτησες την Κρήτη.

Ξαρμάτωτη την ήβρηκες και τα παιδιά της λείπαν.

Η γερμανική αεροπορία είχε ήδη αρχίσει τους βομβαρδισμούς προετοιμασίας για να διευκολύνει τη ρίψη των αλεξιπτωτιστών. Ο Γιώργος Σεφέρης σημειώνει:  

Οι συναγερμοί είναι υπερβολικά συχνοί. Η σειρήνα είναι ένα κλάξον αυτοκινήτου που μανουβράρει ένας χωροφύλακας. Κάποτες ακούς τα πολυβόλα στη στέγη πριν από τη σειρήνα… Κάνει εντύπωση η έλλειψη κάθε πολεμικής προετοιμασίας εδώ. Η κυβέρνηση δεν έκαμε τίποτε∙ ήταν το φυσικό της∙ αλλά οι Άγγλοι;

Πέρασαν είκοσι μέρες αγωνίας και έντασης στα Χανιά με αντιφατικές εκτιμήσεις για την επικείμενη από αέρος επιδρομή. Στην ερώτηση  του Σεφέρη προς έναν γνωστό του άγγλο αξιωματικό αν θα έμενε εκεί ή θα πήγαινε στην Αίγυπτο, εκείνος του απάντησε ότι «η Κρήτη δεν έχει τόση σημασία για μας». Ένας άλλος του μετέφερε την εξής πληροφορία: «Οι Γερμανοί λένε ότι θα ρίξουν πάνω στην Κρήτη όλη την αεροπορία που διαθέτουν στα Βαλκάνια, και πως θα την πάρουν σε δεκαπέντε μέρες.»

Ο Γιώργος Σεφέρης παραλληλίζει με δραματικές στιγμές του παρελθόντος, παρεμβάλλει γοητευτικές εικόνες του παρόντος και διαισθάνεται την επικείμενη καταστροφή:

Συλλογίζεται κανείς όπως στον καιρό της σκλαβιάς∙ τα ίδια νοήματα δημοτικών τραγουδιών ξαναγυρίζουν για να σου φέρουν την παρηγοριά ή την ελπίδα. Η θάλασσα από το παράθυρό μου, πέρα, χωρίς κανένα πλεούμενο, είναι έξοχη. Το νησί γεμάτο μυρωδιές από βότανα και λεμονάνθια. Μια αφάνταστη γαλήνη. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους του ανθρώπου πώς μπορεί, από τη μια στιγμή στην άλλη, να πέσει η φωτιά και το σίδερο μέσα σε μια τέτοια κατάνυξη. Έτσι πρέπει να ήταν η Χίος την παραμονή της σφαγής. Έτσι.

Ο καιρός περνάει «με την αβεβαιότητα, όχι της περίστασης, αλλά της απόφασης».  Tη Δευτέρα 12 Μαΐου, δύο μέρες πριν από την αναχώρηση για την Αίγυπτο, προβληματίζεται:

Με τρώει ακατάπαυτα η ιδέα να μείνω με κάθε τρόπο εδώ, όσο κρατήσει το νησί. Αυτό θα ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να μου τύχει. Αλλά τώρα το βράδυ, αφού τα γύρισα όλα μέσα στο κεφάλι μου, αρχίζω να ρωτιέμαι μήπως με κατέχει ένα είδος νοσηρού ρομαντισμού.

Η αναπόφευκτη απομάκρυνση από το βομβαρδιζόμενο από αέρος νησί και η μετακίνηση με το ολλανδικό υπερωκεάνιο στην Αίγυπτο, θυμίζει στον ποιητή το ταξίδι του στη Γαλλία το 1918, στο τέλος του περασμένου πολέμου: «Έχω την εντύπωση πως δε μεσολάβησε τίποτε από τότε∙ πως ο ίδιος πόλεμος εξακολουθεί. Ή ίδια ατμόσφαιρα του θαλασσινού κινδύνου και του εχθρού που παραμονεύει…». Η Κρήτη, μια μεγάλη πληγή που άφησε πίσω, τον απασχολεί διαρκώς. Παρακολουθεί συνεχώς από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Αθηνών τα ανακοινωθέντα των Γερμανών για τα αντίποινα. « Ο Μπραΐμης στην Πελοπόννησο ήταν άγιος μπροστά τους», σχολιάζει.

Η Μάχη της Κρήτης διήρκεσε δέκα μέρες: 20-29/5/1941. Ο Γιώργος Σεφέρης επέλεξε να την παρουσιάσει εν θερμώ, την επομένη, Παρασκευή 30 Μαΐου, μέσα από την αφήγηση ενός άγγλου αξιωματικού που είχε επιστρέψει το προηγούμενο βράδυ από το Ηράκλειο:

Τ’ αλεξίπτωτα, με όλα τα χρώματα, πέφτοντας μέσα στο χαλάζι των γερμανικών πολυβόλων. Οι Κρητικοί, άλλοι χωρίς όπλα, άλλοι χωρίς φυσίγγια, πέφτοντας με τα χαντζάρια πάνω στον εχθρό∙ οι Νεοζηλανδοί με την ξιφολόγχη∙ κι αυτοί χωρίς πολεμοφόδια. Το Ηράκλειο ζωσμένο από παντού∙ το λιμάνι του γεμάτο βουλιαγμένα καράβια και οι Κρητικοί λέγοντας στους Εγγλέζους: «Φύγετε εσείς∙ εμείς έχουμε τα βουνά». Τα νοσοκομεία γκρεμισμένα πρώτα πρώτα από τους βομβαρδισμούς. Γερμανοί αιχμάλωτοι ομολόγησαν πως το έκαναν επίτηδες, σύμφωνα με διαταγές, για να ρίξουν το ηθικό του κόσμου. Αφάνταστο μακελειό∙ βρώμα από την αποσύνθεση των νεκρών, που δεν πρόφταιναν να τους θάψουν∙ τόσο, που ανάσαναν όταν ήρθε η αποφορά της ανθρώπινης κοπριάς να σκεπάσει για μια στιγμή τη μυρωδιά των πτωμάτων. Γερμανοί αιχμάλωτοι τους είπαν ότι ο πόλεμος πρέπει απαραίτητα να τελειώσει το Σεπτέμβρη. Πάνω στο καράβι που τον έφερε σκοτώθηκαν 200, κι έχασαν δυο καράβια από τη νηοπομπή. Ο αξιωματικός αυτός άρχισε να κλαίει όταν του μίλησαν για τους Κρητικούς.  

Η τελευταία φράση έφερε στη μνήμη  μου δύο στίχους του Σεφέρη:

Αυτός ο άνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας 

κανείς δεν ξέρει να πει γιατί   

Την εικόνα συμπληρώνει, με το γκρεμισμένο τοπίο της Δυτικής Κρήτης, ο Στυλιανός Μ. Δημητρακάκης, υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Τσουδερού, ο οποίος ήταν ο τελευταίος που άφησε το νησί:  «Έφυγε μετά τον αρχηγό των Ελληνικών Δυνάμεων. Διηγείται ιστορίες καταστροφής. Από τη Δευτέρα [26/5] είχε πάρει τα βουνά γύρω από τα Χανιά. Τα γερμανικά αεροπλάνα πολυβολούσαν και μπομπάρδιζαν τα πάντα λες κι έκαναν ασκήσεις. Δεν υπήρχε τίποτε να τους αντισταθεί∙ κατάστρεφαν κάθε ζωντανό που έβλεπαν∙ ένα παιδί ή ένα αυτοκίνητο. Μιλάει κι αυτός για τον πληθυσμό που πολέμησε με ό,τι του λάχαινε στα χέρια. Όταν άφησε τα Χανιά, μόνο το διοικητήριο ήταν ορθό, ίσως γιατί στα υπόγεια φύλαγαν Γερμανούς αιχμαλώτους».

Στα ογδόντα χρόνια που ακολούθησαν, η ηρωική Μάχη έτυχε δικαιολογημένα μεγάλης δημοσιότητας και εν πολλοίς μυθοποιήθηκε. Οι συνεχείς όμως αναφορές γίνονταν συνήθως σε υψηλούς επετειακούς τόνους και στους Κρητικούς αποδίδονταν υπεράνθρωπες διαστάσεις. Στους αντίποδες κινείται η σκέψη και ο λόγος του Σεφέρη. Χαμηλή φωνή, ευαισθησία και συγκίνηση, λεπτή παρατήρηση, ερευνητικό πνεύμα και τολμηρή κριτική ματιά προς τους ιθύνοντες Έλληνες και Βρετανούς.

Σημείωση: Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο, Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ΄. 1 Γενάρη 1941 – 31Δεκεμβρίου  1944

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.