Η διόρθωσή μου αφορά τον μονολεκτικό τίτλο «Τραγούδια» αντί του σωστού «Τραγούδι». Το διαφορετικό νόημα που δίνεται με τον πληθυντικό είναι προφανές γιατί αφήνεται να υπονοηθεί ότι κάποια τραγούδια διαπλέκονται μέσα στους στίχους. Διευκολύνει δηλαδή την παρανόηση και παρασύρει ακόμη και τον σοβαρό επιμελητή της έκδοσης σε ένα εντελώς αυθαίρετο συμπέρασμα: «Ο πληθυντικός αριθμός του τίτλου (Τραγούδια, αντί Τραγούδι) αποτελεί μάλλον ένδειξη αυτοειρωνείας: τραγούδια, ασήμαντα πράγματα…».
Ο ποιητής όμως είχε στείλει στο περιοδικό το ποίημα με τον τίτλο «Τραγούδι» και, πιθανόν από τυπογραφική αβλεψία, προστέθηκε στο τέλος το «α». Αυτό τεκμαίρεται από την ιδιαίτερη μνεία που γίνεται στο ίδιο τεύχος (σ. 796) στη στήλη «Κρίσις συνεργασίας αναγνωστών», Ν. Καββαδίαν: «Το “Τραγούδι” που δημοσιεύομεν είναι πολύ καλό, κυρίως στην έμπνευσιν. Μπορείτε να γράψετε πολύ καλά αν θελήσετε να δέσετε περισσότερο την ρίμα με τον ρυθμό και αν θα έχετε τέτοιες εμπνεύσεις». Το ποίημα δεν κρίνεται απλώς δημοσιεύσιμο αλλά και επαινείται. Οι έπαινοι ευστοχούν γιατί πρόκειται για ένα λυρικό αφήγημα με μελαγχολικές προεκτάσεις και πετυχημένες ρίμες. Υπάρχουν και μοτίβα που θα περάσουν σε μεταγενέστερα ποιήματα, κυρίως στα Μαραμπού. Εκείνα όμως που βρίσκω να έχουν περισσότερο ενδιαφέρον είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία με τον ποιητή να «μιλά για τον εαυτό του σαν να ήταν κάποιος άλλος που μιλά γι’ αυτόν ή σαν αυτός να μιλά για κάποιον άλλον» (Ph. Lejeune). Συγκρατώ και την παρατήρηση του G. Saunier για τη «σχέση του ήρωα Μάριου με τη μυθοποιημένη μορφή του ποιητή Καββαδία» προσθέτοντας ότι το όνομα παραπέμπει στους Αθλίους του Ουγκώ. Την τεχνική του υπαινικτικού αυτοσκιτσαρίσματος χρησιμοποίησε και στις τρεις συλλογές του. Παραθέτω ενδεικτικά κάποιες λέξεις και στίχους: «άσχημος είμαι», «ο μουγγός , ο γιος της Δωροθέας», «τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που ’χα για περηφάνεια», «γέροντας ναύτης».
Ο ολιγογράφος ποιητής φαίνεται να έδινε ιδιαίτερη σημασία στους τίτλους των ποιημάτων του. Εξάλλου το ένα τρίτο από αυτά είχαν ως τίτλο μία μόνο λέξη, με το «Καφάρ» να επιδέχεται τις περισσότερες ερμηνείες.
Το ποίημα με τον σωστό τίτλο:
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Τραγούδι
Στην πληκτική, κατάξερη και γκρίζαν εξοχή
σε μια μικρούλα κάμαρα μ’ ασπροβαμμένους τοίχους
εχθές ο Μάριος πέθανε, τ’ ασθενικό παιδί
ξάφνου καθώς εδιάβαζεν κάποιο βιβλίο με στίχους.
Ήταν ένα παράξενο παιδί, χλωμό πολύ
βραδύγλωσσο κι ιδιότροπο και πάντα είχε τη σκέψη
να φύγει από το σπίτι του με κάποιο φορτηγό
πλοίαρχος να γίνει και πολύ μακριά να ταξιδέψει.
Κι όμως από το σπίτι του δεν έφυγε ποτέ
κι όταν κινούσε του ’βρισκαν πάντοτε μιαν αιτία
και τη βαλίτσα του έλυνε σαν πάντα σκυθρωπός
ενώ οι δικοί τον πείραζαν και του ’λεγαν αστεία.
Κι αυτός που ’χε παράξενη κι αισθαντική ψυχή
γιομάτη από των μακρινών μερών τη γοητεία
κλεισμένος σ΄ ένα σκοτεινό γραφείο και πνιγερό
κρατώντας, εκουράστηκε, λογιστικά βιβλία.
Κι έξαφνα χθες επέθανε στη θλιβερή εξοχή
διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο γεμάτο στίχους.
Ήτανε βράδυ κι έπεφτε παράξενα το φως
του ηλεκτρικού στους παγερούς, ασπροβαμμένους τοίχους.
Θεέ μου λέν οι άνθρωποι πως είσ’ έτσι καλός
και δίνεις κάτι όταν κανείς με πίστη στο ζητήσει.
Άκου μια χάρη που ζητώ από σε γονατιστός
Γι’ αυτόν που δεν εμπόρεσε τη ζήση του να ζήσει.
Στη λίμνη εκεί του Αχέροντα με τα θολά νερά
που απάνω τους του Χάροντα το μαύρο ακάτι οδεύει
άκουσε Θε μου κι άσε τον εκεί παντοτινά
«Δόκιμο πλοίαρχο», άσε τον εκεί να ταξιδεύει.
Κι έτσι ως το ακάτιο θα περνά τη λίμνη τη θολή
κι αυτός ορθός θα κάθεται κρατώντας το τιμόνι,
– ο Χάρος όπως πάντοτε θα στέκει στα κουπιά–
θα ξεγιελιέται και θα λέει στη Μάλτα πως ζυγώνει.
Θεέ μου απόψε η λύπη μου έγινε αβάσταχτη πολύ
κι έτσι βαριά κι αθέλητα κατέβηκε στα χείλη
κι έγινε ετούτη η προσευχή που αν φθάσ’ ίσαμε σε
θα μοιάζει ήχο παράφωνο που βγαίνει από κοχύλι.