Οι Παργινοί διατήρησαν την ελευθερία τους και σχετική αυτονομία για τριακόσια πενήντα χρόνια, υπό την αριστοκρατία των Ενετών. Στη συνέχεια, ο πολυφίλητος τόπος πέρασε ζιγκ-ζαγκ υπό την Δημοκρατία των Γάλλων δεκαοκτώ μήνες, υπό τους Ρώσους πέντε χρόνια, υπό τον Σουλτάνο τριάμισι, πάλι υπό τους Γάλλους επτά, από τους οποίους παραδόθηκε στους Άγγλους. Οι Παργινοί, φοβούμενοι την επιδρομή του Αλή Πασά, υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν τους Άγγλους, οι υποσχέσεις των οποίων περί «στερεάς και αγρύπνου προστασίας» αποδείχτηκαν «ψευδείς, απατηλαί, ολέθριαι». Η Πάργα παραδόθηκε «ασυνειδήτως και εν εκπλήξει όλου του κόσμου εις τους αιμοσταγείς όνυχας του προ πολλών ετών διψώντος αίματος Αλή Πασά». Ο ιστορικός Χριστόφορος Περαιβός υπογραμμίζει:
τοιαύτης ασπλαχνίας και μισανθρωπότητος παραδείγματα και εις αυτάς πιθανόν περί των βαρβάρων και αγρίων εθνών τας ιστορίας, σπανίως ευρίσκομεν.
Χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο αργυρώνητος Βρετανός αρμοστής Ιονίων νήσων Τόμας Μέτλαντ για να οικειοποιηθεί ο Πασάς Τεπελενλής την απόρθητη Πάργα. Ένα πρωθύστερο μνημείο του 1814 που έχτισε έξω από την πόλη και φέρνει τ’ όνομά του (Κάστρο Αλή Πασά) μένει για να τον θυμίζει.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης περιγράφει λυρικά τη δόλια παράδοση:
Είδανε τον Αλήπασα να ρυάζεται τριγύρου,
σαν έφαγε ώς το κόκκαλο τη σάρκα της Ηπείρου,
και να μουγκρίζη για βοσκή, το λάρυγγα ν’ απλώνη…
Κι είδανε τότε ένα φονιά τα νύχια να καρφώνη
στην εύμορφη την Πάργα σου και στου θεριού το στόμα
να παραδίνη παίζοντας το τρυφερό της σώμα.
Ο Ανδρέας Κάλβος αφιερώνει την Έβδομη Ωδή «Εις Πάργαν», ενώ ο Γιώργος Σεφέρης στις Μέρες (1945-1951), στο ποίημά του «Θεόφιλος», συσχετίζει τα Δεκεμβριανά με τα γεγονότα της Πάργας.
Κι ο ένας Δεκέμβρης χειρότερος απ’ τον άλλον.
Τον ένα χρόνο η Πάργα τον άλλο οι Συρακούσες·
κόκαλα των προγόνων ξεχωσμένα, λατομεία.
Το περιστατικό από τον ιστορικό της Πάργας:
Οι Πάργιοι ακριβώς γιγνώσκοντες αφ’ ενός την αμείλικτον και αιμοβόρον ψυχήν του Βεζύρη και αφ’ ετέρου του αρμοστού την απάτην, τα οστά των προπατόρων προσέτι πολλοί εξ αυτών, εξορύξαντες τους τάφους, έλαβον μεθ’ εαυτών, πλέοντες δε προς την Κέρκυραν τα έρριπτον εις τον πυθμένα της θαλάσσης.
Λόρδος Μπάυρον και Αλή Πασάς
Στη βιογραφία του Λόρδου Μπάυρον του Ι. Ζερβού (έκδοση Γ. Παπαδημητρίου & Σία, χ.χ.), ο Άγγλος ποιητής, τον Ιούνιο του 1809, ταξίδεψε στην Πορτογαλία, στην Κάτω Ισπανία, στη Σαρδηνία, στη Σικελία και στη Μάλτα απ’ όπου, με πολεμικό της πατρίδας του, βρέθηκε στην Πρέβεζα. Ανέβηκε στα Γιάννενα και φιλοξενήθηκε από τον Αλή Πασά. Ο Φρέντερικ Πρόκος (1908-1989), αυστριακής καταγωγής Αμερικανός πεζογράφος και ποιητής, στο ιστορικό του μυθιστόρημα Τα χειρόγραφα του Μεσολογγίου (μετάφραση: Παναγιώτης Σκόνδρας, Αστάρτη, Αθήνα 2003), παρουσιάζει τη συνάντηση στο παλάτι του Πασά σαν να έγινε το 1824, δηλαδή σε μεταγενέστερο χρόνο. Ο συγγραφέας περιεργάζεται τους χώρους: δροσερά μαρμάρινα δώματα, ανατολίτικοι καναπέδες, μεγάλοι και κόκκινοι, ευθυγραμμισμένοι κατά μήκος των τοίχων, και στη μέση σιντριβάνι. Προσέχει και τις ενδυμασίες: χρυσοκέντητοι μανδύες, κόκκινα βελούδινα γιλέκα και, περασμένα στη ζώνη, πιστόλια και εγχειρίδια με ασημένια λαβή. Εστιάζει στη μορφή του Αλή Πασά:
Αυτός ο αιμοσταγής τύραννος που είχε δολοφονήσει χιλιάδες ανθρώπους, ήταν ένας άνδρας με φίνους τρόπους και μεγάλη οξύνοια. Το πρόσωπό του ήταν σημαδεμένο και γωνιώδες, το βλέμμα διαπεραστικό και ωστόσο γλυκό, η γενειάδα μαλακή και κάτασπρη, τα χείλη μικρά σαν γυναικεία. Φορούσε χρυσοκέντητο φέσι, μαύρο γούνινο γιακά και παντόφλες από γαλάζιο επιχρυσωμένο μαροκινό.
Ακολουθεί ο επινοημένος διάλογος:
–Είστε νέος, πείτε μου, γιατί αφήσατε τη χώρα σας;
–Μου αρέσουν τα ταξίδια.
–Τα ταξίδια! Τα ταξίδια είναι επικίνδυνα! Εκτίθεστε σε ακατονόμαστους κινδύνους, αγόρι μου. Μου είπαν ότι είστε λόρδος. Δεν εξεπλάγην. Μόνον ένας λόρδος μπορεί να έχει χέρια τόσο ντελικάτα και αυτιά τόσο μικρά. Θαυμάζω πολύ τη μεγαλόπρεπη σπάθα σας και τις επίχρυσες επωμίδες σας. Με γοητεύουν επίσης τα μάτια σας και το πονηρό και αυθάδικο χαμόγελό σας. Παρακαλώ θεωρήστε με πατέρα σας όσο θα μείνετε στο Τεπελένι. Θα σας περιμένω στα δώματά μου τα μεσάνυχτα. Θα μιλήσουμε για ποίηση.
Εφημερίδα Αλή Πασσάς Τεπελενλής, 1875-1877
Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι στην Ελλάδα, πενήντα χρόνια μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, θα εκδιδόταν έντυπο με τίτλο Αλή Πασσάς Τεπελενλής. Στο εκδοτικό σημείωμα του πρώτου φύλλου (5/3/1875) απαριθμούνται τα εμπόδια που συνάντησε η έκδοση. Ο Νομάρχης «δεν δίδει άδειαν να εκδοθεί εφημερίς υπό τουρκικόν όνομα». Οι εκδότες προς στιγμήν ταλαντεύτηκαν και σκέφτηκαν να δώσουν τον τίτλο Τσικνίδα. Επέμειναν όμως στον αρχικό γιατί δεν ήθελαν να περάσει «το κέφι του Νομάρχου». Η εφημερίδα με τον πιο παράδοξο τίτλο, Αλή Πασσάς Τεπελενλής, είχε μικρό σχήμα, λίγες σελίδες και πολιτικο-σατιρικό περιεχόμενο. Στις σελίδες της είχαν ιδιαίτερη παρουσία τα δικηγορικά θέματα και απουσίαζαν τα ονόματα αρθρογράφων. Ως υπεύθυνοι συντάκτες εμφανίζονται οι Β. Βέργος και Δ. Καλλιγάς.
Ο Αλή Πασσάς Τεπελενλής δημοσίευσε τις κρίσεις των εφημερίδων μόλις κυκλοφόρησε:
– Ο “Νεολόγος” εύρε το φύλλον μας καλό.
–Η “Εφημερίς” εύρε μερικά νόστιμα αληθώς αλλά και μερικά ανάλατα.
–Η “Στοά” εύρεν ευφυολογίας οίτινες ηδύναντο να γραφώσι κάλλιον.
–Ο “Εθνοφύλαξ” ξηρά ξηρά ανήγγειλε την έκδοσιν.
Από την ύλη ενός παράξενου εντύπου διαλέγω ένα αξιοπερίεργο θέμα.
Νοέλ Βύρωνος ποιητού κατοίκου του Άδου
Κατά
Εμμ. Ροΐδου συγγραφέως της Παπίσσης Ιωάννας, κατοίκου Αθηνών.
Ενώπιον των εν Άδη Δικαστηρίων.
Ο εναγόμενος, κατά το 1866 εξέδοτο σύγγραμμά τι επιγραφόμενον Η ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ. Εν τω συγγράμματι τούτο πολλάς ιδέας, φράσεις, σκηνάς, και ολόκληρα χωρία οικειοποιήθη ο εναγόμενος, εκ του εμού συγγράμματος ο Δον Ζουάν, πνευματικής μου περιουσίας, χωρίς να λάβη την απαιτούμενην άδειαν, ουδέ καν να κάμη μνείαν τούτου, αλλά προσεπάθησε διά της σιωπής να περιέλθη εις την κυριότητα της πνευματικής μου ταύτης περιουσίας. Διά ταύτα και δι’ όσα κατά την συζήτησιν της δίκης θέλω εκθέσει ενάγω τον κ. Ροΐδην, συγγραφέα της Παπίσσης Ιωάννας και κάτοικον Αθηνών, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως εμφανισθή εμπροθέσμως αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου προς συζήτησιν και
Ε ξ α ι τ ο ύ μ α ι
- Να μοι αποδώση άπασαν την πνευματικήν μου περιουσίαν την εν τω ρηθέντι συγγράμματί του της Παπίσσης Ιωάννας ενυπάρχουσαν.
- Να μοι αποδώση παν ότι διά της Παπίσσης Ιωάννας εκέρδισεν∙ και
- Να καταδικασθή εις τα έξοδα και τέλη.