Γιατί κρύβεται ο κόσμος και κρυφομιλάει πατέρα;
Ποια φροντίδα τόνε δέρνει, ποια τον κυνηγάει φοβέρα;
Γιατί τάχα τριγυρίζουν όλοι αυτοί οι παληκαράδες
με κατεβαστά καπέλα, σηκωμένους τους γιακάδες;
Κι όλες τούτες οι στριμμένες και τσαλακωμένες μούρες
με μαχαίρια στο ζουνάρι και στα χέρια τους μαγκούρες;
***
Γιατί σαν αυτή, παιδί μου, την καταραμένη μέρα
–Του Μεταξισμού η μέρα–
Εξαπλώθη στην Ελλάδα, μόλεψε όλες τις πηγές
Μάρανε παντού τα στάχυα
Επληθύναν τα βατράχια
Κι’ είναι η χώρα πια γεμάτη από έλκη και πληγές.
***
Μιαν ημέρα σαν ετούτη, πάνε δύο χρόνια τώρα,
Μαύρη ερημιά θανάτου σκέπασε παντού τη χώρα
Πατηθήκανε υποσχέσεις
Λόγοι, όρκοι και τιμή.
Κι’ έτσι δίχως αφορμή,
απ’ τη δόλια μας πατρίδα
Έφυγε η χαρά κι΄ ελπίδα
και στο ντροπιασμένο χώμα
όπου σκλάβος πια πατάς
Η σημαία κυματίζει μ’ ένα «Άρπαξε να φας».
***
Μιαν ημέρα σαν κι’ ετούτη, που την καταριώνται οι μάνες
Μερικοί πλιατσικολόγοι και καμπόσες καραβάνες
Με απάτην και με ψέμμα
Και με βοηθό το Στέμμα
Καταλάβαν την Αρχή.
Από τότε η εξουσία βασιλεύει των ντραμπούκων
Ενώ πλήθη μαμελούκων
Παρελαύνουν σιωπηλά.
Γιατι τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Την παρωδία του Ύμνου, δημοσίευσε στην εφημερίδα Ελευθερία ο συνεργάτης της Γρηγόριος Δαφνής, ως 57η συνέχεια της μελέτης του «Η 4η Αυγούστου.