Συζητώντας για τις αξίες της ζωής καταδικάζει το μίσος, και γράφει στον φίλο του ότι οι στοχασμοί που δημιουργούν τα γράμματά του: φέρνουν στην επιφάνεια της σκέψης την μοναχή αλήθεια της ζωής: τη ζωή.
15ο γράμμα[i]
Cincinnati, Φεβρουάριος 16, 1957(8)[ii]
Φίλε Γιώργο
Ήταν ανάγκη να στερηθώ την επικοινωνία μου με σένα και ένα σωρό άλλους ακόμη φίλους για να μπορέσω να ανταποκριθώ στις βαριές δουλειές που φόρτωσα τον εαυτό μου.
Λυπάμαι μολαταύτα που έτσι δύσκολες που ήταν κι οι δικές σου ώρες, καθώς μου γράφεις στα δύο τελευταία σου γράμματα δεν κατόρθωσα να σου στείλω δύο λόγια νωρίτερα. Σου γράφω, λοιπόν, λίγες γραμμές ύστερα από την επιτυχή έκβαση των εξετάσεων του πρώτου εξαμήνου. Έτσι που ο καθημερινός αγώνας ξαναπήρε την κανονική του μορφή και μου αφήνει φτωχά περιθώρια χρόνου.
Είδα με ευχαρίστηση ότι η αδελφή σου είναι καλύτερα και μπόρεσες ν’ ανταποκριθείς στην κρισιμότητα των περιστάσεων και πως είσαι καλά. Έλαβα καθώς σου έγραψα βιαστικά σε μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα τα σχόλια του Τύπου σχετικά με τον θάνατο του Καζαντζάκη και θερμά σ’ ευχαριστώ. Χάρηκα αφάνταστα που η Πολιτεία επισήμως τίμησε τον νεκρό και διάβασα με πιο πολλή ευχαρίστηση το αφιερωμένο στον Καζαντζάκη τεύχος της Νέας Εστίας που της είμαι τακτικός συνδρομητής από πέρυσι. Πρόσεξα πολύ τα σχόλιά σου στο χρονογράφημα του Παλαιολόγου. Ο Παλαιολόγος έχει κάνει από χρόνια στυλ τον καιροσκοπισμό και μπορεί ν’ ακούγεται υποφερτά στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου μα πάνω από εκεί πολύ σπάνια, αν όχι ποτέ, μπορεί ν’ ακουσθεί σαν πνευματική αξία. Ο άνθρωπος βρήκε πως του πάει καλύτερα να παίξει τον ρόλο του πρωταγωνιστή στον Καραγκιόζη του Πασαλιμανιού παρά επιμέρους ρόλους σε σοβαρότερες σκηνές της τέχνης και του πνεύματος.
Ο Καζαντζάκης έχει κριθεί φίλε μου όταν έπρεπε να έχει κριθεί κι όπως έπρεπε. Η ανθρωπότητα του χρωστά πολλά και είναι ευτύχημα που αναγνώρισε την οφειλή της. Η Νέα Ελληνική γενικά του χρωστά ακόμα πιο πολλά, και πρώτη μας φορά που υψώθηκε τόσο ψηλά να αισθανθεί αυτό το χρέος μας και στον ζωντανό και στον νεκρό Καζαντζάκη‧ και στον άνθρωπο και στην ιδέα.
Καθώς μου λες και καθώς φαίνεται στα τελευταία σου γράμματα ακόμη καρτερείς τον Θεό να βάλει- αν έχει- το χέρι του. Δεν έχει φίλε μου ο Θεός χέρι. Το χέρι του ανθρώπου, το χέρι μας, το χέρι σου και το χέρι μου. Είναι ότι το λέμε: χέρι του Θεού και χέρι δαίμονα. Κι είναι δική μας δουλειά αν έχωμε ή όχι τέτοιο χέρι. Και ποτέ προσωπική μας υπόθεση αν θέλουμε να βάλουμε το χέρι αυτό. Και θεοί και δαίμονες είμαστε εμείς. Τι τον αποζητάς, λοιπόν, ακόμα μάταια τον Θεό. Έξω από σένα, γιατί δεν σκάβεις μέσα σου να τον βρεις; Να τον τραβήξεις από τα βάθη της σκέψης σου να τον ξεθάψεις, έτσι που τον έθαψαν οι σκέψεις των άλλων, να τον θρονιάσεις στην ψυχή σου και την σάρκα σου, στα νεύρα σου σε όλο σου το είναι. Και αν είναι ο Θεός μαζί σου είτε στην Αθήνα , είτε στον Βόλο, είτε ζεις είτε πεθαίνεις. Είτε ο κόσμος- κι εσύ μαζί- υπάρχει, είτε χάνεται. Κι όταν ζεις στο βασίλειο των ανθρώπων κι όταν ζεις στο βασίλειο των ουρακοτάγκων. Ακόμα λοιπόν ψάχνεις για τον Θεό έξω από σένα; Δεν θα τον βρεις ποτέ Γιώργο.
Φθάνει όσο έχεις καεί φίλε μου. Δεν έχεις τίποτε άλλο να κάψεις πια μέσα σου. Χτίσε τώρα. Χτίσε τον καινούργιο άνθρωπο, ικανό να προσαρμοσθεί στην μοίρα του. Έτσι θα μπεις στον δρόμο και τη λύτρωση που αποζητάς.
Τι κάνεις άλλο και πως περνάς. Τι κάνουν οι δικοί σου και ο κόσμος αυτού;
Με αγάπη πάντα
Φιλικά
Βαγγέλης
(σημείωση: στο ίδιο φάκελο περιείχε μονοσέλιδο πρόγραμμα του Κινηματοθεάτρου «Ορφεύς» για την ταινία του 1957 Ο ΗΛΙΟΣ ΑΝΑΤΕΛΕΙ ΞΑΝΑ- 8. 1957)
16ο γράμμα
Φίλε μου Γιώργο
Μέσα από την ψυχή μου σου εύχομαι πολλά και ευτυχισμένα χρόνια με την ευκαιρία της γιορτής σου. Ο Θεός νάναι πάντα μαζί σου, φίλος και συμπαραστάτης και εμπνευστής σου
Μ’ αγάπη
Βαγγέλης
(Κάρτα)20/4/58
17ο γράμμα
Cincinnati, March 22, 1958
Φίλε μου Γιώργο
Διαβάζω ακόμα το τελευταίο σου γράμμα, κι όπως το διαβάζω βυθίζεται ακούσια η σκέψη μου σε ένα σωρό στοχασμούς. Άλλοι από δαύτους αγκιστρώνουν ελπίδες, άλλοι απογοητεύσεις, άλλοι τίποτα. Όλοι τους ωστόσο φέρνουν στην επιφάνεια της σκέψης την μοναχή αλήθεια της ζωής: τη ζωή. Και μέσα στα σπλάχνα τις ελπίδας, και στο βαθύ σκοτάδι της απογοήτευσης, και στο αγκάλιασμα του τίποτα ξεχωρίζει η ζωή. Κι ελπίδα κι απογοήτευση και τίποτα είναι η ζωή.
Ποτέ δεν την αγάπησε την ζωή ο άνθρωπος. Κι εκείνη τον εκδικήθηκε όσο αξίζει. Τον αφήκε να πνίγεται μέσα στο μίσος του, και συνέχισε αδιάφορη τον δρόμο της αιωνιότητας. Αλήθεια πες μου αν υπάρχει κάτι σκληρότερο απ’ το να σ’ αφήσει κανείς να σε συντροφεύει το μίσος σου; Είναι, φίλε μου, σκληρό νάναι όλα γύρω σου μίσος!
Ποτέ δεν την ένοιωσε την ζωή ο άνθρωπος, και το χειρότερο: ποτέ δεν θέλησε να την νοιώσει. Δεν στάθηκε ποτέ να την γιομίσει με ενδιαφέρον, να την ιδεί καλοπροαίρετα. Έκτρωμα εγωισμού υπήρξε πάντα η ματιά που της έριξε, ματαιόδοξα, υπεροπτικά και με περιφρόνηση. Όσο ήταν κτήνος ζούσε αρμονικά μαζί της. Κι ήταν ο αέρας όλος ελεύθερος, κι η γη απέραντη και δική του. Απ’ όταν έγινε άνθρωπος του στερήθηκαν όλα: κι η λευτεριά κι η γη. Και μολύνθηκαν όλα, ακόμα και η ηδονή.
Και μ’ όλα ταύτα, η ζωή τον αγάπησε τον άνθρωπο: δεν τον απάτησε ποτέ. Δεν τον μίσησε ποτέ, του απογυμνώθηκε χιλιάδες φορές και τούπε: νάμαι, και πάνω απ’ όλα του έδωκε το προνόμιο να ζει και να πεθαίνει οπόταν θέλει. Μεγάλο, φίλε μου, προνόμιο να πεθαίνει κανείς όποτε θέλει. Να κόβεις τους δεσμούς του με την ζωή όποτε του καπνίσει. Μεγάλο και μοναχά για τον άνθρωπο προνόμιο.
Μα εμείς δεν θέλουμε να πεθάνουμε. Έτσι είναι. Αν είναι κάτι που αγαπάμε πολύ είναι η ζωή. Μα όχι ετούτη η ζωή. Όχι ετούτο το θλιβερό ανακάτωμα του πόνου, και της χαράς. Θέλουμε τη ζωή όπως τη θέλουμε εμείς. Δεν την θέλουμε με ανάγκη και ικανοποίηση. Τη θέλουμε ολόκληρη νάναι ικανοποίηση. Δεν την θέλουμε σκλαβιά και λευτεριά‧ τη θέλουμε απέραντη λευτεριά. Θέλουμε ηδονή δίχως πόνο, θέλουμε ευτυχία δίχως θλίψη, και θέλουμε φως δίχως σκοτάδι. Αλήθεια φίλε μου Γιώργη, τάχα τι θα ικανοποιήσουμε δίχως νάχουμε ανάγκη; Πως είναι η λευτεριά που δεν προϋποθέτει σκλαβιά; Και να υπάρχει αλήθεια ηδονή δίχως πόνο, ευτυχία δίχως θλίψη; Και το φως τι θα φέξει, όταν κα το σκοτάδι γίνει και τούτο φως;
Αλλά, ό,τι θέλουμε ν’ αλλάξουμε – στη βαθιά και σωστή του έννοια – δεν είναι έξω μας κι ότι μισούμε πάλι δεν είναι περ’ από μας. Ζωή, είμαστε εμείς. Και το μίσος μας πέφτει επάνω μας. Και μεις δεν θα αλλάξουμε φίλε μου ποτέ. Θάχουμε πάντα ανάγκες. Κι από την ένταση των αναγκών μας και τον βαθμό της κόρεσης τους θα εξαρτάται αιώνια η ύπαρξη μας κι ευτυχία μας.
Υπάρχουν πάντα όπως για σένα και για μένα προβλήματα, φίλε μου, πολλά, που όλα γεννιόνται από την αιώνια πάλη του ανθρώπου για πιο πολύ ευτυχία και για λιγότερη θλίψη. Μου φαίνεται πως κάτι καλύτερο και θετικότερο θα βγει από την αλληλογραφία μας ετούτη αν καταπιαστούμε με αλήθειες κι αν μεταφέρουμε τη συζήτηση σε σημεία θετικά και συγκεκριμένα. Στερούμαι αφάνταστα το χρόνο, μα ωστόσο μπορώ πάντα να πιστεύω πως δεν στερούμαι ποτέ ότι μου ανήκει. Και η ελπίδα πως και συ και εγώ θα πιούμε κάποτε ένα ποτήρι λυτρωμένο κρασί σε μια άκρη της Αθήνας είναι κάτι που μου ανήκει. Το γράμμα μου, έτσι προκλητικά και εκτεταμένα που είναι γραμμένο θα σου δώκει την ευκαιρία να καταπιαστείς με ένα από τα σημεία του απαντώντας. Κι εγώ θα σου γράψω ξανά πάλι. Τι έκανες, αλήθεια, με τη Νομική;
Μ’ αγάπη
Βαγγέλης
18ο Γράμμα
Cincinnati, Αύγουστος, 28, 1958
Φίλε μου Γιώργη
Σ’ ευχαριστώ που δεν με ξέχασες. Δεν είναι η αμέλεια που εμποδίζει την επικοινωνία μου μαζί σου. Ούτε η αλλαγή. Ξέρω πως το νοιώθεις αυτό, αγωνιστής της ζωής καθώς είσαι. Είναι τόσο δύσκολο να μπορεί κανείς να θέλει να ζήσει σωματικά δίχως να πεθάνει πνευματικά. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να το πετύχει αυτό.
Χάρηκα πολύ που άκουσα από σένα. Χάρηκα που δεν ξεχνάς ν’ ανοίγεις την πόρτα της ψυχής σου στο φως και που δεν σκιάζεσαι τη λαμπρότητα του ήλιου. Να μην γυρίσεις πίσω ποτέ. να μην ακούς παρά την φωνή που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα σου και γίνεται σάλπισμα πολέμου. Ο πόλεμος θα σου φέρει την ειρήνη, μόνο αυτός. Η ειρήνη είναι κόρη του πολέμου, φίλε μου, κι είναι κατάχτηση η ειρήνη, Γιώργο, δεν είναι δώρο. Είναι καρπός της πάλης του ανθρώπου με την συμβατικότητα και τις επίκτητες αμέτρητες ανάγκες του, και είναι η νίκη αυτής της πάλης. Δεν είναι η θεοποίηση του είναι η αληθινή και βαθιά ανθρωποποίηση του. Ο Ένας, Εκείνος του Ουρανού και της Γης θα μείνει Ένας, Απόλυτος, Μονάρχης, Κυρίαρχος ως την συντέλεια των αιώνων, όποιος κι αν είναι. Με την δική του Λογική, με την δική του Τελειότητα, με τον δικό του Ηθικό Νόμο θα κατευθύνει τις τύχες των στοιχείων του Σύμπαντος. Δεν θα τον φθάσουμε ούτε καν θα τον πλησιάσουμε ποτέ. Είμαστε φίλαυτοι εμείς, φίλε μου Γιώργη. Καλό για μας είναι ό,τι δεν έρχεται σε αντίθεση με το ανθρώπινο συμφέρον – προσωπικό ή ξένο. Καλό για Εκείνον είναι ό,τι εξυπηρετεί τη δικαίωση του σύμπαντος. Αν πρέπει κάποιος από μας να πεθάνει για να ζήσει και ν’ ανδρωθεί το δένδρο του νεκροταφείου από την κοπριά μας, θα γίνει έτσι. Κι όπως μας θρέφουν και μας κρατούν στη ζωή τα ψάρια της θάλασσας κι οι σάρκες των ζώων, έτσι θα θρέψουμε εμείς συχνά, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Αυτός είναι ο Ηθικός Νόμος των ουρανών.
Δεν βλέπω εγώ πουθενά το δρόμο προς τον Ουρανό. Κι αν υπάρχει τέτοιος δρόμος, δεν βλέπω τον Παράδεισο στον ουρανό, δεν τον βλέπω πουθενά. Ούτε εκεί πάνω, ούτε εδώ κάτω βλέπω το Απόλυτο που ζητά ο άνθρωπος. Είμαστε πλασμένοι να ζήσουμε ένα ανακάτωμα από οδύνη και ηδονή. Την ώρα που θα σταματήσουμε την οδύνη θα πεθάνει η ηδονή. Κι αν ποτέ καταχτήσουμε τον θάνατο, η ζωή θα χαθεί. Μα, ωστόσο, βλέπω πάντα πως ο άνθρωπος μπορεί να λυτρωθεί από ένα σημαντικό – το σημαντικότερο ίσως – μέρος του πόνου του. Ο δρόμος προς την λύτρωση αυτή του ανθρώπου είναι εδώ στη Γη. Είναι η απαλλαγή του από τις αμέτρητες ανάγκες που δημιούργησε και καθημερινά δημιουργεί δίχως ποτέ να μπορεί να τις ικανοποιήσει. Δεν είναι η έλλειψη του αέρα, του ψωμιού, του νερού και της σεξουαλικής ανάγκης που έφερε δυστυχία στη Γη. Είναι η έλλειψη της γραβάτας, του πιάτου που τρώμε την τροφή μας, του ποτηριού που πίνουμε το νερό και των στολιδιών που φοράει η φίλη μας ή η γυναίκα μας. Είναι η έλλειψη της απλότητας κι η απομάκρυνσή μας από τον φυσικό τρόπο ζωής. Ρώτησε τον εαυτό σου και τους φίλους σου γιατί είναι, όταν είναι, δυστυχείς. Η απάντηση θα σ’ εκπλήξει, φίλε μου, Γιώργη. Και θα ιδείς τότε πως για το ότι είμαστε περισσότερο δυστυχείς ή ευτυχείς ευθύνεται ο θεός. Μα για το αν είμαστε περισσότερο δυστυχείς και λιγότερο ευτυχείς από ότι έχουμε πλασθεί να είμαστε γι’ αυτό φταίει ο άνθρωπος, αν κάποιος φταίει.
Τον Ιούνιο τελείωσα το σχολικό έτος1957-58 και συνέχισα στο θερινό τμήμα του Πανεπιστημίου ως τα προχθές. Δεν έχασα κανένα από τα μαθήματα ως τώρα και σημείωσα παράξενη επιτυχία στην Ψυχολογία και την Φιλοσοφία. Σε δυο τρεις εβδομάδες αρχίζει ξανά η πορεία προς τα επάνω και πιστεύω έστω και δίχως το Σίμωνα θα φέρω τον Σταυρό μου ώς την κορφή.
Η διεύθυνσή μου άλλαξε Γι’ αυτό γράψε μου στην διεύθυνση του φακέλου
Φιλικά
Βαγγέλης
ΥΓ. Το γράμμα μου σου το ταχυδρόμησα καθυστερημένα και να με συγχωρείς. Ξέχασα να το ταχυδρομήσω τηυν ημέρα που το έγραψα. Κι είχα μείνει με την εντύπωση πως σου το ταχυδρόμησα τότε.
Σε τέσσερις μέρες αρχίζω το νέο σχολικό έτος. Θα σου γράψω σαν πάρω νέα σου. Θέλω να μάθω τι κάνεις.
Φιλικά
Βαγγέλης
Σεπτέμβριος 17, 1958
[i] Στο ίδιο φάκελο περιείχε μονοσέλιδο πρόγραμμα του Κινηματοθεάτρου «Ορφεύς» για την ταινία του 1957 Ο ΗΛΙΟΣ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ ΞΑΝΑ
[ii] Το γράμμα έχει χρονολογία 1957, αλλά από το περιεχόμενό του είναι σαφές ότι είναι του 1958, καθώς τον Φεβρουάριο του 1957 ο Καζαντζάκης ζούσε, ενώ η ταινία Ο ήλιος ανατέλλει ξανά διανεμήθηκε τον Αύγουστο του 1957.