Το κύριο θέμα τους όμως είναι ο Νίτσε. Αναλύουν το ποίημά του «Η Διαθήκη», διαφωνούν και συγκρούονται. Ο Γιώργος, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις του Βαγγέλη, γράφει ύμνους, ενώ καταδικάζει ως κίνητρο το συμφέρον των ανθρώπων. Ο Βαγγέλης εκτιμά τις αναλύσεις του Νίτσε αλλά αμφισβητεί τις μηδενιστικές διδαχές που προκύπτουν απ’ αυτές. Τις θέσεις του φίλου του θεωρεί «Ευαγγέλιο Θανάτου» και απαντά ότι χρειάζεται «Ευαγγέλιο Ζωής», θεωρώντας την επιδίωξη του συμφέροντος και της ευτυχίας θεμιτή. Έχει πάρει τις αποφάσεις του ν’ αφοσιωθεί στην γνώση και να σπουδάσει έξι χρόνια Ψυχολογία, παρ’ όλες τις δυσκολίες αυτής της διαδικασίας.
Γράμμα 9ο
Cincinnati, Μάρτιος 6, 1957
Φίλε μου Γιώργο
Και πάλι σ’ ευχαριστώ που τόσο απλόχερα μου δίνεις ότι μπορείς από τον κόσμο σου, στις δύσκολες ετούτες για το πνεύμα μου ώρες. Μακάρι φίλε μου να είμαι έτσι όπως με βλέπεις γερός και να σταθώ στην έπαλξη που αυτοτάχθηκα, θεωρώντας την ευτυχία κάθε ανθρώπου και μένα μαζί απόκτημα από το γερό τσαπί της γνώσης πάνω στο απότιστο, όλους τους αιώνες, και για τούτο τόσο σκληρό, έδαφος της ψυχής.
Άμποτε να νικήσει μέσα μου ο Λόγος. Να γκρεμισθεί ότι απόμεινε ορθό από το σάπιο οικοδόμημα του πάθους.
Δεν θέλω να γίνω ένα με τον θεό, ούτε με τον δαίμονα.
Δεν πιστεύω στο μεγαλείο και των δυονών. Πιστεύω στο μεγαλείο του ανθρώπου. Και θέλω να γίνω άνθρωπος σωστός.
Χθες τη νύχτα μετακόμισα τη φτωχή μου περιουσία σ’ ένα βολικό - φτωχό κι απλό και τούτο - δωμάτιο απέναντι απ’ το Πανεπιστήμιο της πόλης. Τα ξανάστησα όλα πάλι εδώ μέσα με τη σειρά κι είμαι καλύτερα έτσι σιμά στο Σχολείο που σε λίγο θα γίνω ένα κορμί και ψυχή με τούτο. Συνεχίζω παίρνοντας Αγγλικά και Ιστορία τα βράδια κι ετοιμάζομαι όσο μπορώ για το ξεκίνημα του Σεπτεμβρίου. Έκαμα γνωστό πια χθες την νύχτα στον καθένα, και στον εαυτό μου, πως ετοιμάζομαι για σπουδές στην Ψυχολογία. Καρτερώ σαν το πρώτο μεγάλο βήμα μου προς την ανάσταση εκείνη τη μέρα. Ως τότε με όλες τις προφυλάξεις που παίρνω και μ’ όλο μου έβγαλα στην πρώτη γραμμή ένα σωρό δυνάμεις μου νιώθω πως έχω να προκριθώ για τον αγώνα μου αυστηρά και για μια ακόμη φορά από τη φύση. Κι είμαι ολοέτοιμος για τούτη τη δοκιμασία.
Χάρηκα που ετοιμάζεσαι για εξετάσεις. Να κάμεις το καθήκον σου όσο το μπορείς. Τώρα που άναψες ολόκληρος πήδα μέσα στη φωτιά. Δεν έχεις φόβο τώρα. Δεν καίει η φλόγα το φως. Είναι ανήμπορη η φύση να κάψει τον εαυτό μας. Τη σταματάει κι εκείνη το ίδιο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που ένα μέρος του κληρονομήσαμε εμείς οι άνθρωποι. Μα εμείς γελασμένοι ποιος ξέρει από ποιον προαιώνιο εχθρό μας, έτσι που δεν μπορούμε – και το νοιώθουμε μέσα μας βαθιά αυτό – να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας αγωνιζόμαστε να ξεπεράσουμε την φύση ολόκληρη λες και είναι δυνατόν αυτή η τόσο ισορροπημένη αρχή νάναι αξία της επικίνδυνα κλονισμένης γαλήνης μας.
Φίλε μου, μήνες αγωνίζομαι να πιασθώ σταθερά από την Σωκρατική αντίληψη για την ηθική και το συμφέρον και ολοένα γέρνω και περισσότερο ολόκληρος προς την γωνιά που αυτές οι δύο αιώνιες επιδιώξεις του ανθρώπου συμπίπτουν. Κάθε φορά που αποφασίζω ν’ αποδεχθώ πως δεν μπορεί να υπάρχουν ανθρώπινα συμφέροντα αντίθετα προς την ηθική, και να το πράξω, νοιώθω έναν αλλιώτικο ελαφρύ αγέρα να με χαϊδεύει. Και δεν έρχεται μοναχά από μέσα μου η δικαίωση, έρχεται πιο πολύ από τον έξω κόσμο, αυτόν που ο Νίτσε λέει – απ’ το σημείο που άρχισε να γίνεται δάσκαλος – πως για να τον κάμεις προσφορά σε σένα πρέπει να σταθείς μακριά του, να τον αγνοήσεις, να τον κλωτσήσεις, να τον πατήσεις και να διαβείς. Αν μ’ άκουγε τούτην την ώρα εκείνος ο μεγάλος σοφός που στη μια μεριά της σοφίας του, την έρευνα, στάθηκε αλήθεια, πολύ μεγάλος, μ’ από την στιγμή που ανέβηκε στο βήμα του δασκάλου μού φαίνεται πως γκρεμίστηκε από τα ύψη του, θα ’λεγε δίχως άλλο πως είμαι ένας δειλός κακομοίρης άνθρωπος που δεν το μπορώ να ξεπεράσω τον εαυτό μου, να πιω το αίμα μου, να δυναμώσω και να κάμω ύστερα σκαλωσιά από τα κορμιά των άλλων να πάω στην κορφή. Ως πριν από λίγα, πολύ λίγα χρόνια, κάθε φορά που έπαιρνα αυτήν την απάντηση του Νίτσε δεν μιλούσα. Μ’ από καιρό κάθε φορά που την ακούω στέκομαι γιομάτος απορία για το πώς ένας μεγάλος ερευνητής γέννησε έναν νάνο δάσκαλο και του λέω: «Αν στ’ αλήθεια ο σκοπός μου και ο σκοπός του κάθε ανθρώπου είναι να ευτυχήσει – και κατά πως φαίνεται αυτός είναι δίχως άλλο - κι αν είμαι πιότερο κοντά στον σκοπό μου καθισμένος πάνω στον θρόνο του ανθρώπου, τι να τον κάνω εγώ τον θρόνο του θεού ή του δαίμονα και βασισμένος σε ποια λογική να κάμω τη σκαλωσιά να ανεβώ στην κορφή προδίνοντας τον σκοπό μου;»
Ήθελα απ’ όταν ακόμη μού ’στειλες εκείνον τον ύμνο σου για τον Νίτσε και που επηρεασμένος από την εκτίμησή μου προς τον παραδειγματισμένον τρόπο ζωής του Ναζωραίου με παρεξήγησες άθελά σου και με τοποθέτησες στους οπαδούς της πίστης – της οποιαδήποτε πίστης – ήθελα να σου πω να προσέξεις τον Νίτσε από το σημείο που αρχίζει να γίνεται δάσκαλος. Ίσως να μην έχω δίκιο. Κι ο Νίτσε ο δάσκαλος πίσω από τα κάγκελα του τρελοκομείου – η τρέλα είναι η πιο άγρια μορφή της οδύνης – να βρήκε τον σκοπό του.
Μα ωστόσο μην θελήσεις ποτέ στην ζωή σου να ακολουθήσεις δρόμους επιπόλαια. Και πιο πολύ να μην κινηθείς κατ’ εντολή του οποιουδήποτε σοφού όσο κι αν είναι αναγνωρισμένος και διάσημος. Να πας μπροστά με ερευνητές ν’ ακούς τις έρευνες όλων των ανθρώπων που γεννήθηκαν μπρος από σένα. Μα με δάσκαλο και κατευθυντή τον εαυτό σου. Αυτός δεν θα σε προδώσει ούτε θα σε αδικήσει ποτέ. Είναι ο μόνος που δεν θα θελήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες το κακό σου.
Να μου γράψεις όταν θα πας στην Αθήνα. Ίσως χρειασθώ τίποτα.
Μ’ αγάπη ολοένα πολλή
Βαγγέλης
Γράμμα 10ο (7ο)
Cincinnati, April 10, 1957
Φίλε μου Γιώργο
Το μέγεθος του ερωτήματος που έβαλες στο τέλος της «Διαθήκης» του Nietzsche δεν με τρόμαξε τόσο όσο με αναστάτωσες εσύ που στην πρώτη μόλις ανδρίκια σου αναμέτρηση στο τεράστιο πεδίο των προβλημάτων του ανθρώπου, προβλήματα και δικά σου, αφήνεις αναπάντητα ένα σωρό ερωτήματα που έπρεπε και που μπορούσες να απαντήσεις, παραβλέπεις το μέγεθος και την αξία ερωτημάτων που αφορούν άμεσα και βασικά τη ζωή και περνάς βιαστικά, πατώντας τα πάντα και τον εαυτό σου μαζί, στο τέρμα προσπαθώντας να στεργιώσεις πάνω στα ερείπια και στη συμφορά ένα Ευαγγέλιο Θανάτου.
Φίλε μου, ω φίλε μου, οι άνθρωποι δεν έχουμε ανάγκη από ένα τέτοιο Ευαγγέλιο. Δεν λύνει το πρόβλημά μας ο θάνατος. Γεννηθήκαμε τέτοιοι που να μην θέλουμε το θάνατο παρά μονάχα σαν δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο ζωντανοί. Γεννηθήκαμε τέτοιοι που και μπροστά στην πιο γλυκιά και απαλή μορφή του θανάτου να προτιμούμε τη ζωή όποια κι αν είναι. Έχουμε ανάγκη από ένα Ευαγγέλιο ζωής. Αυτό είναι το γιγάντιο πρόβλημά μας. Ποιος από μας θα γράψει μια μέρα το «ΕΤΣΙ ΝΑ ΖΟΥΝ»;
Τον ξέχασες το σκοπό, Γιώργη. Και τον λησμόνησες τόσο νωρίς. Πεταμένα δω και κει ίχνη του βλέπω σε τούτο το γράμμα σου και θλίβομαι. Και δεν τον ξέχασες μοναχά μα τον αρνιέσαι κι’ όλας. Μου μιλάς για το συμφέρο του ανθρώπου σαν να μιλάς για τον πιο άσπονδο εχθρό, την λέπρα που πρέπει να ξεφορτωθούμε από πάνω μας. Το τρομερό στοιχειό, το πάθος, το κακό όπως το λες. Πως προσπέρασες αυτήν την αλήθεια; Τι θα μείνει για στολίδι στον άνθρωπο αν τον αλλάξουμε από την ανάγκη να επιθυμεί, νάχει συμφέρο; Να θέτει; Κι από το μέγεθος της ικανοποίησης της επιθυμίας του να μετριέται το βάρος της ευτυχίας του και γιατί όχι η αξία της ζωής του; Με τι άλλο μέτρο να μετρήσουμε την αξία της ζωής ενός ανθρώπου πέρα από το πλάτος και το βάθος της ηδονής που απήλαυσε και της οδύνης που έχει ξεφορτωθεί, στον κόσμο τούτο; Κι αν έτσι είναι, που καλώς ή κακώς, είναι έτσι, και το πρόβλημα του ανθρώπου είναι «περισσότερη ευτυχία και λιγότερος πόνος», πως μπορεί να μην είναι η ευτυχία του ο Σκοπός;
Να τον αγνοήσουμε αυτόν τον χιλιοειπωμένο και αμέτρητες φορές αποδειγμένο σκοπό; Να τον γκρεμίσουμε από τα ύψη του; Να βάλουμε είδωλα στην θέση αυτής της αλήθειας; Φαντάσθηκες ποτέ σου έναν κόσμο δίχως σκοπό. Ή έναν κόσμο με σκοπό ό,τι δήποτε άλλο εκτός απ’ την ευτυχία του; Πως θα ήταν ο κόσμος αυτός;
Μπορεί νάχεις έτοιμη μιαν απάντηση σε ό,τι σου είπα. Και να μου μιλήσεις έτσι δα: «Δεν τον ξέχασα το Σκοπό. Αυτόν κυνηγάω. Αυτουνού την εκπλήρωση θέλω να βρω και τον τρόπο, να τον διδάξω και να πάρω αντανακλαστικά την αμοιβή μου. Δοκίμασα τον Λογικό δρόμο του Σωκράτη και του Πλάτωνα, την θεωρία των Στωικών, το δρόμο του Ορθολογισμού, το μονοπάτι του Σπινόζα,, το καυτό πιοτί του Καντ από λόγο και αίσθημα, τον ΓΟΛΓΟΘΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ. Δεν κέρδισα τίποτα. Καιρός να τους γκρεμίσω όλους αυτούς και να σηκώσω παντιέρα με νεκροκεφαλή του Νίτσε. Αυτός εδώ μιλάει για την δύναμη. Και μια και μαθαίνεις να γκρεμίζεις και να στήνεις την εξέδρα σου στα ανάκτορα της Ρώμης μπορώντας να παρακολουθείς την καταστροφή ενός λαού, γιατί να μην μπορείς με την ίδια αυτή δύναμη να πατήσεις με τα δυο σου πόδια το πόνο που σου τρώει την ψυχή και το κορμί και με τα δυο σου χέρια να σηκώσεις ψηλά την χαρά σου;»
Νάταν τάχα δύναμη ο Νίτσε Γιώργο; Να προσφέρει καρπούς στους μαθητές του; Να βρήκαν τάχα πιο πολύ εκπλήρωση στο σκοπό τους όσοι τον ακολούθησαν; Ποιος το αποδείχνει τούτο; Μπορείς να το αποδείξεις εσύ; Είναι δύναμη ή αδυναμία η από μέρους μας καταστροφή; Είναι δύναμη να μιλάμε για δύο είδη ή περισσότερα ανθρώπων και να παίρνουμε την όποια θέλουμε θέση σ’ ένα από τούτα;
Απάντησες τόσο νωρίς στα ερωτήματα τούτα που η ζωή σού θέτει ολημερίς και πήρες κι όλας το δρόμο σου; Αναρωτήθηκες τι θέλεις να χτίσεις πριν ξεκινήσεις; Έργα; Έργα ψηλά; Τέτοια που να φθάνουν στον ουρανό και στην κορφή τους να στήσεις το θρόνο σου; Κι αν τούτα τα έργα είναι πρόξενοι και πηγές οδύνης; Έργα ακόμη;
Φίλε μου, ο Νίτσε στάθηκε ένας μεγάλος ερευνητής, θαύμασέ τον σαν τέτοιο και μελέτησέ τον. Μα στον Νίτσε τον δάσκαλο μην βιάζεσαι να του δοθείς έτσι νωρίς. Δεν φτάνει το «ΕΤΣΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ» της «Διαθήκης» του για να στεργιώσεις το Ευαγγέλιο της ζωής σου και της ζωής του λαού σου που σε γέννησε. Φτάσε ως τα βάθη της αλήθειας που κάποιοι αληθινοί εργάτες άνθρωποι έχουν ανοίξει τον δρόμο ως εκεί. Εκεί χτύπα τότε με την αξίνα σου αν το μπορείς ακόμη πιο βαθιά να πας. Κι έτσι το κάμεις ετούτο έλα ξανά στην επιφάνεια που αφήκες, μίλησε για ό,τι είδες, γράψε το δικό σου Ευαγγέλιο, ζήσε με τούτο. Αν βρίσκεις στους νόμους και τα παραγγέλματα του πιο πολλούς καρπούς ζήσε μ’ αυτό και δίδαξέ το. Αν βρίσκεις πιο λίγους κάψε το και αρχίνησε πάλι από την αρχή αν σου μένει καιρός. Γιατί ο χρόνος βιάζεται δεν καρτερεί. Κι ίσως να μην σου μείνουν πια ώρες άλλες. Τότε γκρέμισε ότι έχτισες εσύ όχι αυτό που οι άλλοι χτίζουν. Και πέθανε ήσυχος πως έκαμες το καθήκον σου στον κόσμο αυτό.
Μπορεί τώρα να είσαι στην Αθήνα. Αγκάλιασε με τα μάτια σου τον τόπο μας από μένα. Φίλησέ τον. Αν έχεις χρόνο ρώτησε αν η έκδοση των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων έχει περατωθεί από τον οίκο Ζαχαρόπουλου, πόσο κοστίζει δεμένη, αν αναλαμβάνουν εκείνοι να μου την στείλουν και στείλε μου την διεύθυνσή τους. Στείλε μου αν μπορείς την διεύθυνση της ΕΚΛΟΓΗΣ και ρώτα πόσο είναι η συνδρομή το χρόνο. Εκτός από την ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ που την παίρνω, είναι καμιά περιοδική έκδοση της προκοπής να κυκλοφόρησε τελευταία; Ρώτα και γράψε μου αν τα άπαντα του Παλαμά κυκλοφορούν; Πόσο έχουν;
Εδώ η ζωή κυλάει στον ίδιο ρυθμό. Κάμποσα πράγματα ξαναμπήκαν σε τάξη μέσα στο κεφάλι μου τον τελευταίο καιρό και σε τούτο συνέβαλε πολύ μια παντρεμένη με τρία παιδιά κοπέλα, χωρισμένη από τον άνδρα της. Περνάμε το Σαββατοκύριακο μαζί και τούτη είναι η πρώτη γυναικεία συντροφιά στο νέο κόσμο. Απέναντι από το Πανεπιστήμιο της πόλης εγκαταστάθηκα από μέρες όπως σούγραψα. Μένει ακόμα ένα μέρος από την λευτεριά μου που έχασα, ν’ αποκτήσω και για τούτο θα χρειασθούν κοντά τρεις μήνες ακόμη.
Τι κάνεις εσύ; Είσαι ακόμα αναμμένος ή έσβησες; Τι κάνει η Ρούλα; Είδες τίποτα στο θέατρο; Τι κάνουν οι δικοί σου;
Πως πέρασες την Λαμπρή; Θυμήθηκες τίποτα από τον Γολγοθά εκείνου τη Μεγάλη Εβδομάδα; Εκείνο «το συχώρα τους», το «ποιος είναι ο αναμάρτητος», την αυλή του Καϊάφα, τον Άννα, τον Πιλάτο; Νάταν λες λιγότερο το κουράγιο Εκείνου από το κουράγιο του Νίτσε; Νάναι δύναμη να μπορείς να μισείς ή το να κατορθώνεις να συχωράς;
Χρόνια πολλά κι ο θεός μαζί σου, Γιώργο, αυτός ο Θεός που, όπως όλοι, το ίδιο κι εσύ κρύβεις μέσα σου.
Χριστός Ανέστη.
Βαγγέλης