Σύνδεση συνδρομητών

Ο Βαγγέλης αναζητά την ευτυχία (3)

Πέμπτη, 21 Οκτωβρίου 2021 22:38
Το εικονιζόμενο κτίριο του Friars Club, μη κερδοσκοπικού οργανισμού του τάγματος των Φραγκισκανών Μοναχών, χτίστηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλη Ύφεσης, στο  Σινσινάτι, για να στεγάσει άπορους και ανέστιους, σ’ αυτό νοίκιασε δωμάτιο ο Βαγγέλης. To δημοσίευμα της εικόνας, που συνοδεύει τη μακέτα του κτιρίου, προέρχεται από την εφημερίδα του Σινσινάτι, “The Enquirer”, Kυριακή, 29 Απριλίου, 1928.
NewsPapers
Το εικονιζόμενο κτίριο του Friars Club, μη κερδοσκοπικού οργανισμού του τάγματος των Φραγκισκανών Μοναχών, χτίστηκε κατά τη διάρκεια της Μεγάλη Ύφεσης, στο Σινσινάτι, για να στεγάσει άπορους και ανέστιους, σ’ αυτό νοίκιασε δωμάτιο ο Βαγγέλης. To δημοσίευμα της εικόνας, που συνοδεύει τη μακέτα του κτιρίου, προέρχεται από την εφημερίδα του Σινσινάτι, “The Enquirer”, Kυριακή, 29 Απριλίου, 1928.

Ο Βαγγέλης στέλνει ένα ακόμη γράμμα sτο τέλος του 1956 γράφοντας μερικές λέξεις για τις συγκρούσεις που αντιμετωπίζει και για να ευχηθεί για τον καινούργιο χρόνο 1957. Μέσα στο φάκελο υπάρχουν αποσπάσματα ημερολογίου του του 1953 καθώς και κάποιοι αφορισμοί με τις ήδη γνωστές απόψεις του.

Αργότερα, το Φεβρουάριο του 1957, όταν παίρνει τις αποφάσεις του, είναι σε θέση να εξηγηθεί στο φίλο του και να περιγράψει καλύτερα τις δυσκολίες και τις εσωτερικές συγκρούσεις, κι εκείνες με τους συγγενείς του που έχουν διαφορετική άποψη για την αναζήτηση της ευτυχίας. Καταφεύγει σε κείμενα του Πλάτωνα και στην Ηθική του Παπανούτσου, ενώ καταλήγει με μια παρότρυνση προς το φίλο του: «Να μην γίνεις θεός κι αγαπάς τους καλούς και δικάζεις τους κακούς. Να γίνεις άνθρωπος και ν’ αγαπάς τον καθένα. Ακόμα και τον Βαραββά».

Τo μακροσκελές γράμμα του είναι το μόνο που δημοσιεύεται στο σημερινό σημείωμα.

 

Γράμμα 8ο (5ο από την Αμερική) 

Cincinnati, Φλεβάρης 6, 1957

Φίλε μου Γιώργο

Σ’ ευχαριστώ γιατί δικαίωσες την εμπιστοσύνη μου στο πρόσωπό σου. Σ’ ευχαριστώ γιατί πρώτος εσύ δικαίωσες τις πίστεις που κέρδισα στον αιματηρό εικοσιοκτάχρονο πόλεμό μου αυτού και που τις πέρασα εδώ αμόλυντες μέσα σ’ ωκεανούς και που δεν θέλω να τις προδώσω. Άμποτε η ζωή να δικαιώσει εσένα.

Είναι κάποιες στιγμές τόσο πιο μεγάλες από μας, φίλε μου. Κι αλλοίμονο δεν έρχεται ο εχτρός από μπροστά, να βρεις καιρό και να πιάσεις ένα κουμπούρι ν’ αμυνθείς ή να πηδήξεις μέσα στο κέντρο της παράταξής του και να προτιμήσεις το ‘ταν ή επί τας’. Έρχεται από τα πίσω και σου ρίχνεται. Η αιώνια μέθοδος των αρρωστημένων ψυχών.

Εκείνη την νύχτα- τελευταίες μέρες του 1956 – πριν σταθώ να σου γράψω για τον κίνδυνο που με παγίδεψε - την πέρασα γυρίζοντας από στράτα σε στράτα κουκουλωμένος ως τ’ αυτιά και από πάνω μου έριχνε βροχή με το σακί κι έκανε κρύο. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα βγήκα από την δουλειά του ξενοδοχείου που δούλευα μήνες δίπλα στην δουλειά της ημέρας, στο γραφείο του αδελφού μου για να κερδίσω τις τριάντα έξι χιλιάδες δρχ. που αφήκα χρέος στην Ελλάδα φεύγοντας και να τα στείλω σ’ εκείνους που εμπιστευθήκαν τον λόγο μου και με τίμησαν και σύνδραμαν. Όταν έφτασα στο δωμάτιό μου είχε φέξει και βρήκα εκεί μέσα κατατρομαγμένη την συντροφιά μου. Η ταμπέλα με το «Συχώρα τους δεν ξέρουν τι κάνουν», το κάδρο με το ποίημα του Κίπλιν και τα βιβλία μου μισανοιγμένα από την τρομάρα τους, του Σωκράτη, του Φρόιντ, του Πλάτωνα οι κληρονομιές, όλα με στραβοκοίταξαν από ντροπή, από υποψία, από αγάπη, ποιος ξέρει.

Έπεσα με τα μούτρα επάνω τους κι ο νους μου γύρισε ακόμη μία φορά πίσω να εμπνευσθεί, να διδαχθεί από το ξανάζωμα.

Θυμήθηκα το παιδί πού ’σερνε το λουστράδικο καροτσάκι του  τέσσερα χρόνια στο λιμάνι του Πειραιά, να κερδίσει το ψωμί του στα χρόνια της κατοχής. Θυμήθηκα τον χλωμό έφηβο που επαναστάτησε μια νύχτα η ψυχή του κι αφήκε το στρώμα του κι ένα γράμμα για τους δικούς του και ξημέρωσε νύχτες στους πάγκους του Μουσείου, πεινασμένος μα λεύτερος, ευτυχής. Είδα ύστερα τον άνδρα που δεν τον χώραγε κανένα κρεββάτι καμμιά αγκαλιά, κανένας ορίζοντας και ξανάζησα μαζί του το σκληρό σπαραγμό της Ανθούσας, την ερημιά, την τρέλα. Και ύστερα την πρώτη αχτίδα απ’ το φως της γνώσης, το πρώτο σταθερό βήμα προς τη λύτρωση.

Κι ακόμα είδα την παγίδα που έπεσα τα τελευταία χρόνια στην πατρίδα, τα βίαια απελπισμένα σπαρταριστά μου κι εσένα στο παράθυρο καθισμένον, θεατή εκείνης της τραγωδίας που την πολέμαγα τόσο αποτελεσματικά και καρποφόρα με τα φώτα του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Επίκουρου, του Ιησού, του Σπινόζα, του Φρόυδ. Πόνεσα ακόμα μία φορά έτσι που ο νους μου ξαναγύρισε στις παραμονές της αναχώρησής μου από την πατρίδα, το απόγευμα που φίλησα το μέτωπο μιας συζύγου και μιας μητέρας πια, της Σμαρούλας, που δεν αρνήθηκε να την ιδώ τις τέσσερις ώρες που μπόρεσα να σταθώ στη  Λαμία την μέρα που έλειψα από την Αθήνα και ξανάκουσα τα λόγια της: «Τι να σου δώσω εγώ, μια μάνα που είμαι τώρα. Να ’χεις την ευχή μου. Δεν μπορώ να σου δώσω πια αγάπη κι ας το θέλω».

Ε, φίλε μου, ήλθε η ώρα που μπήκα στο βαπόρι. Ξανάπιασα τα κάγκελα και τα σκοινιά της κουβέρτας του πλοίου και τα ’σφιξα και τα πόνεσα να φύγει κάτι από πάνω μου. Κι αρμενίσαμε ύστερα στο Αιγαίο στην Μεσόγειο, στον Ατλαντικό.

Ο νέος κόσμος ύστερα. Η μεγάλη ελπίδα μου. Τον χαιρέτησα ψυχρά μα με ευγένεια. Είδα τους ουρανοξύστες του σαν λαμπόσπιτα. Δεν ήρθα εγώ για ένα σωρό πέτρες εδώ. Ήρθα για την γνώση. Αυτό θέλω.

Ένα αεροπλάνο μ’ έφερε στο Σινσινάτι μια πόλη ως οχτακόσιες χιλιάδες, καθαρή μ’ ασυνήθιστη.

Μπήκα στο σπίτι του αδελφού μου να πιω νερό, να φάω και να κοιμηθώ. Πλούσια τα ελέη, και μέσα μια ερημιά. Ο Θεός δεν του ’δωκε παιδιά. Του ’δωκε όμως λεπτά και κάθεσαι στον καναπέ και βουλιάς  από τη μαλακωσύνη του και ο διάολος μούπε κάποτε πως τα λεπτά είναι ο Θεός και πως η δύναμη ας χτυπάει καταπώς θέλει κι ό,τι θέλει είναι μια φορά δύναμη κι ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα του που τον διάβασε ανώριμος – πρόσεξε με την ευκαιρία τον Νίτσε, δεν μπορώ να σου μιλήσω για την ώρα γι’ αυτόν – στο επιχείρημα του Αθηναίου προς τον Σωκράτη τον δίδαξε πως «το αδικείσθαι κρείττον του αδικείν»[i] και δεν είδε ποτέ την απάντηση του μεγάλου σοφού που δίδαξε όλους τους θεούς και τους ανθρώπους ύστερα από αυτόν: «…ταύτα αγαθός έκαστος ημών, άπερ σοφός, α δε αμαθής, ταύτα δε κακός»[ii] και του Πλάτωνα το «ο αδικών δυστυχέστερος του αδικουμένου»[iii].

Δυο μέρες αργότερα κατεβήκαμε όλοι μαζί, ο αδελφός μου, η νύφη μου, εγώ στα γραφεία τους. Σταθήκαμε μπροστά σ’ ένα σωρό βιβλία με αριθμούς και δίπλα οι αριθμομηχανές και παραπέρα άλλα κελιά για σκλάβους με τα ίδια εργαλεία. Φριχτή ώρα. Τώρα που σου κάμαμε το χατήρι και σε φέραμε στον νέο κόσμο, μου είπαν, να κάμεις το καθήκον σου και συ. Εμείς δεν έχουμε πολλές απαιτήσεις και μια και δεν έχουμε, θα γίνεις το παιδί μας και νάσαι προσεχτικός και φρόνιμος εδώ, να μαζεύεσαι νωρίς στο σπίτι και θα δουλεύεις σε τούτο εδώ το κελί απ’ το πρωί ως το βράδυ και τον άλλο μήνα θα σε στείλουμε τέσσερα χρόνια στο σχολείο να σπουδάσεις λογιστικά κι εγγλέζικα και θα σε παντρέψουμε σιγά σιγά και θα σε κάμουμε με σπιτάκι νοικοκύρη.

Ε, Γιώργη, εσύ που είδες ένα κομμάτι από την ζωή μου, είμαι άτιμος και αχάριστος εγώ; Έτσι μου είπαν όταν πετάχτηκα ολόρθος κι είπα κάνα δυο κουβέντες που είχαν μέσα τους την άρνηση αυτής της σκλαβιάς.

Πέρασαν μέρες και νύχτες πολλές με πάλη προς τα μέσα και τα έξω. Μια μέρα είπα φεύγω απ’ το σπίτι κι έφυγα. Πήγα σ’ ένα άσυλο καθολικό που νοίκιαζαν μικρά δωμάτια και μπήκα μέσα. Την ίδια μέρα αρχίνησα δουλειά τη νύχτα σαν βοηθός σερβιτόρου σ’ ένα ξενοδοχείο και την ημέρα οχτώ ώρες ακόμα λογιστής στη δουλειά του αδελφού μου. Τούτες εδώ οι σιωπηρές πράξεις μου άρχισαν να τρομάζουν τ’ αφεντικά μου. Κι άλλαξε η μέθοδος. Κάμε ότι θέλεις μα το καθήκον… όμως. Και την ευτυχία σου όμως… Κοντά στα τέλη του Δεκέμβρη θα ξώφλαγα τα χρέη μου αυτού και προγραμμάτισα μια παραπέρα πορεία μου δουλειά και Πανεπιστήμιο με Αγγλικά και Ιστορία ως τον Ιούνη, ύστερα έξι χρόνια Ψυχολογία. Γέλαγαν τ’ αφεντικά μου όταν ήταν μόνοι τους. Παιδί ’ναι και θα στρώσει. Πάρτονε με το καλό.

Και με πήραν με το καλό. Ένα βράδυ Δεκέμβρη ήρθε ένα προξενιό. Γυναίκα είχα να δω πέντε μήνες. Ετούτη  ήταν όμορφη και είχε και λεπτά. Χίλια πεντακόσια δολάρια το μήνα κοντεύει το εισόδημα που μοιράζεται με την μάνα. Κι απαιτήσεις από μένα τίποτα. Να, να στρωθώ σε μια δουλίτσα σαν στον αδελφό μου, να πάω και στο σχολείο και να με βλέπουν μια μέρα οι άνθρωποι και να λένε μπράβο του, φρόνιμο και καλό παιδί.

Εκείνο το βράδυ δεν μίλησα. Την άλλη μέρα πήγα το πρωί στην δουλειά στο γραφείο. Στις πέντε έφυγα βιαστικά για το Ξενοδοχείο. Δούλευα κουρασμένα και νευρικά εκείνο το βράδυ. Η νευρικότητα του προδότη. Κοντά στα μεσάνυχτα έτσι που κρατούσα ψηλά πάνω σ’ ένα δίσκο ένα κατσαρόλι με ζεματιστό νερό γλίστρησα έπεσα και ζεματίσθηκα σ’ όλον τον σβέρκο. Ούτε αυτός ο πόνος με ξύπνησε. Δεν θυμάμαι τίποτε ύστερα. Θυμάμαι μονάχα πως πέρασε μπροστά μου η γυναίκα με τις μυρωδιές, το κρεββάτι, η ηδονή, το σπιτάκι, η «γαλήνη» του γραφείου, η ξενοιασιά και πάλι η γυναίκα, το κρεββάτι, η αγκαλιά κι ο κύκλος έκλεινε.

Βγήκα στο δρόμο στις δυο κι έβρεχε. Περπάτησα, περπάτησα να κουρασθώ, ακόμα να γίνω λιώμα και να κοιμηθώ. Δεν κουραζόμουν με τίποτα κι όταν χάραζε άνοιξα την πόρτα του δωματίου βρεγμένος κι έπεσα επάνω στην «Ηθική» του Παπανούτσου και ξανάζησα όλα τούτα δω που σου είπα.

Πήρα ένα χαρτί κι έγραψα επάνω: «Ω, Ελευθερία! Μια ολόκληρη ζωή χτίζω τον θρόνο σου μέσα στην ψυχή μου και στοίχειωσα βάρβαρα στα θέμελά σου τις πιο μεγάλες ηδονές που αντάμωσα ως τώρα. Πόνοι και οδύνες ώσπου να γεννηθείς κι ένα τιτάνιο πάλαιμα, ύστερα, για να ζήσεις και ν’ ανδρωθείς. Είσαι σαν τον μοναδικό μου δημιούργημα. Είσαι το έργο μιας ζωής. Πως μπορείς ν’ αξίζεις τριάντα αργύρια;»

Πήρα ύστερα άλλο ένα και σούγραψα δύο γραμμές.

Μάταια αγωνιζόμουνα να βρω αυτά τα λόγια μου που μου τα ’στειλες τόσο πρόθυμα εχθές. Θόλωσαν όλα μέσα στον νου μου και ιδέες και πίστες και γνώση και σάρκες από γυναίκα γίνηκαν όλα ένα.

Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου και κατέβηκα στο γραφείο. Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία που δούλευα στο ξενοδοχείο τη νύχτα. Τα χρέη μου τα έστειλα όλα και πλήρωσα για τούτα δέκα οκάδες κρέας από το κορμί μου.

Λαγάρισε το μυαλό μου δυο μέρες αργότερα.

Τον Γενάρη άρχισα το Πανεπιστήμιο με Αγγλικά και Ιστορία ως τον Ιούνιο. Δουλεύω λίγες ώρες στο γραφείο του αδελφού μου κάθε μέρα. Κοιμάμαι στο άσυλο των Καθολικών. Είμαι καλύτερα τώρα.

Ετοιμάζομαι για έξι ετών σπουδές στην Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο του Cincinnati που είναι ένα από τα καλύτερα στην  Αμερική. Πρέπει να δουλεύω πάλι την νύχτα μα τώρα θάμαι λεύτερος πια.

Μπορώ να το κάνω εγώ τούτο το τόλμημα Γιώργο; Μπορώ μου λέει ο Ναζωραίος που περνώ κάθε πρωί και τον κοιτάω μέσα στα μισόκλειστα μάτια πάνω στον σταυρό. Μπορώ, λες εσύ.

Πες μου το, ακόμα μια φορά Γιώργο αυτό.

Δεν θέλω να γίνω προδότης της ζωής μου.

Θέλω να μπω βαθιά στον κήπο της γνώσης, να περπατήσω κάτω από τον ίσκιο των γέρικων δέντρων της σοφίας, να τα ποτίσω να τους κόψω τα ξεραμένα και τα στραβοαναπτυγμένα κλωνάρια όσο μπορώ, ως εκεί που φτάνω, να κόψω κάτι από τ’ άνθη εκεί μέσα και να τα φέρω στα νιάτα του λαού μου, τα πληγωμένα από την οδύνη της άγνοιας νιάτα του τόπου μου.

Είναι τούτο αμάρτημα Γιώργο; Με ποιανού θεού και ποιανού ανθρώπου την ηθική δεν συμβιβάζεται η ζωή μου; Κι είναι τούτο, φίλε μου, πορεία προς την κόλαση ή πορεία προς τον ουρανό; Είναι δρόμος προς τον σκοπό; Κι είναι σκοπός η Ευτυχία, η λύτρωση, η ανάσταση; Είναι τούτο ανάσταση;

Φώναξέ μου το ακόμα μια φορά. Δυνατά μα δυνατά πολύ «Ε, συ, άνθρωπε φορτωμένε τη συνήθεια των γενεών που πέρασαν να βλέπεις την κόλαση για παράδεισο, την νύχτα για φως, την αδικία και την αρπαγή για πηγή χαράς, πέταξε το σακί με την κοπριά από την πλάτη σου. Πέτα τον δαίμονα και ζήσε ελεύθερα».

Πως είναι τώρα η Θεσσαλονίκη; Που είσαι εσύ; Πως τα πας με την Ρούλα; Πότε θα πας στην Αθήνα;

Σε κούρασα Γιώργο και κουράσθηκα κι εγώ. Μα συχώρα με, και συχώρα αγάπα τα πάντα. Να μην γίνεις θεός κι αγαπάς τους καλούς και δικάζεις τους κακούς. Να γίνεις άνθρωπος και ν’ αγαπάς τον καθένα. Ακόμα και τον Βαραββά.

Μ’ αγάπη πολλή

Βαγγέλης

 

[i] Πλάτων, Γοργίας, 469 c, μετ. Στ. Τζουμελέας, επιμ. Γιάννης Κορδάτος, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος: Διάλογος Πώλου - Σωκράτη: «Πώλος. Σύ λοιπόν, Σωκράτη, θα προτιμούσες να αδικείσαι μάλλον παρά να αδικείς; Σωκράτης: Εγώ βέβαια δεν θα ήθελα μεν ούτε το ένα ούτε το άλλο, εάν όμως ήτο ανάγκη να αδικώ ή να αδικούμαι, θα προτιμούσα να αδικούμαι μάλλον παρά να αδικώ».

[ii] Πλάτων, Λάχης, μετ. Β. Τατάκης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος. Διάλογος Νικία – Σωκράτη: «Nικίας: Σε άκουσα πολλές φορές να  λέγεις ότι καθένας από μας είναι καλός σε κείνα που ξέρει· σέ όσα δεν ξέρει, σ' αυτά είναι κακός. Σωκράτης: Έχεις δίκιο αλήθεια, μα τον Δία, Νικία».

[iii] Όπως σημ. i, 479. «Σωκράτης: και ότι ο αδικών πάντοτε είναι δυστυχέστερος του αδικούμενου και ο μη τιμωρούμενος διά τας αδικίας του δυστυχέστερος του τιμωρούμενου;»

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.