Από τα δεκαεπτά αυτά γράμματα επελέγησαν δύο. Το πρώτο, που αναφέρεται στην εγκατάστασή του. Και ένα που αναφέρει τα καθέκαστα για τη γιορτή των Φώτων και, παράλληλα, περιγράφει την περιοχή. Επίσης, το ίδιο χρονικό διάστημα, η αδελφή τού Σωκράτη, Άρτα, μετακομίζει στην Αθήνα και αρχίζει να αλληλογραφεί (δημοσιεύονται δύο γράμματα) με την αδελφή της Μαριάνθη και τη μητέρα τους στο Αϊβαλί.
Επιστολή 1η
Κιουτσούκ Κουγιού τη 8 Δεκεμβρ. 1909
Φίλτατοί μοι
Χθες σας έγραψα δύο λέξεις, ίνα μην ανησυχείτε. Πράγματι εφθάσαμε με ωραιότατον καιρόν, εις δύο ώρας, φιλοξενούμεθα δε παρά τω Δημητρίω Τζακιράκη λαμπρώ φίλω, παρά τω οποίω είχομεν συστατικήν από της κυρ. Κ. Κοκκίνη. Ο φίλος ούτος δεν παύει να μας υποχρεεί, σχεδόν εγευματίσαμεν παρ’ αυτώ και το εσπέρας εδειπνήσαμεν, την νύκτα μάς παρεχώρησεν δωμάτιον εξαίρετον εις εμέ δε και κλίνην και εκοιμήθημεν λαμπρά. Ευχαριστώ τον θεόν, μόνον η στέρησίς σας με λυπεί, αλλά θα έχωμεν υπομονήν και τας ελπίδας μας εις τον Θεόν. Προσέχετε την υγείαν σας και φροντίσατε να εύρητε μίαν υπηρέτριαν, όπως, όπως…
Η εργασία μας ακόμη δεν ήρχισε, περιμένομεν την κα Κοκκίνη να έλθη.
Το μέρος είναι λαμπρόν εις διάστημα τώρα τριών τεσσάρων ετών κυρώθη ως χωριό περιέχον περί τας 100 οικοδομάς. Προσβάλλεται όμως σφοδρώς από τον νότιον άνεμον, ως σήμερον π.χ. και εν τοιαύτη περιπτώσει ερημούται ο λιμήν και διακόπτονται αι διά θαλάσσης σχέσεις.
Το φόρεμά μου το καθημερινόν το μαύρον δεν το ηύρα, δεν το εβάλατε μέσα εις τα δεμάτια; Εν τοιαύτη περιπτώσει να μοι το στείλετε μέσω Σωτηράκη Χατζή Αντωνίου διότι θα μου χρειασθή. Το άλλο το μελί υπάρχει αλλά δεν το έβαλα εισέτι και συλλογίζομαι. Συνάμα δεν ηύρα τας βελόνας του ραψίματος, άραγε παρέπεσαν ή έμειναν αυτού. Στείλατέ μοι μερικαίς καθώς και μερικαίς καρφίτζαις.
Την προς τον Κων. Μακριδάρα επιστολήν του Αλέκου κοινοποιήσατέ την εις ότι αφορά αυτόν: και ειπήτε τω αν θέλη ας στείλη τα χρήματα εις τον Αλέκον. Να του τα αποστείλη κατ’ ευθείαν γράφοντες και σεις εις τον Αλέκον και κλείνοντες την υπόθεσιν.
Από το χράμι το παλαιόν όπου με έδειξες κόψον δύο φασκαίς ως εκείνας όπου ετύλιγον το πόδι μου αείποτε. Τας θέλω διά να τυλίξω τα μπατζάκια μου όταν αύριον κρυώσει ο καιρός και στείλατε μαζί με τα άλλα
Ο σος
Γ, Σ
Επιστολή 2η
Σχίσε το αυτό το παλιόχαρτο γιατί είνε εντροπή.
Κυδωνίαι 12/12/[19]09
Αγαπητή μου Άρτα
Σου γράφω και σήμερον εν βία ολίγας λέξεις. Πολύ μας εστενοχώρησε η πολυήμερος σιωπή σου και πολύ ανησυχήσαμεν μήπως δεν έλαβες την επί συστάσει μου με τα 120 φράγκα. Η προς τον πατέρα επιστολή του Αλέκου με ησύχασε ολίγον, όπου αναφέρει ότι έλαβες την επιστολήν μου και θα απαντήσης αύριον. Αυτό το αύριον είνε προ 8 ημερών, ακόμη επιστολή σου δεν ήλθε. Υπομονή. Εγώ αποστέλλω σήμερον νέον τσεκ 150 φράγκων. Τα 30 είναι αποκλειστικώς διά σε, δι’ ότι έχεις ανάγκην. Παραγγελίας δεν σου κάμνω· δεν μένει καιρός και με την χρημάτων σας ανέχειαν προ πάντων. Αν θέλεις στείλε από μια κάρτα πρωτοχρονιάτικην στην Ουρανίτσα Γονατά, και στας Δίδας Ρακίνα που δεν παύουν να στέλλουν ασπασμούς. Εσώκλεισέ τας εις την διεύθυνσίν μου.
Πολύ εστενοχωρήθημεν διότι η επιστολή σου της 18ης Νοεμβρίου έφθασε 8 ημέρας μετά την αποστολήν εκ μέρους μας των 120 φράγκων· άλλως θ’ αποστέλλαμεν τας 10 λίρας δια μιας, να λείπουν αι στενοχώριαι. Αλλά πάντοτε ατυχία. Τέλος με το καλόν να λάβετε και τας σημερινάς, αν ελάβατε και τας άλλας. Έπρεπε να μου γράψης όμως δύο λόγια· δέστε εντροπήν όταν πήγα να βγάλω το σημερινόν τσεκ και με ρώτησαν πόσας δραχμάς εξαργυρώσατε το πρώτον, και δεν ήξευρα τι να πω. Τέλος δεν πειράζει.
Να με συγχωρής που σου γράφω έτσι. Μου πόνεσαν τα δόντια μου 10 μέρες τώρα, και μη ρωτάς τι τραβώ. Δι’ αυτό ήργησα να στείλω την παρούσα. Σήμερα είμαι λίγο καλύτερα.
Σε φιλώ μετ’ αγάπης καθώς τον Αλέκον και Χριστόφορον. Προσεχώς θα σου γράψω ανθρώπινα.
Συγχώρεσέ με
Μαριάνθη
Σου εσωκλείω γράμμα της μαμάς με τον λ/μόν της. Γράψε μου αμέσως δύο λέξεις διά την λήψιν των χρημάτων και πόσας δραχμάς σας έδωσαν..
Επιστολή 3η
Κιουτζούκ Κουγιού τη 12 Ιανουαρ. 1910
Φίλτατοί μοι,
Ως παρατηρείτε σας γράφω πάντοτε ανυπερθέτως και μετά βίας, διότι ο τόπος ούτος είναι πολύ παράξενος και παράδοξος, εκεί όπου βλέπεις καλωσύνην και ωραίον καιρόν, εκεί τα χαλά και γίνεται θηριώδης, εφέτος μάλιστα οι νότιοι άνεμοι μας έκαμαν άνω κάτω, επειδή πρέπει να γνωρίζητε ότι ο τόπος εδώ είναι αλίμενος και εκτεθειμένος εις τον νοτιάν και όταν φυσήση ερχόμενος μάλιστα μακρόθεν κανένα πλοίον δεν ημπορεί να προσεγγίση και αν τύχη εκ συμπτώσεως να έλθη, το τραβάν αμέσως εις την ξηράν διότι άλλως κινδυνεύει να βυθισθή, από δε της ξηράς γίνεται απρόσιτος, επειδή εμφιλοχωρή ποταμός, οίτινες χάρις τη προνοία της κυβερνήσεως και τη κακοδαιμονία των κατοίκων ευρίσκονται άνευ γεφυρών, ώστε είναι αδύνατον να τον διέλθη τις, ουχί αβρόχοις ποσί όπως λέγουσι αλλά βεβρεγμένος τη οσφύϊ ή και τω λαιμώ ενίοτε, και πολλά δυστυχήματα συμβαίνουσι. Επειδή όμως υπερισχύει η ιδέα του πεπρωμένου (κισμέτ) δεν λαμβάνονται ταύτα και υπό τόσον σπουδαίαν έποψιν. Αυτάς τα ημέρας η νοτιά μας απέκλεισε καθ’ ολοκληρίαν, συνέβησαν ως φαίνεται και θαλάσσια δυστυχήματα διότι ευρέθησαν εις τας πλησίον παραλίας και πτώματα πνιγμένων ανθρώπων, από πλοία βεβαίως ναυαγήσαντες. Την πρωΐαν της Κυριακής προχθές περί ώραν 1ην μ. μεσονύκτιον θύελλα ενσκήψασα μετά χαλάζης και αστραποβροντών μας εξύπνησεν εντρόμους. Ηλπίζαμεν ότι μετά παρέλευσιν ταύτης ο καιρός να βελτιωθή, δυστυχώς όμως εξακολουθεί ο ίδιος. Το ευτύχημα είναι ότι εγώ έχω τον ολιγώτερον φόβον να πάθω τίποτε, διότι και να θέλω δεν ημπορώ να εξέλθω ένεκα της αφθονίας της εργασίας. Όλον το φορτίον είναι επάνω μου. Δεν θέλω να είπω ότι ο Μανωλάκης Σαλτέλης δεν εργάζεται, αλλά είναι νέος δεν έχει σκαλάκι. Χριστόφορος πιτζιμί (πρότυπον). Ιδού τώρα είναι έκτη ώρα της πρωΐας και τον εφώναξα από της τετάρτης[i] και ακόμη δεν ήλθε και σημειώσατε πνιγόμεθα. Έχει όμως ο θεός, γνωρίζετε ότι από την θύελλαν δεν φοβούμαι να ιδούμεν και την αμοιβήν κατόπιν ποια θα είναι.
Επί τέλους προχθές τα Φώτα είδα και παππά κοντά και εφίλησα τον Σταυρόν και ήπια και αγιασμόν. Πλησίον εδώ υπάρχει εν μικρόν χωρίον λεγόμενον Μικρόν Τζιπνή[ii] δεν υπάρχη εκκλησία τιμώμενη επ’ ονόματι του[iii] έχουσι δε έθιμον τα Φώτα να κατέρχονται εν πομπή ενταύθα και να ψάλλουν τον αγιασμόν εις το παράλιον και να ρίπτουν τον Σταυρόν εις την θάλασσα. Εν μέσω της σπάνιος τοιούτων τελετών εντύπωση προξενεί και η μηδαμινή τοιαύτη. Οπωσδήποτε με ήρεσε να βλέπη τις εν υπαίθρω και εν τω θορύβω του ανέμου και των κυμάτων το πλήθος ασκεπές και τον ιερέαν Γρηγόριον, άνθρωπον νέον και Γκιοστερεκλή να ψάλλη τον Μέγαν Αγιασμόν και να επικαλλείται την Αγίαν Τριάδα να τον βοηθήση. Ο Σταυρός ερρίφθη εις την θάλασσαν. Δυστυχώς όμως δεν είχαμεν πλοία στους κολυμβητάς. Μία φελούκα ερρίφθη εις την θάλασσαν και δύο ναυτικοί επέβησαν και έπεσαν εις την θάλασσαν αλλά δεν τον ηύραν.
Τέλος ένας ναυτικός ιδικός μας μετά δύω ώρας τον ηύρε και εχάρη ο κόσμος όλος. Οπωσδήποτε περισπασμός και αυτός ευχάριστος.
Η προχθεσινή θύελλα έκαμε ζημιάς εδώ, εξερίζωσε δένδρα, έσπασε κλώνους δένδρων, ανέτρεψε κεραμίδια, άραγε αυτού τι έκαμεν; Ο Θεός βοηθός.
Σήμερον έχομεν ουχί γαλήνην αλλ’ ησυχώτερον άνεμον, ίσως βελτιωθή η κατάστασις.
14 Ιανουαρίου
Νεώτερον τι δεν έχω να προσθέσω όμως κι ο καιρός διατηρείται ο ίδιος, χθες εσπέρας πάλιν εφρένιασε. Ήρθεν ο Παναγής Κοκκινάκης και με έφερεν την επιστολήν σας και τας προσρήσεις της Άρτας και του Αλέκου. Ευχαριστώ πολύ. Ο Χριστόφορος ποιου είδους εργασία πρόκειται να κάμη μετά διαστήματι καιρού;
Δεν έχω καιρόν να σας γράψω σήμερον. Άλλως τε δεν χρειάζομαι τίποτε μόνον εν υποκάμισον απ’ έξω και 1 ζεύγος Τζουράπια.
Διά το έλαιον θα φροντίσω. Πάντα ότι υπάρχει.
Σας φιλώ ο πατέρας
Γ.Σ.
Επιστολή 4η
Κυδωνίαι 15 Ιανουαρ. 1910
Φιλτάτη μου Άρτα
Σου εύχομαι να ζήσης χρόνια πολλά και ευτυχή προς χαράν όλων μας.
Έλαβον όλας τας επιστολάς σου και την τελευταίαν σου της 14ης. Εχάρημεν πολύ που είσαι τώρα ευχαριστημένη και περνάτε ευχάριστα. Είχες δίκαιον να ανησυχήσης δι’ ημάς, αλλά τι ωφελεί όταν είναι κανείς μακράν μόνον αι στενοχωρίαι μένουν.
Δι’ αυτό δεν πρέπει πλέον να ανησυχής. Σου είπα ότι θα σου γράφω μόνον όταν είμαι καλά και όταν ευκαιρώ. Σήμερον είνε η πρώτη ημέρα που είμαι κάπως καλά ύστερον από ένα μήνα.
Από τα μέσα Δεκεμβρίου ήμην κακοδιάθετος από πολλά και διάφορα και από της 29ης έπεσα εις το κρεββάτι με συνεχή πυρετόν, τρομεράν ινφλουέντζαν που ακόμη δεν εννοεί να ξεκολλήση απ’ επάνω μου. Μισοσηκώθηκα από το κρεββάτι διά να σας γράψω τας κάρτας, να μην ανησυχήσετε και την άλλην ημέρα ήμην χειρότερα. Η καϋμένη η μαμά πέθανε από κούρασιν ο Θεός την φυλάττη και δεν ξαναρρώστησε. Εκείνη είχε ασθενήση μίαν εβδομάδα πριν από εμέ. Έπλυνε μόνη της και εκρύωσε. Ήτο ανάγκη να πλύνη να ετοιμάση τα ρούχα του πατέρα όστις για μια ημέρα απεφάσισε να δεχθή μια θέσι σένα χωριό γιατί είχε μαυρίση το μάτι του που του έδιδε τρεις μήνες χαρτζηλήκι η μαμά. Είνε τώρα 1 ½ μήνας που έφυγε. Μα πόσο μας εστενοχώρησε και μας εκούρασε αυτή η φευγάλα! Είχαμε να πλύνωμε 2 μήνες· τα ρούχα του παμπάλαια, του έρραψε καινούργια, του αγόρασε άλλα έτοιμα. Τέλος ας είνε καλά να ξαναγυρίση γερός· η εργασία του θα τελειώση ύστερα από ένα μήνα. Τας ευχάς του τού νέου έτους μου παρήγγειλε να σας τας διαβιβάσω εγώ, επειδή έχει πολλήν εργασίαν. Σήμερον σου εσωκλείω μίαν κάρταν του η οποία έφθασε a propos. Επίσης σου εσωκλείω και μία της μαμάς. Δεν έπρεπε σήμερα να σου γράψω τα της ασθενείας μου, αλλά επειδή μου λέγης να σου λύσω τα αινίγματα, σου τα γράφω αν και αυτό με κουράζει πολύ. Είχες τύχην που δεν ήσο εφέτος εδώ. Θα εστενοχωρίσο πολύ. Τέλος όλα επέρασαν τώρα και πιστεύω να δυναμώσω γρήγορα. Μεθαύριον θα αρχίσω πάλιν τα μαθήματα τα οποία διέκοψα επί ένα μήνα. Τι να γίνη! Δεν σου έγραψα διά να μην ανησυχήσης ότι η μαμά έδιωξε την Λημνιά από τας αρχάς του Δεκεμβρίου. Είχε καταστήση το σπίτι μας γουρουναριό, αυτή ένα βώδι και γουρούνι μας έφερε και το Τασώ της, 15 ημέρας και η μαμά να κάθηται όλη μέρα να μαγειρεύη να τρώγουν αυτές για 10. Μας εκόστιζαν 10 μετζήτια τον μήνα.
Τον αγαπητόν Αλέκον ασπαζώμεθα ιδιαιτέρως καθώς και τον Χριστόφορον.
Να σχίσης αυτά τα παλιόχαρτα
[i] Τον Ιανουάριο η έκτη και η τέταρτη πρωινή της τουρκικής ώρας αντιστοιχεί περίπου με την ενδεκάτη και την ενάτη πρωινή αντιστοίχως του σημερινού ωρολογίου.
[ii] Σήμερα Küçükçetmi.
[iii] Δεν υπάρχει το όνομα.