Το γράμμα στη Μαριάνθη είναι στοχαστικό και μελαγχολικό. Ενώ το αφήγημα, ρομαντικά μελαγχολικό και σαφώς επηρεασμένο από τους Αθλίους του Ουγκώ.
Και σε άλλες επιστολές ο Σωκράτης αναφέρει ότι γράφει, και μάλιστα μυθιστόρημα, όμως δεν μπόρεσα να βρω να έχει τυπώσει δική του λογοτεχνία. Βέβαια, όπως έχω ξαναγράψει, έχει μεταφράσει και εκδώσει τουλάχιστον δύο μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν.
Στο σημερινό σημείωμα δημοσιεύεται το γράμμα στην Μαριάνθη και το Αφήγημα.
Το γράμμα στη Μαριάνθη
Χάλκη 30 Μαΐου 1907
Αγαπητή μου Μαριάνθη
Απαντώ εις την επιστολήν σου της 22ας Μαΐου και ευχαριστώ θερμότατα διά τας ευχάς σας, της μαμάς. της Άρτας, του πατέρα. του Χριστόφορου, τας ιδικάς σου. Αυταί είνε μόνο παρηγορούσαι με στην ξενητειά μου, την μαύρη ξενητειά μου…
Προχθές σας έστειλα το καπελλάκι. δεν ξεύρω κατά πόσο ήρεσε. Διά το βιβλίον Tous lit κτλ δεν το ηγόρασα, το ευρίσκω κατάλληλον διά διασκεδαστικήν διδασκαλίαν παιγνίων και δύνασαι να δώσης την σημείωσιν εις την περί ου ο λόγος διδασκάλισσαν να το παραγγείλη.
Από της χθες επαύσαμεν τα μαθήματα το προσεχές Σάββατον έχουμε εξετάσεις, γραπτάς, αίτινες θα διαρκέσουν μία εβδομάδα, περί τας 6 Ιουνίου θα είμαι ελεύθερος συμπληρών έκτον έτος αθλίας δουλείας, μαρτυρία μοναξιάς μου. Υπομονή, μη μου εύχεσαι όμως και του χρόνου αφ’ ου εγώ ο ίδιος δεν κάμνω την ευχήν ταύτην δια τον εαυτόν μου, αλλά μετά πόνου αποβλέπω προς το μέλλον.
Η κατάστασή μου η ψυχική είνε πάντοτε η αυτή, και θα είνε πάντοτε εφ’ όσον ο Θεός μου δίδει ημέρες. Ευτύχης ζωή δεν υπάρχει, ημέραι μόνον ευτυχείς και αίτινες και αυταί έχουσιν εναλλαγάς σκότους και φωτός, οφείλουσαι τον χρωματισμόν των εις ακτινοβολίαν βραχειών τινών εξαιρέτων στιγμών. Αυτά μου λέγουν τα βιβλία μου - πού ανάθεμα να μη έπιανα ποτέ κανένα εις το χέρι μου - αυτά μου λέγουν ο Theuriet, η Sophie Arnould και άλλοι… Kι έτσι είνε. Κι έτσι πρέπει να λαμβάνωμεν τα πράγματα με την παροδικήν ευτυχίαν εξαιρέτων τινών στιγμών.
Ας προσπαθήσωμεν μόνο να έχωμεν αρκετόν πνεύμα και κρίσιν διά να διοικώμεν την λέμβον της ζωής ημών…
Το πνεύμα και την κρίσιν ζητώ καθημερινά στην προσευχήν μου από τον ύψιστον. Είθε να με φωτίζη και να μοι παρέχη τας εξαίρετους στιγμάς ευτυχίας όσον το δυνατόν συνηθέστερον! Τι άλλο να ζητήσω; Δύναταί τις να αλλάξη την τύχην του, το πεπρωμένον, την επιταγήν του αστέρος υφ’ ον εγεννήθη, La fatalité; Κι είμαι fataliste εις τον υπέρτατον βαθμόν.
Σας εσωκλείω μίαν επιστολήν δια την Αρτέμιδα. Αλήθεια διατί δεν μου έστειλες La Vie de Jesus του Renan; Θέλω να την διαβάσω και θα σας την επιστρέψω πάλιν. Αν το βιβλίο δεν υπάρχει εις την βιβλιοθήκην του πατέρα τότε θα το αγοράσω αν όλα πρέπει να τα αγοράση τις …
Άνευ ετέρου δια σήμερον φίλησε γλυκά την μαμά, Χριστόφορον, σε καταφιλώ επίσης
Σωκράτης
Φιλώ επίσης γλυκύτατα την Αρτέμιδα της οποίας την επιστολή δεν επρόφθασα να τελειώσω, και θα αποστείλω με πρόσεχες ταχυδρομείο. Ας με συγχωρήση επίσης προσεχώς θα γράψω στο σεβαστό μου πατέρα τον οποίον επίσης ασπάζομαι.
Το Αφήγημα
Αφιερώνεται στα αδέρφια μου
Perduto e tutto il tempo che in amar non si spendle
(χαμένος όλος ο καιρός πού σε αγάπη δεν σκορπιέται)
Tasso
Έφυγε από τη Σχολή και πήρε κατά τα μάτια του, γυρεύοντας συντροφιά στη μοναξιά του, ανακούφιση στον πόνο της ψυχής του, αναλαμπή στη σκοτεινιά του… Βγήκε στο δάσος και τραβούσε κατά το χωριό. Δεν ήξερε κι εκείνος πως, ίσως γιατί τα μάτια του γύριζαν να δουν κόσμο, κόσμο, κόσμο, άλλον παρά εκείνον που έβλεπε Κάθε στιγμή μπροστά του, στη φυλακή του… και τραβούσε κατά το χωριό απογοητευμένος, τρελλαμένος, παραμιλώντας και κουνώντας το ραβδί του…
Ήταν οκτώμισυ το βράδυ, ύστερα από το φαγητό, (ντολμάδες με φύλλα χοντρά και σιόλα βοδινή τρυπημένη σε δύο μεριές με δύο σκορδάκια, αιώνια στην ίδια θέση, το αιώνιο ψητό βουτηγμένο στην ίδια σάλτσα από ξύγγια). Το φεγγάρι στο πρώτο τέταρτο, έρριχνε στα πεύκα, στο δρόμο, στη θάλασσα μία μελαγχολία που έλεγες πως όλα, τα πεύκα, ο δρόμος, η θάλασσα, η φύση ολάκαιρη, ήταν λυπημένη, γιατί ήταν σκεπασμένη ως η δική του η καρδιά.
Ησυχία νεκρική.
Πρώτες ζεστές απότομες της άνοιξης της Χάλκης, χωρίς ούτε φύλο να κουνιέται.
8 του Μάη 1907.
Τραβούσε κατά το χωριό.
Βγήκε από το δάσος και μπήκε στα πρώτα σπίτια. Περπατούσε κουνώντας το ραβδί του, με χίλιες σκέψεις στο μυαλό του. Κουνούσε το ραβδί του, άνοιγε τα πόδια του· περπατούσε και σκεπτότουνα τη γλυκιά του τη μανούλα, τ’ αδέρφια του, τις αδερφούλες του, κι εκείνη, αχ! Τη χρυσή του την αδερφούλα που έχασε εδώ και εννιά μήνες δίχως να της δώση το στερνό του φιλί… Και κουνούσε το ραβδί του, δαιμονισμένος στη μοναξιά του, δίχως αγάπη, δίχως ένα γλυκό λόγο στη ξενητειά του, δίχως ένα σπίτι δικό του που να πάγη να καθίση και να πει δυο λόγια, δίχως φίλο που να του ανοίξη την καρδιά του, αυτή την έρμη τη καρδιά πού έτσι την έκαμε ο Θεός, πάλι αρκετά μεγάλη για να μπορή να παίρνη τόσα μέσα της χωρίς να σπάνη, αν και ραγισμένη, ξεγδαρμένη, ματωμένη…
Περπατούσε κουνώντας το ραβδί του και σκεπτότουνα την αγάπη την περίσσεια που εφύλαξε μέσα του, την αγάπη του για μία νεράιδα που εφώλεβε μέσα του, την αγάπη του για μια νεράϊδα που ήταν τόσο μακριά του, που τον άφηνε μόνο του και έρημο στην ξενητειά του, αυτή την αγάπη που ανέβαινε, ανέβαινε και ήθελε να τον πνίξη….
Και το ραβδί του πήγαινε μπροστά και πίσω σαν δαιμονισμένο. το φεγγάρι τον περεχούσε μελαγχολία και μέσα στη σιωπή της νύχτας μόνο το τρίξιμο των παπουτσιών του ακούετο: τριτς, τριτς, τριτς, τριτς, νανούρισμα στις σκέψεις του.
Έκαμε καμμιά διακοσαριά βήματα μεσ’ τα σπίτια. Ούτε ψυχή στο δρόμο. Όταν κόντευε να περάσει από ένα χάλασμα σαν ν’ άκουσε κάτι παιδιακίσιες φωνές. Άμα άκουσαν πως κάποιος έρχεται οι φωνές πάψανε και δύο παιδάκια, ένα κορίτσι ως δέκα χρόνω και ένα αγόρι τεσσάρων – πέντε, αδέρφια βέβαια ξυπόλητα και κακομοιριασμένα, ξεπρόβαλαν στη μέση του δρόμου και κύτταξαν με μάτια φθονερά που γυάλιζαν σαν διαμάντια στο φως του φεγγαριού, αυτόν τον πλούσιο, αυτόν τον ευτυχή, που περνούσε έτσι υπερήφανα και κουνούσε το ραβδί του… και φορούσε και παπούτσια πού έκαναν τριτς, τριτς, τριτς…
Κύτταξε τα παιδάκια και βγήκε κομμάτι από τις σκέψεις του χωρίς όμως και να κοντύνη και το βήμα του. Βγήκε από τις σκέψεις του για να φθονήση αυτός τ’ αμέριμνα φτωχόπαιδα, αυτά τα ξυπόλητα που έπαιζαν ξέγνιαστα κοντά στο χάλασμα, πού χαιρότανε το φεγγάρι, την φύση, την αθώα τους ηλικία…
Τα προσπέρασε κι αμέσως μία άλλη σκέψη παρουσιάστηκε μπροστά του, φοβερή αυτή, που του έφερε ανατριχίλα…
Τα μάτια τους τα διαμαντένια που είδε, γιατί του φάνηκαν γεμάτα φθόνο; Τι είχαν φάγη άρα γε εκείνο το βράδυ αυτά τα ξυπόλητα μικρά; Είχαν πατέρα μητέρα; Μην ήσαν ορφανά; Δεν είχαν ανάγκη της αγάπης της μανούλας τους κι αν ήσαν ορφανά ποιος τα φρόντιζε, ποιος άλλος δυστυχισμένος, για να τ’ αφήνει έτσι κακομοιριασμένα;
Όλα αυτά σαν αστραπή πέρασαν από την φαντασία του και το ραβδί του κουνήθηκε πιο πολύ από την ανατριχίλα που του έφερε τέτοια σκέψη.
Κι όμως; Τι μπορούσε να κάνη αυτός ο ευτυχής και πλούσιος μπροστά στη δυστυχία του κόσμου; Τι έφταιγε αυτός για αυτή τη δυστυχία; Δεν του έφταναν οι δικές του σκοτούρες;
Τράβα το δρόμο σου κύριε ευτυχή, ο κόσμος είνε έτσι.
- Κύριε, δώσε μας μία δεκάρα… ακούστηκε κατόπι του πού μια παρακλητική φωνή, η φωνή του μικρού.
Ο ευτυχής κούνησε πιο πολύ το ραβδί του και τράβηξε ίσια μπροστά του χωρίς να κοντύνη το βήμα του
- Τράβηξε τον από το ρούχο… συνεβούλεψε η αδερφή του, δεν χτυπά είνε καλός ο κύριος…
Σε λιγάκι ο ευτυχής πλούσιος, είδε τον μικρό να ευρεθή στο πλάγι του, τρέχοντας, με τα ξυπόλυτα πόδια του και την βλούζα την άσπρη, λερωμένη.
- Κύριε, κύριε είμαι φτωχό παιδί δότε μία δεκάρα… έλεγε τώρα ο μικρός που μόλις έφτανε ως τα χέρια του, που δεν φοβήθηκε το ραβδί του, που τον κύτταζε με τα διαμαντένια μάτια του σηκωμένα, εν ω έτρεχε για να προφταίνη τα βήματά του.
Εσταμάτησε και άκουσε να βουίζουν ακόμα τ’ αυτιά του: «καλός ο κύριος, φτωχό παιδί, δεκάρα», και αντίκρισε τα σηκωμένα παρακλητικά διαμαντένια μάτια.
Η αδερφή στεκότανε δέκα βήματα μακριά.
Άνοιξε τη σακούλα του…
Διάβολε! Διάβολε! ούτε δεκάρα, τίποτα! Αυτός ο κύριος, ο καλός, ο ευτυχής, ο πλούσιος, αυτός ο καλοντυμένος, αυτός που τα παπούτσια του έκαναν τριτς, δεν είχε δεκάρα στη σακούλα του, και είχε ξεχάσει πως δεν είχε δεκάρα…
Δυο δάκρυα κύλησαν τα μάτια του…
- Παιδί μου… δεν έχω ψιλά… για κακή σου τύχη… άλλη φορά...
- Ω! κύριε, δεν πειράζει… η αδερφή μου λέγει πως είσαι καλός, πολύ καλός…
Ο Κύριος, ο ευτυχής και πλούσιος, έσκυψε, φίλησε το ξυπόλητο και κακομοιριασμένο μικρό, ύστερα έβγαλε το πένθιμο μαντήλι του, σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια του, έσφιξε γερά το ραβδί του στο χέρι του, το κούνησε θυμωμένα και τράβηξε τον δρόμο του από ένα μονοπάτι εκεί κοντά χωρίς να πάγη στο χωριό, στον κόσμο που γύρεβε, εν ω ένα αχ! πονετικό βγήκε από τα στήθια του, το αχ της αδυναμίας του ανθρώπου για την ανακούφιση της φτώχιας, και εν ω γύριζε πίσω στη Σχολή, στη μοναξιά μέσα του δάσους και στη μελαγχολία του φεγγαριού, άκουγε πάλι μόνο τα παπούτσια του να κάνουν τριτς, τριτς τριτς, τριτς, νανούρισμα στις σκέψεις του, μόνο σημείο πως υπήρχε στον κόσμο, μοναχός, απογοητεμμένος… δίχως αγάπη…
Σωκράτης Σ.
Χάλκη 8 του Μάη 1907.