Η προοπτική όπως την παρουσιάζει ο Σωκράτης είναι καλή. Η πραγματικότητα όπως την ζει η Μαριάνθη όχι. Τα γράμματά της είναι γεμάτα δυστυχία, θλίψη και δυσφορία, δεν της αρέσει η οικογένεια, η πόλη, ο τόπος και επιπλέον είναι η εποχή της επανάστασης του 1905, που επηρεάζει την καθημερινή της ζωή και κάνει πολλά πράγματα δύσκολα. Από τα δεκατρία γράμματα αυτής της περιόδου δημοσιεύονται χαρακτηριστικά αποσπάσματα από πέντε.
Επιστολή 1η
Αγαπητή μου αδελφή Μαριάνθη
Πρώτα πρώτα, bonne fête και μύριες ευχές ευτυχίας. η γιορτή σου, ο Θεός εις το οποίον πρέπει πάντοτε να ελπίζωμεν, σου φέρουν αυτήν.
[…]
Ο Κος ούτος Μιχαήλ Ρίζος πρώην μαθητής της Σχολής μας, υπερτεσσαρακοντούτης και λαμπρός χαρακτήρ, με κατέκτησε την καρδίαν μου αμέσως εξ αρχής. Γνωστός του κ. Λιανοπούλου μετά τας συστάσεις είδεν το ζήτημα: έχει τρία παιδιά. Κορασίδα 10 ετών, 2 αγόρια 7, 8, διά τα οποία ζητεί διδασκάλισσαν αποκλειστικώς ελληνικής· τα παιδιά μόλις ξεύρουν να συλλαβίζουν. Θα είσαι η δευτέρα οικοδέσποινα, [δούλες, παραδούλες έχει το πλούσιο αυτό σπίτι] (ξεύρεις γιατί το λέγω]. Θα έχης το δωμάτιον σου καθαρώς ιδικόν σου. Τα παιδιά θα σου παραδίδονται την πρωΐαν εις τας 8 διά το πρόγευμα, γεύμα εις τας 10, έτερον εις τας 2 μ.μ. έτερον λιτόν δείπνον εις τας 6 το εσπέρας και κατά τις 8 ή και αργότερον, χωρίς πλέον τα παιδιά, τσάι. [Αν δεν παχύνης τώρα δεν ξέρω πια πότε]. Θέατρον εις την ημερησίαν διάταξιν (βεβαίως θεωρείον) εις ο θα οδηγής τα παιδιά και μερικούς περιπάτους, κατά το πρόγραμμα θα ορίσης, είτε εν τω κήπω ευρυτάτω της οικίας ή και έξω. Θα είσαι δηλαδή μία δευτέρα μαμά των παιδιών, την οποίαν θα εκτιμούν και υπολήπτονται ως τοιαύτην, πονούσα δια τα εμπιστευόμενά σοι. Η οικογένεια κατοικεί εις Οδησσόν και Αλεξανδρόβσκη, με όλες τας αναπαύσεις διά τον χειμώνα. Εις Αλεξανδρόβσκη το καλοκαίρι, εις Οδησσόν τον χειμώνα. Ο κ. Ρίζος ή μάλλον οι αδελφοί Ρίζου είνε σιτέμποροι και έχουν και μεταλείον ανθράκων (δεν είμαι ακριβώς βέβαιος περί τούτου). Τέλος αι καλλίτερα συστάσεις δια την οικογένειαν. Αμοιβή; Μου ευσταθεί αδύνατον να επιτύχω άνω των τεσσάρων λιρών οθωμανικών. Ο κ. Ρίζος με διαβεβαίωσες όμως ότι συν τω χρονών θα έχης αύξησιν, ότι πρέπει συνάμα και να υπολογίζης επί πλουσίων δώρων (Μεταξύ μας σου λέγω ότι τα δώρα ταύτα είνε πραγματικώς πλούσια εκ μέρους των εν Ρωσσία εγκατεστημένων Ελλήνων εμπόρων) και ότι δύνασαι να μείνης 4,5 και 6 έτη. Αδελφούλα μου σου λέγω ότι είσαι ευτυχής και πρέπει να κάμης τον σταυρόν σου. Βεβαίως η απομάκρυνσις από της οικογενείας κακόν, αλλά μοι φαίνεται ότι η οικογένεια είνε αδύνατον να μη σε παραχωρήση μετά 18μηνον τουλάχιστον υπηρεσίαν άδειαν να επιστρέψης δι’ ένα δύο μήνας στην πατρίδα – εάν θέλης, το τέλος της υποθέσεως: Η οικογένεια είνε ενταύθα σε αναμένει αφεύκτως (έδωσα τον λόγον μου, ήμην πληρεξούσιος), την Παρασκευήν 1ην Απριλίου, ίνα αναχωρήσητε ομού εις Ρωσσίαν και κάμετε εκεί το Πάσχα. Τα έξοδα ταξειδίου εις βάρος των.[…]Σου στέλλω εκ της μισθοδοσίας μου του Μαρτίου 2 λίρας με mandat-poste και το αυτό ταχυδρομείον μέσον Κονταξή, ίνα μη στενοχωρηθής από χρήματα. Τα καθήκοντά σου θ’ αναλάβης από της αφίξεώς σου ενταύθα, δηλαδή η μισθοδοσία σου θ’ αρχίση. Βιβλία σπουδαία μη πάρης μαζύ σου διότι απαγορεύονται εις Ρωσσίαν αλλά τα απολύτως αναγκαία δι’ αρχαρίους. Όταν χρειασθή ή αγοράζης εδώ της εκλογής σου διά τα παιδιά με χρήματα της οικογένειας ή και εις Οδησσόν. Συ θα υποδείξης ή και εγώ σου στέλλω.
[…]
Ο αδελφός σου
Σωκράτης
Halki 24/3/05 εσπέρας
Επιστολή 2η
Αλεξαντρόφσκη 1 Ιουνίου 1905
Αγαπητέ μου Σωκράτη
Το ταξείδιόν μου μέχρις Οδησσού υπήρξε λίαν ευχάριστον υπό έποψιν καιρού, διαρκέσαν 29 ώρας. Άμα τη αποβιβάση μου, μετά τας τελωνειακάς ενοχλήσεις, μάς παρέλαβεν ο εκεί πράκτωρ της Ρωσσικής Ατμοπλ. Εταιρείας – φίλος στενός των Αφων Ρίζου, εις την οικίαν του οποίου μας προσέφερεν το τέιον. Εκεί εμείναμεν μέχρι της εσπέρας, ότε επιβιβάσθημεν εις έτερον μικρόν ατμόπλοιον το οποίον μετά 10 ½ ώρας μας έφερεν εις Χερσώνα. Την Οδησσόν είδον ως εν πανοράματι μακρόθεν από του ατμοπλοίου. Ωραία πόλις, της οποίας δυστυχώς δεν επέτυχον να ίδω τας καλλονάς, ως εκ της ταχείας αναχωρήσεώς μου εκείθεν. Και η Χερσών ωραία πόλις επί της δεξιάς όχθης του Δνείπερ. Και ταύτην μακρόθεν αποθαύμασα. Κατάφυτος, με οικίας λευκάς, ως επί το πλείστον και καθαρωτάτη.
Εκείθεν επιβιβάσθημεν ετέρου ατμοπλοίου μικρού πλην ανέτου, το οποίον, μετά 29 ώρας και άλλους τόσους σταθμούς ανά τα διάφορα χωρία τα κείμενα επί των καταφύτων οχθών του Δνείπερ μας έφερεν ενταύθα, την Κυριακήν περί την 3ην ώραν μ.μ.
Την Αλεξαντρόφσκ ακόμη δεν επεσκέφθην διότι ο καιρός και η αδιάκοπος βροχή από της ημέρας της αφίξεώς μας δεν μας επέτρεψε να εξέλθωμεν. Είνε μικρά πόλις, αν και είνε σπουδαίος σιδηροδρομικός σταθμός. Η οικογένεια διαμένει εις οικίαν υπ’ ενοίκιον, αρκετά ευρύχωρον δι’ αυτούς πλην δυστυχώς όχι και δι’ εμέ.
Τέλος αφού έκαμα την απόφασιν να τους ακολουθήσω πρέπει να οπλισθώ με μεγάλην υπομονήν και καρτερίαν.
Αρκεί να είνε η ζωή των ήσυχος και ειρηνική.
Με τα παιδιά κουράζομαι ακόμη πολύ. Δεν εσυνήθισαν ακόμη να υπακούουν. Πιθανόν βραδύτερον να διορθωθούν τα πάντα.
Εν πάση περιπτώσει θα σου γράψω εκτενέστερον βραδ[ύτερον] πάσας τας εντυπώσεις μου εφ’ όλων. Την παρούσαν μου απόστειλον αμέσως, αφού την αναγνώσης, εις το σπίτι μετά της επιστολής σου προς την μαμάν. Απεύθυνον αμφοτέρους προς την Άρταν και ειπέ της να τας σχίση.
Αν τύχη και ίδης κανέναν ή καμμίαν εκ των γνωστών μας του Bechiktassi ή της Πρώτης ειπέ ότι μένω αρκετά ευχαριστημένη και τους χαιρετώ
Σε γλυκοφιλώ τρυφερότατα, ως και πάντας τους προσφιλείς μου γονείς, αδελφούς και αδελφάς και αναμένω ανυπομόνως ειδήσεις σας.
Προσεχώς πλειότερα
Και πάλιν σε γλυκοφιλώ
Μαριάνθη
Επιστολή 3η
Είμαι καλά, στερούμαι ειδήσεών σας σας καταφιλώ
Σωκράτης
Χάλκη 17.6.05[i]
Επιστολή 4η
Αλεξανδρόφσκη 8 Ιουνίου 1905
Αγαπητέ μου Σωκράτη
Η επιστολή σου με συνεκίνησε βαθύτατα... Την ειλικρινήν σου λύπην δια την αναχώρησίν μου, την ανέγνωσα πριν ή έτι μου την παραστήσης δια λόγων εις το δακρυσμένον βλέμμα σου, το πλήρες στοργής, αδελφικής… Είμαι πολύ ευτυχής διά την αγάπην σου ταύτην, αγαπητέ μου Σωκράτη, και σοι ευχαριστώ θερμότατα. Επίσης σοι ευχαριστώ πολύ διά την υπόσχεσιν ην απέσπασες την τελευταίαν στιγμήν της αναχωρήσεως μου από τον Κον Ρίζον. Τας δι’ εμέ προς αυτούς συαστάσεις σου μου τας ανακοίνωσαν μετ’ εγκωμίων απείρων διά σε. Τους έκαμε μεγάλην εντύπωσιν η στοργή ήτις μας συνδέη, διότι αυτοί δεν ησθάνθησαν ποτέ τοιούτου είδους αισθήματα, αφ’ ου και εις τα συζυγικά των είνε τόσον οπίσω.
[…]
Τα παιδιά όμως με κουράζουν πολύ. Το σπίτι των υπό ενοίκιον είνε χαμηλόν αλλά καλώς εκτισμένον, εις δρόμον ωραίον [...] έχει λουτρόν καλόν και υπό την έποψιν της καθαριότητος είμαι ευχαριστημένη. Δύο υπηρέτριαι αρκετά καλαί μας υπηρετώσι. Τα φαγητά και το νερό του ποταμού κατ’ αρχάς μου εφάνησαν άνοστα, τώρα άρχισα να συνηθίζω.
Τέλος η ζωή μου ετακτοποιήθη κάπως, κυρίως με την σχετικήν ησυχίαν, την οποίαν έχω τώρα το βράδυ και πιστεύω να μην στενοχωρηθώ πολύ.
Η Αλεξανδρόφσκη επί της αριστεράς όχθης του Δνείπερ, όταν κατερχόμεθα τον ποταμόν είνε μικρά μεν πόλις - 25-30 χιλ κατοίκων – αλλά καλώς εκτισμένη με ευρείας, ευθείας και δενδροφύτους οδούς και καθαροτάτη. Κυρίως την εξωραΐζουν αι διπλαί εξ ακακιών δενδροστοιχίαι των κυριωτέρων οδών και η χλόη η εγκατεσπαρμένη σχεδόν παντού. Ο δημόσιος κήπος επίσης, όστις είνε πλησίον της οικίας, είνε αρκετά τερπνός. Ενώ τρις ή τετράκις της εβδομάδος, παίζει κάπως καλή μουσική και οδηγώ τα παιδιά από της 6ης -9 ½ της εσπέρας. Κατόπιν επιστρέφομεν εις το σπίτι, όπου τρώγωμεν ολίγον και πίωμεν το τσάι. Κατά τας 10 ½ ο Κος και η Κα αναχωρούν ως distinguées διά τον κήπον μέχρι του μεσονυχτίου, εγώ δε, αφού προσπαθώ και κοιμήσω τα παιδιά, αποσύρομαι σχεδόν μεσονυκτίως εις το δωμάτιόν μου.
[…]
Προχθές της Πεντηκοστής, τα οδήγησα εις την Ρωσσικήν εκκλησίαν ελλείψει Ελληνικής. Η αρμονία της μουσικής αρκετά κατανυκτική, αλλ’ αταξία πολλή εις τον συνωστισμόν του πλήθους. Το κτήριον, εξωτερικώς ωραίον, εσωτερικώς όχι τόσον. Η Αλεξανδρόφσκ έχει ακόμη πλην αυτού δύο ναούς μικρότερους. Συντηρεί παρθεναγωγείον και πολυτεχνείον.
[…]
Πιστεύω ήδη να λάβατε τας πρώτας 5 λίρας του Σωκράτη και τα 4 ιδικάς μου. η καλή μου μαμά να μην λυπήται δι’ εμέ, αλλά να κυττάξητε όλοι την υγείαν σας, διότι τούτο είνε η μισή μου ανακούφισις εις την ξένην, εάν μαθαίνω ότι είσθε καλά.
[…]
Σας ασπάζομαι όλους τρυφερότατα, ιδιαιτέρως σε, αγαπητέ μου Σωκράτη.
Μαριάνθη
Επιστολή 5η
Αλεξαντρόφσκ 18 Ιαν. 1906
Φιλτάτη μου Άρτα
Σου υποσχέθηκα επιστολήν εκτενήν και θα προσπαθήσω να σοι γράψω όσα το δυνατόν περισσότερα σήμερον, αλλ’ αν ήξερες πόσην λύπην μοι προξενεί η απαρίθμησις των δεινών μου, θα επροτίμας να εσίγων ακόμη.
Ανέβαλλον επί τόσον καιρόν, από εβδομάδος εις εβδομάδα, από μηνός εις μήνα να σοι αναφέρω τι, με την ελπίδα όπου θα είχον επί τέλους τι ευχάριστον να σοι αναγγείλω περί της ζωής μου, περί σου ή περί των σχεδίων του μέλλοντος. Δυστυχώς όμως ούτε η ζωή μου εκαλυτέρευσεν, ούτε να συνηθίσω εις τας πικρίας και αηδίας της δύναμαι, ούτε να σε προσκαλέσω εδώ τολμώ, ούτε τα σχέδιά μου μου φαίνονται ευεκπλήρωτα με την ενταύθα τρομερήν πολιτικήν ακαταστασίαν, ήτις φυγαδεύει βαθμηδόν τους καλλιτέρους και ευπορωτέρους των κατοίκων εις Γαλλίαν, Γερμανίαν και αλλαχού.
Ο Σωκράτης μου γράφει εν τη τελευταία του ότι ωμίλησε τον Άγιον Ελαίας δι’ εμέ προς επιτυχίαν καλής τινός θέσεως διά το προσεχές, αλλ’ άρα γε θα είνε δυνατόν να ευρεθή τοιαύτη, η οποία να με ανακουφίση τέλος από τα βάσανα τόσων ετών; Κύριος είδε!..
Εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι να ελπίσω και τι να ευχηθώ… Ιδού 10 σχεδόν μήνες αφ’ ότου σας αποχαιρέτησα με τόσα καλά όνειρα περί του μέλλοντος, τα οποία η χαρμόσυνος εκείνη επιστολή του Σωκράτους μ’ έκαμε να σχηματίσω, και όμως μόλις έφθασα εις Κων/πολιν, διελύθησαν τα πάντα και η απογοήτευσις εισέδησεν εις την ψυχήν μου με την άθλιαν και τυραννικήν ζωήν την οποίαν διήλθον επί δύο μήνας εκεί.
Θ’ απεχώρουν αληθώς ευθύς εξ αρχής εκ της οικογενείας αυτής, αν η σκληρά ανάγκη δεν μ’ εβίαζε να οπλισθώ με υπομονήν και να τους ακολουθήσω εις Ρωσίαν, πάλιν με την ελπίδα όπως ίσως εν τη κατ’ ιδίαν οικογενειακήν των ζωή, θα ήμην ευτυχεστέρα… Αλλ’ όταν και τα απλούστερα στοιχεία της ανατροφής λείπουν από μίαν γυναίκα, σύζυγον, μητέρα, φαντάζεσαι ποία ανατροφή δύναται να δοθή εις τα τέκνα και πόσον ανωφελώς αγωνίζομαι με την διαρκή και αδιάκοπον διδασκαλίαν και νουθεσίαν μου, όταν το κακόν παράδειγμα και η ανόητος μεσολάβησις της τυφλής ανοήτου στοργής καταστρέφουν εις μίαν στιγμήν παν ό,τι εγώ προσπαθώ να διορθώσω.
Βεβαίως αυτοί αναγνωρίζουν τους κόπους μου και την αξίαν μου, τα σφάλματά των και τας ελλείψεις των, και προσπαθούν να με περιποιούνται καλώς διά μα μην φύγω, αλλ’ εγώ τους αηδίασα πλέον και κάμνω καθ’ ημέραν νέαν υπομονήν έως ότου επιτύχω καλλιτέραν θέσιν, η οποία να μοι αρμόζη και να με ευχαριστή κάπως.
Τουλάχιστον αν εκέρδιζα περισσότερα χρήματα, αφ’ ου τα έξοδά μου είνε τόσα πολλά, εις ενδύματα, υποδήματα, πίλους, χειρόκτια κλπ! Και μην νομίσης, αγαπητή μου ότι κάμνω λούσα και επιδείξεις. Τίποτε. Ενδύομαι απλούστατα. Αλλ’ εδώ η ζωή είνε ακριβή. Εν ρούβλιον το οποίον ισοδυναμεί με 12 γρόσ. γερά (21 ιδικά μας), εξοδεύονται τόσον ευκόλως, με τα 100 καπίκια του ως 100 παράδες.(!)
Ηναγκάσθην να δώσω – μην τρομάξης- 4 λίρας μόνον διά το χειμωνιάτικον επανωφόρι μου, φοδραρισμένον με βάταν, εν απλούστατον παλτό όχι πολύ σπουδαίας ποιότητος. Μίαν λίραν δι’ υποδήματα ζεστά, 1 ½ λίραν διά καπέλλον και σκούφον χειμωνιάτικον, 1 λίραν διά τραχηλιάν γουνωτήν, 1 λίραν διά δύο βλούζας απλάς και όλο πάει λέοντας. Περίμενε με τα αναπόφευκτα αυτά έξοδα, τα οποία το υπερβολικόν ψύχος και αι απαιτήσεις των φιλοξενούντων με μέ αναγκάζουν να κάμνω, περίμενε, λέγω, να περισσεύσης χρήμα και να κάμης χαρτζιλίκι. Εξοδεύω επίσης από καιρού εις καιρόν δια μικρά δώρα των μαθητών μου, τα οποία απαιτούν με υποσχέσεις θερμάς ότι θα διορθωθούν και θα υπακούουν, και αι οποίαι διαρκούν διά μίαν ημέραν έως ότου δηλαδή κατορθώσουν να τα λάβουν.
Έπειτα έρχονται τα μικρά δώρα των υπηρετριών, τα οποία συνάζονται εις ποσόν. Σημείωσον ότι από τότε που ήλθα εδώ, η Κα ήλλαξε 10 υπηρετρίας, και πολλάς φοράς ότε εμείναμεν και δίχως υπηρέτριαν από την παραξενιάν της και την γλώσσα της ούτε υπηρέτρια ημπορεί να μείνη πολύν καιρόν μαζύ της, ηναγκάσθην εκ φιλοτιμίας να βοηθήσω και εις την υπηρεσίαν. Μη νομίζης όμως ότι και με τας εν λόγω υπηρετρίας υπάρχει καμμία ανακούφισις δι’ εμέ. Εγώ ενδύω και εκδύω τα παιδιά, εγώ τα κάμνω μπάνιο και κόπτω τα νύχια ποδών και χειρών, εγώ στρώνω το κρεββάτι μου, πλένω το λαβομάνο μου, σκουπίζω πολλάκις το καμαράκι που κοιμούμαι, εγώ η ιδία πλένω τας φανέλλας μου, διότι η πλύσι που κάμνουν αι υπηρέτριαι είνε συχαμός και ζημιά και διά τα ασπρόρρουχα ακόμη. Εγώ ετοιμάζω το τσάϊ των πρωϊνό και βραδυνό κλπ. Πρόσθες τώρα εις όλα αυτά τα αηδή και τας σπουδαίας εργασίας μου, τα επί 6-7 ώρας καθ’ εκάστην διάφορα μαθήματα με τρία κακομαθημένα, πεισματάρικα και αυθάδη παιδιά και έπειτα τες πολλές κουβέντες του Κου και της Κας, που με παραζαλίζουν και με νευριάζουν ακόμη περισσότερον και θα φαντασθής με ποίαν διάθεσιν πέφτω κάθε βράδυ να κοιμηθώ και με ποια όρεξιν ξυπνώ κάθε πρωί. [….]
Εσχετίσθην από το καλοκαίρι μόνη μου, δια των διδασκαλισσών των με δύο πολύ καθώς πρέπει οικογενείας μίαν Πολωνικήν και ετέραν Εβραϊκήν. Αι οικοδέσποιναι ομιλούν ολίγα Γαλλικά και με προσκαλούν να μεταβαίνω συχνά και με αγαπούν και μου δεικνύουν μεγάλην εκτίμησιν.
Και δεν πηγαίνω εις το σπίτι των παρά μια φορά τον μήνα! Και κουβαλώ μαζύ μου τα μαθητάριά μου διά να μη παραζαλίζουν την μητέρα των στο σπίτι. Δε έχω καιρόν να μεταβαίνω συχνότερα αν και πολύ ευχαριστούμαι οσάκις μεταβαίνω εκεί.
Ελησμόνησα να σου είπω ότι ο Κος και η Κα μου έδωσαν προ πολλού να εννοήσω ότι θέλουν και εργόχειρα. Επεχείρησα λοιπόν να τους κάμω και τοιαύτα και αδύνατον να φαντασθής πόσον κοπιάζω αφ’ ου δεν έχω κατάλληλα σχέδια και ούτε έρχονται τα από πολλού εξ Αθηνών παραγγελθέντα. Είνε ανάγκη επίσης να προγυμνάζομαι και κάθε βράδυ από τας 11-12 μεσάνυχτα εις το πιάνο, διότι τώρα τελευταίως ηγόρασαν και πιάνο διά την θυγατέραν των, εις την οποίαν ήρχισα να διδάσκω.
[….]
Δεν σοι γράφω ταύτα, φιλτάτη μου, διά να σε λυπήσω, αλλ’ απλώς επειδή θέλεις και καλά να σου γράψω λεπτομερώς τα του βίου μου. Βεβαίως αν ήσαν ευχάριστα προ πολλού θα σου τα ανεκοίνουν, ενώ τώρα τα παρεσιώπησα επί τόσον καιρόν και θα εξακολούθουν ακόμη να σιωπώ αν η προσφιλής σου εκτενής επιστολή σου, δι’ ην σοι ευχαριστώ θερμώς, δεν με ηνάγκαζε να σοι γράψω ολίγα. Ως να μην έφθανον αι ιδικαί σας θλίψεις και απελπισίαι, θέλετε να μάθετε και τας ιδικάς μου διά να λυπήσθε περισσότερον!
[….]
Ίσως τώρα, ότε ο Αλέκος μας επέτυχε θέσιν, επέλθη βαθμηδόν ποθητή ανακούφισις. Ο Σωκράτης μοι γράφει περί αυτού, ότι ευρίσκεται ήδη εις την θέσιν του, εις Σχολαρχείον , εις Νεπεγλέρ παρά την Λάρισαν. Η θέσις αυτή βεβαίως είνε ασήμαντος, πλην πιστεύω ότι ο Αλέκος θα είναι ευτυχής εις τον επίγειον αυτόν παράδεισον της Ελλάδος με τας μαγευτικάς και φυσικάς καλλονάς. Γνωρίζω τα μέρη τούτα εκ των ζωηρών περιγραφών παλαιάς συμμαθήτριάς μου εκ Λαρίσσης. Υποθέτω μάλιστα, φιλτάτη μου, ότι κι εσύ εκεί θα επιθυμής τώρα να μεταβής διά συντροφιά του Αλέκου, αφ’ ου μοι γράφεις ότι δεν πιστεύεις ν’ ανθέξης εις το κλίμα της Ρωσσίας. Και όμως ευκόλως συνηθίζει κανείς όταν η ζωή είνε καλή και ευχάριστος. Ναι μεν το κλίμα της Ρωσσίας είνε δριμύτατον, αλλ’ υπάρχουν όλα τα προφυλακτικά κατά του ψύχους μέτρα, όταν υπάρχει το χρήμα και αι κατοικίαι είνε τόσον καλώς εκτισμέναι και με τόσον άφθονον εσωτερικήν θέρμανσιν, ώστε, όταν εκ του παγερού περιπάτου εισέλθης εντός αυτών είσαι υποχρεωμένη και να μείνης με μίαν βλούζαν.
Αν η ζωή μου ήτο ευχάριστος και αξιοπρεπής και αν ηδυνάμην να επιτύχω και διά σε παρομοίαν, διόλου δεν θα εδίσταζον και να σε προσκαλέσω εκ φόβου του κλίματος. Αλλά τώρα πως να τολμήσω, αφ’ ου εγώ είμαι τόσον ατυχής;! Και ούτε υπάρχει εδώ ετέρα Ελλην. Οικογένεια της προκοπής. Ίσως, αν κατά το Πάσχα, μεταβώ εις Οδησσόν, ως σκέπτομαι, επιτύχω θέσιν δι’ αμφοτέρας μεταξύ των εκεί καλών ομογενών οικογενειών.
[…]
Γλυκοφίλησον όλους εκ μέρους μου, φιλτάτη μου Άρτα και δέχθητι και συ με τα γλυκύτερά μου φιλιά μυρίας ευχάς ευτυχίας δια την ημέρα των γενεθλίων σου και έτερον μικρόν μου δώρον την «Famille» την οποίαν αναγιγνώσκουσα θα λησμονήσης τας θλίψεις σου. Πιστεύω έλαβες ήδη το Almanach, διότι έλαβον κι εγώ το παραγγελθέν ιδικόν μου.[..,]
Ελησμόνησα να σου αναφέρω τα πλουσιώτατα δώρα μου: Εν δαχτυλιδάκι μαλαματένιον αξίας ίσως 1ας λίρας (!)
Τα περισσότερα κοινωνικά σου νέα πολύ με ηυχαρίστησαν αγαπητή μου.
Τας ευχάς μου εις τας νυμφευθείσας και εις τα δικά σας με το καλόν και τα συγχαρητήρια μου προς την Δίδα Ελευθ. Κολιοφώτη. Σπουδαίως ή ειρωνικώς μοι αναφέρης τα περί αυτών; Και γράψε μου πως έγιναν οι μυθώδεις γάμοι της Δας Χριστ. Βαλσαμάκη. Μοι εκέντησες την περιέργειαν. Διαβίβασον προς τας Κας Αγραφιώτου, ΧατζηΡωμανού, Νανέλλη πολλούς ασπασμούς και λέγε εις όλους τους ερωτώντας δι’ εμέ ότι μένω ευχαριστημένη εκ της θέσεώς μου και τους χαιρετώ.
Ταύτα λοιπόν φιλτάτη μου. Παύω πλέον αφ’ ου σου ζητήσω συγνώμην διά την λύπην την οποίαν σοι προξένησε η παρούσα μου, αλλά σου το ηθέλησες. Καληνύχτα και άπειρα φιλιά. Γράψε μου αμέσως μόλις λάβης την παρούσαν μου δύο λέξεις διά να μην ανησυχώ και σχίσε την και καύσε την.
Και πάλι σε γλυκοφιλώ.
Μαριάνθη
Του καλού του φίλου μου επίσης πολύ με ευχαρίστησαν και σε ευχαριστώ θερμώς δι’ όσα περί αυτού μοι αναφέρεις. Εγώ ούτε και κάρταν δεν τω απέστειλα.
Προηγούμενες επιστολές: https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3211-o-sokratis-apo-to-aivali, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3223-o-sokratis-apo-to-aivali-2, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3234-o-sokratis-apo-to-aivali-3, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3240-o-sokratis-apo-to-aivali-4, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3251-o-sokratis-apo-to-aivali-5, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3266-o-sokratis-apo-to-aivali-6, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3282-o-sokratis-apo-to-aivali-7, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3291-o-sokratis-apo-to-aivali-8, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3303-o-sokratis-apo-to-aivali-9, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3310-o-sokratis-apo-to-aivali-10, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3313-o-sokratis-apo-to-aivali-11, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3315-o-sokratis-apo-to-aivali-12, https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3324-o-sokratis-apo-to-aivali-13 και https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3330-o-sokratis-apo-to-aivali-14
[i] Με την σημείωση αυτή ο Σωκράτης προώθησε το γράμμα της Μαριάνθης στην πατρική οικογένεια.