Σύνδεση συνδρομητών

Ο Σωκράτης από το Αϊβαλί (14)

Πέμπτη, 15 Ιουλίου 2021 07:57
H Σχολή Εμπορίου της Χάλκης.
Ιδιωτική συλλογή
H Σχολή Εμπορίου της Χάλκης.

Το ξεκίνημα του 1905 ήταν οδυνηρό για τον Σωκράτη. Η Ελληνική Σχολή του Εμπορίου, της Χάλκης, στην οποία εργαζόταν κατά τη διάρκεια των διακοπών, πήρε φωτιά και το ένα τρίτο της αποτεφρώθηκε.

Το περιστατικό, όπως το έζησε, ο Σωκράτης το περιέγραψε σε επιστολή του προς την αδελφή του Μαριάνθη αμέσως μετά. Σε δεύτερη επιστολή καταγράφει τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις αυτού του γεγονότος και τη ζωή του όπως διαμορφώθηκε, ενώ σε τρίτη περιγράφει ένα άλλο γεγονός, την κηδεία της μητέρας της κυριας Φωτιάδου. Η οικογένεια της οποίας ανήκε στην μεγάλη αστική τάξη της Κωνσταντινούπολης, σε μια εποχή μεγάλης ακμής της ελληνικής κοινότητας. Τότε που αυτή αισθανόταν τόσο δυνατή ώστε να μπορέσει να εξελληνίσει την φθίνουσα Αυτοκρατορία των Οθωμανών.[i] Υπενθυμίζω ότι σε όλη την αλληλογραφία του Σωκράτη οι Οθωμανοί απουσιάζουν, οι επιστολογράφοι ζουν σε μια απολύτως ελληνική επικράτεια – ή «φούσκα», όπως θα λέγαμε σήμερα.

 

Επιστολή 1η

Αγαπητή μου Μαριάνθη

Αι ευχαί σας επί τω νέω έτει έφθασαν εγκαίρως και σας υπερευχαριστώ. Η επιστολή και της καλής μου μαμάς μου επροξένησε την μεγαλυτεραν δυνατήν ευχαρίστησιν. Δυστυχώς δεν δύναμαι ν’ απαντήσω σήμερον εις τας επιστολάς σας και ευχάς ακριβώς. Υπάρχουν άλλα πολύ σπουδαιότερα, πολύ πολύ και ίσως το εμάθατε και από τας εφημερίδας. Το εν τρίτον της Σχολής μας απετεφρώθη και δη… η οικία του κ. διευθυντού μας, η οικογένειά του ευτυχώς θεωρείται σωθείσα, γυμνή, παντέρημος επί των χιόνων…

[…]Από της θύρας της εισόδου της Σχολής μέχρι του διευθυντού όλη η ανατολική πλευρά της Σχολής ερείπια καπνίζοντα. Εισήλθομεν εκ του όπισθεν μέρους της Σχολής – και ο καϋμένος ο  Georges καμάρωνε τα δύο δουβάρια που μένανε από τη κάμαρή του, χωρίς να βγάζη τσιμουδιά. Φοβούμουν να μη πάθη και τίποτα. Ανέβηκα στου διευθυντού, δηλαδή εις την κάμαρη του γιατρού μας. Στη σκάλα η δύσμοιρη η Ραλλού[ii] έπεσε κλαίουσα στα χέρια μου. Την παρηγόρησα κι εγώ κλαίων – έχασεν η δυστυχής και την προίκαν της και πάσαν ελπίδα μελλούσης αποκαταστάσεώς της, ποιος την παίρνει τώρα πλέον. Εισήλθον εις το δωμάτιον  του γιατρού. Τι να ειπής, τι να παρηγορήσης, τι να συλλυπηθής; Κλαύματα και κλαύματα. Όλοι εσώθησαν με τα νυκτικά τους, μόνον με την πουκαμίσα έτρεχεν η Μαρίκα[iii] και φώναζε: φωτιά. Τα ίδια η μαμά της, τα ίδια όλοι τους. Κανείς δεν φορούσε ένα ρούχο δικό του. η φωτιά έπιασε τα μεσάνυκτα και κάτι και η ώρα μία, τι λέγω μισή μετά το μεσονύκτιον. Τίποτε πλέον δεν έμεινεν από το πλούσιο σπίτι των, αυτοί οι ίδιοι ως εκ θαύματος εσώθησαν εκ του καπνού, όμως με δύο τριών λεπτών βραδύτητα θα τους έπνιγε. Τίποτε άλλο δεν έσωσαν. Τόσαι αναμνήσεις, τόσος πλούτος, η προιξ της Μαρίκας, τα διαμαντικά της Κας Λιανοπούλου, 300 λίραι της Κας Παστελλά (πενθεράς), η προιξ της Ραλλούς, βιβλιοθήκαι πολύτιμοι, χρήματα εις μετοχάς, όλαι αι οικονομίαι του κ. Λιανοπούλου και ξένα χρήματα όλα, όλα… τίποτε ούτε πιάνο, ούτε μανδολίνα, ούτε κιθάρες, ούτε ζωγραφικές, τίποτε αυτοί μόνοι παντέρημοι. Πήγαινε να παρηγορήσης αν μπορείς. Έφυγα γιατί μου ήρχετο να λιποθυμήσω. Τοιούτον δυστύχημα!... Έτρεξα στη κάμαρά μου. Η φωτιά είχε σταθή δύο δωμάτια παρακάτω από εμένα. Εξεκλείδωσα, μπήκα μέσα, έκαμα σκοτεινά τον σταυρό μου που γλύτωσα, που είχα τύχη και έλειπα την νύκτα της φωτιάς, γιατί αν ήμουν και παρών κύριος οίδε τι θα εγίγνετο, θα έκαμνα το δωμάτιόν μου άνω κάτω και θα μου το ρήμαζαν για να μου το αδειάσουν και θα έχανα πολλά πράγματα καθώς τούτο συνέβη εις πολλούς συναδέλφους μου, οίτινες εζήτησαν με μετακομίσουν και έχασαν πλείστα όσα. Καλά που δεν ήλθε στο νου κανενός να σπάση την πόρτα μου, ζητώντας να μου σώση τίποτε! Όταν το συλλογίζομαι δοξάζω ακόμη τον θεόν και ζητώ παρηγορίαν από τον ύψιστον δια τους αξιολύπητους κ. Λιανόπουλον και οικογένειάν του. Αμ’ ο καϋμένος καμμένος Georges; Όλα τα ασπρόρουχα του, βιβλία, χρήματα, οικονομίαι του, τας οποίας είχε πιο ασφαλώς στην κάμαρή του παρά στην τσέπη του όταν πήγε στην Πόλι. Που το ήλπιζε ο καϋμένος. Τέλος τι να σου πω Μαριάνθη μου  cest quelque chose de navrant, navrant et terrible[iv]  με δέκα εκατομμύρια r: terrrrible. Εκάη δηλαδή το μέγα σπουδαστήριον με όλα τα βιβλία των μαθητών, ευτυχώς των πλείστων απόντων εκ της Σχολής διά τας διακοπάς, εις κοιτών, τρεις παραδόσεις, το εντευκτήριον, θυρωρείον, οικία διευθυντού, υπόγεια, παραϋπόγεια, Βαρθολομής, πάτερ Γρηγόριος, Φρερή, το εν τρίτον εν συνόλω της Σχολής, ζημιά άνω των 5.000 λιρών. Το κτίριον ήτο ασφαλισμένον αντί 10.000 λιρών εν αγνοία του διευθυντού μας, όστις αγνοών τούτο δεν ετόλμα να ασφαλίση τα έπιπλα του. Ο δυστυχής κ. Λιανόπουλος! Η Σχολή θα πληρωθή διά την καταστροφήν του κτιρίου αλλά ποίος θ’αναπληρώση τριακονταετείς και πλέον αναμνήσεις ευτυχούς οικογενειακού βίου; Navrant, navrant et terrible.

Απόψε το βράδυ πήγα πάλι να τους ιδώ για παρηγοριά κι εκάθισα πολύ αργά. τι να ειπής όταν έχεις χρήματα εις χαρτονομίσματα τα βρίσκεις πια ύστερα από τέτοια φωτιά; Και σε αφήνουν οι κλέφτες πυροσβέστες τίποτα πολύτιμο; Η κυρία Παστελλά μετά της Ραλλούς μετεβησαν εις του κ. Κρητικού. Απαρηγόρητος η κυρία Παστελλά. Πώς θα ζήσει πλέον; Ποιος θα την ζήση; Που η προιξ της  καϋμένης της Ραλλούς; Terrible!

Είπαμε πολλά! Η φωτιά βγήκε από το υπόγειό τους, καπνός που θα τους έπνιγε αφεύκτως. Η Μαρίκα ξύπνησε και τους έσωσε όλους. Έτρεξε φωνάζουσα η καϋμένη από το σπουδαστήριον, άλλη διέξοδος ουδεμία. Ο κύριος Clere ήκουσε φωνή, ειργάζετο ακόμη. Έτρεξε την βλέπη με την πουκαμίσα, την παίρνει στην αγκαλιά του, δεν ξέρει τι τρέχει, βλέπει τον καπνό. Σ’ αυτές τις ώρες δεν ξέρει κανείς τι κάμνει. Σε λίγο φθάσαν και οι άλλοι, πατέρας και μητέρα και παιδιά γυμνοί terrible et navrant. H   μία αντλία της Σχολής και αυτή χαλασμένη, ως που να φθάσουν αι αντλίαι του χωριού και από την Πριγκίπον η φωτιά δεν έχει αφήση τίποτε. Εάν αι αντλίαι αυταί ηργοπόρουν πέντε λεπτά ακόμη όλη η σχολή θα εκαίετο. Σας λέγω ότι η φωτιά εσταμάτησε δύο δωμάτια παρακάτω από εμένα. Χθες το βράδυ ακόμη έκαιαν τα λείψανα και σήμερα όλη μέρα φυλάγουν ώσπου να σβήσουν εντελώς.

Κάτι μούτρα στου κυρίου διευθυντού; Τι να ειπής; Το πήραν απόφασι. Κάμνουν πως γελούν κομμάτι μα η καρδιά τους το ξεύρει. Ήλθαν και άλλοι καθηγηταί να τους δουν. Έτυχε να μείνω μόνος με τη Μαρίκα και να τα λέμε. Μόνο που δεν κλαίει η καϋμένη. Μας έφεραν καφέ. Εσέρβιραν  όλους κι εμένα, της λέγω: δεν παίρνετε καφέ; Γύρισε και με κοίταξε με τα γλυκά της μάτια και μου λέγει παραπονετικά: για το χατήρι σου να πάρω. Δεν ξεύρω μα η καρδιά μου ανάφτη πολύ γρήγορα - φωτιά κι αυτή - μα σβύνει εύκολα εύκολα - σαν τη φωτιά - απαράλλαχτα. Είπα ένα ευχαριστώ και γύρισα τα μάτια μου αλλού για ν’ αποφύγω τα δικά της. Δεν ξεύρω Μαριάνθη μου, μα τώρα που είνε φτωχοί, που δεν έχουν ένα ρούχο δικό τους επάνω τους, τώρα όλοι τους είνε μέσα στην καρδιά μου, τους αγαπώ πολύ· ξεύρεις πώς μνησίκακος δεν είμαι ξεύρεις πόσο η καρδιά μου είνε καλή και μπορείς να μη συμφωνείς, να μην αγαπάς όταν βλέπεις ότι  εντός ενός λεπτού συ ο σήμερον ευτυχής είσαι δυστυχέστερος των ανθρώπων. Quel vaste sujet de méditation ![v]

Το Σάββατον επρόκειτο να επαναληφθούν τα μαθήματα. Τώρα με το δυστύχημα μας όχι τουλάχιστον προ τις 16 – 20 ή και πλέον του Ιανουαρίου οι μαθηταί δεν έχουν βιβλία. Ούτε εξετάσεις, ούτε τίποτα, Θα ιδούμεν.

[…]

Εμμέσως  έπαθαν και ο κ Avolis[vi] ( εκάησαν τα πιάνα της σχολής) ο κύριος Στάγκαλης ο βιολονίστας, ο διδάσκαλος του χορού και ο βοηθός του.

 Προσεχέστaτa νεωτέρας μου ειδήσεις

Καταφιλώ άπαντας θερμότατα, γλυκύτατα, σε ιδιαιτέρως

Ο αγαπών σε αδελφός

Σωκράτης

Χάλκη νυξ της 6ης – 7ης Ιανουαρίου 2 μ. μεσονύκτιον

 

 

Επιστολή 2η

Αγαπημένη μου Μαριάνθη

Πρώτα, πρώτα,  χίλια ευχαριστώ για τον κόπο που έκαμες τα σκαλίζης για όνειρα και να αντιγράψης κάθε σχετικό - με υποχρέωσες και με το παραπάνω – εν τούτοις μη λείψης να κοιτάζης και πάλιν και εις άλλα βιβλία ίσως εύρης τίποτα άλλο.

Η οικογένεια Λιανοπούλου μένει πάντα στη Σχολή, στο διαμέρισμα του γιατρού.

Ο κ. Georges έλαβε το γράμμα σου, ευχαριστήθηκε πολύ το είδα και σου λέγω ότι ήταν πολύ καλά γραμμένο χωρίς λάθη, εκτός ελάχιστων ελληνισμών - σε συγχαίρω.

[…]

Το μυθιστόρημα πηγαίνει θαυμάσια. Εργάζομαι ταχτικά και δεν θα λείψω να σου στείλω την καλλίτερη σελίδα όπως μου το ζητής. Οι ιδέες μου είνε πάντα ιδέες, δήλα δη ίδιες πάντα, πάντα  με τη δόξα και είθε να βαστάξουν να εκπληρωθούν τα όνειρά μου. Κάθε βράδυ ξενυχτώ και ήσυχος γεννά η φαντασία  μου πράμματα πρωτάκουστα που μόνος μου τα θαυμάζω ως που να τα θαυμάση και ο κόσμος.

ο Κος Bar δεν νυμφεύθηκε ακόμη, μόνον αρραβώνα, θα το κάμη σε κάμποσες μέρες, τις αποκριές, και θα φέρη τη γυναίκα του και μητέρα του στη Χάλκη όπου νοίκιασε και σπίτι. Φαίνεται η γυναίκα του είνε πλούσια διότι έκαμε το λογαριασμό πώς μπορεί να ξοδεύη άνετα μία λίρα  την ημέρα.

[…]

Αχ! η προβαίνουσα οπή της φαλάκρας μου! Μα δεν υπάρχει λοιπόν κανένα γιατρικό; Τον άλλο χρόνο, αν ζήσουμε, τέτοιο καιρό μου φαίνεται πως τρίχα δεν θα έχω στο κεφάλι. Είχα τη χωρίστρα όπως ξέρης στα πλάγια και τα λίγα μαλλιά που έχω σκέπαζαν την φαλάκρα. Έκανα τη χωρίστρα στη μέση και… έφεξε… μα τι φέξιμο!... Μου έρχεται ν’ αγοράσω ένα φέσι και ν’ αρχίσω να ξυρίζω το κεφάλι μου ίσως δυναμώσουν αφτά που απομένουν απ’ τα μαλλιά μου.

Ο  κ. Ψυχάρης πάντα φίλος μου. Μου έγραψε μία κάρτα και με συστήνει σε κάμποσο κόσμο εδώ, γιατροί και δικηγόροι και τους λέγει να μ’ ανοίξουν: «πόρτα και καρδιά», αφτά είνε τα λόγια του. Δυστυχώς δεν έκαμα ακόμη χρήσι της κάρτας και  σκέπτομαι πριν το κάμω για χίλιες δυο αιτίες. Θα ιδώ.

Να μένης ήσυχη για τας καταχωρήσεις σε Ελβετικές φημερίδες. Θα φροντίσουμε.

 Πολλούς ασπασμούς από την Κα Μουτσάκη, την είδα προχτές στο δρόμο ήρχετο στου κ. Λιανόπουλου. Εις του Πατριάρχου πάγω άβριο, «της Υπαπαντής».

Εσώκλειστα βρίσκεις δύο γραμματόσημα.

Χαίρε αγαπητή μου Μαριάνθη σε καταφιλώ ως και όλους στο σπίτι θερμότατα  διά σου.

 Ο  αδερφός σου

Σωκράτης

Χάλκη 1/ΙΙ/ 05

 

 

Επιστολή 3η

Αγαπητή μου Μαριάνθη

[…]

Την παρελθούσαν Τετάρτην μετέβην υποχρεωτικώς εις Κων/πολιν εις την κηδείαν της μητρός της κας Φωτιάδου (εφόρου μας). Εκτός των φιλικών μου σχέσεων μετά της οικογενείας ήθελον πολύ να παρευρεθώ  εις πλουσίαν κηδείαν. Ο κακόμοιρος ο κ. Φωτιάδης! Φαντάσου Μαριάνθη μου, ότι η θανούσα αφήνει περιουσίαν, ης το πέμπτον περιερχόμενον εις τον Κον πρόεδρον μας ανέρχεται εις 40.000 λίρας! Ο νεκρός μετά την Εκκλησίαν μετεφέρθη δι’ ιδιαιτέρου ατμοπλοίου εις Θεραπεία εις τον Βόσπορον. Κόσμος εκλεκτός, όλη η μεγάλη κοινωνία του Πέραν. Το κατ’ εμέ ούτε εν δάκρυ είδον εκτός κλαυθμηρισμών τινών της υπηρετρίας και εις την αρχήν διερωτώμην εάν πραγματικώς παρευρισκόμην εις κηδείαν ή γάμον. Μετά την κηδείαν εγευματίσαμεν μετά του κ. Λιανοπούλου και ιατρού και το εσπέρας επιστρέψαμεν εις Χάλκην. Από της ημέρας εκείνης μέχρι της σήμερον έχω να εξέλθω του δωματίου μου, σωστός καλόγηρος παρά ταςο πάτερ Αρσένιος δεν υπάρχει πια!...

Την παρελθούσαν Κυριακή μετέβην εις επίσκεψιν παρά τη οικογ. Λιανοπούλου. Η Μαρίκα εξακολουθή να είνε ασθενής από ινφλουέντζαν εγώ δε από δύο ημερών έχει ένα συνάχι φοβερόν και λυσσώ από το κακόν μου όπου δεν περνά. Ευτυχώς μόνον τούτο να είνε.

[…]

Σήμερον δεν γράφω μαλλιαρά. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να ξεκόψη από την καθαρεύουσαν. αυτό όμως δεν θα ειπή ότι δεν επιμένω εις τας νέας μου αρχάς. Σου έγραψα εις καθαρεύουσαν, είνε σαν να σου έγραψα εις την Γαλλικήν ή  την Αγγλικήν, σήμερον πρέπει να ξέρη κανείς πολλές γλώσσες.

Τα βιβλία σου θα αναχωρήσουν εντεύθεν την προσεχή Παρασκευήν με Πανταλέοντος και θα τα έχης την Κυριακήν. Ούτε εις τον θείον Κώσταν έγραψα ακόμη, ούτε εις του  Κου Νικολαΐδη. Θα γράψω, μα, σιγά σιγά, θέλει καιρόν και  όρεξιν το πράγμα.

[…].

Τελειώνω αγαπητή Μαριάνθη, καταφιλώ όλους και σε ιδιαιτέρως θερμά

Ο αδελφός σου

Σωκράτης

Χάλκη 8/2/1905

 

[i] Η Οσμανική Αυτοκρατορία με την πάροδο του χρόνου είχε πάρει μία φθίνουσα πορεία και στην Κωνσταντινούπολη είχε αναπτυχθεί η άποψη ότι τα συμφέροντα του ελληνισμού προωθούνταν καλύτερα αν η Οσμανική Αυτοκρατορία παρέμενε ανέπαφη. Το Πατριαρχείο υποστήριζε αυτή την άποψη, πιστεύοντας ότι το ίδιο , ως επιβίωση της παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, θα μπορούσε να γίνει η υποδομή η οποία θα στήριζε το νέο κράτος, αφού θα είχε εκφυλισθεί η Οσμανική Αυτοκρατορία. Αυτό το σκεπτικό δεν συμβιβαζόταν με την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, που είχε σκοπό τη δημιουργία ενός μεγάλου ελληνικού κράτους που θα διοικούνταν από την Αθήνα: Ανθούλα Φιλιππίδου, Το κίνημα των νεοτούρκων και οι επιπτώσεις του στις ελληνικές κοινότητες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2014.

[ii] Η μία κόρη του διευθυντού Λιανοπούλου.

[iii] Η άλλη κόρη του διευθυντού.

[iv] Είναι κάτι σπαρακτικό, σπαρακτικό και τρομερό.

[v] Τι τεράστιο ζήτημα συλλογισμού!

[vi] Καθηγητής μουσικής.

 

Προηγούμενες επιστολές: https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3211-o-sokratis-apo-to-aivalihttps://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3223-o-sokratis-apo-to-aivali-2https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3234-o-sokratis-apo-to-aivali-3https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3240-o-sokratis-apo-to-aivali-4https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3251-o-sokratis-apo-to-aivali-5https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3266-o-sokratis-apo-to-aivali-6https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3282-o-sokratis-apo-to-aivali-7https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3291-o-sokratis-apo-to-aivali-8https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3303-o-sokratis-apo-to-aivali-9https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3310-o-sokratis-apo-to-aivali-10https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3313-o-sokratis-apo-to-aivali-11https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3315-o-sokratis-apo-to-aivali-12 και https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3324-o-sokratis-apo-to-aivali-13

 

Σημείωση: Η στήλη "Πήρα το γράμμα σου" και ο Λάκης Δόλγερας θα απουσιάσουν για μερικές εβδομάδες, για διακοπές. Η επιστροφή, τον Σεπτέμβριο. 

 

Λάκης Δόλγερας

Συγγραφέας. Βιβλία του: τα διηγήματα Ξεχασμένες Ιστορίες (2006) και τα μυθιστορήματα Μια σκοτεινή υπόθεση (2010), Η δεύτερη συνάντηση της Ελεωνόρας και του Νίκου (2012), Νικητές και νικημένοι (2013), Νεκρός στον ήλιο του Ιουλίου (2015)

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.