Ο Σωκράτης με την ανάγνωση ενός αντιψυχαρικού άρθρου του διευθυντή, Σ.Σ. Καραγιαννίδη, του εντύπου Νέα Εφημερίς, της 4ης Δεκεμβρίου 1904, προσχωρεί στον ψυχαρικό δημοτικισμό[i] και έρχεται σε επαφή με τον Ψυχάρη με τον οποίο ανταλλάσσει γράμματα. Η προσχώρησή του ήταν αιφνίδια και θνησιγενής. Σαν να τον τσίμπησε μύγα. Ο ψυχαρισμός ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη από τα τέλη του 19ου αιώνα, άρα ήταν αδύνατο να τον αγνοούσε προηγουμένως, καθώς κοντινοί του φίλοι, ακόμη και ο πρώην Πατριάρχης Κωσταντίνος Ε΄, με τον οποίο σχετιζόταν, είχαν εμπλακεί στις γλωσσικές έριδες.
Μόλις δύο γράμματα προσπάθησε να γράψει στη μαλλιαρή (αυτά που δημοσιεύονται παρακάτω), ακολούθως την ξέχασε. Επηρεάστηκε όμως και ακολούθως έγραφε σε μια λιγότερο ακραία καθαρεύουσα.
Επιστολή 1η
Σεβαστοί μου γονείς
Αγαπητά μου αδέλφια
Ήλθαν πάλε τα Χριστούγεννα, ήλθαν οι χαρμόσυνες γιορτές και μ’ αφτές μαζύ περνά κι αφτός ο χρόνος, το 1904. Πέρασε κι αφτός χρόνος, ή καλλίτερα να πούμε τον πέρασα μακρυά σας, και τις γιορτές αφτές πάλε μακρυά σας θα τες περάσω. Πώς;
Από της χθες πάψαμε τα μαθήματα, και σήμερα μετάλαβα με την ευκή σας, ύστερα από τρεις μέρες νηστεία, κι είμαι τόσω εφκαριστημένος, που εξετέλεσα τα θρησκεφτικά μου καθήκοντα. Η θρησκεία μας μόνη μάς παρηγορεί στη μοναξιά μας, στες θλίψες μας. Από τότες πώφυγε ο Κώστας μου είχα να ξεπορτίσω από τη Σχολή, μήτε στο χωριό της Χάλκης δεν πάγαινα γιατί η βλογιά παίρνει και δίνει. Εφτυχώς είμαι αμπολιασμένος και τώρα άρχισαν να παίρνουν σοβαρά μέτρα. Τρεις βδομάδες πέρασα μέσα στη κάμαρά μου και στις παραδόσεις, όλο με τα βιβλία μου, μέχρι τρέλλας και τώρα όταν το συλλογιούμαι απορώ κι εγώ πως βάσταξα, σ’ αυτό συνέτεινε και η βροχή, το χιόνι, η κακοκαιρία, γιατί αλλιώς θα πάγαινα και κανένα περίπατο ή για μάθημα στον πάτερ Αρσένιο, και τι θα λέγη ο καϋμένος που δεν πήγα τόσες μέρες!
Τώρα θα ξεκουρασθώ κομμάτι ή αν θελετε θα στενοχωρηθώ πιο πολύ, και άρχισα μάλιστα να στενοχωριέμαι απ’ τα τώρα γιατί σας πεθύμησα πολύ, πολύ, έχω τόσα χρόνια να κάμω Άη Βασίλη και Χριστούγεννα μαζύ σας, δεν έχω έναν ειλικρινή φίλο στη Χάλκη, μα ούτε έναν, και το Σκολειό το βαρέθηκα σαν τα κρίματά μου. Για να κατέβω στη πόλι, πιο σπίτι θα με δεχθή, πιος γνωστός, τι ευχαρίστησι θα πάρω, που δεν έχω δικό μου σπίτι; Δε λέγω πως δε θα κατέβω γιατί χθες ο μαθητής μου υιός του Εφόρου, Φωτιάδης[ii], με προσκάλεσε στο σπίτι του το Καδί-κιόϊ, μα μπορώ να διασκεδάσω μακρυά σας;
Έλαβα το γράμμα σου της 14 του Σποριά Μαριάνθη μου. Σου είχα γράψη σε προηγουμένη μου για τα διαβήματά μας με τον κ. Clere, δυστυχώς καμμιά απάντησι δεν μούρθε ως τώρα. Εγώ πάντα ελπίζω και συ μην απελπίζεσαι, βάλλαμε και κείνη την αγγελία που σούγραφα στη φημερίδα.
Να μη στενοχωριέται κανείς σας. Να μη στενοχωριέται η καλή μου η μαμά για το γλυκό που έστειλα στου διευθυντού, το βρήκαν πολύ πολύ επιτυχημένο, μπροστά στα ωραία τους γλυκά (πήρες μόστρα από κάτι κουλουράκια Μαριάνθη), θαρρώ μάλιστα πως θα σου γυρέψη η Μαρίκα τη συνταγή. Εννοείται πως από τότε μια φορά πήγα στο σπίτι τους τώρα τελευταία τα Χριστούγεννα έχει ο Θεός, εννοώ για βίζιτα.
Πιστεύω όλοι και έφκομαι νάσαστε γεροί στο σπίτι και η ινφλουέντζα της Δέσποινας και Άρτεμης να πέρασε. Τι κόπος που ήταν για τη μαμά μου η αρρώστια τους! Περαστικά!
Τώρα ας έρθω στο ζήτημα της γλώσσας μου που αρκετά θα σας εξέπληξε ώς τα τώρα. Εκείνο που λυπούμαι είνε πως δεν μπόρεσα ακόμα να γίνω σωστός μαλλιαρός, γιατί έγινα μαλλιαρός. Διάβασα τελευταία τέσσερα βιβλία του Ψυχάρη και μου γύρισε τα μυαλά ο καλός μου φίλος! Πόσο έχει δίκηο! Ακούς εκεί νάχουμε δυο γλώσσες, άλλη να μιλούμε κι άλλη να γράφτουμε; Τι να τα πολυλογώ, έγινα μαλλιαρός. Αλλ’ αυτό δεν περιορίζεται ώς εδώ. Ακούστε. Στας 4 του Σποριά (Δεκεμβρίου όπως λένε οι δασκάλοι) είδα στην «Νέα Εφημερίς» εδώ στην Πόλι, ένα άρθρο κατά του Ψυχάρη με ένα κόσμο ανοησίες του κ. αρχισυντάκτη ο οποίος έδειχτε καλά την αγραμματοσύνη του, θύμωσα πολύ, πήρα τη φημερίδα ένα κομμάτι χαρτί, έγραψα ένα γράμμα τον ίδιο τον Ψυχάρη, ήξερα την διέφτυσή του, τούστειλα και τη φημερίδα. Χθες έλαβα από μέρους του ένα σύγραμμά του, «Ζωή κι Αγάπη στην Μοναξιά», δώρο με την αφιέρωσι: Του φίλου Σωκρ. Γ. Σ […], για να γίνη μαλλιαρός, Ψυχάρης – μ’ έστειλε επίσης κι ένα τελευταίο του άρθρο στο Παρισινό «Χρόνο» κι έτσι έγινε φίλος μου. Το βιβλίο που μούστειλε έχει μέσα και φωτογραφία του όταν έγραφε το βιβλίο του μέσα στη βιβλιοθήκη του. Τώρα τάβαλα με τη Γραμματική της δημοτικής και λέγω να τα καταφέρω πρώτα ο Θεός.
Ας έλθω τώρα και εις άλλα. Τα Αγγλικά μου πάνε περίφημα. Λαλώ και καταλαβαίνω άμα μιλούν, το κόμπο τον πέρασα, τώρα θ’ αρχίσω και Πορτογαλλικά θα μου χρησιμέψουν σαν θα πάω στη Βραζιλία, μια σκορδόπιστη Μαρίνα εσύ τη ξέρεις τη φωτογραφία της Μαριάνθη μου, με ξετρέλλανε, όχι η Ερμινία, μια άλλη, αφτή έχει τον αδελφό της πρέσβυ κοντά στον Πάπα, στη Ρώμη. Πήρε την άδεια από την μητέρα της να μου γράφη και γράμματα και το πρώτο και κυριώτερο, δεν ξεύρω σε τι απάνω απαντώντας, με γράφει πως άρχισε απ’ τα τώρα να αγαπά την μητέρα μου (Τ’ ακούς μαμάκα μου;). Εις απάντησι της έγραψα, επειδή δεν ταίριαζε να πω πως αγαπώ και γω τη δική της τη μητέρα, πως φαντάζομαι τι καλή θα είνε η δική της που τη συμβουλέβει κτλ., κι αφτό μόνο φτάνει για να είνε μέσα στην καρδιά μου, και πως την εκτιμώ και σέβομαι σαν την δική μου την μητέρα.
Du flirt à travers l’espace !...
Να δούμε τώρα τι θ’ απαντήση. Κι όλα αφτά τα φταίγη η Ερμίνια. Η Μαρίνα πήγε ταξείδι στο Ρίο Γιανέϊρο, αντάμωσε την Ερμίνια κι αφτή η παλαβή της έβγαλε και της έδειξε τα γράμματά μου, τα δώρα μου, δηλαδή το μαντηλάκι, η Μαρίνα ζούλεψε κι ήρθε γιαλό. Ας φάγη τώρα τα μούσμουλα, έτσι λέμε στην Πόλι τη χυλόπητα, η κυρά Ερμίνια. Η καρδιά μου έγινε ανεμοδείχτης, μια εδώ, μια εκεί, κατά που φυσά. Η Μαρίνα μούστειλε και μια φημερίδα πορτογαλλική (στη Βραζιλία μιλούν αφτή τη γλώσσα) που γράφει για τα γενέθιά της και τη τελετή και γιορτή που έγινε με τ’ αμάξια ανθοστολοσμένα (αφτή η ίδια κυβερνούσε ένα) για τιμή της. Είνε να μη γίνη ανεμοδείχτης; Κι έτσι από τη φημερίδα έμαθα πως έχει και μάτια γαλανά. Μούστειλε και ένα πρόγραμμα μιανού κοντσέρτου όπου θ λάβη μέρος και στο οποίο θα παίζη αριστοκρατία – το κοντσέρτο γίνεται για φιλανθρωπικό σκοπό. Τούτο το τελευταίο με λύπησε γιατί ζούλεψα που δεν είμαι κοντά της να τη θαυμάσω και να της κάνω τα πιο θερμά συγχαρητήρια – θα της γράψω άλλη φορά άμα πρόκειται για τέτοια πράμματα να μου το γράφη από πολύ καιρό πριν για νάχω τουλάχιστο το καιρό να επιχειρήσω το ταξείδι ως εκεί κάτω και παρεβρεθώ κι εγώ στο θρίαμβό της.
Φτάνη πια με τις ανοησίες μου, σας υπόσχομαι κι άλλο μεγάλο γράμμα για την άλλη βδομάδα. Σήμερα, καλά, ευτυχισμένα Χριστούγεννα. Τα χέρια σας φιλώ μπαμπά μου και μαμά, θερμά στα μάγουλα Μαριάνθη, Δεσποινα, Άρτα, Χριστόφορε, ο γιος και αδερφός σας Σωκράτης.
Χάλκη, 23 του Σποριά 1904.
Επιστολή 2η
Σεβαστοί μοι γονείς
Παμφιλέσταταί μοι αδελφαί Μαριάνθη, Δέσποινα, Άρτεμις και
αγαπητέ μοι Χριστόφορε,
Το 1905 ανέτειλε και μ’ αυτό ν’ ανατείλη στο σπίτι μας η ευτυχία. Σας το έφκομαι χαρωπό κι ευτυχισμένο γεμάτο από υγεία και χαρά με όλη μου τη καρδιά, με όλη τη καρδιά του αγαπημένου σας υιού και αδελφού.
Τα δώρα μου είνε μικρά και τα βρίσκετε εσώκλειστα, τα καλλίτερα που μπορώ να σας κάμω σήμερα αγαπημένες μου αδελφές. Τη μέρα που θα πάρετε το γράμμα μου θα γίνη και η πρώτη κλήρωσι. Καλή, μεγάλη τύχη!
Απαντώντας στο γράμμα σου το τελευταίο Μαριάνθη μου επιβεβαιώνω τα εις το τελεφταίο μου διά την Γενέβην, ότι δηλαδή ειδοποιήσαμεν και διά δεφτέραν ειδοποίησιν και περιμένομεν.
Ο κ. Μουτσάκης ονομάζεται Ιωάννης. Περιμένω το γράμμα σου του Πατριάρχου. Έχομεν όλας τας εφκάς του και συ ιδιαίτερα τα χαιρετήματα της οικογενείας Μουτσάκη. Πήγα και εις του κ. Κρητικού, Διευθυντού κτλ, όλα καλά ακόμη και για πρώτη φορά εις του Πατριάρχου Νικοδήμου πρώην Ιεροσολύμων, συστηθείς από τον κ. Λιανόπουλον.
Προ τριών μερών έχασα τον καλλίτερό μου φίλο - το πάτερ Αρσένιο – ο καϋμένος έσβησε χωρίς να το ξέρω και ούτε στη κηδεία του δεν πήγα, ήμουν εις τη Πόλι. Ο καϋμένος με αγαπούσε τόσο πολύ και ήταν τόσο καλά τα Χριστούγεννα! Απέθανε στας 27 του μηνός τη νύχτα. Ο θεός να τον αναπαύση τη ψυχή του. Εγώ είμαι απαρηγόρητος. Μια αφορμή που δεν πήγα και στο λείψανό του ήταν ότι όλοι οι βλογιοκομένοι του χωριού θα ήταν κοντά του. Για ψυχικό θα εξακολουθήσω τα μαθήματά μου με τον αναδεκτόν του όπως και πριν.
Φαντάζομαι σε πια ανησυχία η προτελεφταία μου σας έβαλε με τα γραφόμενά μου. Να είσαστε ήσυχοι, ότι κάμω για τον εαφτό μου θα το κάμω για το καλό μου και μυστικά ώστε εν αποτυχία να μην χάσω και τη θέσι μου. Δεν εννοώ παντρειές αφτά για μένα είνε ανοησίες και λυπούμαι μάλιστα αν έγραψα τέτοιο τι στο προτελεφταίο μου γράμμα. Παρακαλώ πολύ η φαντασία της καλής μου μαμάς να μη πλάθη πράμματα που δεν γίνεται να υπάρξουν, τα μυαλά μου είναι καλά στο τόπο τους.
Σήμερα το βράδυ μεγάλο τραπέζι στου διευθυντού μας, τα κατ’ αυτό προσεχώς.
Προχτές που ήμουν στη Πόλι πήγα και εις του κ. Φρερή. Τους χαιρετισμούς έχεις Μαριάνθη όλης της οικογενείας. Έλαβον κάρτες και ευχαριστούν δι’ εμού πολύ.
Χωρίς άλλα νεώτερα, γράψτε μου ποιος βρήκε το γρόσι στην βασιλόπιτα. Σας έφκομαι και πάλε εις όλους ευτυχία, υγεία, περίσσια και καλή τύχη
Μύρια φιλιά
Ο υιός σας και αδελφός
Σωκράτης
Χάλκη 31/12/[19]04
[i] Ο ψυχαρισμός και το κίνημα της δημοτικής ήταν ήδη στην Κωνσταντινούπολη από το τέλος του 19ου αιώνα. Γράφει σχετικά η Κορνηλία Τσεβίκ - Μπαϊβερτιάν στη μελέτη της, Το Zήτημα της Γλώσσας στην Κωνσταντινούπολη. Λόγος και αντίλογος στην εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος» (1898 – 1908): «Την ίδια περίπου εποχή [τέλος του 19ου αιώνα], ο αγώνας του Ψυχάρη χτυπάει τις γλωσσικές προλήψεις μέσα από την επαναστατική του διαμαρτυρία, με το ύφος και το ήθος ενός εθνικιστή. Το ταξείδι μου, γραμμένο σε άκρατη δημοτική και διακατεχόμενο από ανάλογο μεγαλοϊδεατισμό, θα γίνει το ευαγγέλιο των δημοτικιστών. Ο Ψυχάρης κατορθώνει με αυτό το έργο να συνταυτίσει σε μία ιδεολογία το δημοτικισμό και τη Μεγάλη Ιδέα […] Στην Κωνσταντινούπολη, η κοινωνία παρουσιάζει ένα εξελιγμένο πολιτιστικό επίπεδο. […]. Δημιουργούνται δύο αντίθετα ρεύματα. […] Τα “φιλολογικά σαλόνια” και ο περιοδικός Tύπος την εποχή αυτή αποτελούν τις δύο όψεις της προοδευτικής κίνησης στην Κωνσταντινούπολη. Την εποχή αυτή, για πρώτη φορά, το περιοδικό Κήρυξ, με διευθυντή τον Ι.Π. Ιωαννίδη, βάζει στόχο την ανάδειξη της πεζογραφίας δημοσιεύοντας πεζογραφήματα στη δημοτική. Η Φιλολογική Ηχώ, περιοδικό το οποίο διηύθυνε ο Ν. Φαληρέας Μπέης, από το 1895, δίνει στέγη στις δημοτικιστικές αναζητήσεις. Η Φιλολογική Ηχώ υπήρξε το “επίσημον όργανον της δημώδους” και ο “σύνδεσμος των νέων λογοτεχνικών κατευθύνσεων μεταξύ Αθηνών και Βασιλευούσης”. Στις σελίδες της έσμιξαν οι συγγραφείς του ελεύθερου κράτους και του αλύτρωτου ελληνισμού».
[ii] Ο μετέπειτα γνωστός αρχιτέκτων της Αθήνας Δημήτρης Α. Φωτιάδης