Από πολύ νωρίς, ο Σωκράτης (14 ετών) εκδηλώνει αγάπη για τα αρχεία και τις συλλογές. Αφενός, κρατά όσες επιστολές λαμβάνει, αφετέρου πρόχειρα αυτών που στέλνει. Αρχίζει συλλογή γραμματοσήμων, πράγμα που κάνει ώς το τέλος της ζωής του. Εκδηλώνει την ακατανόητη από τον φίλο του επιθυμία να κολλά στα γράμματα πολλά μικρότερης αξίας γραμματόσημα. Σημαντικότερη όμως από τα παραπάνω είναι η πρώιμη αγάπη του για τη γλώσσα, και ιδιαίτερα τη γαλλική. Μεταφράζει δύο βιβλία του Ιουλίου Βερν και απ’ ό,τι φαίνεται τα εκδίδει, καθώς τα στέλνει δώρο στο φίλο του, ενώ είναι ακόμη μαθητής –όπως πάλι μαθαίνουμε από τον Δημήτριο– στη Σμύρνη, στη Σχολή του Ν.Κ. Ρενιέρη[i].
Στις επιστολές γίνεται σαφές το ενιαίο της ελληνικής Αιολείας και η αναφορά στη μητρόπολη Σμύρνη. Αναδύεται μια άλλη ελληνική επικράτεια από εκείνη του ελληνικού κράτους, όπου οι άνθρωποί της ζουν, σπουδάζουν, ευημερούν, ενώ οι Οθωμανοί απουσιάζουν παντελώς από την οπτική τους. Οι αλληλογράφοι έχουν τυπωμένα επισκεπτήρια –τα οποία χρησιμοποιούν για να ευχηθούν σε ονομαστικές γιορτές και γενέθλια– καθώς και χαρτοφάκελα, με τ’ όνομά τους στα ελληνικά και στα γαλλικά, κινούνται εύκολα κυρίως μέσω της θάλασσας κι επισκέπτονται συχνά ο ένας τον άλλον. Εντύπωση επίσης προκαλεί η εξαιρετική διατήρηση του χαρτιού και του μελανιού που χρησιμοποιούν.
Στις επιστολές υπάρχουν πολλαπλά επεισόδια αμοιβαίων παρεξηγήσεων που έρχονται και φεύγουν. Στο πιο σοβαρό, ο πατέρας αντιλαμβάνεται ότι ο Δημητρός απευθύνεται στον Σωκράτη, ενώ εσωκλείει επιστολές προς τη Δέσποινα. Επιπλήττει τον Δημητρό για την «χιαστί» αλληλογραφία και αυτός απαντά προσπαθώντας να κατοχυρώσει μια κατάσταση άτυπου αρραβώνος, τον οποίο προβλέπει να μεταβάλλεται σε επίσημο μετά τετραετία, όταν θα γίνει οικονομικά αυτεξούσιος. Πράγματι, ξεδιπλώνει την επιχειρηματική του δραστηριότητα με επιμονή και σθένος, όμως η υπόσχεση δεν τηρείται. Τα χρόνια περνούν, η κατάσταση άτυπου αρραβώνα παραμένει, ενώ ο έρωτας προς τη Δέσποινα μοιάζει να ξεθυμαίνει. Αυτή παραμένει ένα πρόσωπο βουβό (ουδέποτε του γράφει), πλην όμως διαθέσιμο. Αμηχανία αμοιβαία και συμβατικότητα επικρατεί και στην αλληλογραφία των δύο φίλων με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η 8η που δημοσιεύεται παρακάτω.
Επιστολή 6η
Εν Μυτιλήνη 14 Σεπτεμβρίου 1896
Ακριβέ μοι Σώκρατες
Εις Σμύρνην
Ήτο η δεκάτη μ.μ. ώρα της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου 1896 , ότε κατερχόμενος του Μ.Ο. Αρίωνος συνήντησα τον εκ Κυδωνιών Γ. Χριστοδύλου, παρά του οποίου έμαθον ότι εντός του ατμοπολοίου Stamboul της εταιρείας Χαμιδιέ ευρίσκετο ο φίλτατος Σωκράτης, όστις δεν ηθέλησε να εξέλθη δια τα εν τω φιλικώ επισκεπτηρίω του υποδειχθέντας λόγους. Ελυπήθην σφόδρα διότι δεν σας είδον, όπως τα ειπούμεν ολίγον καθ’ ότι τρεις[ii] (μν)[iii] παρήλθον και ούτε ο ιδικός σας κάλαμος, ούτε ο ιδικός μου εχάραξαν γραμμάς τινάς! Είθε να μη συμβή τούτο και εις την επιστροφήν σου εκτός αν βλάπτεσαι, όπερ ουδαμώς επιθυμώ.
[…]
Δέξου λοιπόν πεφιλημένε μοι Σώκρατες αντί λευκού επισκεπτηρίου τας γραμμάς ταύτας τας οποίας εν καταλλήλω καιρώ και εις απάντησιν της επιστολής σου θα επεκτείνω.
Σε ασπάζομαι θερμώς
Δημήτριος
Η επιστολή ευρέθη εν τω ταχυδρομείω poste restante.
Ιδού και τι απήντησα,[iv]
Επιστολή 7η
Φίλτατε Δημήτριε
Δεν γνωρίζεις οποίαν χαράν ησθάνθην ότε επανελθών εις Σμύρνην εύρον την επιστολήν σου, αντί του απλού επισκεπτηρίου σου. Σοι απαντώ λοιπόν. Εν πρώτοις σοι λέγω ότι μετά μεγίστης μου λύπης δεν ηδυνήθην να περιποιηθώ, τον συστηθέντα μοι υπό σου, αρκετά καλώς, διότι ητοιμαζόμην να αναχωρήσω εις Σμύρνην δια την σχολήν κ. Ρενιέρη. Ηυχαριστήθη και η μήτηρ μου όταν έμαθε τούτο παρά του κ Χριστοδούλου Παπαδοπούλου όστις αυτοπροσώπως διηγήθη τα κατά σε χωρίς όμως εννοείται να υπονοήση τι, δια καταλλήλων ερωτήσεων∙ είθε φίλτατέ μοι να προοδεύσης και να γίνης ποτε ό,τι επιθυμής […] Την φωτογραφίαν μου θα έλαβες αναμφιβόλως, εκείνην περί ης έλεγον εν Κυδωνίας ότε ήσο και θα κάμνης ότι δεν την έλαβες∙ αλλά δεν πειράζη γράψε μου μόνον αν πράγματι την έλαβες ή σου την επήρε κανείς των συγγενών σου μη θελήσας είτα να σοι την αποδώση; Προχθές πάλιν σε περίμενα επί του ατμοπλοίου –Όλγα– ως σοι έγραφον αλλά φαίνεται δεν έλαβες την επιστολήν μου. Προσεχώς πλειότερα.
Αναμένων απάντησίν σου σε
γλυκοασπάζομαι
ο σος
Σωκράτης
σπουδή
Κυδωνίαι, 7 Οκτωβρίου 1896
Επιστολή 8η
Πάμφυλα 21 Ιουλίου 1897
Ποθητέ Σωκράτη
εις Κυδωνίας
Aivaly,
Την από 2 υπερμεσούντος προσφιλή και αγαπητήν μοι επιστολήν σου έλαβον εγκαίρως, δεν απήντησα δε κατά την επιθυμία σου ταχέως εις αυτήν, διά λόγους τους οποίους είσαι εις θέσιν να ηξεύρης, καθότι πολλάκις έγραψα, και τους οποίους θα σε είπω και πάλιν εν εκτάσει, όταν ως ελπίζω και επιθυμώ συναντηθώμεν εις τα εν Θερμή λουτρά. Μην παρεξηγήσεις το διά λόγους καθ’ ότι τα περί εργασιών μου εννοώ διά της λέξεως ταύτης και προφθάνω να την σαφηνίσω διότι έναυλοι ηχούσιν ακόμη εις τας ακοάς μου αι τρομεραί εκείναι λέξεις […] τα παρέρχομαι ως μη εννοών […] και τα Χιαστά εκείνα σχήματα, τα εις μίαν εκ των επιστολών σου αναφερόμενα. Τέλος πάντων άς λησμωνηθώσιν τα περασμένα και ας μοι εξηγήση ο ακριβός Σωκράτης τας επιθυμίας του, την αιτίαν […] του να θέτω εν τη επιστολή μου τέσσαρα γραμματόσημα και ότι σκεφθείς κατά συνέχειαν και επί πολύ δεν ηδυνήθην να εννοήσω την αλλόκοτόν του επιθυμίαν, ούτε το διά αυτό προ μηνών ερώτημά του. Αν δε η λύσις του φίλτατε είναι εύκολος μην παραξενευθής διότι δεν ήδυνήθην να την εξηγήσω, καθ’ ότι εγκατασταθείς ενταύθα ως γιγνώσκεις και συναναστρεφόμενος με χωρικούς και χωριάτας –ανθρώπους, δήλον ότι ως επί το πλείστον αχμάκηδας, βλάκας και ανοήτους– ο νους μου στέκει διά τοιαύτα προβλήματα. Αν και η αλήθεια είναι ότι τοιούτος εκ γενετής ως μοι λέγουν και ως ενθυμούμαι είμαι. Τοιαύτα και τηλικαύτα τα αποτελέσματα εκείνων οίτινες ως εμέ επιθυμούσιν να εγκατασταθώσι εις χωριά προς περισσοτέραν ωφέλειαν υλικήν, μη σκεπτόμενοι συνετώς ότι εν τω ματαίω τούτω κόσμω η ευδαιμονία και η ευτυχία δεν συνιστάται μόνον εις τον πλούτον και εις το μάταιο χρήμα, αλλ’ εις την ανάπτυξιν του νοός και της καρδίας και εις με των καλών ανθρώπων συναστροφήν και συγκατοικίαν. Αλλά δεν πρέπει να αδημονώ και πολύ διότι θεία χάρητι κατοικεί ενταύθα, από το 1880, η αξιότιμος οικογένεια του κυρίου Hatkenson,[v] μεθ’ ης σχετισθείς διέρχομαι ενίοτε ευχαρίστως. Μήπως αυτοί δεν είναι άνθρωποι! Μήπως δεν έζων εις μεγαλυτέρας πόλεις και καλλίτερον από εμέ; Μ’ όλον τούτο πολλάκις το μοναχοπαίδι του κυρίου Hatkenson, η δεσποινίς Hilda ηλικίας 17-18 ετών μοι εξεφράσθη ότι ζει ευχαριστημένα ενταύθα και μετά δυσκολίας επιχειρεί ταξείδια εις την αλλοδαπήν. Εξετάζων δε τις και τον εαυτόν μου, μ’ όλα τα ανωτέρω που έγραψα, θα ίδη ότι περισσότερον ευχαριστούμαι ενταύθα παρά εν Μυτιλήνη και εν μέρει δικαίως αφού και η εργασία εδώ είναι, δια τούτο το εις Μυτιλήνη ταξείδιον σπανίως επιχειρώ εκτός χρείας τυχούσης. Και συ κάθ’ εαυτόν θα είπης ότι ο γράφων φάσκει και αντιφάσκει. Αλλ’ απατάσαι, καθότι εν αρχή ήθελον να μη φανερώσω την αλήθειαν και να κρυφθώ οπίσω από το δάχτυλο! Αλλ’ εφάνην χωρίς να θέλω. Περατώσας οπωσούν τας πολλάς των εργασιών και μετά κόπου και μόχθου φέρας εις πέρας αίσιον μίαν επιχείρησιν αληθώς δύσκολον, αναπαύομαι εν μέρει από τούδε, ζων μόνος, εργαζόμενος ολίγον, περιδιαβάζων τα πατρικά μας κτήματα, επισκεπτόμενος τα ουχί μακράν ευρισκόμενα πρόβατά μου, εξερχόμενος εις κυνήγιον, κολλυμβών ή εξερχώμενος προς αναψυχήν δι’ αμάξης ή δι’ ίππου και παρακαλών διαρκώς τον πανάγαθον να φέρη εις τας επιχειρήσεις ευάρεστον αποτέλεσμα. Όταν συναντηθούμε, το οποίον εύχομαι και επιθυμώ, τότε θα περάσουμε καλύτερα, τότε θα σε τα είπω εν εκτάσει, τότε θα ίδης και συ οφθαλμοφανώς, εάν δικαίως ήργησα να σε γράψω ή αδίκως. Παρακαλώ και δέομαι του υψίστου ο καϋμένος, αλλά δεν εισακούσθησαν έως τώρα αι παρακλήσεις και δεήσεις μου, καθότι ήρχισαν ενταύθα να πίπτουν αι ελεαί παρά των οποίων περιμένω και το εργοστάσιόν μου να εργασθή και τα σελέμνιά[vi] μου να μαζέψω, αν και μαξουλοχρονιά[vii] για την Μυτιλήνη δεν είναι φέτος, πάλιν όμως το πέσιμον των ελαιών την φανείσαν εσοδείαν την καταντά εις το ήμισυ. Παρηγορούμαι και εγώ και οι χωρικοί με την ιδέαν ότι το ερχόμενον, όποιος ζήσει, θα έχει μαξούλι άφθονον, καθότι τα δέντρα αναπτύχθηκαν και έχουσιν διάθεσιν, όποιαν δεν ενθυμούνται ουδέ οι ογδοηκοντούτοι. Παρεκάλει με εμέ και συ φίλτατε καθότι πιστεύω να επιθυμείς και θέλεις ως φίλος την ωφέλειάν μου.
Εσκόπευον την παρελθούσαν Κυριακήν, 13 παρελθόντος, να σας γράψω, αλλ’ έτυχε να φιλοξενώ δέκα εκ των εν Μυτιλήνη φίλων μου μεθ’ ων διασκέδασα ευχαρίστως. Μόνον συ έλειπες και σου το ορκίζομαι ότι σε ενθυμήθην.
Και άλλα πολλά ήθελα να σε γράψω αλλά τ’ αναβάλλω να τα είπω στόμα προς στόμα όταν συναντηθώμεν.
Καλήν αντάμωσιν και σε ασπάζομαι ο φίλος σου
Δημητρός
Υ. Γ. περιμένω ταχίστην απάντησιν προς γνώσιν μου
Επιστολή 9η
(Διασώζεται το πρόχειρο σε δύο διαφορετικές διατυπώσεις, εδώ είναι η δεύτερη)
Κυδωνίαι, 2 Ιουνίου 1899
Από μίας ώρας κρατώ την πέννα διά να σε γράψω, φίλτατε Δημητρό και ακόμη δεν έγραψα τίποτε. Μην εκπλήττεσαι αγαπητέ μοι, κατά το διάστημα αυτό επανήλθον διά της φαντασίας εις Πάμφυλα σε επεσκέφθην, διήλθομεν δε τόσον ωραία συνομιλούντες, ώστε σε βεβαιώ ότι μόλις τώρα αντελήφθην ότι αν και προ πολλού ήμην έτοιμος δεν έγραψα ούτε λέξιν. Σοι είχον υποσχεθή να σε γράψω ευθύς μετά την επάνοδον ενταύθα, αλλ’ ως βλέπεις, σήμερον μόνον το κατορθώνω. Θα είχες επιστολήν μου εις το προηγούμενον ταχυδρομείον αν δεν επάθαινα ότι και σήμερον, αφαίρεσιν, και δεν επρόφθασα να την στείλλω. Τώρα ευτυχώς δεν φοβούμαι μην πάθω τα ίδια, διότι είναι πρωΐα ακόμη κι έχω καιρόν. Τι γίνεσαι λοιπόν αγαπητέ μου πως τα περνάς, πως πάνε οι δουλειές σου; Πόσην επιθυμία είχον να σε ίδω και να συνομιλήσουμε και όμως μόνον ολίγον έμεινα κοντά σου, διερχόμενος εκ Μυτιλήνης, ώστε μοι φαίνεται ως όνειρον, ως οπτασία και λυπούμαι διατί να μην μείνω περισσότερον. Σε βεβαιώ αν δεν με εβίαζεν ο πατήρ μου να ταχύνω την επιστροφήν μου εις Κυδωνίας θα έμενον ίνα διέλθω ολίγας ημέρας μαζί σου (αν μ’ ήθελες) Το αποτέλεσμα του ταξειδίου[viii] μου δι’ ό έσπευσον μένει ακόμη εκκρεμές και τούτο με κάνει και βαρυθυμώ ολίγον. Πότε πλέον θα ξεμπερδεύω από αυτήν την υπόθεσιν. Εβαρύνθην τόσον, ώστε να τ’ αφήσω κι ότι γίνει. Το παρακάμουν αυτοί οι Οθωμανοί. Τέλος ας μην σε ζαλίζω με τις σάχλες μου αυτές.
Δέχθητι φίλε μου τας προσρήσεις της οικογενείας μου.
Σε ασπάζομαι αδελφικώς
Σος
Σωκράτης
Προηγούμενες επιστολές: https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3211-o-sokratis-apo-to-aivali και https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3223-o-sokratis-apo-to-aivali-2
[i] Το ιδιωτικό «Σμυρναϊκό Ελληνικό Εκπαιδευτήριο μετ’ οικοτροφείου» Ν. Κ. Ρενιέρη ιδρύθηκε το1860.
[ii] Η λέξη σβησμένη.
[iii] Ίσως εννοεί μήνες αλλά είχαν επικοινωνήσει πριν δεκατέσσερις ημέρες με επιστολή του Δημητρίου.
[iv] Στο ίδιο επιστολόχαρτο ο Σωκράτης έγραψε την σημείωση και την απάντηση στον Δημήτριο, ίσως την κοινοποίησε στην οικογένεια
[v] Το ορθό είναι, Hadkinson, ο οποίος υπήρξε υποπρόξενος της Αγγλίας στην Λέσβο και ιδιοκτήτης Ελαιουργείου εις τα Πάφιλα.
[vi] Σελέμι, λέξη τούρκικη αφορά την προαγορά αγαθών, ή σοδειάς που εξοφλείται όταν πωληθεί η παραγωγή με ιδιαίτερο κέρδος για τον αγοραστή, αλλά και πιθανή ζημία, καθώς αναλαμβάνει κινδύνους κακής εξέλιξης της παραγωγής.
[vii] Χρονιά με μεγάλη σοδειά.
[viii] Ο Σωκράτης μετέβη το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στην Γαλλία για σπουδές.