Ο Δημήτριος γεννήθηκε το 1875, την ίδια χρονιά με τη Δέσποινα. Ζει στα Πάφιλα της Μυτιλήνης όπου βρίσκονται τα κτήματα της οικογένειας καθώς και το ιδιωτικό ελαιοτριβείο. Η καταγωγή του έλκει και από το Αϊβαλί.
Εκείνη την εποχή, που τα κορίτσια κρατούνταν περίκλειστα στην οικογενειακή γυάλα, η ερωτική επιστολή μοιάζει να είναι ο αναγκαστικός και κύριος τρόπος προσέγγισης της αγαπημένης. Έτσι, ο Δημήτριος καταφεύγει σ’ αυτή κατ’ επανάληψη. Επιλέγει να μιλήσει και ν’ αποσπάσει πρώτα τη συγκατάθεση της Δέσποινας για την ένωσή τους, την παροτρύνει όμως να το ανακοινώσει και στην οικογένεια.
Η γλώσσα των επιστολών είναι πολύ διαφορετική απ’ τη σημερινή, όχι μόνο επειδή είναι καθαρεύουσα αλλά και ως προς την επιλογή και τη χρήση λέξεων και φράσεων. Γίνεται προσπάθεια το γράμμα να έχει υψηλή αισθητική, ν’ αρχίζει και να κλείνει με τους καθιερωμένους κανόνες της επιστολογραφίας. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι επιστολές είναι ερωτικές και απαιτούν αμεσότητα. Έτσι, παρά την προσπάθεια να λάβουν λυρικό χαρακτήρα, με την επικουρική χρήση και του γνωστού αρχαίου κειμένου του Σοφοκλή από την Αντιγόνη, ώστε να καμφθεί πιθανή αντίρρηση της αγαπημένης, υποκρύπτουν και ίσως επί τούτου χρησιμοποιούν τη δήλωση της βίαιης ερωτικής επιθυμίας του γράφοντος. Με τη γνώση ότι αυτή μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο μέσω του γάμου.
Κάποιες λέξεις είναι φορτισμένες διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα, ο εραστής π.χ. δηλώνει τον ερωτευμένο. Ο Δημήτριος χρησιμοποιεί πληθυντικό ακόμη και προς τον νεαρό Σωκράτη ή τη γυναίκα του έρωτά του, δίχως όμως να καταφέρνει να τον διατηρεί μέχρι τέλους.
Επιστολή 3η
Πεφιλημένη μοι[i]
Παρήλθεν έτος αφ’ ότου το εμόν βλέμμα εις σε μόνη εστράφη, ουδεμίαν δε ερωτικήν λέξιν ανταλλάξαμεν ούτε δια φωνής ζώσης, ούτε δια του καλάμου. Δια ζώσης φωνής ουδέποτε θα ήτο και θα είναι δυνατόν να συμβή, διότι αναρίθμηται περιστάσεις και σε και εμέ ημπόδιζον και εμποδίζουσιν∙ αλλά και δια του καλάμου γνώριζε ότι ουδέποτε θα συνέβαινε τούτο, εάν δεν με παρεκίνη η φλεγόμενη καρδία μου. επικαλούμενος λοιπόν τον Θεόν όπως η παρούσα επιστολή μου περιέλθει εις χείρας σου εν μυστικότητι, παρακαλώ υμάς παμφιλτάτη μοι να μη την περιφρονήσητε, πράγμα το οποίον πολλαί γυναίκες το πράττουσιν, αλλά να μελετήσητε ταύτην με προσοχήν παμεγίστην, να ίδητε ότι τα κατωτέρω γραφόμενα εξ ευαίσθητου ευγενούς και αληθούς καρδίας προέρχονται.
Ας αρχίσω λοιπόν αγαπητή μοι να σας εξηγήσω, πού πώς και πότε το εμόν βλέμμα εις σε μόνην εστράφη∙ ήτο ημέρα Τετάρτη του έτους 1893, ότε η Ιερά Εκκλησία εόρταζε την βάπτισιν του Σωτήρος και άνθρωποι μικρής τε και μεγάλης τάξεως εξήρχοντο εις τας επισκέψεις. Εξήλθατε τότε και υμείς μετά της μεγαλυτέρας ευπαιδεύτου αδελφή σας, και ως γνωστόν σοι μετάβητε προς χαιρετισμόν γνωστής μοι φίλης σας. Εκεί τιμαλφής ύπαρξις συνηντήθημεν, και τα πολλά σου προσόντα ήλκησαν την καρδίαν μου και την έφερον εις συλλογισμούς πολλούς και μεγάλους∙ μετά παρέλευσιν πολλών τοιούτων ανεφώνησα καθ’ εαυτόν, το του Καίσαρος «alea iacta est = ο κύβος ερρίφθη», σε αγάπησα και,
«Σ’ αγαπώ ως αγαπά τους αγαθούς ο πλάστης»,
«ως αγαπά η χελιδών του έαρος τα άνθη».
Μελετώσα ταύτα ποθητή μοι θα απορήσεις ακούουσα τοιούτους λόγους και κατόπιν θα αποφανθείς αν οι λόγοι του γράφοντος είναι κούφοι και μάταιοι. Μη σκεφθής τοιαύτα, ω γλυκιά καλλονή, μη είπης ότι οι γονείς μου ήθελον εμποδίσει εις τι∙ τα πάντα θα κατορθώσω και άνευ της θελήσεως των γονέων μου δια σε και μόνην πεφιλημένη μοι, διότι η προς τον πατέρα, η προς την μητέρα και η εν γένει προς την οικογένειαν στοργή ανήκει εις το παρελθόν, ενώ το αίσθημα του έρωτος παρουσιάζει προ των οφθαλμών ημών την γοητευτικήν εικόνα του μέλλοντος, της ευδαίμονος οικογενείας, ης αρχηγός μέλλει να γίνη ο ερών.
Μη νομίσης όμως ότι η λέξις έρως είναι γεγραμμένη μόνον επί του χάρτου, είναι ανεξιτήλοις γράμμασι κεχαραγμένη εις την καρδίαν μου.
Πάντες οι ποιηταί αγαπητή μοι και οι αρχαίοι και οι νεώτεροι ομοφώνως εγκωμιάζουσι τον έρωτα∙ ιδού δε εν και μόνον παράδειγμα δια να πεισθής, του τραγικού Σοφοκλέους, εν παραφράσει:
«Ω έρως ανίκητε εν ταις μάχαις! Ω έρως, όστις υποδουλώνεις εκείνους, εφ’ ους εμπίπτεις, όστις εις τρυφεράς νεάνιδας εδρεύεις, διατρίβεις δ’ υπεράνω των θαλασσών, και εις αγροτικάς καλύβας ευρίσκεσαι! Και σε ουδείς ούτε εκ των αθανάτων δύναται να διαφύγει, ούτε βεβαίως εκ των εφημέρων ανθρώπων. Όστις δε έχει σε παράφρων καθίσταται! Συ και αυτών των δικαίων τας φρένας καθιστάς αδίκους, προσφέρων αυτούς εις αδικίας, συ τέλος και ταύτην την φιλονικίαν των συγγενών τούτων ανδρών έχεις διεγείρει. Πασιφανώς δ’ υπερισχύει η επιθυμία των βλεφάρων ωραίας νύμφης, αποτελούσα μέρος των μεγάλων και αρχικών της φύσεως νόμων».
Πριν τελειώσω την επιστολήν μου, θα σας παρακαλέσω να αναγγείλλητε τον προς σε έρωτά μου εις τους σεβαστούς μοι γονείς σου και αγαπητούς μοι συγγενείς σου, να ειπής δήλα δή ότι ουτιδανός και τέρας σε αγαπά αλλ’ ευαίσθητος και με καλήν καρδίαν, να μην φοβηθείς τίποτε, να επιμένεις και επιτέλους θα το κατορθώσης. Από εσέ και μόνον εξαρτάται να γίνης σύζυγος, εμού του δυστυχούς, εμού του αθλίου, εμού του οποίου η καρδία καθ’ εκάστην τήκεται, τέλος πάντων εμού του οποίου τα ερωτικά βέλη σου βασανίζουσι και κατασπαράσουσι το δυστυχές μου σώμα. Ολίγους μήνας καλή μου κάμε υπομονήν και μετά ταύτα είσαι ιδική μου. Εννοείς βεβαίως διατί σε λέγω να κάμης υπομονήν ολίγους μήνας ή εν έτος∙ διά να τελειώσω φιλτάτη μοι, να γίνω ενήλιξ αγαπητή μοι, και να λάβω την περιουσίαν ποθητή μοι,
«Ζήθι λοιπόν και ευδαιμόνει»
«υπομονήν δ’ έχε εν έτος ακόμη».
Φανού και εσύ προς προσφιλής μοι καρδία ολίγον ενδοτική και απάντησε μοι, εάν ανταποδίδεις εις τον έρωτά μου∙ πράτουσα τούτο σκέφθητι ότι νύκτας μένω άγρυπνος και πολλάς οδόύς πλάνης ποιώ, αίτινες εις μάτην αποβαίνουσι. Σκέφθητι προς τούτοις και τούτο ότι, εν η περιπτώσει ήθελες αποστρέψη το πρόσωπόν σου απ’ εμού, ο εραστής σου, ο τοσούτον πάσχων διά σε και εν ενί λόγω ο καθ’ έκαστην ευχόμενος διά να σε αποκτήση θα αυτοκτονήση.
Γράφων τα ανωτέρω με συγκεκινημένην καρδίαν παρακαλώ τρία τινά: αγάπην, εχεμύθειαν, και συγχώρησιν του τολμητία.
Ο σος
Εραστής
Επιστολή 4η
Εν Μυτιλήνη τη 19/31 Ιουλίου 1894
Πεφιλημένη μοι Δέσποινα,
Ανυπερθέτως θα ευρέθης εις απορίαν και θα είπες καθ’ εαυτήν ημέραν τινα, «πόσον άστατος είνε εκείνος ο οποίος, λέγει ότι με λατρεύει!» Όταν παρετήρησες, ότι αρκεταί ημέραι παρήλθον και ουδεμίαν επιστολήν δεν σας έγραψα. Σήμερον δε μετ’ ανεκφράστου χαράς λαμβάνω τον κάλαμον ανά χείρας. Ίνα γράψω την αιτίαν δια την οποίαν μέχρι τούδε δεν σας έγραψα, προσέτι δε και τον λόγον δια τον οποίον δεν ήλθον να σας αποχιρετήσω αναχωρών εκ Κυδωνιών εις την ωραίαν Μυτιλήνην, [...] ζω μόνον με τας αναμνήσεις του παρελθόντος και με τας ελπίδας του Μέλλοντος. Πριν τελειώσω θα σας παρακαλέσω πρώτον να απαντήσετε εις τον ταλαίπωρον λατρευτήν σου και δεύτερον να ερωτήσητε την αγαπητήν κυρίαν αδελφήν σας, Μαριάνθην, πότε σκοπεύει το εις Σμύρνην ταξείδιόν της, όπερ μοι είπεν εσπέραν τινά εις το Ιερόν Νοσοκομείον. Πόσον θα ήμην ευτυχής εάν διήρχεσο και έμεινες και συ μετά της αδελφής σου ολίγας ημέρας εις Μυτιλήνην!!! Πρόσφερε τας προσρήσεις εις όλην την οικογένειαν∙ τον δε Σωκράτην ερωτήσατέ τον διατί δεν μοι απήντησεν;
Σε δε κατασπαζόμενος διατελώ
ο εραστής και
λατρευτής σου
Δημ. Σ.
Ποθητέ μοι Σώκρατες.
Σκοπεύων την προσεχή εβδομάδα να σας γράψω εκτενώς, αρκούμαι σήμερον να σας παρακαλέσω να εγχειρίσεις την έγκλειστον επιστολήν εις την αγαπητήν αδελφήν σου Δέσποιναν.
Δημ. Σ.
Επιστολή 5η
Προς την θελκτικωτάτην δεσποσύνην, Δέσποιναν Γ. Σ.
Εν Κυδωνίας (Ι.Χ.)[iii]
Εν Μυτιλήνη τη 16/28 Σεπτεμβρίου 1894
Πεφιλημένη μοι
Αν και απάντησιν ουδεμίαν έλαβον εις όσας επιστολάς σοι έπεμψα, εν τούτοις, εγώ πρώτος και πάλιν έρχομαι να σας γράψω, και να σας εκθέσω δια τελευταίαν φοράν τον ειλικρινή έρωτά μου, τον οποίον τρέφω προς σε. Ειλικρινής είναι ο προς σε έρως μου Δέσποινά μου, διότι εάν δεν ήτο τοιούτος δεν θα υπέφερον τας επιπλήξεις και τας κατηγορίας τας οποίας καθημερινώς ακούω παρά των ενδιαφερομένων. Ναι, ειλικρινής είναι ο προς σέ έρως μου, λατρευτή μοι, διότι το παν απαρνήθην διά σε και μόνην, και τα επιστήμας σχεδόν εγκατέλειψα συλλογισθείς ότι ουδέποτε θα δυνηθώ να γίνω επιστήμων εν όσω έχω προ των οφθαλμών μου την ιδανικήν εικόναν εκείνης, την οποία υπεραγαπώ και λατρεύω, και δια την οποίαν θα κατέβω εις τον τάφον εάν δεν ενδώση εις τας θελήσεις και παρακλήσεις μου. Εγκατέλειψα πάντα, ποθητή μοι Δέσποινα και απεφάσισα να επιδοθώ εις το εμπόριον συνεταιριζόμενος μετά του γαμβρού μου (Χ Διτ), διότι μόνον εις τούτον τον κλάδον ευρισκομένος θα εκτελέσω μετά δύο έτη ή και ολιγώτερον, εκείνο όπερ προ διετίας σκέπτομαι και το οποίο είναι να λάβω ως σύζυγον την τοσαύτα και τηλικαύτα πλεονεκτήματα έχουσα, περιπόθητον και αγαπητήν Δέσποιναν.
Και θεωρητικώς και πρακτικώς το απέδειξα και θα το αποδείξω πεφιλημένη μοι ότι σε λατρεύω, ότι τίποτε δεν πράττω άνευ σου, ότι ουδέν βήμα βαδίζω χωρίς να σε συλλογισθώ. Πίστευσόν μοι πεφιλημένη μοι ότι σε αγαπώ, πίστευσόν μοι ότι το «αχ» έχω πάντα εις το στόμα θρηνών την αθλίαν μου τύχην, και τέλος πίστευσόν μοι ότι σε λατρεύω. θα παύσω άγγελε των πλασμάτων και βασίλισσα των γυναικών, αφού σε παρακαλέσω να ερωτήσης τον σεβαστόν μοι και αγαπητόν πατέρα σου διατί δεν μοι απήντησεν εις την υπό ημερομηνίαν 24 παρελθόντος επιστολήν μου; μήπως δεν μοι κρίνει άξιον, ουδέ έχοντα προσόντα δι’ υμάς; Εάν συμβαίνει τοιούτον τι ας με γράψει αφού πρώτον σκεφθή ότι νέον, εικοσαετή περίπου, καταστρέφει ολοτελώς.
Δεν σας λέγω πεφιλημένη και αξιολάτρευτος Δέσποινα να με γράψεις διότι και σιδηράν καρδίαν εάν έχεις θα πράξεις πιστεύω τούτο. Εάν δε ο μη γένοιτο!!! συμβαίνει επί μίαν εβδομάδαν τούτο, θα είναι τρανή απόδειξις, ότι απορρίπτεις τας προτάσεις μου και ότι επιθυμείς να αποσυρθώ∙ αλλ’ είθε να μην το πράξεις, αλλά να με γράψεις.
Προσφέρων τους ασπασμούς προς όλην την αγαπητήν μοι οικογένειάν σας και κατασπαζόμενος υμάς, διατελώ πιστός και σταθερός.
Δημ.Σ.
--------------
Προηγούμενες επιστολές: https://booksjournal.gr/stiles/pira-to-gramma-sou/3211-o-sokratis-apo-to-aivali
--------------
[i] Η επιστολή αυτή είναι αχρονολόγητη αλλά από το περιεχόμενό της γίνεται σαφές ότι ανήκει στο 1894 και προηγείται των άλλων.
[ii] Αναγραφή σε επισκεπτήριο του Δημητρίου Σ. στον ίδιο φάκελο με την παραπάνω επιστολή.
[iii] Η αναγραφή στο φάκελο.