Σ’ αυτήν την επιστολή είναι φανερή η διάθεση των Αθηναίων να διευκολύνουν την επικείμενη απόφαση αλλά συγχρόνως και η προσπάθειά τους να καθιερώσουν και να διασφαλίσουν διάφορα δικαιώματα επί των περιουσιών τους, καθώς έγιναν γνωστές ρυθμίσεις του ρυμοτομικού σχεδίου των Κλεάνθη και Σάουμπερτ για την Αθήνα[2].
Η μεταφορά της πρωτεύουσας
Η μεταφορά της πρωτεύουσας της χώρας από το Ναύπλιο στην Αθήνα έγινε τέσσερα χρόνια μετά την ίδρυση του ελληνικoύ κράτους. Συγκεκριμένα, η απόφαση της μεταφοράς οριστικοποιήθηκε και πήρε τη μορφή βασιλικού διατάγματος στις 18/30 Οκτωβρίου 1834. Ημερομηνία μεταφοράς της «Καθέδρας» ορίστηκε η 1η Δεκεμβρίου του αυτού έτους. Την ίδια ημερομηνία προγραμματίστηκε να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους στην Αθήνα όλα τα υπουργεία της Επικράτειας, η Ιερά Σύνοδος, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Γενικό Ταμείο και το Γενικό των Ταχυδρομείων Διευθυντήριο.
Η μεταφορά της πρωτεύουσας αποφασίστηκε από τους Βαυαρούς, αφενός επειδή το Ναύπλιο, παρά τις προσπάθειες του Καποδίστρια, δεν απέκτησε την οικιστική διάρθρωση και τις υποδομές μιας σύγχρονης πόλης, αφετέρου επειδή ήθελαν να συνδέσουν την πρωτεύουσα του κράτους με το κλέος της αρχαίας πόλης, την εμβληματική Αθήνα.
Η πόλη ήταν κατεστραμμένη από τον πόλεμο. Τα προεπαναστατικά χρόνια ήταν η μεγαλύτερη πόλη της Στερεάς. Αλλά το 1830, απ’ τα 3.000 σπίτια, είχαν μείνει ανέπαφα μόνο τα 300, ενώ παράλληλα είχε μειωθεί πολύ ο πληθυσμός της. Σημειώνει η ιστορικός Έλλη Δρούλια:
Η Αντιβασιλεία είχε πλήρη γνώση των προβλημάτων της επιλογής της Αθήνας. Θα έπρεπε να αγοραστεί γη ικανή για την ανοικοδόμηση του ανακτόρου, των ανοικτών δημόσιων χώρων (πλατείες και δρόμοι) και των απαραίτητων δημόσιων κτηρίων. Θεωρούσε, παράλληλα, ηθικό καθήκον της να προβεί σε ανασκαφές και να φέρει στην επιφάνεια τους κρυμμένους θησαυρούς της αρχαιότητας. […] Η πραγματική εικόνα της πόλης παραμερίστηκε, προκειμένου να τονιστεί η σημασία της στο χρονικό πλαίσιο του κόσμου της κλασικής αρχαιότητας. Προίκα της έγινε η αίγλη του ένδοξου παρελθόντος της, που είχε αναδυθεί μέσα από το πνεύμα του Διαφωτισμού και είχε ενδυναμωθεί από τις εντυπώσεις των περιηγητών. Η ακτινοβολία της ως το κορυφαίο κέντρο του αρχαίου πολιτισμού κυριάρχησε στην τελική επιλογή […].
Ο Όθων, όπως είχε κανονιστεί, στις 29 Νοεμβρίου/11 Δεκεμβρίου 1834 ξεκίνησε από το Ναύπλιο έφιππος διά ξηράς. Επιβιβάστηκε σε ελληνικό ατμόπλοιο στο λιμάνι της Παλαιάς Επιδαύρου με προορισμό τον Πειραιά. Στη νέα “πρωτεύουσα και καθέδρα” του Βασιλείου οργανώθηκε επίσημη υποδοχή του Όθωνα, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην οικία του Αλέξανδρου Κοντόσταυλου, η οποία είχε στο μεταξύ αγοραστεί από το Δημόσιο»[3].
Η ιστορία της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ελεύθερου ελληνικού κράτους άρχισε.
Το πρόβλημα των ιστορικών πηγών
Στην εισαγωγή του Αθηναϊκού Αρχείου[4], που αποτελεί συλλογή κειμένων-τεκμηρίων του Αγώνα, ο Γιάννης Βλαχογιάννης επισημαίνει έλλειψη μέριμνας όσον αφορά τη διάσωση των διάσπαρτων τεκμηρίων. Σημειώνει στην αρχή, περιγράφοντας την κατάσταση:
ημείς γιγνώσκομεν ότι υπάρχει έτι πολύς πλούτος ανέκδοτος ιστορικών απομνημονευμάτων, ημερολογίων, αυτοβιογραφιών […] προσέτι δε άγνωστος αριθμός ανεκτιμήτου αξίας ιστορικών εγγράφων κοιμωμένων ή σηπομένων υπό την κόνιν […].[5]
Και στη συνέχεια απαριθμεί δεκαοκτώ περιπτώσεις, κατά τις οποίες πολύτιμα αρχεία βρέθηκαν σε μάνδρες οικοδομών και παντοπωλεία. Γράφει εν κατακλείδι:
μόνοι ημείς κατορθώσαμε, εργασθέντες από του 1890 μέχρι σήμερον, να καταρτίσωμεν μοναδικήν εν Ελλάδι συλλογήν εκ πεντηκοντάκις χιλίων ιστορικών εγγράφων, τα οποία ανεύρομεν εν παντοπωλείοις, κ.λπ. παρερριμμένα, χρησιμεύοντα εις περιτύλιξιν των πωλουμένων ειδών, ελάχιστον αριθμόν των εγγράφων τούτων αποκτήσαντες άλλως, ήτοι εκ δωρεών ή αγορών[6].
Επίσης, ο Βλαχογιάννης μιλά για την ελλιπή ιστορική έρευνα:
ελάχιστα σημεία εγένοντο αντικείμενον καθαράς ιστορικής ερεύνης, ενώ αφ’ ετέρου ακαταμέτρητος όγκος κοινών τόπων και ρητορικών φλυαριών εσωρεύθη επί των γεγονότων, αφανίζων έτι μάλλον την αλήθειαν την ατελώς γνωστήν ή και όλως άγνωστον περί των έργων και χαρακτήρων των χρόνων του Μεγάλου Αγώνος.[7]
Νομίζω ότι και σήμερα πλευρές της Ελληνικής Επανάστασης έχουν αποκτήσει μυθώδη και παραμορφωτικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα από τα απλοποιημένα και μεροληπτούντα σχολικά εγχειρίδια, ενώ άλλες σημαντικές παραμένουν σκοτεινές ή ακόμη και άγνωστες στο ευρύ κοινό. Ο εορτασμός των διακοσίων χρόνων προσφέρει ευκαιρίες επιστροφής στις πηγές και επανεκτίμησης ξεχασμένων πλευρών και γεγονότων.
Η επιστολή των Αθηναίων
«Εις την διάθεσιν της Σ. Κυβερνήσεως
όλα τα περί την Ακρόπολιν οικόπεδα ερείπια όντα»
(Σχέδιον αναφοράς παρά τω κ. Ιω. Ιωάννου)
Μεγαλειώτατε Βασιλεύ!
Οι υπογεγραμμένοι πίπτουν ευσεβάστως εις τους πόδας του θρόνου της Αυτού Μεγαλειότητος του ευσεβάστου Βασιλέως των παρακαλώντας τον να ευαρεστηθή να τιμήση την πόλιν των με την Καθέδραν της Κυβερνήσεώς του και να δείξουν την με πλήρη αφοσίωσιν προθυμίαν των εις τούτο και να αφιερώσουν εις την Σ. Κυβέρνησιν:
Α΄.) Όσας γαίας τη αναγκαιούν εκ των περιεχομένων εντός και εκτός της πόλεως κατά το σχέδιον του Κυρίου Κλεάνθους και Σάμπερ διά παλάτιον και άλλας διά κοινήν υπηρεσίαν οικοδομάς.
Β΄.) Αφίνουν εις την διάθεσιν της Σ. Κυβερνήσεως όλα τα περί την Ακρόπολιν οικόπεδα ερείπια όντα, τα οποία κατά το αυτό σχέδιον αναγκαιούν εις αυτήν, και επειδή το τοιούτον είναι επιζήμιον εις τους έχοντας αυτά, με ευχαρίστησιν εσυμφώνησαν μεταξύ των να παραχωρήσουν εκτός των αναγκαίων εις την Κυβέρνησιν γαιών, έτι τριακόσια στρέμματα τα οποία να χρησιμεύσουν διά οικόπεδα εκείνων οίτινες παραχωρούν τα εδικά των περί την Ακρόπολιν και μένουσι χωρίς οικόπεδον, και δι’ όσους επίσης μένουσι χωρίς οικόπεδον παραχωρώντες το όλον των χωραφίων των διά τας εθνικάς οικοδομάς.
Γ΄.) Τα διά την αποζημίωσιν των περί την Ακρόπολιν οικοπέδων ως εν τω Β΄. κεφαλαίω τριακόσια στρέμματα εσυμφώνησαν οι υπογεγραμμένοι να τα διανέμωσι, ως είρηται, αναλόγως του μεγέθους και της θέσεως των εγκαταλιμπανομένων οικοπέδων.
Δ΄.) Όλαι αι κατά τα κεφάλαια Α΄. και Β΄. εκτός της σημερινής πόλεως γαίαι εντός του σχεδίου να πληρωθώσιν, εάν εγκρίνη η Μεγαλειότης Του, ανά 20 λεπτά τον τετραγωνικόν πήχυν.
Ε΄.) Οι ιδιοκτήται των περί την Ακρόπολιν οικοπέδων να αποζημιωθούν με εβδομήκοντα λεπτά τον καθ’ έκαστον τετραγωνικόν πήχυν, εκ των οποίων τα μεν 20 θέλουν χρησιμοποιήσουν διά την πληρωμήν της γης οπού θέλουν λάβει διά κατοικίαν, τα δε λοιπά 50 διά την μετακόμισιν της ύλης των και αποζημίωσιν των λοιπών αναγκών, οίον φρεάτων και άλλων.
ΣΤ΄.) Η εις τα κεφάλαια Δ΄. και Ε΄. αποζημίωσις εναποτίθεται εις την Κυβέρνησιν διά να εκτελεσθή είτε με εθνικάς γαίας και κτήματα, ως εις τον Πειραιά ή αλλαχού εντός της Αττικής, είτε με χρήματα κατά την ανάγκην ενός εκάστου και το δίκαιον.
Ζ΄.) Όσαι γαίαι χρησιμεύσουν κατά το αυτό σχέδιον διά πλατείας και δρόμους μένουν εις βάρος των πολιτών και θέλουν αποζημιούσθαι κοινώς απ’ όλους.
Περί πλέον πληροφορούμεν την Σ. Κυβέρνησιν ότι μεταξύ των περί την Ακρόπολιν ερειπίων και περί την πόλιν γαιών ευρίσκονται και πολλαί δημόσιαι και εθνικαί.
Οι υπογεγραμμένοι ήθελον ευχαρίστως προσφέρει εις την Αυτού Μεγαλειότητα όλας τας δυνατάς ευκολίας και ήσαν κατά συνείδησιν πρόθυμοι να κάμουν τας μεγαλυτέρας θυσίας διά να ολιγοστεύσουν από την Κυβέρνησιν τα βαρύτατα διά τας διαφόρους οικοδομάς έξοδα, εάν αι δυστυχίαι εις τας οποίας τους έφερον τα δεινά του πολέμου δεν ήθελε τους κάμνει να μη δύνανται να εκπληρώσωσι ταύτην την επιθυμίαν, η αγαθότης δε της Αυτού Μεγαλειότητος δύναται να επαρκέση εις την τοιαύτην ακούσιον έλλειψιν.
Εν Αθήναις τη 3/15 Ιουνίου 1833.
Υποσημειούμεθα την βαθυτάτην υπόκλισιν
Της Υμετέρας Μεγαλειότητος
οι ευπειθέστατοι και πιστοί υπήκοοι
κάτοικοι Αθηνών
[1] Ιωάννης Βλαχογιάννης, Αθηναϊκόν Αρχείον, Αρχεία της Νεωτέρας Ελληνικής Ιστορίας, Δαπάνη του Δήμου Αθηναίων, τόμ. Α’, 1901, σελ. 576.
[2] Το ρυμοτομικό σχέδιο της Αθήνας είχε ανατεθεί στους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουμπερτ από το 1831.
[3] Έλλη Δρούλια, «Από το Ναύπλιο στην Αθήνα η μεταφορά της πρωτεύουσας», www.argolikivivliothiki.gr
[4] Σε όλα τα κείμενα από το Αθηναϊκό Αρχείο κρατήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία τους, αλλά μεταφέρθηκαν στο μονοτονικό.
[5] Ό.π., σημ. 1.
[6] Ό.π., σημ. 1.
[7] Ό.π., σημ. 1.