Γιώργος Ναθαναήλ
Ο Άρχοντας των Παιχνιδιών και η Barbie
Για τα άλλα παιδιά ήμουν ένας βασιλιάς, ένα προνομιούχος. Ο πατέρας μου είχε κατάστημα παιχνιδιών στην πόλη και θα ήταν λογικό –για εκείνα– να διαλέγω ό,τι θέλω, όποτε το θέλω. Φευ! Όχι μόνο δεν ήταν αλήθεια αλλά, όταν ερχόταν η ώρα του αιτήματος, αυτό εξεταζόταν με αυστηρά χρηματοοικονομικά κριτήρια. Επιπλέον, έπρεπε να εκτελώ «εθελοντική» εργασία, ιδιαίτερα στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που γινόταν χαμός – και όπου το μέγεθος της προσφοράς μου ήταν ένα ακόμα κριτήριο για το ποια παιχνίδια δικαιούμουν. Υπήρχε, ωστόσο, ένα παράπλευρο όφελος: εκεί, στο μαγαζί, παρατηρούσα τι αγόραζαν γονείς και παιδιά, αλλά και πώς δούλευε ο πατέρας μου, ο παιχνιδέμπορας.
Η αγάπη των φίλων
Ήμουν στα Τάρταρα, να μη δω κανέναν, να μη μιλήσω σε κανέναν.
Με στήριξε, με κανάκεψε, με νουθέτησε με εκείνον τον δικό του, αμίμητο τρόπο, ένα μοναδικό χαρμάνι ευγένειας, θυμοσοφίας και χιούμορ. Κι αυτό παρ’ όλο που με ήξερε λίγο, με τη γυναίκα μου ήταν φίλοι από τη Νομική. Όμως ήταν η αφορμή (και η αιτία πιστεύω) να γίνουμε φίλοι, και παραμείναμε ώς τα προχθές.
Τα μπάνια του λαού· τότε και τώρα
Αν ήμαστε φρόνιμοι, θα πηγαίναμε. Αν ήμαστε άτακτοι (η συνήθης περίπτωση), πάλι θα πηγαίναμε, αλλά με αναστολή. Ξέραμε απέξω το ωράριο των δρομολογίων από την αφετηρία και το επισημαίναμε στη μητέρα, προκειμένου να πάμε ενωρίς και να πιάσουμε θέση, αλλά εις μάτην! Τότε ήταν που εμπεδώσαμε ότι όταν μια γυναίκα λέει πως είναι έτοιμη ποτέ δεν εννοεί πως είναι απολύτως έτοιμη. Ετοιμάζεται.
Το μέγα της ζωής μας ταξείδιον
Κοιμάσαι, ξυπνάς, ντύνεσαι, εργάζεσαι, ερωτεύεσαι, κοιμάσαι, και οι διεργασίες του κόσμου βουίζουν ακατάπαυστα, χωρίς εσύ να τις ακούς. Προχωράνε, χωρίς τη δική σου μελαγχολία. Και κάποια στιγμή νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα πεδίο μάχης, τη ζωή, όπου οι οβίδες σκάνε πανταχόθεν.
Ορίζοντας την ευθύνη, την υπευθυνότητα και την αυταπάτη
Έπεα πτερόεντα πανταχόθεν στις προεκλογικές περιόδους. Με τι ένταση, με τι πάθος, με τι πειθώ! Σε πείσμα του Βιτγκενστάιν, τα λόγια δεν είναι πράξεις, αλλά πουκάμισα αδειανά, και στη χειρότερη περίπτωση παραπράξεις. Απομονώνω λοιπόν τρεις λέξεις που όλοι θεωρούμε ότι γνωρίζουμε, αλλά ένας καλός ορισμός πάντα βοηθά να διαλυθεί η ομίχλη της αθωότητας, η αφέλεια της συγγνωστής πλάνης.
Ο Χάρι Μπελαφόντε κι εγώ
Δεν έχω ποτέ εξακριβώσει αν οι γονείς μου παντρεύτηκαν από προξενιό ή από έρωτα. Υποψιάζομαι ότι κάποιον ρόλο έπαιξαν δύο δαιμόνιες θείες εκατέρωθεν, που τους έπεισαν ότι ήταν όντως ερωτευμένοι. Αμέσως μετά το γάμο, ο πατέρας μου αγόρασε ένα ραδιόφωνο «παγκοσμίου λήψεως» με λάμπες και, πάνω του, ως υλική έκφραση των αισθημάτων του -«για την μαμά» όπως έλεγε- ένα περίεργο μηχάνημα με έναν μακρύ βραχίονα και έναν μεταλλικό πλατό που γύριζε με διάφορες ταχύτητες.
Δυστυχημάτων διδάγματα
Καταστροφές που οφείλονται σε λάθη και παραλείψεις. Η διεθνής εμπειρία. Τα Τέμπη, τα θύματα, ο πόνος, η μέθοδος της διερεύνησης, η ανάγκη αποτελεσματικών αλλαγών (ένα κείμενο που αναδημοσιεύεται από το τεύχος 140 του Books' Journal, πριν καν συσταθεί η επιτροπή διερεύνησης του δυστυχήματος στα Τέμπη)
Η υπόσχεση που ξεθώριασε
Ντέιμον Γκάλγκουτ, Η υπόσχεση, μετάφραση από τα αγγλικά: Κλαίρη Παπαμιχαήλ, Διόπτρα, Αθήνα 2022, 344 σελ.
Μια οικογένεια λευκών στη Νότια Αφρική τα χρόνια του απαρτχάιντ. Μένουν σε μια μικρή φάρμα έξω από την Πρετόρια και έχουν πολλά και ζόρικα προβλήματα. Κάποια στιγμή, η μαύρη υπηρέτρια της οικογένειας λαμβάνει μια υπόσχεση, ότι θα της χαρίσουν το σπιτάκι όπου κατοικεί και τη γη που το περιβάλλει. Μια υπόσχεση ανέξοδη, αφού οι μαύροι δεν έχουν δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Τι θα γίνει όμως με την υπόσχεση όταν θα έχει καταρρεύσει το καθεστώς του απαρτχάιντ; Ο Ντέιμον Γκάλγκουτ, βραβευμένος με Μπούκερ το 2021, είναι υποχρεωμένος για την πλοκή του να λάβει υπόψη του την πραγματικότητα: «το απαρτχάιντ καταργήθηκε, βλέπεις, τώρα πεθαίνουμε ο ένας δίπλα στον άλλον, σε οικεία, κοντινή απόσταση. Αυτό που μένει ακόμα να επιλύσουμε είναι το πώς να ζούμε μαζί».
Ευτυχείτε! (ή Placebo)
Κάπου διαβάζω για ένα ενδιαφέρον πείραμα. Σε ένα γηροκομείο χωρίζουν τους ηλικιωμένους σε δύο ομάδες. Στους μισούς δίνουν ένα φυτό και τους λένε να το ποτίζουν συχνά. Στους άλλους μισούς δεν δίνουν τίποτα. Μετά από καιρό βγάζουν τα συμπεράσματά τους. Αυτοί που φρόντιζαν τα φυτά έζησαν περισσότερο. Τέλος της ιστορίας.
Ο ψυχαναγκαστικός🥦🆒🤣 πρωτογονισμός🦖 των emoji 🤢
Μαμά (ζει, τα έχει τετρακόσια, παρανομεί με ένα κομμάτι σοκολάτα, διαβάζει Διβάνη) γερνάω! Μπορεί να μην καταλάβεις τα περισσότερα, αλλά εγώ θέλω να τα πω και σκέφτομαι φωναχτά — αν και παραδόξως, παρ’ όλο που σπούδασα στην Αμερική, οι ξένες εκφράσεις που τρύπωσαν από την πίσω πόρτα, με ζηλωτές κυρίως τους νερόβραστους τεχνοκράτες, με ενοχλούν. Αλλά για κάτι άλλο, μάλλον συναφές, θέλω να μιλήσω.