Η παγκόσμια κρίση του κορωνοϊού θέτει αρκετά και σημαντικά οικονομικά προβλήματα προς επίλυση σε διεθνές επίπεδο. Κάποια απ’ αυτά σχετίζονται με την ισχύ που εδράζεται και πηγάζει από την τεχνολογία αιχμής, αλλά και με το ποιος παράγει τι και πώς τα παραγόμενα αγαθά και οι υπηρεσίες διανέμονται στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας.
Φυσικά, τέτοιου είδους ζητήματα αφορούν ειδικούς που στελεχώνουν think tanks και συμβουλεύουν κυβερνήσεις, φορείς και μεγάλες επιχειρήσεις και που καλούνται να συμβάλουν στην ορθολογικότητα των σχετικών αποφάσεων και τον προσδιορισμό των μελλούμενων εξελίξεων.
Νομίζω, όμως, ότι όλοι νομιμοποιούμαστε να προσεγγίσουμε τα θέματα αυτά –φυσικά κατά το δυνατόν– μέσω της δημόσιας συζήτησης, όχι μόνον επειδή σε σημαντικό βαθμό καθορίζουν τη ζωή μας, αλλά και επειδή η κατανόησή τους διευκολύνει την υιοθέτηση και την εφαρμογή τους από την κοινωνία μας.
Θυμάμαι να κάνουμε, μια παρέα φίλων, παρόμοια συζήτηση στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Θυμίζω ότι τότε στις δυτικές κοινωνίες υπήρχε ενθουσιασμός για την προώθηση της παγκοσμιοποίησης. Τα μέλη της παρέας ήταν μηχανολόγοι μηχανικοί ή επιστήμονες της πληροφορικής που εργάζονταν σε επιχειρήσεις και κοινωνικούς φορείς παραγωγής ή εποπτείας της παραγωγής – και μόνον εγώ ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, οδοντίατρος. Ένα μέλος, καθηγητής με ειδικότητα την ενέργεια σε Πανεπιστήμιο των ΗΠΑ, μας μετέφερε σχετική συζήτηση που γινόταν εκεί. Αφορούσε το θέμα “What Capital?” ή “How Capital?”
Το μεταφέρω σε αδρές γραμμές: Πριν από την συγκεκριμένη φάση της παγκοσμιοποίησης, το διεθνές κεφάλαιο έπρεπε ν’ αποφασίζει σε ποια προϊόντα, σε Τι;, θα κατευθύνει τις επενδύσεις του έτσι ώστε να βρίσκεται συνεχώς στην πρωτοπορία της παραγωγής που διασφαλίζει την κερδοφορία και την ισχύ – συνήθως σε τεχνολογία αιχμής. Το κεφάλαιο αυτό το ονόμαζε: η θεωρία “What Capital?”.
Τώρα όμως προέκυπτε ένα καινούργιο στοιχείο. Μήπως το κεφάλαιο έπρεπε να στραφεί σε επενδύσεις σχετικά με το Πώς αυτά τα αγαθά θα φτάσουν στον, κατά την επικρατούσα οικονομική θεωρία, κυρίαρχο καταναλωτή; Αντιστοίχως, αυτό ήταν το “How Capital?”. Κατά τη θεωρία, ο νέος καταναλωτής έχει γίνει πιο εκλεπτυσμένος και περίεργος. Ζητούσε αγαθά που συνοδεύονται από υπηρεσίες ή συνδυασμό αγαθών που είχαν αρχικά παραχθεί σε διαφορετικά μέρη και ικανοποιούσαν τις ιδιαίτερες προσωπικές του επιθυμίες, οι οποίες ήταν ακόρεστες και μεταβαλλόμενες. Δηλαδή, μήπως η κυριαρχία στη διεθνή αγορά διασφαλιζόταν από τη διανομή και όχι από την παραγωγή. Πρόσφατη ήταν η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου που είχε επικεντρωθεί στη βαριά παραγωγή και είχε αμελήσει τη διανομή και την κατανάλωση. Απ’ την άλλη πλευρά, είχε αρχίσει ο καταιγισμός παραγωγής ποικίλων προϊόντων από τις αναδυόμενες οικονομίες, ενώ εργοστάσια είχαν μεταφερθεί και παρήγαγαν προϊόντα με τις εγκατεστημένες προδιαγραφές, με πολύ μικρότερο κόστος. Η προσφορά είχε απογειωθεί, γεγονός που διευκόλυνε την οπτική της θεωρίας.
Το πρωτοποριακό κεφάλαιο σύμφωνα μ’ αυτήν έπρεπε να απομακρυνθεί από την προσφορά, να κατευθυνθεί και να παρέμβει στη ζήτηση, που μέσω της προσφοράς αγαθών, συνδυασμένων με ειδικές υπηρεσίες που θα δημιουργούσε εντελώς νέα, ανύπαρκτη μέχρι πριν από λίγο, ζήτηση. Ήδη υπήρχε το παράδειγμα των επικοινωνιών, οι οποίες μετά τη δημιουργία των κινητών τηλεφώνων είχαν μεγεθύνει δραστικά τη συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Υπήρχε η προσδοκία ότι μπορούσε να γίνει το ίδιο και στην ενέργεια, μέσω της ζήτησης ιδιωτών καταναλωτών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η θεωρία προσπαθούσε να προσδιορίσει το πώς οι δυτικές κοινωνίες θα οικειοποιούνταν και θα ενέτασσαν την τρομακτική παραγωγή των νέων καπιταλιστικών χωρών σε μια μετα-παραγωγή, κατευθυνόμενη και προσανατολισμένη στον συνεχώς πιο απαιτητικό καταναλωτή. Πράγμα που θα διασφάλιζε με εγγενή και οργανικό τρόπο τη συνέχεια της κυριαρχίας τους. Η θεωρία εξαιρούσε μόνο τις στρατηγικές βιομηχανίες.
Στην Ελλάδα βέβαια οι αντίστοιχες πιέσεις δεν ήταν τόσο οξείς. Ενταγμένη στο σχετικά ασφαλές κουκούλι του δυτικού κόσμου, απολάμβανε σχετική οικονομική ευμάρεια και λειτουργούσε «ως συνήθως». Όμως, σταθερά, υφίστατο κι αυτή αποβιομηχάνιση, καθώς τα προϊόντα της έχαναν την ανταγωνιστικότητά τους, ενώ δεν κατάφερε παράλληλα να βρίσκεται σε θέση να μπορεί να οικειοποιηθεί προϊόντα που παράγονταν μαζικά στην Ασία και να τα διανείμει συμπληρωμένα ή παραλλαγμένα σε άλλους καταναλωτές.
Την κατάσταση αυτή εξισορρόπησε και έκρυψε ένα άλλο παγκόσμιο φαινόμενο. Οι πληθυσμοί των παραγωγικών χωρών δεν ήταν καταναλωτές. Το υπερπροϊόν τους κατέληγε στο χρηματιστηριακό κεφάλαιο. Το οποίο δάνειζε τις χώρες με κοινωνίες καταναλωτών, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα. Το χρέος εκτοξεύθηκε, αλλά όσο μπορούσαν να το εξυπηρετούν και να μην εμφανίζουν υψηλό έλλειμμα δεν υπήρχε πρόβλημα. Κάποιες χώρες έκοβαν χρήμα για να το εξυπηρετήσουν.
Δεν ακολουθήθηκε αυτό το πρότυπο στον ίδιο βαθμό παντού στην Ευρωζώνη. Ο Βορράς δανειζόταν και κατηύθυνε τα κεφάλαια στην παραγωγή προϊόντων τεχνολογικής αιχμής, ενώ ο Νότος, στο τουρισμό, τις υπηρεσίες και το realestate, αλλά και στην κατανάλωση.
Η οικονομική κρίση υπέρμετρου δανεισμού στην Αμερική μεταβλήθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 2000 στη γνωστή κρίση χρέους στη Νότια Ευρώπη. Τα μονεταριστικά μέτρα που επέβαλε ο Βορράς στον Νότο δεν άλλαξαν το παραγωγικό μοντέλο. Αντίθετα, ολοκληρώθηκε η στροφή στις υπηρεσίες και, ειδικά στην Ελλάδα, κυρίως στον τουρισμό. Ένας άνεμος στην επιστροφή στη γεωργία ήταν εξ αρχής ατελέσφορος, λόγω μικρής συμμετοχής της στο ΑΕΠ, και δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα.
Η υγειονομική κρίση του 2020 έφερε πάλι στο προσκήνιο το θέμα “What Capital?” ή “How Capital?”, όχι μόνον στη χώρα μας αλλά και γενικότερα. Όπως είναι γνωστό, η παραγωγή κάθε είδους υγειονομικού υλικού εγκαταλείφθηκε από όλες τις βιομηχανικές χώρες εφόσον δεν περιλάμβανε τεχνολογία αιχμής. Η Κίνα μπορούσε να το παραγάγει σε μεγαλύτερες από τις απαιτούμενες ποσότητες με χαμηλές τιμές. Τρομακτικό πρόβλημα εμφανίστηκε όμως όταν, στην έξαρση της πανδημίας, η Κίνα απαγόρευσε όλες τις εξαγωγές. Χώρες που στη λαϊκή συνείδηση θεωρούνταν γίγαντες της βιομηχανικής παραγωγής παρακαλούσαν για υγειονομικό υλικό, οποιασδήποτε ποιότητας, καθώς οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία έμεναν απροστάτευτοι, ενώ οι ασθενείς μοιράζονταν ανά δύο έναν αναπνευστήρα και αργότερα ανά τέσσερις ή ακόμη έμεναν εκτός κατάλληλης θεραπείας. Οι μάσκες έφταναν στις δυτικές χώρες αεροπορικά, με παράτες κι ευχαριστήρια, προς την Κίνα, ακόμη και προς την Τουρκία για τη «βοήθεια». Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγκάστηκε να καταφύγει σε νόμο έκτακτης ανάγκης των αρχών του 20ού αιώνα για να επιβάλει σε άσχετες βιομηχανίες να παράγουν αναπνευστήρες. Και όσον αφορά τα φάρμακα και τα εμβόλια, παρά την προειδοποίηση από τις επιδημίες των προηγούμενων κορωνοϊών, οι πλούσιες βιομηχανικές χώρες βρέθηκαν απροετοίμαστες. Πολλές φωνές διαμαρτυρίας ακούστηκαν, ιδιαίτερα στην Αμερική. Αποδείχτηκε ότι πλην του στρατιωτικού, του διαστημικού και του τηλεπικοινωνιακού υλικού υπάρχουν πολύ πιο «ευτελή» αγαθά που έχουν στρατηγική σημασία, αφού αφορούν την ασφάλεια και την προστασία του συνόλου της κοινωνίας.
Οι αστοχίες αυτές τείνουν να δημιουργήσουν μια νέα συνείδηση. Την ανάγκη να ξαναδούμε το “What Capital?”.
Φυσικά δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην παλιά κατάσταση του κλειστού έθνους κράτους που επιδιώκει αυτάρκεια αγαθών. Όμως σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να εκδηλωθούν πρωτοβουλίες για έναν πιο ρεαλιστικό και ασφαλή καταμερισμό εργασίας και παραγωγής. Παρά τη δυσκολία στο σχεδιασμό, στη λήψη και στην εφαρμογή των αποφάσεων, η ΕΕ πρέπει να βρει λύση στα σχετικά προβλήματα εφόσον μπορεί ν’ αποδειχτούν υπαρξιακά. Ήδη τα κεφάλαια του ταμείου υποστήριξης των χωρών από την υγειονομική κρίση, πέρα από την ανακούφιση των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, μπορούν να βοηθήσουν στον αναπροσανατολισμό της παραγωγής. Η Ελλάδα σήμερα αναμένει τη μείωση της οικονομικής ύφεσης από ένα σχετικά σημαντικό τουριστικό κύμα αυτό το καλοκαίρι. Μάλλον θα το πετύχει. Αυτή η επιτυχία όμως δεν πρέπει να τη μετατρέψει σε μονοπαραγωγική χώρα τουριστικών υπηρεσιών. Νομίζω ότι πρέπει να συμμετάσχει στη σχετική συζήτηση για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στην ΕΕ, να προετοιμαστεί να διεκδικήσει και ν’ αναλάβει το μερίδιό της.