Σάββατο 19 Απριλίου 2020, 9.30, βγαίνω στο μπαλκόνι, όλα ήρεμα, δεν υπάρχει άνθρωπος, σκύλος, γάτα, ακόμη και τα πουλιά που οργιάζουν την ημέρα αυτή την εποχή κοιμούνται. Τα δέντρα του απέναντι πάρκου θροΐζουν στον σιγανό άνεμο, μυρωδιές αναδύονται από τις νεραντζιές, γαλήνη! Ούτε αυτοκίνητο στην κοντινή λεωφόρο, λίγα φώτα από τα διπλανά σπίτια. Το πάρκο και οι δρόμοι, έρημοι. Ούτε ήχοι! Μόνο το μακρινό γαύγισμα ενός σκύλου, μετά από λίγο κι αυτό σωπαίνει.
Βαριά η σκιά της πανδημίας πάνω από την πόλη.
Μπαίνω μέσα, καταφεύγω μαζί με την Αργυρώ στην τηλεόραση. Το ζάπινγκ, μεταξύ μπουφόνικων παλιών ελληνικών ταινιών και των φιλμ γκλίτσας του Χόλλυγουντ, εγκαταλείπουμε. Ανία. Δεν περιμένουμε τίποτα, δεν αλλάζουμε ρούχα, δεν φοράμε τα καλά μας – για ποιον λόγο; δεν θα πάμε στην εκκλησία. Η Ανάσταση περιορίστηκε να είναι ένα απλό χρονικό σημείο, η δωδεκάτη ώρα. Να ’ρθει η ώρα να φάμε, να τσουγκρίσουμε και να δώσουμε το φιλί της αγάπης. Επιστρέφουμε στην τηλεόραση, έχει αρχίσει η μετάδοση από την εκκλησία.
Στις 12 ακούμε το Χριστός Ανέστη, φιλιόμαστε –κάπως κρατημένο και άψυχο κι αυτό, το πίσω μέρος του μυαλού μας είναι κολλημένο στην πανδημία– και καλούμε το γιο μας στο Λονδίνο, εκεί είναι 10 μ.μ.
Κλεισμένος στο σπίτι κι αυτός, δεν περιμένει ούτε την από τηλεοράσεως αναγγελία. Το Πάσχα των άλλων έχει περάσει. Οι έλληνες φίλοι είναι απρόσιτοι, λόγω περιορισμών. Μας λέει ότι πρότεινε σε κοντινούς εγγλέζους φίλους να κάνει μαγειρίτσα να τους κεράσει αλλά όταν έμαθαν τι περιέχει είπαν α, πα πα. Εναλλακτικά, τότε, πρότεινε αρνί στο φούρνο, ούτε. Συμβιβάστηκαν με μοσχαρίσιες μπριζόλες. Έτσι, ως Πάσχα, του έμεινε μόνο η ιντερνετική επαφή μας. Δώσαμε το δικτυακό φιλί, τα είπαμε κι ευχηθήκαμε του χρόνου να είναι διαφορετικά, να είμαστε όλοι μαζί και να γιορτάσουμε το γνωστό Ελληνικό Πάσχα.
Τρώμε και συγχρόνως ακούμε τους κρότους από τα γιορτάσιμα βεγγαλικά που πέφτουν στα διπλανά Τουρκοβούνια. Μάλλον μας φοβίζουν, δεν βγαίνουμε έξω.
Καταφεύγουμε και πάλι στην τηλεόραση. Πλημμυρισμένη άσματα της γυφτιάς, δίχως καν εκδίκηση. Προτιμούμε κανάλι με βυζαντινή ψαλμωδία. Ακούμε την υπέροχη γλώσσα και την ποιητική των ύμνων. Σκέφτομαι ότι είναι παραγνωρισμένη η σημασία τους όσον αφορά τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και της επίδρασής τους στη νεωτερική ποίηση. Πρώτη φορά ακούω τη μετά το Χριστός Ανέστη λειτουργία!
Μια διαφορετική Ανάσταση, με υποχώρηση των πολλαπλών και ποικίλων θορύβων, δίχως έξαρση αναστάσιμου στοιχείου. Ανάψαμε τα κεριά μόνοι μας, δίχως να λάβουμε το άγιο φως, που έχει έλθει με «τιμές αρχηγού κράτους» (τι βλαχομπαρόκ έκφραση και πόσο εμβληματική για μια εποχή)! Στις δύο πέσαμε για ύπνο.
Κυριακή, 6.10 π.μ. Ξυπνώ όπως κάθε μέρα. Πλένω χέρια, πρόσωπο, δόντια, ντύνομαι, συμπληρώνω το Β6 και βγαίνω με τον Νάιτ στο Πάρκο. Λυκαυγές. Είναι η ώρα που τα κοτσύφια είναι στο κρεσέντο. Βγάζω το κινητό και τα ηχογραφώ. Μου φαίνεται μάταιο, το κλείνω, στέκομαι και τ’ ακούω. Περπατούμε μαζί με τον Νάιτ προς τα πάνω. Το φως δυναμώνει, τα κοτσύφια χαμηλώνουν. Συναντούμε τον Φάνη με τη Φαίδρα και τη Φρύνη. Λέμε το Χριστός Ανέστη κρατώντας τη σχετική απόσταση. Περπατάμε μαζί φέρνοντας μια γύρα όλο το μικρό πάρκο. Βγάζει ο καθένας ένα νάιλον, το στρώνουμε και καθόμαστε σε δυο παγκάκια, μακριά ο ένας από τον άλλο. Του λέω «έχω φέρει αυγά για να τσουγκρίσουμε». Τον πλησιάζω και του λέω «διάλεξε». Τσουγκρίζουμε, μου το σπάει, λέω «και του χρόνου», του πέφτει το αυγό και σπάει. Τα καθαρίζουμε και τα μοιραζόμαστε με τα σκυλιά μας, κάνουμε άλλη μια βόλτα και χωρίζουμε.
Γυρνώ στο σπίτι, πλένω στην αυλή πόδια, μουσούδα, κοιλιά του σκύλου, μέσα τα δικά μου χέρια, αλλάζω τα «μολυσμένα» ρούχα και τα βγάζω να τα δει ο ήλιος και ν’ αεριστούν. Πέφτω στη συνέχεια της Πανούκλας. Όσο πάει και με κρατά πιο πολύ, δεν μπορώ να την αφήσω. Αργότερα μιλώ με φίλους για τα Χρόνια Πολλά. Ο Γιώργος διαβάζει κι αυτός το βιβλίο. Ανταλλάσσουμε εντυπώσεις. Του λέω «δεν μπορώ να καταλάβω πώς περιγράφει λεπτό προς λεπτό μια επιδημία με τόσες λεπτομέρειες δίχως να την έχει ζήσει», μου απαντά «μα γι’ αυτό ο Καμύ είναι ο Καμύ». Συμφωνώ αλλά δεν μου αρκεί, σκέφτομαι: δηλαδή πώς το κάνει;
Με μια διακοπή για το μεσημεριανό φαγητό και την επακόλουθη σιέστα συνεχίζω το βιβλίο. Αργά το απόγευμα το τελειώνω. Λέω στην Αργυρώ ότι τρεις από τους ήρωες ήταν ο ίδιος ο Καμύ, δηλαδή ενσάρκωση τριών διαφορετικών απόψεων του Καμύ για τη ζωή.
***
Δευτέρα 7.30 π.μ Γυρίζω από τη βόλτα του σκύλου και μετά τα σχετικά πιάνω να διαβάσω την εισαγωγή του Τόνι Τζαντ (Toni Judt) στην Πανούκλα. Ωραίο κείμενο, εξετάζει πρώτα το βιβλίο ως αλληγορία της ναζιστικής κατοχής της Γαλλίας, γραμμένο από τις σχετικές εμπειρίες του συγγραφέα (το ξεκινά, το 1941, στο Αλγέρι, διακόπτει, καθώς εντάσσεται στην αντίσταση στη Γαλλία και συνεχίζει το 1945, τελειώνει το ’46). Μετά, το κείμενο του Τζαντ δίνει εύσημα στον Καμύ για κάτι που άλλοι τον κατηγόρησαν, ότι δεν καταγγέλλει το συγκεκριμένο, που ζητούσε η εποχή, αλλά προχωρά σε μια βαθύτερη και πολύπλευρη προσέγγιση της σχέσης του ανθρώπου με την ηθική, της στάσης του σχετικά με το καλό και το κακό, καθώς και τον τρόπο που μπορούμε να δώσουμε νόημα στη ζωή μας μέσα στο α-νόητο σύμπαν.
6.30 μ.μ. Γράφω το κομμάτι για το Ημερολόγιο Πανδημίας. Φυσικά αναφέρομαι στην ανάγνωση της Πανούκλας και στον Καμύ. Το διαβάζω στην Αργυρώ και, όπως πάντα, μου εκφράζει την ευαρέσκειά της.
***
Ένα διαφορετικό Πάσχα, αυτό του 2020. Βρεθήκαμε πιο κοντά στην άνοιξη, την ήσυχη αλλά τόσο υπέροχη ανάσταση της φύσης. Με περισσότερη σκέψη, ενδοσκόπηση και αναστοχασμό για το σήμερα, το χτες και το αύριο. Αν δεν ήταν μακριά τα αγαπημένα πρόσωπα δεν θα ήταν και άσχημα.