O Αλμπέρ Καμύ τη δεκαετία του 1950. (Φωτ.: Robert Edwards)
Η πρώτη φορά που διάβασα την Πανούκλα ήταν τους συφοριασμένους καιρούς της χούντας. Φαίνεται ότι είναι η μοίρα της να διαβάζεται σε καιρούς χαλεπούς. Την ίδια εποχή με την πρώτη ανάγνωση και ίσως λίγο πιο παλιά είχα διαβάσει το Μύθο του Σισύφου, τον Ξένο, την Πτώση, την Εξορία και το Βασίλειο και κάποια θεατρικά. Είχα ξεχωρίσει τα τρία πρώτα. Με την Πανούκλα είχα κάποιες επιφυλάξεις. Ίσως ήμουν σε μια περίοδο που μου άρεσε το άσπρο-μαύρο και η Πανούκλα δεν στηλίτευε το κακό, στην πολιτική του μορφή, όπως τότε θα το επιθυμούσα. Παρ’ όλο που θεωρείται μια αλληγορία για το φασισμό, το καθεστώς Βισύ και τη γερμανική κατοχή της Γαλλίας, δεν ικανοποιούσε το θυμικό μου, παρ’ όλο που σαν λογοτέχνημα μου άρεσε. Από την πρώτη ανάγνωση θυμόμουν περιθωριακά θέματα όπως τον άνεμο που σάρωνε την πόλη της πανούκλας, το Οράν, ή το απόσπασμα με τον περίεργο γέρο που έφτυνε από το μπαλκόνι του τις γάτες.
Διαβάζοντας τώρα πάλι το βιβλίο, σ’ εκείνη την παλιά έκδοση του 1955, πάλι δεν το είδα σαν μια αλληγορία του φασισμού, αλλά ως κάτι πολύ περισσότερο, ως χρήση της τόσο φονικής επιδημίας – όπου τίποτε δεν είναι σύνηθες και όλα επαναπροσδιορίζονται, σαν καθρέφτης μέσα στον οποίον μπορούμε να δούμε το ηθικό μας πρόσωπο και να αναστοχαστούμε για την ηθική των ιδεών, των επιλογών και των στάσεών μας. Τα φευγαλέα και συνεχώς μετακινούμενα είδωλα των προθέσεων, των αντιφάσεων, της σχέσης μας με το καλό και το κακό, ακόμη και του πιθανού νοήματος που μπορούμε να δώσουμε στη ζωή.
Ο Καμύ, παρ’ όλο που σ’ ένα πρώτο επίπεδο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι μιλάει για τους άλλους, στην αλληγορία για το φασισμό, νομίζω ότι μιλάει για την σχέση τού εμείς με το κακό, που μάλιστα εξετάζει με τρόπο αυτοβιογραφικό. Μπορεί κανείς να διακρίνει τουλάχιστον τρεις πνευματικές πλευρές του Καμύ, που παίρνουν μορφή αντίστοιχων ηρώων του βιβλίου, ο γιατρός Ριέ, ο Ταρρού και ο δημοσιογράφος Ραμπέρ.[i] Πνευματικές πλευρές που εξετάζονται ως διαφορετικές προσπάθειες να απαντηθεί το νόημα της ζωή;.
Ο πρώτος είναι ο διανοούμενος που ηγείται, όχι επειδή έχει μια θεωρία πάνω στην οποία ζητάει να συνταχθούν και να αγωνιστούν οι άλλοι. Είναι αυτός που γνωρίζει τις ανυπέρβλητες δυσκολίες αντιμετώπισης του κακού και, παρ’ όλα αυτά, προσπαθεί με τη γνώση και την επιστήμη, κάνοντας καλά τη δουλειά του και απαλύνοντας τον ανθρώπινο πόνο, να αντιπαρατεθεί σ’ αυτό από αξιοπρέπεια. Τελικά, όπως ο Καμύ, γίνεται αναγκαίος και οδηγητικό παράδειγμα για τους άλλους.
Ο δεύτερος είναι ο ενοχικός ακτιβιστής, που βλέπει ακραίες συνέπειες και ενοχή ακόμη και στη μη συμμετοχή, στην παθητική αποδοχή μιας κατάστασης. Θέλει και προσπαθεί να γίνει, σ’ ένα κρεσέντο δράσης, άγιος χωρίς θεό.
Ο τρίτος αντιπροσωπεύει τη σύγκρουση του αφηρημένου γενικού καλού με το βίωμα της προσωπικής αγάπης. Συγκρούεται η γενική προσπάθεια της απομόνωσης για την αντιμετώπιση της πανούκλας με την επιθυμία του να ζήσει την αγάπη με τη γυναίκα του εκτός (ο Καμύ έζησε αυτή την εξορία καθώς αποκλείστηκε στη Γαλλία, το 1942, και μπόρεσε να δει τη γυναίκα του και τη μητέρα του, στο Αλγέρι, μετά το τέλος του πολέμου).
Ενδιαφέροντες είναι και οι άλλοι ήρωες του Καμύ, ο πάτερ Πανελού που αντιπροσωπεύει τη χριστιανική πίστη, για το καλό και το κακό αλλά και τη δοκιμασία της. Ο Γκραν, μείγμα γραφειοκρατίας, σιωπηλής πλειοψηφίας και ελιτίστικης διανόησης. Ο Γκοττάρ, ο συνεργάτης του κακού της διπλανής πόρτας. Η κα Ριέ, μητέρα του γιατρού, γυναίκα της θυσιαστικής αγάπης. Όλοι αυτοί παρά τις διαφορετικές τους αφετηρίες ενώνονται στην απέλπιδα μάχη κατά της επιδημίας, στη δράση μέσα από τους υγειονομικούς σχηματισμούς. Πώς έζησαν αυτοί;
Ανάμεσα στους σωρούς των νεκρών, τα καμπανάκια των φορείων, τις προειδοποιήσεις αυτού που όλοι έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε πεπρωμένο, το πεισματάρικο ποδοβολητό του φόβου και την εξέγερση της καρδιάς τους, μια απειλητική βουή δεν είχε ποτέ πάψει να διατρέχει και να κρατάει σε συναγερμό εκείνα τα πανικόβλητα πλάσματα. Τους έλεγε πως πρέπει να ξαναβρούν την πραγματική τους πατρίδα. Όμως για όλους αυτούς η πραγματική τους πατρίδα βρισκόταν πέρα από τα τείχη της στραγγαλισμένης πόλης. Βρισκότανε μέσα στους ευωδιαστούς θάμνους των λόφων. Μέσα στη θάλασσα. Στις ελεύθερες χώρες και στην δύναμη της αγάπης.
Ο συγγραφέας, αν και πιστεύει πως «ο βάκιλος της πανούκλας δεν πεθαίνει μήτε χάνεται ποτέ», τελειώνει το βιβλίο λέγοντας ότι διηγήθηκε αυτή την ιστορία
για να πει ειλικρινά και απλά πως υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα να θαυμάσουμε παρά να καταφρονήσουμε. Ήξερε ωστόσο πως τούτο το χρονικό δεν μπορούσε νάναι το χρονικό της οριστικής νίκης. Δεν μπορούσε νάναι τιποτ’ άλλο εξόν από την μαρτυρία για τα όσα χρειάστηκε να πράξουν και σίγουρα για όσα όφειλαν, μ’ όλο τον προσωπικό τους σπαραγμό, να πράξουν ακόμα ενάντια στον τρόμο και το ακούραστο όπλο του, όσοι από τους ανθρώπους δεν μπορούν να γίνουν άγιοι, αλλά αρνούνται να παραδεχτούν τις θεομηνίες. Αυτοί πασχίζουν νάναι τουλάχιστον γιατροί.
Φυσικά αυτό το σημείωμα δεν φιλοδοξεί ν’ αποτελέσει κριτική του βιβλίου, εξάλλου έχουν γίνει πάρα πολλές και έγκριτες, όμως μπορεί να είναι μια παραίνεση: διαβάστε το ή ξαναδιαβάστε το, είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο.
[i]Συνήθως διαβάζω αναλύσεις, προλόγους, αναφορές κάποιου βιβλίου, αφού πρώτα διαβάσω το σώμα του βιβλίου. Έτσι και τώρα διάβασα στο New York Review of Books (Νοέμβριος 2001) την εισαγωγή του Toni Judt σε μια καινούργια, τότε, μετάφραση στα αγγλικά της Πανούκλας από τις εκδόσεις Penguin, στην οποία επίσης υπάρχει η άποψη ότι οι συγκεκριμένοι τρεις ήρωες είναι πλευρές του ίδιου του Καμύ. Δεν μπορώ να κρύψω ότι αυτό αποτέλεσε μια ναρκισσιστική μου ικανοποίηση.