Πάσχα, 27 Απριλίου 1941. Η μέρα που οι γερμανοί ναζί μπήκαν στην Αθήνα.
Σήμερα Μεγάλη Παρασκευή, ημέρα ενταφιασμού του Χριστού, ημέρα μνήμης των νεκρών, σκέφτομαι τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασα, τους γονείς μου, τους άλλους συγγενείς, τους φίλους: τον Νίκο, τον Γιώργο, τη Λίλη, τον Σάμη, τον Γιώργο, τον Αχιλλέα.
Σκέφτομαι τους εκατόν έξι νεκρούς της πανδημίας στη χώρα μας. Λυπάμαι γι’ αυτούς, όμως καταθλίβομαι που πέθαναν μόνοι τους, οι πιο πολλοί στην κρύα εντατική, μακριά από τους δικούς τους, δίχως το τελευταίο αποχαιρετιστήριο βλέμμα, το τελευταίο χάδι, το τελευταίο φιλί. Θάβονται χωρίς οι φίλοι και οι αγαπημένοι τους να μπορέσουν να τους αποχαιρετίσουν, να ρίξουν ένα λουλούδι στον τάφο τους.
Σκέφτομαι αυτούς που έχουν δικούς τους στα κοιμητήρια και δεν μπορούν να πάνε ένα λουλούδι στον τάφο τους.
Σκέφτομαι τις τρομερές εικόνες της ταφής των νεκρών στην Ιταλία και την Αμερική.
Ίσως γίνομαι μελοδραματικός‧ γνωρίζω ότι, ο θάνατος είναι η μοίρα όλων μας‧ ορίζει την τραγικότητα της ύπαρξής μας‧ αλλάζει το νόημα της ζωής μας και οδηγεί σε βαθιά συναισθήματα, στην αλληλεγγύη, τη συμμετοχή και τη συμπόνοια‧ προσφέρει κατανόηση, ανθρωπιά‧ χαρίζει στις στιγμές της ζωής μας ένταση και βάθος‧ προκαλεί την πνευματική και την καλλιτεχνική δημιουργία.
Δεν θέλω να πω τίποτε παραπάνω.
Θα τελειώσω με τους στίχους από ένα δημοτικό τραγούδι που υμνεί τη ζωή και ξορκίζει το θάνατο: [i]
Τούτες οι μέρες το ’χουνε, τούτες οι εβδομάδες,
για να χορεύουν τα παιδιά, να χαίροντ’ οι μανάδες.
Δώστε του χορού να πάει,
τούτ’ η γης θα μας εφάει.
Τούτ’ η γης που την πατούμε,
όλοι μέσα θε να μπούμε.
Χορέψετε, χορέψετε, τα νιάτα να χαρείτε,
γιατί σε τούτο τον ντουνιά δεν θα τα ξαναβρείτε.
Τούτ’ η γης με τα χορτάριa
τρώει νιες και παλικάρια.
Τούτ’ η γης με τα λουλούδια
τρώει νιους και κοπελούδια.
Χαρείτε νιοι, χαρείτε νιες, χαρείτε παλικάρια,
κι εγώ του Χάρου τού ’βαλα σίδερα στα ποδάρια.
Δώστε του χορού να πάει
τούτ’ η γης θα μας εφάει.
Τούτ’ η γης που την πατούμε
όλοι μέσα θε να μπούμε.
Χορέψετε, χορέψετε, παπούτσια μη λυπάστε,
μα κείνα ξεκουράζονται τη νύχτα που κοιμάστε.
Βάρ’ τε την με το ποδάρι,
τούτ’ η γης θα μας εφάει.
Χρόνια Πολλά σε όλους. Καλή Ανάσταση!
[i]Η πεθερά μου έλεγε ότι όταν παλιά το χόρευαν στην Ικαρία κατευθύνονταν και τέλειωναν το χορό μέσα στο νεκροταφείο, ενώ στους τελευταίους δύο στίχους χτυπούσαν με το πόδι τα χώματα.