O Γιάννης Μπεράτης με τη σύζυγό του, Άννυ. Η φωτογραφία, από το τηλεοπτικό Παρασκήνιο και την αφιερωμένη στον συγγραφέα εκπομπή που σκηνοθέτησε ο Ηλίας Γιαννακάκης. .
Γιάννης Μπεράτης, Το πλατύ ποτάμι. Μυθιστόρημα, Ερμής, Αθήνα 1979, 490 σελ.
Στην αρχή της κλεισούρας δεν υπήρχε όρεξη για διάβασμα. Το ίδιο μου έλεγαν και φίλοι στο τηλέφωνο, ακόμη και οι πιο διαβαστεροί. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, ή επειδή το μυαλό ήταν κατειλημμένο από τα πρωτόγνωρα που συμβαίνουν ή επειδή είναι μια παθητική διαδικασία που δεν ταιριάζει σ’ αυτήν την παθητική κατάσταση – ή πάλι επειδή δεν είχα συμφιλιωθεί μ’ αυτή την αλλαγή της καθημερινότητας. Ποιος ξέρει!
Τέλος πάντων, ύστερα από πολλές απόπειρες, πάντα με μεγάλα χορταστικά βιβλία –αν δεν διαβάσεις τώρα τα τούβλα, πότε θα τα διαβάσεις;– έμεινα σ’ ένα: στο Πλατύ ποτάμι[i] του Γιάννη Μπεράτη. Μου άρεσε ευθύς εξ αρχής και όσο το προχωρούσα τόσο με κέρδιζε περισσότερο –βλέπεις περιγράφει κι αυτό μια έκτακτη κατάσταση, μια ξεχωριστή καθημερινότητα– ανακαλύπτοντας τις κρυμμένες αρετές του.
Είναι μια βιογραφική μυθιστορία του ελληνοϊταλικού πολέμου. Ο συγγραφέας αφηγείται την προσωπική του εμπειρία. Υπηρετεί σε γραφεία στην Αθήνα· απ’ ό,τι κατάλαβα, ως ιταλομαθής ανέλυε στρατιωτικά ιταλικά κείμενα. Πεθαίνει η αγαπημένη του Νίτσα και ζητά να πάει σε ενεργό υπηρεσία στο μέτωπο.
Ύστερα από ένα μήνα, αφήνει πίσω τον δεκαεπτάχρονο γιο του και, στις 6 Φεβρουαρίου 1941, αναχωρεί για το μέτωπο. Το ταξίδι –στην αρχή με αυτοκίνητο, μετά με μουλάρια κι αργότερα με τα πόδια– γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Περνά από τη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα και χώνεται μέσα στα βουνά της Αλβανίας, πρώτα στο Μπαντλόνι (αλβανική παραφθορά του Παντελεήμονα) και στη συνέχεια σε μέρη φοβερά, ξερά και γυμνά, αγριοβούνια και χαράδρες: το Ροντέν το Μάλι-Σπανταρίτ, το Μπούμπεσι, θρυλικά υψώματα του πολέμου.
Το βιβλίο είναι οδοιπορικό στους τόπους, στις μάχες και, κυρίως, στην ανείπωτη προσπάθεια των ανθρώπων και πάνω απ’ όλα σ’ αυτούς τους ίδιους, ένα σύνολο που καταφέρνει να λειτουργήσει ενιαία παρά τις απίστευτες δυσκολίες και τις ελλείψεις. Δεν υπάρχουν ηρωικές περιγραφές, παρ’ όλο που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και μάλιστα εκεί όπου εκδηλώνεται η εαρινή επίθεση των Ιταλών. Ρητά δεν την αναφέρει καν, παρά μόνο επεισόδιά της στα οποία μετέχει, όμως ως κανονικά καθημερινά συμβάντα. Και ο ίδιος δεν έχει κάποια αίσθηση ηρωισμού σ’ αυτό που κάνει – φωνητικές εκπομπές προπαγάνδας προς τους απέναντι Ιταλούς από εκατόν πενήντα ως τριακόσια μέτρα από τις γραμμές τους. Επίσης, δεν κάνει κρίσεις για όλο αυτό το διαφορετικό πλήθος που συναντά., αξιωματικούς όλων των βαθμίδων (μάχιμους και των γραφείων), στρατιώτες, ημιονηγούς, αλβανούς πολίτες. Τους κοιτά διεισδυτικά με καθαρό μάτι, αλλά με κατανόηση και αγάπη. Παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους, δίχως ν’ αγανακτεί ακόμη κι αν τον αδικούνε. Ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι αποκαλύπτει τα λεπτομερή σκίτσα τους πάνω σε παλίμψηστες τοιχογραφίες σε ένα ταπεινό και μυστηριακό εκκλησάκι, καθώς η διήγηση προχωράει όλο και πιο βαθιά, παράλληλα με τον ήρωα, που αλλάζει συνεχώς πόστα περιδιαβάζοντας την πρώτη γραμμή για τις εκπομπές του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, το πρώτο που το ονομάζει Συμφωνία – και μια που σήμερα μιλάμε για καμπύλες, είναι η άνοδος, που καταλήγει στο κρεσέντο. Το τμήμα αυτό το έγραψε μέσα στην Κατοχή, από το 1941 ώς το 1943. Εκδόθηκε αυτόνομα με εισαγωγή του Κ.Θ. Δημαρά το 1946. Το 1965 το συμπληρώνει με την Κάθοδο – αμφισημία χωρική και πνευματική, όπου περιγράφει και πάλι εξαιρετικά αυτά που βλέπει, την κατάρρευση και τη συνθηκολόγηση των στρατηγών, τον Απρίλιο του 1941. Η έκδοση του βιβλίου συμπληρώνεται το 1979 με ημερολογιακές σημειώσεις που κρατούσε κατά τη συγγραφή του βιβλίου αυτού και του Οδοιπορικού[ii] (η περιπέτειά του ως αντάρτης στα βουνά μετά το 1943).
Ο Γιάννης Μπεράτης είναι τεχνίτης καλός, θα έλεγα επηρεασμένος από την ομηρική γραφή, και καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στο έπος και το δράμα. Χαρακτηριστικά στις ημερολογιακές σημειώσεις του, με παραινέσεις προς τον εαυτό του, προσπαθεί να κρατηθεί στο χαμηλό ύφος και τη γραμμή που χάραξε ευθύς εξ αρχής. Γράφει την Πρωτοχρονιά του 1943:
Αλλά Εσύ (ο συγγραφέας) ακριβώς, δεν πρέπει να εκφράσεις τις ιδέες σου, αλλά τη θέρμη, τον παλμό της ζωής.
Και τις καταχωνιάζεις τις κρύβεις, και τις προσέχεις μπας και φανούν πολύ και σου χαλάσουν (με την παγερότητά τους) όλη τη δουλειά. (Ενώ ακριβώς, θέλεις, παιδεύεσαι να τις πεις.)
Να εκεί είναι που σου λέω όλη η κούραση – όλη αυτή, η συνεχής μονομαχία με φαντάσματα. Που τα θέλεις, τα παραμερίζεις λίγο λίγο τόσο δα – για να βάλεις αναμεσό τους (χωρίς κι αυτά να το καταλάβουν) εκείνο που θέλεις και που δεν πρέπει να σκίσει τον «αέρα», τον «ουρανό» του θεάτρου σου.
Αν η Ζωή εν Τάφω του Στρατή Μυριβήλη είναι το εμβληματικό μυθιστόρημα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, σίγουρα το Πλατύ Ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη είναι εκείνο του Β΄ Παγκόσμιου, που παραδόξως δεν πήρε την θέση του πρώτου, ίσως λόγω της ανάστατης εποχής που εκδόθηκε, ίσως λόγω της επικάλυψής του από τα πάμπολλα λογοτεχνήματα της αντίστασης.
[i] Γιάννη Μπεράτη, Το πλατύ ποτάμι, Ερμής, Αθήνα 1979, 490 σελ.
[ii] Γιάννη Μπεράτη Οδοιπορικό του ’43, Ερμής, Αθήνα 2000, 184 σελ.