Πληροφορήθηκα τον θάνατο του Έκο στις 9 η ώρα το πρωί του Σαββάτου, και έμεινα αποσβολωμένος —ποτέ δεν δέχεσαι αδιαμαρτύρητα τον χαμό των επιφανών— για ώρα, με το ένα μάτι στην οθόνη και το άλλο κάπως θολό, ψάχνοντας ή πηγαίνοντας στην τύχη από σύνδεσμο σε σύνδεσμο για άρθρα και ρεπορτάζ, βλέποντας παλιά βίντεο στο YouTube και διαβάζοντας λόγια των γνωστών μου που εξέφραζαν τη θλίψη και την οδύνη τους κι όλα αυτά, αναθυμούμενος τις πρώτες επαφές μου μ’ αυτόν τότε επί Παρατηρητή, τα αισθήματα που μου προξένησε βέβαια το Όνομα του Ρόδου δέκα χρόνια μετά, οι φασαρίες και οι καβγάδες με φίλους για το «Εκκρεμές», τα ανέκδοτα της μόνιμης μεταφράστριάς του στα ελληνικά, της Καλλιφατίδη, που μου τα διηγιόταν με γέλια (απροπό, ο Έκο οδήγησε τη ζωή της σ’ αυτό που έγινε, τροφοδοτώντας έτσι τα ελληνικά Γράμματα με έναν παραγωγικό πλούτο πελώριας ολκής), σπαράγματα αναμνήσεων τέλος πάντων, ήπια και τον πρώτο καφέ της ημέρας χωρίς να το καταλάβω και με τα φρύδια σουφρωμένα, ωστόσο κάτι με τριβέλιζε επίμονα στους κροτάφους, που δεν είχε να κάνει με την απώλεια, είχε να κάνει με μένα. Άργησα κάπως να το καταλάβω, γιατί είδα κάμποσα βιντεάκια, αλλά το βρήκα προ ολίγου: ήταν που άργησα να μάθω την είδηση του θανάτου του. Δουλεύαμε επί ώρες και ώς πολύ αργά χθες, μετά πήγαμε κατάκοποι για ύπνο, η Κ. κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, εγώ προσπάθησα να διαβάσω λίγες σελίδες αλλά γρήγορα τα παράτησα, ξυπνήσαμε με τον Αρσέν να χοροπηδάει στο κεφάλι μας, ντύθηκα όπως-όπως και τον έβγαλα έξω, κάναμε την καθιερωμένη βόλτα αλλά ζήτησε επίμονα να πάμε και στην παραλία, πήγαμε, φτάσαμε σχεδόν μέχρι το λιμάνι, πέρασε πολλή ώρα στο μεταξύ αυτό, περάσαμε και από τα μαγαζιά που επισκεπτόμαστε κάθε πρωί για να πούμε καλημέρες, τον κέρασαν και μισό καρότο, γυρίσαμε, εκείνη την ώρα η Κ. με τη Φαντομά είχαν μόλις αρχίσει να σηκώνονται κι αυτές, κάναμε αυτόν τον καφέ, ταΐσαμε τα μικρά, κάτσαμε επιτέλους στο γραφείο να διαβάσουμε τα νέα και να προετοιμάσουμε τη μέρα και — είχαμε αργήσει: ο πρώτος γνωστός που πόσταρε την είδηση το είχε κάνει 7 ώρες πριν, ήδη η ανθρωπότητα είχε πληροφορηθεί τον θάνατο του Έκο 7 ώρες πριν από μένα, και οι κρόταφοί μου άρχισαν να βουίζουν και να με τριβελίζουν, και ζήλεψα, έσκασα: πού ήμουν εγώ σε όλο αυτό, πόσο πίσω είχα μείνει; Γιατί; Οι θάνατοι είναι ειδήσεις, καταναλώνουμε τις ειδήσεις του αιώνιου χαμού σαν τροφή, ζούμε μέσω αυτών, είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα αχανές δελτίο ειδήσεων, κι όταν πέφτει το ρεύμα και δεν το παρακολουθούμε νιώθουμε αποσυνάγωγοι, παρίες, κανείς δεν θέλει να μας αγγίξει, είμαστε φτωχοί και μόνοι, σχεδόν δεν έχουμε σημείο επαφής με τη ροή των ειδήσεων, τη ροή της ζωής. Παίρνουμε μέρος σε ένα δελτίο ειδήσεων που δεν θα το δουν παρά μόνο οι άνθρωποι του μέλλοντος, δεν απευθύνεται σε κανέναν σημερινό νόα, δεν υπάρχει κάτι πάνω από μας, δεν υπάρχει θεός, ο θεός είναι ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ακόμη και που κάποτε θα διαβάζει για την εποχή μας, νυσταγμένο.