Παλιά, κάπου το ’87, δούλευα για κοντά ένα χρόνο διορθωτής σε δύο εφημερίδες, άγρια δουλειά αλλά πώς αλλιώς. Τα θυμόμουν αυτές τις ημέρες με το Zonar’s. Απόγευμα προς βράδυ ήμουν στη Μεσημβρινή, και βράδυ ώς πολύ αργά στη Βραδυνή. Πήγαινα σπίτι μου τα χαράματα, πες. Η Μεσημβρινή, τέλος πάντων, στεγαζόταν στο 10 της Πανεπιστημίου, και ήταν μια πολύ μοντέρνα εφημερίδα, πεντακάθαρη, με ρεσεψιόν, φωτοσύνθεση, ωραία αίθουσα διορθωτών (και με πολύ καλούς διορθωτές), και με τον Πασαλάρη να μπαινοβγαίνει και να δίνει τον τόνο. Ήταν ωραία· ήμουν εντυπωσιασμένος. Στο ισόγειο του επιβλητικού κτιρίου, στο βάθος, ήταν βέβαια ο Απότσος. Και βέβαια ήταν μία από τις τελετουργίες μου να κάθομαι εκεί, με εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία, και να τσιμπάω γκαζοκεφτέδες πίνοντας ό,τι έπινα τότε. Ένιωθα όλη την Αθήνα να αναπνέει εκεί και να σέρνει τις καρέκλες για να καθίσει, κι αυτό για κάποιον από τη Χαριλάου είναι πολύ σημαντικό πράγμα. Λοιπόν, μετά το τέλος της βάρδιάς μου από τη Μεσημβρινή, κατέβαινα τις σκάλες, έβγαινα στην Πανεπιστημίου, περνούσα απέναντι και, μέσα από τα στενά, έφτανα στη Ζήνωνος για να προλάβω το τελευταίο λεωφορείο που ξεκινούσε από εκεί, κάπου κοντά στα μεσάνυχτα. Ήταν πολύ σκοτεινά, οι φάτσες είχαν αλλάξει, τα μάτια είχαν στενέψει, οι φούστες είχαν κοντύνει, τα τακούνια είχαν ψηλώσει, τα χέρια ήταν μέσα στις τσέπες και χούφτωναν, έτοιμα, τα κλειδιά, για ό,τι ήταν να γίνει. Κατέβαινα —και τότε μόνο ξέσφιγγα τα κλειδιά μου— κάπου στη Λένορμαν, και περνούσα πάλι απέναντι τον δρόμο για να μπω στο κτίριο της Βραδυνής, που δούλευε ακόμη με εκείνους τους εκτυπωτές τής ΙΒΜ, δεν είχε γραφεία αλλά διαχωριστικά, ήταν πενταβρόμικη και μύριζε (όμορφα) τυπογραφείο. Επικρατούσε παντού οχλαγωγία και ακούγονταν διαρκώς φωνές και γέλια, αν και οι δορθωτές ήταν εξίσου καλοί. Μην τα πολυλογώ, ήταν δύο κόσμοι πολύ μακρινοί, που τους χώριζαν λίγες στάσεις όλες κι όλες με το αστικό. Έκανα αυτό το ταξίδι με τη μηχανή του χρόνου κάθε μέρα, μπρος-πίσω, μπρος και ξανά πάλι πίσω. Με τα πολλά η Μεσημβρινή έκλεισε, ο Απότσος επίσης, και, μολονότι έκλεισε βέβαια και η Βραδυνή, νιώθω πως ζούμε στο δικό της περιβάλλον, νιώθω πως το δικό της σύστημα επικράτησε, ή μάλλον: το επιλέξαμε, μας ταίριαζα καλύτερα, με τις φωνές και την οχλαγωγία και τη βρομιά, και δίχως καν τη μυρωδιά του πιεστηρίου. Δεν μπορούμε, ούτε πρέπει, να πάμε πίσω. Δεν μπορούμε να επανασυστήσουμε κανένα παρελθόν. Πρέπει να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, και να φτιάξουμε το μέλλον που μας πρέπει. Να τελειώνουμε με τη Βραδυνή, και να τελειώνουμε και μ’ αυτή τη νύχτα. Και να κάτσουμε με τις εφημερίδες, τα περιοδικά και τα βιβλία μας, και να τσιμπάμε και να πίνουμε ό,τι θέλει ο καθείς, νιώθοντας όλη τη μοντέρνα Ελλάδα να αναπνέει εκεί, δίπλα μας, και να σέρνει τις καρέκλες της για να καθίσει. Αν μη τι άλλο, όσοι το θέλουμε. Και θα σφίγγουμε στο μεταξύ τα κλειδιά μας στα χέρια, για ό,τι είναι να γίνει.
Τρίτη, 15 Δεκεμβρίου 2015
Τρίτη, 15 Δεκεμβρίου 2015 01:43

Κυριάκος Αθανασιάδης
Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Τελευταία άρθρα από τον/την Κυριάκος Αθανασιάδης
Προσθήκη σχολίου
Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.