Ξέροντας πως δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας, δύο τινά θα κάνουμε πλέον, και όχι τρία: ένα, θα επιλέξει ο καθένας μας πραγματάκια που τον ευχαριστούν, βόλους, πέστε, επιτραπέζια, σουηδική γυμναστική, σκαλιστά με αγγελάκια απ’ αυτά που κολλούσαν παλιά στα τζάμια, τυπωμένες ιστοριούλες, σινεμαδάκια, οριγκάμι, οπερέτες, μελόδραμα, τίμια κρασιά, δεν έχει σημασία τι, και, δύο, θα κοιτά, πάλι ο καθένας μας, και πάντα κατά μόνας, τον επιθετικό τρόπο που επέλεξε η Ιστορία για να σταματήσει τη φωτιά: τροφοδοτώντας τη με ό,τι απέμεινε να καεί — αν μη τι άλλο, και ο πιο δειλός πυροσβέστης ξέρει καλά πως, άπαξ και δεν βρει κάτι να φάει η φωτιά, τα χάνει, γίνεται έξαλλη προς στιγμήν και ξεψυχά ρουφώντας τον εαυτό της: αυτοσυντρίβεται μέσα της, καταπίνεται στον ίδιο της τον καταπιώνα. Ναι, αυτή εδώ η κυβέρνηση και οι γερασμένοι κλόουν της θα κυνηγηθούν αγρίως (και για ακόμη μία φορά θα πρέπει να βοηθήσουμε με το αίμα μας να σωθούν από την οργή του αθλίου όχλου πολλοί από δαύτους), αλλά θα κυνηγηθεί από ορδές, μόλις το ’παμε, αθλίου όχλου. Και πεινασμένου. Πολύ και κυριολεκτικώς πεινασμένου, όχι τις μαλακίες που έλεγαν οι ζαβοί φασίστες, οι που έφεραν εδώ το καθεστώς. Κι έπειτα θα αναλάβει ένας —στενά εποπτευόμενος— συνασπισμός από τους υπόλοιπους (πλην ποινικών ναζιστών και ζόμπι κομουνιστών), στενά, ξαναλέω, εποπτευόμενος, με την ανάσα του επόπτη πάνω από το σβέρκο του, για να μοιράζει τη βοήθεια. Σας λέω τούτο, και τα ξέρω καλά αυτά: η χαρά που θα ’χουν όσοι θα τη λαμβάνουν, και κάθε φορά που θα τη λαμβάνουν, θα είναι πολλαπλάσια κάθε άλλης που θα ’χουν βιώσει. Είναι διαπιστωμένο αυτό από άπειρες παρόμοιες περιπτώσεις στη ζωή: βάλε χίλιους καλεσμένους σε γκαλά να σκάσουν στο φαΐ, και δώσε λίγο τραχανά σε έναν για είκοσι μερόνυχτα ναυαγό, για να καταλάβεις πώς μετριούνται αυτά. Ωστόσο, το κακό αργεί ακόμη. Οι επόμενοι πέντ’-έξι μήνες (ας είμαστε γαλαντόμοι), παρά τα κενά αέρος, θα έχουν πρώτα-πρώτα τις Γιορτές, πού το πας αυτό, θα ξεσκάσουμε, θα γράψουμε χαριτωμένα στάτους και θα σκαρφιστούμε φίνες resolutions, θα βγούμε χαμογελαστές φωτογραφίες, οι φίλοι μας και οι γνωστοί που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και την εθνικολαϊκιστική του ρητορική θα μιλάνε για ποί’ματα, σκάκι, αρραβώνες, για τον Μποντλέρ και τον «Γιο του Σαούλ», θα απαγγέλλουν από μνήμης, θα χαμογελούν, θα στάζουν σάλια, κι εμείς δεν θα έλουμε πια να τους κολλήσουμε τη μούρη στην άσφαλτο, οι νύχτες θα παγώνουν γλυκά, τα μελομακάρονα θα λιώνουν απαλά, ένα καλό κονιάκ θα ’ναι πάντα ένα καλό κονιάκ, κι όσο κι αν οι αριστεροί ναζούληδες θα εξακολουθήσουν να ξεπλένουν τον ISIS και τον Αδόλφο και να δείχνουν νέα θύματα με το χοντρό τους δάχτυλο, κι όσο κι αν οι καταδότες θα βγάζουν τις κουκούλες και πια θα καταδίδουν φόρα-παρτίδα εμφανίζοντας το βουτυρωμένο τους προσωπάκι, ό,τι και να γίνει —κι είναι να γίνουν πολλά—,ένα άστρο λαμπρό θα μας κουβαλήσει πάνω στις πλάτες του και θα μας προσγειώσει στο ’16. Ε, βλέποντας και κάνοντας μετά. Μπορεί να μας αντέξει και ο Γενάρης, άμποτε και ο Φλεβάρης: ποτέ δεν ξέρεις, αδερφούλη. Ψυχή. Βαθιά.
Τετάρτη, 9 Δεκεμβρίου 2015
Τετάρτη, 09 Δεκεμβρίου 2015 01:16

Κυριάκος Αθανασιάδης
Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Τελευταία άρθρα από τον/την Κυριάκος Αθανασιάδης
Προσθήκη σχολίου
Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.