Το κείμενό του που με είχε συγκλονίσει, όμως ήταν απομυθοποιητικό. Ήταν κείμενο της μεταπολίτευσης, πιθανότατα δημοσιευμένο στο Βήμα, ή ίσως στο Αντί, και έκρινε αναλυτικά μια συναυλία – πιο αναλυτικά δεν γινόταν. Ωστόσο, έλεγε ότι έφυγε πριν τελειώσει, επειδή ήθελε να προλάβει το τελευταίο τρόλεϊ, που περνούσε δώδεκα παρά κάτι. Ήταν μια απομυθοποίηση. Δεν ήταν η τέχνη υπεράνω όλων; Και δεν πληρωνόταν καλά αυτός ο αναλυτικός γραφιάς που γέμιζε κατεβατά έναρθρου λόγου, γεμάτου γνώση και συγκρότηση, ώστε να μπορεί μετά να πάρει ένα ταξί;
Αργότερα, όχι πολύ αργότερα, μου δόθηκε η απάντηση: το γράψιμο στον Τύπο, ιδίως η ειδική συγκροτημένη κριτική που παρ’ όλα αυτά υπήρχε σταθερά τότε στις εφημερίδες, δεν πληρωνόταν όσο άξιζε. Πολλοί από τους κριτικούς την είχαν σαν πάρεργο. Εν πάση περιπτώσει, ο Γιώργος Λεωτσάκος με βοήθησε με εκείνο το κριτικό του σημείωμα, που δεν θυμάμαι για ποια συναυλία, πού και πότε είχε γραφτεί, να καταλάβω λίγο πιο γρήγορα τον κόσμο.
Ο ίδιος, βέβαια, επέμεινε όπως στην αρχή. Υπηρετούσε το πάθος του συστηματικά και απόλυτα, με έμφαση στην ανεξαρτησία του – που δεν ήταν αυταξία, πάντα έχει σημασία και τι γράφεις και πώς το γράφεις.
Ποιος ήταν
Για την περιγραφή της ζωής και του έργου του μουσικολόγου και μουσικοκριτικού Γιώργου Λεωτσάκου, που πέθανε σε ηλικία 89 χρόνων στις 13 Αυγούστου 2024, θα καταφύγω στο αναλυτικό βιογραφικό που έδωσε στη δημοσιότητα το διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ:
Ο Γιώργος Λεωτσάκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Γιος του αστυνομικού και δικαστικού συντάκτη Σπύρου Λεωτσάκου, ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία σε νεαρή ηλικία, ενώ παράλληλα σπούδαζε θεωρία της μουσικής, αποκτώντας, μετέπειτα, δίπλωμα Ανωτάτων Θεωρητικών από το Ελληνικό Ωδείο.
Πρώτος σταθμός στη δημοσιογραφική του πορεία υπήρξε, το 1953, η εφημερίδα Καθημερινή, στην οποία αρχικά απασχολήθηκε ως πολιτιστικός συντάκτης και μεταφραστής, καθώς ήταν πολύγλωσσος και μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά και στη συνέχεια ως μουσικοκριτικός. Το 1962 ξεκίνησε η συνεργασία του με την εφημερίδα Μεσημβρινή, ενώ το έτος 1965 σηματοδότησε την αρχή της δεκαετούς του πορείας στην εφημερίδα Τα Νέα. Το 1975 μεταπήδησε στο Βήμα έως το 1979 και ακολούθησαν η Πρωινή, η Ελεύθερη Γνώμη, η Πρώτη και η Επικαιρότητα.
Η απόλυτη κατάρτισή του στον τομέα της μουσικής τον καθιέρωσε ως έναν από τους κορυφαίους μουσικοκριτικούς, ιστορικούς και ερευνητές της ιστορίας της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής. Κατά τη διάρκεια της μακράς του σταδιοδρομίας, εργάστηκε στο Τρίτο και στο Πρώτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, διετέλεσε ειδικός καλλιτεχνικός σύμβουλος του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, αρθρογράφησε στον περιοδικό Τύπο και υπήρξε ένας εκ των συντελεστών εγχώριων και ξένων εγκυκλοπαιδειών και λεξικών, στον τομέα της μουσικής λημματογραφίας.
Ενδιαφέρον έχουν και τα βιβλία που έγραψε και εξέδωσε. Κυριότερα απ’ αυτά: Αλβανική Μουσική (1985), Λύχνος υπό τον μόδιον. Έργα Ελλήνων συνθετών για πιάνο 1847-1908 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999), Παύλος Καρρέρ. Απομνημονεύματα και Εργογραφία (Μουσείο Μπενάκη, 2003), Σπύρος Σαμάρας (1861-1917) (Μουσείο Μπενάκη, 2013).
Αποκαρδίωση
Το 2022 κυκλοφόρησε και ένα προσωπικό βιβλίο του, μια αυτοβιογραφία του, με τίτλο Ισοβίτης στο ελληνικό κάτεργο (Καστανιώτη). Είναι ένα βιβλίο που δεν προσέχτηκε ιδιαίτερα, αν και αποτελεί την πιο απομυθοποιητική ματιά στη νεότερη ιστορία της χώρας, ιδίως στα πράγματα του Τύπου και στα πράγματα της μουσικής, τα δύο κατεξοχήν ενδιαφέροντα του Γιώργου Λεωτσάκου. Ενδεικτική του ύφους και του τρόπου πραγμάτευσης της ζωής του, που συνυφάνθηκε με τον δημόσιο βίο, είναι η μικρή εισαγωγική παράγραφος που παραθέτω:
Το πώς και γιατί, τελικά ακολούθησε η ζωή μου μονοπάτια αγριότατα θα διαβάσετε στο ανά χείρας, του οποίου κατ’ εξοχήν ιδιαιτερότητα, που, απ' όσο θυμούμαι, δεν συνάντησα ποτέ σε όσες αυτοβιογραφίες ή απομνημονεύματα διάβασα, είναι το πώς η κακοτυχία και η επαγγελματική μου διαδρομή (ποτέ σταδιοδρομία) αλληλοσφυρηλατήθηκαν τόσο τέλεια ώστε να προκύψει ό,τι προέκυψε: εγώ. Και, θυμίζοντας τον William Blake, σούρθηκα στον «επικίνδυνο κόσμο», πες σφάγιο, ψυχικό και σωματικό, αλλά με τη μουσική και τη λαχτάρα φυγής αιμάσσουσες και αείζωες μέσα μου. Όμως, όλως συμπτωματικά, όσα με πλήγωσαν καθ’ οδόν δεν αφορούσαν μόνον εμένα αλλά και, κυρίως, τα κρανία όσων Ελλήνων εμπεριέχουν ακόμη φαιάν ουσία. Έτσι, γι’ αυτούς, αλλά και ελπίζοντας να ξαλαφρώσω την ψυχή μου, καθηλώθηκα το 2010, μπροστά στον υπολογιστή μου επί 8 χρόνια.
Το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Γιώργου Λεωτσάκου έχει μεγάλη αξία και έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί, έστω και με καθυστέρηση, έστω και με την αφορμή του θανάτου του – άλλωστε γράφτηκε εν αναμονή του μοιραίου για κάθε άνθρωπο, ως κατακλείδα μιας ζωής που ναι μεν του χάρισε τη βαθιά σχέση με τη μουσική αλλά και τον πλήγωσε, και προσωπικά αλλά κυρίως ως πνευματικό πρόσωπο, που έλπιζε να βρει κατανόηση και ενθάρρυνση αλλά αντιμετώπισε μόνο απαξία και συχνά επαγγελματικά προβλήματα που τον έφεραν στα όριά του – της αξιοπρέπειας, κάποια στιγμή και της επιβίωσής του.
Εκτός των άλλων, περιγράφει με λεπτομέρειες τη συγκρουσιακή του σχέση (όπως εξελίχθηκε) με τον Χρήστο Λαμπράκη (ως επικεφαλής του δημοσιογραφικού συγκροτήματος με το οικογενειακό όνομα) αλλά και με τον Μάνο Χατζιδάκι (με πολλές από τις επιλογές του στο Τρίτο Πρόγραμμα ο Λεωτσάκος είχε συγκρουστεί).
Ο απομυθοποιητικός τρόπος του να βλέπει τα πράγματα και το προσωπικό του φίλτρο είναι βέβαιο ότι εισφέρουν στοιχεία για την περίοδο που περιγράφει, για πρόσωπα και δομές που καθόρισαν την Ελλάδα, αλλά και για τις αξίες της χώρας, την αισθητική που κυριάρχησε και, ασφαλώς, την ελλειμματική παιδεία, που κυρίευσε το προσκήνιο.
Ο Γιώργος Λεωτσάκος δεν δημιούργησε συρμούς. Έζησε όμως παράλληλα με τους συρμούς που δημιουργήθηκαν – κι η μαρτυρία του γι’ αυτούς είναι σημαντική. Μια μαρτυρία αποκαρδίωσης, απαραίτητη ωστόσο για την αυτογνωσία μας. Για την αυτογνωσία μιας χώρας που, παρότι είναι ανεπτυγμένη, αδιαφόρησε και συνεχίζει να αδιαφορεί για την πνευματικότητα, τη γνώση, τις αξίες που θα την έκαναν πολιτισμένη, θα την έπαιρναν από τον βαθύ επαρχιωτισμό στον οποίο πορεύτηκε και συνεχίζει να πορεύεται.