Κέρδισε τη διεθνή φήμη πολύ νωρίς, όταν δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών, το 1963. Η πορεία του ήταν επιτυχημένη, αφού μεταφράστηκε σε περισσότερες από 45 γλώσσες και έχει κερδίσει τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία (Man Booker, Prince of Asturias, Jerusalem Prize).
Ο Ισμαήλ Κανταρέ είχε γεννηθεί στις 28 Ιανουαρίου 1936 στο Αργυρόκαστρο, μια πόλη που ήταν γνωστή τα βυζαντινά χρόνια ως Αργυρόπολη, η «ασημένια πόλη». Η γενέθλια πόλη παίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του και, ιδίως, στο Χρονικό της πέτρινης πόλης. Στη ζωή του όπως και στις ιστορίες του, ο Κανταρέ επέστρεφε πάντα στο Αργυρόκαστρο, «την πιο γερμένη πόλη της Ευρώπης», τη μόνη όπου μπορούσες να «κρεμάσεις το καπέλο σου στην άκρη ενός μιναρέ».
Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Τιράνων και στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Γκόρκι στη Μόσχα. Είχε γράψει ποιήματα, δοκίμια, αλλά κυρίως μυθιστορήματα.
Τα κυριότερα μυθιστορήματά του είναι: Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών, Το γεφύρι με τις τρεις καμάρες, Το λυκόφως των θεών της στέπας, Το χρονικό της πέτρινης πόλης, Τα ταμπούρλα της βροχής, Το κονσέρτο, Το τέρας, Η πυραμίδα, Ποιος έφερε την Ντορουντίν, Spiritus, Φεγγαρόφωτο, Ο αετός, Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και άλλες ιστορίες, Φάκελος Ο, Τρία τραγούδια πένθιμα για το Κοσυφοπέδιο. Επίσης τα δοκίμια: Αισχύλος ο μεγάλος αδικημένος, Πρόσκληση στο εργαστήρι του συγγραφέα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η σχέση του με την κομμουνιστική δικτατορία, το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα. Μολονότι δεν έχει εξυμνήσει το καθεστώς, απολάμβανε μια ιδιότυπη ασυλία την οποία η γυναίκα του Χότζα απέδιδε στην αγάπη του κομμουνιστή δικτάτορα για τη λογοτεχνία. Πάντως, το 1975, όταν δημοσίευσε το ποίημα «Κόκκινος Πασάς», έπεσε σε δυσμένεια, γι’ αυτό εξορίστηκε σε ένα απομακρυσμένο χωριό για περίπου ένα χρόνο. Το 1981 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το παλάτι των ονείρων, το οποίο θεωρήθηκε ότι είναι αλληγορία κατά του καθεστώτος Χότζα και απαγορεύτηκε.
Τον Οκτώβριο του 1990, λίγους μήνες πριν καταρρεύσει το καθεστώς, Ο Ισμαήλ Κανταρέ διέφυγε στη Γαλλία, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο, κίνηση που θεωρήθηκε από πολλούς ως μία κίνηση εντυπωσιασμού, αλλά ο ίδιος σε όλες του τις δημόσιες εμφανίσεις επαναλάμβανε ότι δεν υπήρξε ποτέ οπαδός του κομμουνιστικού καθεστώτος. Και οι υποστηρικτές του πάντα ανέσυραν μια παλιά δήλωσή του, στην οποία τόνιζε τη λογοτεχνική ανεξαρτησία του: «το έργο μου υπακούει μόνο στους νόμους της λογοτεχνίας, δεν υπακούει σε κανέναν άλλο νόμο».