Κάποτε, ο θρυλικός άγγλος προπονητής Μπράιαν Κλαφ είπε για τον Φραντς Μπεκενμπάουερ: «Μια μέρα είδα τον Φραντς να μπαίνει σ’ ένα εστιατόριο. Είχε το ίδιο κύρος και την ίδια κλάση, όπως όταν έμπαινε στο γήπεδο». Επικεντρώνοντας την προσοχή μου σε δύο λέξεις της παραπάνω φράσης, «κύρος» και «κλάση», απ’ όλα τα σπουδαία παιχνίδια που έπαιξε ο «Αυτοκράτορας» (Kaiser) του γερμανικού ποδοσφαίρου –όπως ορθώς απεκλήθη ο Μπεκενμπάουερ– εκείνο που πρώτο ήρθε στο νου μου ήταν ο ημιτελικός εναντίον της Ιταλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, στο Μεξικό. Για πολλούς, αυτό το ματς υπήρξε ο συγκλονιστικότερος ημιτελικός στην ιστορία των Παγκόσμιων Κυπέλλων, «ο αγώνας του αιώνα». Έληξε με νίκη των Ιταλών, 4-3, στην παράταση. Στην εξέλιξή του υπήρξε πιο δραματικός και από τον ημιτελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1982, στην Ισπανία, ανάμεσα στη Δυτική Γερμανία και τη Γαλλία, ο οποίος έληξε με την πρόκριση των Γερμανών εις βάρος των Γάλλων με 5-4 στα πέναλτι, έπειτα από ένα ισόπαλο 3-3 (στον κανονικό αγώνα 1-1 και στην παράταση 3-3). Ένα κοινό χαρακτηριστικό των δύο παιχνιδιών ήταν η ένταση και η σκληρότητα στα μαρκαρίσματα των αντίπαλων παικτών. Στον αγώνα του 1982, ο γερμανός τερματοφύλακας Χάραλντ Σουμάχερ έπρεπε να είχε αποβληθεί για το «δολοφονικό» του χτύπημα εις βάρος του Πατρίκ Μπατιστόν στην κανονική διάρκεια του αγώνα (δυστυχώς, ο ολλανδός διαιτητής Τσαρλς Κόρβερ δεν του έδειξε ούτε κίτρινη κάρτα).
Πίσω στο 1970, στο 67ο λεπτό του παιχνιδιού μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας, με την Ιταλία να προηγείται 1-0, η Γερμανία είναι στην επίθεση και ο Μπεκενμπαόυερ αποφασίζει να κάνει μια από τις γνωστές επελάσεις του και να διεισδύσει μόνος του στη μικρή περιοχή της αντίπαλης ομάδας. Ο Ταρτσίζιο Μπούρνιτς τον ανατρέπει και, ενώ οι συμπαίκτες του διαμαρτύρονταν και ζητούσαν πέναλτι αντί για φάουλ, ο Μπεκενμπάουερ ήταν πεσμένος στο χόρτο και σφάδαζε από τον πόνο. Είχε υποστεί εξάρθρωση ώμου και κανονικά θα έπρεπε να αποχωρήσει από τον αγώνα, να αντικατασταθεί. Ο «Κάιζερ» όμως δεν το δέχθηκε, ζήτησε να του δέσουν το χέρι (ψηλά από τον ώμο) και συνέχισε να αγωνίζεται έτσι μέχρι το τέλος του αγώνα, δηλαδή μέχρι το 120′, αφού ο ημιτελικός πήγε στην παράταση. Μόνον αυτός, που έπαιζε πάντοτε με το κεφάλι ψηλά (στην κυριολεξία και όχι μόνο μεταφορικά), μπορούσε να εξασφαλίσει, με το ηγετικό του σθένος, όχι μόνο τα νώτα της γερμανικής ομάδας αλλά και την επιθετική οργάνωση του παιχνιδιού της.
Ας σημειωθεί ότι ο Μπεκενμπάουερ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 έπαιζε στο κέντρο της άμυνας (είχε ξεκινήσει ως αμυντικός στο προηγούμενο τουρνουά, του 1966 στην Αγγλία), ενώ στο επόμενο και τελευταίο του Παγκόσμιο Κύπελλο, του 1974 στη Γερμανία –το οποίο η ομάδα του κατέκτησε, νικώντας με 2-1 την Ολλανδία του Γιόχαν Κρόιφ στον τελικό– ο Μπεκενμπάουερ «εγκαινίασε» τη θέση του λίμπερο (libero) στο ποδόσφαιρο, του «παίκτη-σκούπα», του «σαρωτή» ανάμεσα στα δυο σέντερ μπακ. Η λέξη σημαίνει τον «ελεύθερο παίκτη της άμυνας» και εισήχθη στην ποδοσφαιρική ορολογία από τον ιταλό δημοσιογράφο Τζάνι Μπρέρα. Ο Μπεκενμπάουερ υπήρξε ο καλύτερος λίμπερο της εποχής του –με τον Ολλανδό Ρούντι Κρολ να είναι ο δεύτερος καλύτερος τότε–, ενώ σίγουρα υπήρξε κι ένας από τους σπουδαιότερους παίκτες σε αυτή τη θέση στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Από τους μεταγενέστερους ευρωπαίους λίμπερο ίσως μόνον ο Γκαετάνο Σιρέα της Γιουβέντους και ο Φράνκο Μπαρέζι της Μίλαν να μπορούν να συγκριθούν μαζί του, χωρίς όμως ούτε αυτοί να έχουν πλησιάσει τη δική του αίγλη.
Το γκολ του Μπεκενμπάουερ
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, στο βιβλίο του, Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, έχει συμπεριλάβει το κεφαλαιάκι «Το γκολ του Μπεκενμπάουερ». Σ’ αυτό περιγράφει πολύ όμορφα το ένα από τα δύο γκολ που πέτυχε ο γερμανός αμυντικός στο 5-0 της Δυτικής Γερμανίας εις βάρος της Ελβετίας, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Και καταλήγει με την εξής κρίση:
Αντίθετα προς την κυρίαρχη άποψη του ποδοσφαίρου, που στηρίζεται αποκλειστικά στη δύναμη, με το στυλ πάντσερ, εκείνος απέδειξε ότι η χάρη διαθέτει μεγαλύτερη ισχύ απ’ ό,τι ένα τανκς, κι ότι η λεπτότητα είναι περισσότερο διαπεραστική και από μια οβίδα. Εκείνος, ο αυτοκράτορας του κέντρου του γηπέδου, ο επονομαζόμενος Κάιζερ, που είχε γεννηθεί σε μια εργατική συνοικία του Μονάχου, οργάνωνε τόσο την άμυνα όσο και την επίθεση με αβρότητα. Στην άμυνα δεν περνούσε ούτε μύγα, ούτε κουνούπι, και στην επίθεση ήταν αστραπή που διέσχιζε το γήπεδο.[1]
Δεν είναι σκόπιμο να υπομνησθούν στο παρόν κείμενο τα υπόλοιπα σπουδαία ποδοσφαιρικά επιτεύγματα του Φραντς Μπεκενμπάουερ,[2] πλην ίσως του γεγονότος ότι με εκείνον και τους Μάριο Ζαγκάλο και Ντιντιέ Ντεσάν συγκροτείται η τριάδα των ανθρώπων που κέρδισαν Παγκόσμιο Κύπελλο τόσο ως παίκτες όσο και ως προπονητές (αφού ο Κάιζερ κέρδισε, ως ομοσπονδιακός προπονητής της Γερμανίας, το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, στην Ιταλία, όπου η ομάδα του νίκησε την Αργεντινή με 1-0). Θα περιοριστώ, λοιπόν, στην αναφορά δύο μικρών ιστοριών που αφορούν τον Μπεκενμπάουερ και ελάχιστοι ίσως τις θυμούνται.
Με την πρώτη θέλω να δείξω ότι ο «μέγας Φραντς», όπως και κάθε άλλος κορυφαίος αμυντικός, ταλαιπωρήθηκε, σε ορισμένα ματς, από επιθετικούς πολύ μεγάλης τεχνικής κατάρτισης. Για παράδειγμα, στο 4-1 της βελγικής Άντερλεχτ επί της Μπάγερν Μονάχου για το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ, στις 30 Αυγούστου 1976, ο υπέροχος αριστεροπόδαρος Ολλανδός Ρόμπι Ρένζενμπρινκ είναι μια ομάδα μόνος του. Τριμπλάρει κατά βούληση όσους θέλει και όποτε θέλει, διαλύει τη γερμανική άμυνα που είχε στυλοβάτες τον σκληροτράχηλο Σβάρτσενμπεκ και τον Μπεκενμπάουερ, πετυχαίνει δύο τέρματα και δημιουργεί τα άλλα δύο, το ένα για τον εξαιρετικό βέλγο επιθετικό, Φράνκι Βαν ντερ Ελστ, και το άλλο για τον συμπατριώτη του ολλανδό μέσο, Άρι Χάαν, παίκτη με σπουδαίες ικανότητες τόσο στον ανασταλτικό όσο και στον δημιουργικό τομέα, ο οποίος το 1975 είχε αφήσει τον Άγιαξ (με τον οποίον είχε κατακτήσει τα πάντα) για να μετακομίσει στην Άντερλεχτ.
Με τη δεύτερη ιστορία θέλω να θυμίσω ότι την προσοχή του Μπεκενμπάουερ είχε κάποτε κερδίσει ο σπουδαίος Γιώργος Δεληκάρης. Αφορμή υπήρξε η απόδοση του τελευταίου στα δύο παιχνίδια της Εθνικής Ελλάδας εναντίον της Εθνικής Δυτικής Γερμανίας για τα προκριματικά του Κυπέλου Εθνών της Ευρώπης του 1976. Στο πρώτο παιχνίδι, στο Στάδιο Καραϊσκάκη, στις 20 Νοεμβρίου 1974, που έληξε 2-2, ο Δεληκάρης πέτυχε με ένα απίστευτο βολ-πλανέ το πρώτο τέρμα της ομάδας μας. Όμως, ο Δεληκάρης πέτυχε το μοναδικό τέρμα της Εθνικής μας ομάδας και στον, επίσης ισόπαλο (1-1), επαναληπτικό αγώνα μεταξύ των δύο εθνικών ομάδων, στις 11 Οκτωβρίου 1975, στο Ντύσσελντορφ. Οκτώ μόλις λεπτά πριν από τη λήξη του αγώνα, ύστερα από ωραία μπαλιά του Κρητικόπουλου στην πλάτη της γερμανικής άμυνας, ο βιρτουόζος αυτός έλληνας παίκτης κινήθηκε στον κενό χώρο, ντρίμπλαρε και τον Μάγερ και ισοφάρισε το γκολ των Δυτικογερμανών που είχε προηγουμένως πετύχει ο Χάινκες (69′), ύστερα από εξαιρετική πάσα του Μπράιτνερ. Η απόδοση του Γιώργου Δεληκάρη σε αυτά τα δύο παιχνίδια οδήγησε τον Μπεκενμπάουερ να πει γι’ αυτόν, «Πρέπει να φέρουμε αυτόν τον μικρό στη Μπάγερν Μονάχου», πράγμα, βεβαίως, που ποτέ δεν έγινε.
Κλείνοντας, αξίζει να τονιστεί το ήθος του Μπεκενμπάουερ. Τη δεκαετία του 1970, οι δύο κορυφαίοι ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές ήταν εκείνος και ο Ολλανδός Γιόχαν Κρόιφ. Ο Κρόιφ κέρδισε τη «Χρυσή Μπάλα» (Ballon d'Or) τις χρονιές 1971, 1973 και 1974, ενώ ο Μπεκενμπάουερ τις χρονιές 1972 και 1976. Ο «Κάιζερ» αναγνωρίζοντας την υπεροχή του Ολλανδού έχει δηλώσει ότι ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών υπήρξε ο Πελέ, ενώ ο κορυφαίος Ευρωπαίος ο Κρόιφ.
[1] Eduardo Galeano, Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2016, σελ. 155.
[2] Έχουν άλλωστε παρουσιαστεί εκτενώς στον Τύπο και στα κοινωνικά δίκτυα σε σχετικά αφιερώματα μετά τον θάνατό του.