Για τον Βλακοχορτοφάγο, ο Αλέξης Πανσέληνος μίλησε στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Books’ Journal, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 150 (Φεβρουάριος 2024). «Μου πήρε τρία χρόνια δουλειά», είπε. «Ευτυχώς, είχα τη συμπαράσταση του συγγραφέα, ενός πολύ απλού και εγκάρδιου ανθρώπου, που εκείνη την εποχή ήταν και κορυφαίος εκπρόσωπος του μεταμοντερνισμού – πράγμα το οποίο ο ίδιος αρνιόταν. Είχαμε συνεχή αλληλογραφία. Και όταν του έστειλα το βιβλίο τυπωμένο από τις εκδόσεις Πόλις του φίλου Νίκου Γκιώνη, μου είπε: “δεν μπορώ να διαβάσω ελληνικά, αλλά νομίζω ότι δεν έχει γίνει πιο ωραία έκδοση από τις 29 γλώσσες στις οποίες έχει μεταφραστεί το βιβλίο αυτό”. Πράγματι,
ήταν όντως σπουδαία έκδοση – και τυπογραφικά, θέλω να πω».
Η μαρτυρία του Πανσέληνου, ότι ο ίδιος δεν ήθελε να τον αποκαλούν μεταμοντέρνο, έχει τη σημασία της. Όχι μόνο επειδή συχνά καλλιτέχνες αρνούνται τις κατατάξεις. Αλλά επειδή συχνά οι κατατάξεις γίνονται με έμφαση στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός έργου ή από την προσπάθεια συσχέτισης του έργου με την εποχή. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ανήκε στο μεγάλο σώμα της λογοτεχνίας, δρων συγγραφέας που πάσχιζε να εκφράσει και την εποχή του, και το εξηγούσε πιο παραστατικά, λέγοντας ότι ο αγώνας του με το γραπτό τον παραπέμπει στο ρόλο της Σεχραζάτ στις Χίλιες και Μία Νύχτες: προσπαθούσε απεγνωσμένα να επιβιώσει γράφοντας.
Επ’ αυτού, πάντως, συζήτησε διεξοδικά τις απόψεις του για τη λογοτεχνία μέσω ενός δοκιμίου που κυκλοφόρησε το 1967 και θα μπορούσε να είναι το μανιφέστο του. The Literature of Exhaustion (Η Λογοτεχνία της Εξάντλησης), όπως ήταν ο τίτλος, τυποστήριζε ότι το παραδοσιακό μυθιστόρημα υπέφερε από μια «χρήση ορισμένων μορφών». Το δοκίμιο περιέγραψε τον συγγραφέα της εποχής του ως κάποιον που «αντιμετωπίζει ένα πνευματικό αδιέξοδο και το χρησιμοποιεί εναντίον του για να επιτύχει νέο ανθρώπινο έργο».
Το ριζοσπαστισμό εκείνου του δοκιμίου, ο ίδιος επιχείρησε να τον μετριάσει έπειτα από 13 χρόνια, σε ένα άλλο δοκίμιο με τίτλο The Literature of Replenishment (Η Λογοτεχνία της Αναπλήρωσης), ότι δεν εννοούσε πως το μυθιστόρημα ήταν νεκρό – απλώς χρειαζόταν μια νέα προσέγγιση. Έγραφε σχετικά:
Θέλω να υπενθυμίσω στους λάθος αναγνώστες του προηγούμενου δοκιμίου μου ότι η γραπτή λογοτεχνία είναι στην πραγματικότητα περίπου 4.500 ετών (αφαιρέστε ή προσθέστε μερικούς αιώνες, ανάλογα με το πώς ορίζει ο καθένας τη λογοτεχνία), κι ότι δεν έχουμε τρόπο να γνωρίζουμε αν τα 4.500 χρόνια συνιστούν γήρας, ωριμότητα, νεότητα ή την απλή βρεφική ηλικία.
Η διαδρομή του
Ο Τζον Μπαρθ γεννήθηκε το 1930 στο Κέιμπριτζ του Μέριλαντ. Επιδίωξε να γίνει μουσικός της τζαζ, μάλιστα σπούδασε στη μουσική σχολή Juilliard στη Νέα Υόρκη, αλλά όταν διαπίστωσε ότι δεν είχε μεγάλο ταλέντο στη μουσική στράφηκε στη δημιουργική γραφή – μια τέχνη την οποία υπηρέτησε με αφοσίωση και, αργότερα, τη δίδαξε ο ίδιος στο Penn State University, στο SUNY Buffalo, στο Boston University και στο Johns Hopkins.
Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Η Πλωτή Όπερα (στα ελληνικά, σε μετάφραση Χίλντας Παπαδημητρίου: Πόλις, 2000), ήταν υποψήφιο για Εθνικό Βραβείο Βιβλίου. Το πρώτο του μπεστ σέλερ έγινε το 1966 με τον Giles Goat-Boy, το οποίο μετέτρεψε μια πανεπιστημιούπολη σε μικρόκοσμο ενός κόσμου στο κέντρο του Ψυχρού Πολέμου και έκανε κεντρικό ήρωα ένα χαρακτήρα που είναι εν μέρει κατσίκα.
Το πρωτοποριακό του έργο ήταν το The Sot-Weed Factor (Ο βλακοχορτοφάγος) της δεκαετίας του 1960, μια παρωδία ιστορικής μυθοπλασίας με πολλές ανατροπές πλοκής και ακραίες ιστορίες. Η μεγάλης έκτασης, πικαρέσκα ιστορία χρησιμοποιεί λογοτεχνικές συμβάσεις του 18ου αιώνα για να εξιστορήσει τις περιπέτειες του Εμπενέζερ Κουκ, ο οποίος κατέχει μια φάρμα καπνού στο Μέριλαντ.
Πολλά ακόμα βιβλία του Μπαρθ διεκτραγωδούνται στο γενέθλιο Μέριλαντ.
Στην Ελλάδα, εκτός από την Πλωτή Όπερα και τον Βλακοχορτοφάγο, κυκλοφορούν ακόμα τα έργα του: Το Τέλος του Δρόμου (Πόλις, 2001), Χίμαιρα (Πόλις, 2002), Το Τελευταίο Ταξίδι του Σεβάχ του Θαλασσινού (Κέδρος, 2006).
Μακάρι οι Έλληνες εκδότες να ανατυπώσουν κάποια έργα του, που εδώ γνώρισαν τη μοίρα των περισσότερων παράξενων, πειραματικών έργων του 20ού αιώνα (διάβαζε: διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν ελάχιστα), αλλά να μας γνωρίσουν κι άλλα.