Στο ελληνικό κοινό, ο Ζακ Ζυλλιάρ είναι γνωστός από δύο βιβλία του, τις Αριστερές της Γαλλίας και τη Σιμόν Βέιλ, που κυκλοφόρησαν το 2015 και το 2016 αντίστοιχα από τις εκδόσεις Πόλεις. Ελάχιστο δείγμα μιας παραγωγής που απλώνεται σε δεκαετίες, ξεπερνώντας τους τριάντα τίτλους, και ξεδιπλώνεται παράλληλα με την πανεπιστημιακή διδασκαλία στην École des Ηautes Études en Sciences Sociales, την Ανώτατη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού. Αλλά για το ευρύ κοινό της πατρίδας του, ο Ζυλλιάρ είναι κυρίως ο αρθρογράφος με τα χιλιάδες άρθρα σε επιθεωρήσεις και εφημερίδες, που τα περισσότερα περιστρέφονται γύρω από την ίδια θεματική: την Αριστερά.
O αταξινόμητος διανοούμενος
Ο Ζακ Ζυλλιάρ γεννιέται το 1933 στο Μπρενό, μια μικρή κοινότητα του νομού Ain, κοντά στη Λυών, σε μια μικροαστική οικογένεια. Ο οινέμπορος και στη συνέχεια δήμαρχος πατέρας του είναι αγνωστικιστής, αντικληρικαλιστής και ένθερμος ρεπουμπλικανός, ενώ η μητέρα του πιστή καθολική. Έφηβο, τον συναρπάζει η προσωπικότητα του Πιερ Μαντές Φρανς (Pierre Mendès France), χωρίς να κρύβει και τον ενθουσιασμό του για τον στρατηγό Ντε Γκωλ. Τα πρώτα πολιτικά ερεθίσματα προέρχονται, επομένως, από την ίδια την οικογένεια. Στην επιρροή, άλλωστε, του πατέρα του, που του επαναλαμβάνει από πολύ νωρίς, όταν το τραύμα του πολέμου είναι ακόμη ανοιχτό, ότι «πρέπει να συμφιλιωθούμε με τη Γερμανία», ανάγει και τις καταβολές του δικού του ένθερμου και συνεπούς φιλο-ευρωπαϊσμού. Πολύ αργότερα, θα γράψει ότι «η γαλλο-γερμανική συμφιλίωση υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική πράξη του 20ού αιώνα» και η ευρωπαϊκή ενοποίηση «μια τεράστια, παρά τις ελλείψεις της, ευλογία».
Την περίοδο αυτή χρονολογείται και η επαφή του με τον Καθολικισμό, υπό την επιρροή του Λυσιέν Φραις (Lucien Fraisse), του εφημέριου της προπαρασκευαστικής τάξης για την είσοδο στην École Normale Supérieure, που ο νεαρός Ζακ παρακολουθεί στη Λυών. Ο Ζυλλιάρ προσχωρεί σε έναν καθολικισμό της Αριστεράς, που όμως κρατά αποστάσεις από τα κινήματα. Με αυτή την κληρονομιά θα διαμορφώσει έναν καθολικισμό ιδιότυπο, προσωπικό, σχεδόν αντικομφορμιστικό, για άλλους υπερβολικά αντικληρικαλιστικό, για άλλους υπεβολικά «παπικό» – αργότερα δεν θα κρύψει το θαυμασμό του για τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, ήδη από την εκλογή του το 1978.
Σε έναν καθολικό της Αριστεράς, άλλωστε, τον Πωλ Μπουσέ (Paul Bouchet), οφείλει και την ενασχόλησή του με τον φοιτητικό συνδικαλισμό. Το 1954, ο Ζυλλιάρ γίνεται δεκτός στην École Νormale Supérieure και γρήγορα εκλέγεται πρόεδρος της Ομάδας των επτά ομόλογων σχολών, που έχει αποκλείσει από τις τάξεις της η UNEF, η Εθνική Φοιτητική Ένωση[2]. Συμμαχώντας με τη μειοψηφία της τελευταίας, ο Ζυλλιάρ θα πρωτοστατήσει στην επανένταξη των συμφοιτητών του στην UNEF. Την ίδια περίοδο αρχίζει και τη μακρόχρονη συνεργασία του με την επιθεώρηση Esprit, που αναζητά έναν μέσο δρόμο μεταξύ δυτικού φιλελευθερισμού και μαρξισμού και θα διαδραματίσει καίριο ρόλο στη συγκρότηση της Δεύτερης Αριστεράς.
To 1954 σηματοδοτεί για τη Γαλλία τις απαρχές της κατάρρευσης της αποικιοκρατικής της αυτοκρατορίας, με το ταπεινωτικό τέλος της στρατιωτικής εμπλοκής στο Βιετνάμ και την έναρξη της πολύχρονης εμπλοκής στην Αλγερία. Ο Ζυλλιάρ είναι, έως το 1956, αντιπρόεδρος της UNEF για την υπερπόντια Γαλλία. Με τη ιδιότητα αυτή, ταξιδεύει το 1955 ως επικεφαλής αντιπροσωπείας της στην Αλγερία, όπου συναντά ορισμένους από τους μελλοντικούς ηγέτες του FLN, του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου. Και συμμετέχει ενεργά, δύο χρόνια αργότερα, στη διοργάνωση μιας εθνικής γαλλο-αλγερινής φοιτητικής συνδιάσκεψης, που διακηρύσσει «το δικαίωμα του αλγερινού λαού στην ανεξαρτησία».
Το 1958, ο Ζυλλιάρ αποφοιτά από την École Normale και τοποθετείται καθηγητής στο Μπλουά, στην Κεντρική Γαλλία. Γρήγορα, όμως, το φθινόπωρο του 1959 επιστρατεύεται ως υπαξιωματικός στην Αλγερία, όπου, γνωστός για τη συνδικαλιστική του δράση, βρίσκεται υπό τη στενή επιτήρηση των στρατιωτικών αρχών. Η καθοριστική εμπειρία του πολέμου στην Αλγερία θα τον σημαδέψει για πάντα, συμβάλλοντας στην αποστροφή του για την SFIO, πρόδρομο του γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, στην οποία χρεώνει μεγάλες ευθύνες για την εμπλοκή της χώρας σε μια αιματηρή στρατιωτική σύγκρουση χωρίς διέξοδο. Αλλά και στη συνειδητή επιλογή του για αποχή από την ενεργό κομματική στράτευση εν γένει, και εντός του Σοσιαλιστικού Κόμματος ειδικότερα, την προσχώρησή του στο εγχείρημα της Δεύτερης Αριστεράς και τη σκόπιμη αποχή από τη διεκδίκηση δημόσιων αξιωμάτων.
Την κομματική ένταξη αντικαθιστά, έτσι, η συνδικαλιστική δραστηριοποίηση. Επιστρέφοντας από την Αλγερία, τον Μάιο του 1961, ο Ζυλλιάρ διορίζεται καθηγητής ιστορίας στη Σαρτρ. Στα τέλη του ίδιου χρόνου εκλέγεται γενικός γραμματέας για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση της SGEN, του συνδικαλιστικού οργάνου των εκπαιδευτικών που ανήκει στην CFDT, τη μία από τις δύο μεγάλες εργατικές συνομοσπονδίες της χώρας. Ο Ζυλλιάρ θα αφήσει πρόσκαιρα τις συνδικαλιστικές θέσεις ευθύνης όταν το 1962 διορίζεται, με τη στήριξη του Φερνάν Μπρωντέλ, βοηθός έρευνας στο CNRS, το Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας.
Τα ίδια χρόνια, παράλληλα με τη συνδικαλιστική δράση και την επιστημονική τριβή, ο Ζυλλιάρ δοκιμάζεται και σε ένα πεδίο που θα συγκροτεί εφεξής αναπόσπαστο στοιχείο των ενασχολήσεών του. Το 1966 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της σειράς βιβλίων τσέπης με τίτλο «Πολιτική» στις εκδόσεις Seuil, στο πλαίσιο της οποίας θα δημοσιευθούν ή θα αναδημοσιευθούν κείμενα του Λένιν, της Χάννα Άρεντ, του Νίκου Πουλαντζά, αλλά και μια Ιστορία της Κομμούνας, για την οποία πάντοτε έτρεφε εκτίμηση ο Ζυλλιάρ, από τον Jacques Rougerie.
Μετά τον Μάη του ’68
Ο Μάης του 1968 σηματοδοτεί για τον Ζακ Ζυλλιάρ την επιστροφή στη συνδικαλιστική στράτευση. Βοηθός του καθηγητή Βικτόρ-Λυσιέν Ταπιέ (Victor-Lucien Tapié) στη Σορβόννη από το 1966 και αρθρογράφος στην επιθεώρηση Le Mouvement Social, ο Ζυλλιάρ είναι μέλος της διοίκησης του SGEN ανώτατης εκπαίδευσης και παρακολουθεί στενά το ξετύλιγμα των γεγονότων του Μάη.
Τον επόμενο χρόνο, είναι ένα από τα μέλη του πυρήνα που θα δημιουργήσει, μετά τη μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, το Πανεπιστήμιο της Βενσέν. Ο Ζυλλιάρ θα παραμείνει στο Πανεπιστήμιο, διδάσκοντας μαζί με τη συνάδελφό του ιστορικό και στενή του φίλη Μαντλέν Ρεμπεριού (Madeleine Rebérioux) και προσπαθώντας από κοινού να μετριάσουν τις αριστερίστικες τάσεις, έως το 1978. Τη χρονιά εκείνη εκλέγεται διευθυντής σπουδών στην École des Ηautes Études en Sciences Sociales, όπου διδάσκει ιστορία των πολιτικών ιδεών. Ίσως η τριβή με γνώριμα και καινούργια καθήκοντα εξηγεί και τη μάλλον ισχνή συγγραφική δραστηριότητά του – ο πολυγραφότατος Ζυλλιάρ εκδίδει, μεταξύ 1968 και 1985, μόλις τρία βιβλία.
Την επαύριο του Μάη, ο Ζυλλιάρ αποστασιοποιείται σταδιακά από το συνδικαλισμό. Είναι πάντα μέλος του συνομοσπονδιακού γραφείου της CFDT, αλλά θα αποχωρήσει το 1976, εν μέρει απογοητευμένος από την αδυναμία επίτευξης της συνδικαλιστικής αυτονομίας –της δημιουργίας δηλαδή ενός ακηδεμόνευτου από κόμματα συνδικαλιστικού κινήματος–, εν μέρει για να αφιερωθεί σε νέες ενασχολήσεις.
Η πρώτη από τις ενασχολήσεις αυτές, πρόσκαιρη, είναι η εγγραφή του, από το 1968 έως το 1970, στο Parti Socialiste Unifié, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα του φίλου του Μισέλ Ροκάρ, κύριου εκφραστή της Δεύτερης Αριστεράς, η οποία αναζητεί τον πολυπόθητο Τρίτο Δρόμο προς το σοσιαλισμό. Τέσσερα χρόνια αργότερα, συμμετέχει στον κύκλο Assises du Socialisme, μετά τον οποίο τμήμα του PSU και ορισμένοι συνδικαλιστές προσχωρούν στο νεοσύστατο, το 1971, Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο Ζυλλιάρ, από το 1974 έως το 1976, είναι μέλος της τοπικής οργάνωσης της Bourg-la-Reine, του προαστίου στα νότια του Παρισιού, όπου κατοικεί ώς το θάνατό του.
Η δεύτερη ενασχόλησή του είναι μόνιμη και ίσως η γνωστότερη: η αρθρογραφία. Ήδη από τη νεότητά του, ο Ζυλλιάρ συνδυάζει επιστημονική έρευνα, διδασκαλία και πολιτική δράση με την τακτική αρθρογραφία. Το 1970 ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο, αρχίζοντας την τακτική συνεργασία με τον Nouvel Observateur του φίλου του Ζαν Ντανιέλ, όπου θα παραμείνει επί τέσσερις δεκαετίες. Μόλις το 2010 θα μεταπηδήσει στο κεντροαριστερό περιοδικό Marianne και το 2016 στην κεντροδεξιά εφημερίδα Le Figaro, για την οποία θα γράφει μέχρι τον περασμένο Ιούλιο, από το σπίτι του, κάτω από τα πορτρέτα της Χάννα Άρεντ και της Σιμόν Βέιλ.
Τη δεκαετία του 1970, ο Ζυλλιάρ αναδεικνύεται στον οργανικό διανοούμενο της Δεύτερης Αριστεράς, που πρεσβεύει την πρωτοκαθεδρία της κοινωνίας των πολιτών έναντι της οργανωμένης πολιτικής στη διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν στην προεδρία της δημοκρατίας το 1981 και η άνοδος των σοσιαλιστών στην εξουσία θα σημάνει για τον Ζυλλιάρ κριτική υποστήριξη. Πιστός στις ιδέες του, αλλά πιστός και στο φίλο του Μισέλ Ροκάρ, ο Ζυλλιάρ, αποτιμώντας αργότερα, το 1999, την προεδρία Μιτεράν, θα χαρακτηρίσει τον σοσιαλιστή πρόεδρο «παλαιάς κοπής πολιτικό που μεταμφιέστηκε κομψά σε συνταγματικό μονάρχη». Την ίδια στάση τηρεί και απέναντι στον παλιό του φίλο Μισέλ Ροκάρ, πρωθυπουργό από το 1988 έως το 1991, τον οποίο όμως στήριξε στην άγονη προσπάθειά του να διαδεχθεί το 1995 τον Μιτεράν ως υποψήφιος των σοσιαλιστών στις προεδρικές εκλογές. Παρά τις διαφορές τους, εξάλλου, θα διατηρεί πάντοτε σχέσεις με τον Μιτεράν, με τον οποίο τον ενώνουν οι κοινές λογοτεχνικές προτιμήσεις.
To 1988, o Ζυλλιάρ εκδίδει, μαζί με τους συναδέλφους του Φρανσουά Φυρέ και Πιέρ Ροζανβαλόν, το έργο Η Δημοκρατία του Κέντρου. Το τέλος της γαλλικής εξαίρεσης[3]. Οι τρεις πανεπιστημιακοί της École des Ηautes Études en Sciences Sociales είχαν συμμετάσχει το 1982 στην ίδρυση του Ιδρύματος Saint-Simon, που αποσκοπούσε στη συμφιλίωση των νεοπαγών στην εξουσία σοσιαλιστών με τον οικονομικό φιλελευθερισμό και την οικονομία της αγοράς. Τώρα, στις απαρχές της δεύτερης προεδρικής θητείας του Μιτεράν και της πρωθυπουργίας του ομοϊδεάτη τους Μισέλ Ροκάρ, οι τρεις διανοούμενοι κηρύσσουν το τέλος της «γαλλικής εξαίρεσης», καθώς η Γαλλία συγκλίνει όλο και περισσότερο με το πρότυπο της αγγλοσαξονικής δημοκρατίας. Και ο Ζυλλιάρ στηλιτεύει, σε συνέντευξή του για το βιβλίο, τη διάβρωση της Δημοκρατίας από τα άκρα, τασσόμενος υπέρ μιας «διακυβέρνησης του ορθού λόγου, προϊόντος της ευτυχούς συνάντησης της διανόησης με την πολιτική»[4].
Βιβλίο εν πολλοίς προφητικό. Ο Ζυλλιάρ, στο δικό του κομμάτι, εντοπίζει την ανάδυση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως εργαλείου πολιτικής τη δεκαετία του 1970, με την υπεράσπιση των αντιφρονούντων του Ανατολικού Συνασπισμού από τους δυτικούς διανοούμενους της Αριστεράς. Αν και θετική εξέλιξη, «η φιλοσοφία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατοχυρωμένη, μετά την εμφάνισή της, από τη δημιουργία ομώνυμης Γραμματείας στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, υποκαθιστά ανεμπόδιστα κάθε είδος κοινωνικής ανάλυσης»[5]. Για να προσθέσει, λίγες σελίδες παρακάτω, για τη σύγκλιση στο Κέντρο: «Η επανεμφάνιση της ιδέας του Κέντρου δεν πρέπει να ιδωθεί αποκλειστικά ως το νέο άβαταρ του μικροαστικού ιδεώδους του μέσου δρόμου, αλλά ως η αναγέννηση της ορθολογικής ουτοπίας σε ένα πολιτικό σύμπαν που κινδυνεύει με κατάρρευση υπό το βάρος της ασημαντότητάς του»[6].
Αργότερα, στις προεδρικές εκλογές του 2007, ο Ζυλλιάρ στηρίζει ένθερμα τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Παράδοξο; Ανέλπιστο; Κάθε άλλο. Ο παλιός συνδικαλιστής, πιστός στη στρατηγική αυτονομία του κοινωνικού κινήματος και δύσπιστος στους κομματικούς μηχανισμούς που επιχειρούν να το ποδηγετήσουν, βλέπει στο πρόσωπό της μια υποψηφιότητα εκτός κομματικής ιεραρχίας. Τον Ιανουάριο του 2010, ο Ζυλλιάρ δημοσιεύει στη Libération τις Είκοσι θέσεις για μια αριστερή επανεκκίνηση[7], συμβολή κατά τον ίδιο στη συζήτηση για την επιστροφή της Αριστεράς στην εξουσία. Δύο χρόνια μετά, η επιστροφή είναι γεγονός, με τον Φρανσουά Ολάντ να εκλέγεται στο ύπατο αξίωμα, μόλις ο δεύτερος –ίσως και ο τελευταίος– σοσιαλιστής πρόεδρος της Ε΄ Δημοκρατίας. Ο Ζυλλιάρ σύντομα θα απογοητευθεί από τα πεπραγμένα της θητείας του, αλλά διατηρεί στενή προσωπική σχέση με τον Ολάντ, που θα είναι τακτικός επισκέπτης και μετά την αποχώρησή του από την προεδρία και την πολιτική.
Οι Αριστερές της Γαλλίας
Το 2013, ο Ζυλλιάρ εκδίδει το Les Gauches Françaises, 1762-2012. Histoire, politique et imaginaire, τις Αριστερές της Γαλλίας. Η συνολική επισκόπηση της ιστορίας των εκδοχών της γαλλικής Αριστεράς δεν ήταν καινοφανές επιστημονικό εγχείρημα∙ ανάλογες εργασίες είχαν δώσει παλαιότερα ο Jean Touchard και η Michel Winock. Έλειπε όμως μια μεγάλη, τόσο στο χρονικό της άνυσμα όσο και στο ιδεολογικό της εύρος, σύνθεση, έλειπε το αντίστοιχο του έργου αναφοράς του René Rémond για την ιστορία των Δεξιών στη Γαλλία.
Το έργο του Ζυλλιάρ είναι, αν όχι το magnum opus του, σίγουρα προϊόν ενασχόλησης μισού αιώνα με την ιστορία των Αριστερών και έργο τομής. Αριστερές, όχι Αριστερά. Γιατί, για τον Ζυλλιάρ, η Αριστερά δεν είναι μία και αδιαίρετη, αλλά πληθυντική (όχι με την τρέχουσα στην ελληνική πολιτική επικαιρότητα έννοια). Πολέμιος εξαρχής του κομμουνισμού, δύσπιστος με το σοσιαλισμό, ο Ζυλλιάρ περιλαμβάνει στις Αριστερές τάσεις ενίοτε πολύ απομακρυσμένες μεταξύ τους. Για τον ίδιο, «η Αριστερά εκπροσωπεί, από τις απαρχές της, τη σύζευξη της επιστημονικής ιδέας της προόδου με τη φιλοσοφική ιδέα της δικαιοσύνης»[8]. Προσθέτοντας, εν είδει απολογισμού, ότι «κατά την πορεία της στον 20ό αιώνα, η Αριστερά απώλεσε την ιδέα που είχε διαμορφώσει στο παρελθόν για τη φιλοσοφία της Ιστορίας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, είναι απόλυτα λογικό το ότι εγκατέλειψε την αξίωση να ενσαρκώνει την παράταξη της επιστημονικής γνώσης και αρκέστηκε να γίνει η παράταξη της δικαιοσύνης ή, ίσως, ακόμη πιο ταπεινά, η παράταξη της φιλευσπλαχνίας»[9]. Όσο για τις νέες τάσεις εντός της σύγχρονης Αριστεράς, είναι μάλλον καυστικός: «Για την πολιτική οικολογία, η πρόοδος δεν είναι μόνο απογοητευτική∙ μπορεί να γίνει και επιζήμια. […] Για πρώτη φορά, ένα κόμμα που επικαλείται τη συντήρηση και όχι την πρόοδο, όπως το Οικολογικό Κόμμα, γίνεται πλήρως αποδεκτό στους κόλπους της Αριστεράς. Ώς τότε, ήταν αυτονόητο ότι η ιδέα της συντήρησης ανήκε στη Δεξιά, ενώ η ιδέα της προόδου στην Αριστερά. Νά λοιπόν που η Αριστερά αναγκάζεται να εντάξει στο σύμπαν της και τη συντήρηση!»[10].
Ο Ζυλλιάρ επιλέγει την αφήγηση με χρονολογική σειρά, εκκινώντας από τον 18ο αιώνα, αναχρονισμό που ο ίδιος αιτιολογεί με το αδιάσειστο επιχείρημα ότι τότε αποκρυσταλλώνονται τα μεγάλα γεγονότα που θα γεννήσουν τη γαλλική Αριστερά. Όσο για την ενηλικίωση, αυτή έρχεται πάνω από έναν αιώνα μετά:
Ας καταφύγουμε σε μια σύμβαση. Θα θέσουμε ως αξίωμα ότι η Αριστερά έφτασε στην πλήρη ιστορική της ανάπτυξη το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν αυτοπροσδιορίστηκε και απέκτησε όνομα, αναφορές, μια θεωρία, ένα οργανωτικό ξεκίνημα, κατανέμοντας παράλληλα τις δυνάμεις της σε μια σειρά σταθερών και διακριτών συνιστωσών[11].
Η μέθοδος Ζυλλιάρ εστιάζει σε μεγάλα ορόσημα, τις «στιγμές»: τη φιλοσοφική, την ιδρυτική, τη φιλελεύθερη, τη ρεπουμπλικανική, τη ριζοσπαστική. Στο μέσον του βιβλίου, παρεμβάλλει δύο κεφάλαια, το «Πολιτισμικό σύστημα: οι τέσσερις Αριστερές» και το «Κοινοβουλευτικό και κυβερνητικό σύστημα», για να προτείνει μια νέα τυπολογία των εκδοχών της Αριστεράς, που αναδιοργανώνει σε τέσσερις κατηγορίες, τη φιλελεύθερη, την ιακωβινική, την κολεκτιβιστική και την ελευθεριακή. Παρότι η αυστηρή κατάταξη των πάμπολλων σχηματισμών και τάσεων στις τέσσερις κατηγορίες, αυτή πολύ συχνά είναι αδύνατη: το σχήμα αναδεικνύει τις επικαλύψεις και, κυρίως, τις πολιτικές κουλτούρες και το κοινό φαντασιακό της Αριστεράς. Η αφήγηση διανθίζεται, όπως περίπου στον Πλούταρχο, με «παράλληλα πορτρέτα», την παρουσίαση, ανά περιόδους, δίπολων προσωπικοτήτων της Αριστεράς, ενίοτε αντίπαλων και σχεδόν πάντοτε αντιθετικών, από τις απαρχές έως τη δεκαετία του 1980.
Ο Ζυλλιάρ δεν αρκείται σε μια απλή σύνθεση, αλλά πραγματεύεται, εισφέροντας νέες οπτικές, τα μεγάλα ζητήματα της ιστορίας των Αριστερών της Γαλλίας. Μεταξύ τους, αμφισβητεί την παραδεδομένη θέση για την ευρύτατη συναίνεση γύρω από το ρεπουμπλικανικό μοντέλο της Γ΄ Δημοκρατίας[12], αλλά και τον διαρκή αναστοχασμό και βέβαια την αμηχανία της Αριστεράς, σε πολλαπλές εκδοχές της, για την ανάγκη συμφιλίωσης μιας ισχυρής νομοθετικής εξουσίας, ως εγγυητή της δημοκρατικής νομιμότητας, με την ύπαρξη σταθερών κυβερνήσεων.
Το πιο ενδιαφέρον ίσως μέρος του βιβλίου δεν είναι άλλο από το συμπέρασμα, όπου ο Ζυλλιάρ ανακεφαλαιώνει το ταξίδι σε δυόμισι αιώνες πολιτικής και διερευνά το μέλλον της Αριστεράς. Δεν εθελοτυφλεί στην εξασθένηση του διπόλου Αριστερά-Δεξιά, που αποδίδει στην εξέλιξη της γαλλικής πολιτικής («η κεφαλαιώδης αντιπαράθεση που είχε τις ρίζες της στη Γαλλική Επανάσταση και εστίαζε σε τρία ουσιώδη ζητήματα –τους θεσμούς, τη θρησκεία, την κοινωνική οργάνωση– απονεκρώθηκε ή έστω ατόνησε σταδιακά κατά την γκωλική περίοδο»[13]). Είναι, πράγματι, μόνη η Ένδοξη Τριακονταετία που αποστερεί την Αριστερά από ένα ιστορικό πρόταγμά της, πραματώνοντας εν πολλοίς τους μείζονες στόχους της; Όχι, γιατί «η αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο εντελέχειες υποκαθίσταται σταδιακά από μια πολύ πιο λειτουργική θεώρηση της πολιτικής, η οποία συνυπολογίζει τα μεταβλητά δεδομένα του περιβάλλοντος, καθώς και τον σεβασμό για τις προσωπικές απόψεις των πολιτών […] με μια λέξη, πρόκειται για την εξατομίκευση της πολιτικής»[14]. Σε όλα αυτά, πρέπει, κατά τον Ζυλλιάρ, να προστεθεί και η απώλεια του ιστορικού ερείσματος της Αριστεράς:
Τη δεκαετία του 1960, συντελείται στη σκιά του γκωλισμού μια εξέλιξη που μόνο οι ρεφορμιστές όπως ο Eduard Bernstein είχαν προβλέψει: όχι η απορρόφηση των μεσαίων τάξεων από το προλεταριάτο, αλλά, αντιστρόφως, η απορρόφηση του προλεταριάτου από τις μεσαίες τάξεις[15].
Καρπός πολύχρονης έρευνας, αλλά και καταστάλαγμα ισόχρονης στράτευσης, οι Αριστερές της Γαλλίας αποτελούν αδιαμφισβήτητο έργο αναφοράς. Περιέχουν, όμως, εν σπέρματι τόσο την ανησυχία του συγγραφέα για τον προσανατολισμό της Αριστεράς στον σύγχρονο κόσμο όσο και το πρόπλασμα των θέσεων που έμελλε να πρεσβεύει τα δέκα χρόνια που διέρρευσαν από την έκδοση του βιβλίου έως το θάνατό του. Αναζητώντας, στις ακροτελεύτιες σελίδες του μεγάλου έργου του, ένα «νέο λογισμικό» της Αριστεράς, διαγράφει με σαφήνεια την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η τελευταία.
Αντίθετα από ό,τι πιστεύει, η θεσμική Αριστερά δεν θα κριθεί από το πρόγραμμά της, ή τουλάχιστον δεν θα κριθεί μόνο από αυτό∙ θα κριθεί από την ικανότητά της να υποδέχεται, να ενθαρρύνει, να οργανώνει ή ακόμα και να μετουσιώνει τις νέες μορφές πολιτικοποίησης. Ένας αγώνας δρόμου βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη στις περισσότερες κοινωνίες, ανάμεσα στην αδιαφορία των πολιτών και την ανάγκη τους να συμμετέχουν. Καθήκον της Αριστεράς είναι να δώσει σε αυτή την προσδοκία μια κατεύθυνση. […] Στο εξής, για να αρθεί στο ύψος του παρελθόντος της, η Αριστερά χρειάζεται καινούριους ανθρώπους, οι οποίοι δεν θα φοβούνται ούτε τον λαό, αλλά ούτε και τις ιδέες που της επέτρεψαν, για δύο ολόκληρους αιώνες, να γράφει την Ιστορία[16].
Η απώλεια του Ζακ Ζυλλιάρ ματαίωσε αμετάκλητα μια αναθεώρηση ή συμπλήρωση του βιβλίου –που δεν γνωρίζουμε αν ήταν στα σχέδιά του– υπό το φως μάλιστα των καταιγιστικών ανακατατάξεων στο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας, αλλά και των ανακατατάξεων στο ίδιο το στρατόπεδο της Αριστεράς, με την πρακτική έκλειψη του Σοσιαλιστικού Κόμματος και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής τάσης. Στα δέκα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση, ο Ζυλλιάρ μπορεί να μην επεξεργάστηκε εκ νέου το μείζον έργο του, ουσιαστικά όμως το συνέχισε μέσω της αμείωτης και μαχητικής δημόσιας παρέμβασής του. Αμετακίνητος στην κατά τον ίδιο θεμελιακή ιδέα της Αριστεράς, τη συνάντηση δηλαδή της επιστημονικής και τεχνικής προόδου με φορέα της την προοδευτική αστική τάξη και του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης με ιστορικό εκφραστή του την εργατική τάξη.
O ανέστιος διανοούμενος
Η διάρρηξη ακριβώς αυτού του δεσμού, την οποία δεν έπαυε να επισημαίνει με όλο και μεγαλύτερη ένταση ο Ζυλλιάρ, συνιστά κατά τον ίδιο την κύρια αιτία της αλλοίωσης του χαρακτήρα της και της αναδίπλωσης της Αριστεράς σε κατ’ ουσίαν συντηρητικά χαρακώματα. Ερωτώμενος συχνά, τα τελευταία χρόνια, για το πού ανήκει και αν θεωρεί εαυτόν ακόμη αριστερό, ο Ζυλλιάρ παρέπεμπε στον όρο «τρίτο κόμμα των διανοουμένων» για να ορίσει όσους, όπως και ο ίδιος, δεν ταυτίζονταν πλέον με την προοδευτική και την πολυπολιτισμική Αριστερά, αλλά δίσταζαν να οικειοποιηθούν την ταυτότητα του δεξιού διανοούμενου.
Κατά τον συνάδελφο και φίλο του Μαρσέλ Γκωσέ, ο Ζακ Ζυλλιάρ ήταν –εκτός από «τελευταίος μεγάλος γάλλος αρθρογράφος, διάδοχος σε ευθεία γραμμή του Ραιημόν Αρόν ή του Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ»– διεισδυτικός παρατηρητής που διέγνωσε εγκαίρως τη διολίσθηση της Αριστεράς σε παράδοξα, τουλάχιστον, μονοπάτια. Γράφει ο Γκωσέ σε πρόσφατο αφιέρωμα για τον Ζυλλιάρ:
Πώς κόμματα που διεκδικούσαν την κληρονομιά του Διαφωτισμού και της επιστήμης μπόρεσαν να μεταλλαχθούν σε όργανα ενός στρατευμένου, αλλά και βλακωδώς σεχταριστικού, πολιτικού αναλφαβητισμού; Υπάρχει εδώ ένα μυστήριο και ο Ζακ Ζυλλιάρ ήταν από τους λίγους που τόλμησαν να του δώσουν όνομα και να του αντιπαρατεθούν στη μιντιακή σφαίρα. Ο θρήνος, όμως, για τις προδοσίες της επίσημης Αριστεράς δεν οδηγεί σε προσχώρηση στη Δεξιά. Οι προτεραιότητές της βρίσκονται αλλού και οι προτεραιότητες της Αριστεράς διατηρούν όλη τους την επικαιρότητα και την ισχύ. Και σε αυτό ο Ζακ Ζυλλιάρ είχε, κατά τη γνώμη μου, δίκιο.[17]
Στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του, Η επαναφορά στην τάξη: έρευνα για τους νέους αντιδραστικούς[18], ο δοκιμιογράφος Daniel Lindenberg προσέθεσε τον Ζακ Ζυλλιάρ στον κατάλογο των νεοαντιδραστικών διανοουμένων, κατ’ αντιδιαστολή με τους «προοδευτικούς» ή «αριστερούς» ομολόγους τους. Αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2021, η εφημερίδα Le Monde στηλίτευε σε άρθρο της[19] την «επιείκεια με την οποία πολλές μορφές προερχόμενες από την αριστερή διανόηση υποδέχθηκαν τον μελλοντικό υποψήφιο», δηλαδή τον Ερίκ Ζεμούρ ο οποίος, λίγους μήνες μετά, συμμετέσχε στην προεδρική εκλογή, καταγράφοντας χαμηλά ποσοστά. Η μομφή, όσον αφορά τον ίδιο τον Ζακ Ζυλλιάρ που κατονομάζεται στο άρθρο, αφορούσε την αποστροφή του σε άρθρο στη Marianne ότι η υποψηφιότητα του Ζεμούρ «έθετε τέλος στο αφόρητο γουργούρισμα της πρώιμης προεκλογικής περιόδου και […] επανατοποθετούσε στο επίκεντρο της συζήτησης ζητήματα που οι συνήθεις υποψήφιοι […] αρέσκονταν να κρύβουν κάτω από το χαλί»[20].
Ο Ζακ Ζυλλιάρ, ο δημιουργός της πληρέστερης τοιχογραφίας της γαλλικής Αριστεράς, δεν ανήκε πλέον στις τάξεις της, ήταν όχι μόνο αποσυνάγωγος αλλά και σκληρός νεοαντιδραστικός, που πριμοδοτούσε λαϊκιστές υποψηφίους. Η απάντησή του ήρθε λίγο καιρό μετά:
Είμαι ακόμη αριστερός. Δεν αισθάνομαι, όμως, πλέον ότι εκπροσωπούμαι από εκείνους που μιλούν στο όνομα της Αριστεράς. Η Αριστερά δεν έδωσε μάχη. Αποκόπηκε από μέρος των διανοητικών της καταβολών και δεν της έχουν απομείνει παρά αντικαπιταλιστές οικονομολόγοι και ιστορικοί που ομνύουν στην πολυπολιτισμικότητα. Σήμερα, βιώνουμε έναν πραγματικό διανοητικό χιασμό: η Αριστερά εγκατέλειψε όλες τις αξίες της –το κοσμικό κράτος, το έθνος, την οικουμενικότητα, το κοσμικό σχολείο, την ασφάλεια– στα χέρια της Δεξιάς. Και αυτό δημιούργησε ένα χάσμα μεταξύ του λαού της Αριστεράς και των διανοουμένων που υποτίθεται ότι τον εκπροσωπούν[21].
Για να στηλιτεύσει, σε ένα από τα άρθρα του στη Figaro, την ατραπό που έχει πάρει η γαλλική Αριστερά, αλλάζοντας τα προτάγματά της, αλλά και την άλωσή της από μια μη αντιπροσωπευτική μειοψηφία:
Ο γαλλικός αριστερισμός, σε όλα τα πεδία, από το κοινωνικό μέχρι το πολιτικό, δεν είναι συχνά παρά η εκ νέου χρήση από την άκρα Αριστερά των ρευμάτων που κυριαρχούν στην αμερικανική κοινωνία εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. […] Η παραμόρφωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, υποβιβάζοντάς τα από την κατηγορία του οικουμενικού στην κατηγορία του ατομικού, συνιστά απειλή για τη δημοκρατία∙ τείνει να υποκαταστήσει την κυριαρχία του λαού από την τυραννία των ακτιβιστικών μειοψηφιών. Και η επίκληση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, σε συνδυασμό με την ολοένα και εντονότερη δικαστικοποίηση της πολιτικής ζωής, είναι το μέσο που μετέρχονται οι φιλελεύθερες και οι αριστερίζουσες ελίτ για να παρακάμψουν τη γενική βούληση. Πρέπει να επιστρέψουμε στο πνεύμα του κοινωνικού συμβολαίου, όπως το ορίζει ο Ρουσσώ. Για τον ίδιο, η γενική βούληση δεν είναι το άθροισμα των ατομικών βουλήσεων, αλλά ο ενστερνισμός από τον καθένα της γενικής βούλησης επί των ατομικών βουλήσεων[22].
Αν η από τη νεότητά του στράτευση στην Αριστερά έδωσε τη θέση της στον προβληματισμό, αν όχι την οργή, για τη μετεξέλιξή της, η πίστη έμεινε αναλλοίωτη. Όχι, όμως, μονοσήμαντη. O ίδιος ομολογούσε ότι αντλούσε την προσήλωσή του στις αξίες του κοσμικού κράτους από την κουλτούρα του χριστιανισμού: «Ανήκω σε εκείνους που πιστεύουν ότι η εκκοσμίκευση, έννοια χριστιανικής προέλευσης, αποτελεί αποφασιστική πρόοδο όχι μόνο για τον δυτικό πολιτισμό, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα»[23]. Θεωρώντας, ταυτόχρονα, τον χριστιανισμό αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής ταυτότητας: «Ο χριστιανισμός, η θρησκεία του Χριστού, αποτελεί μέρος της γαλλικής ταυτότητας όπως ακριβώς και η γλώσσα της»[24]. Ένας χριστιανισμός, όμως, προσωπικός, χειραφετημένος από την επίσημη Εκκλησία: «Το πρόσωπο του Ιησού, το μήνυμα του Ιησού, είναι για μένα το μόνο απείρως αξιοσέβαστο πράγμα σε αυτή τη Γη, σε σημείο που να κατανοώ τον Ντοστογιέφσκι όταν λέει ότι αν είχε να διαλέξει μεταξύ της αλήθειας και του Ιησού, θα διάλεγε τον Ιησού, γιατί στα μάτια του το πρόσωπό Του και τα λόγια Του ταυτίζονται με την ίδια την αλήθεια»[25].
Δημοσιογράφος, πανεπιστημιακός δάσκαλος, συγγραφέας, ο Ζακ Ζυλλιάρ, δεινός αναγνώστης, ιδιότητα για τον ίδιο σύμφυτο με εκείνη του αριστερού, δήλωνε στα ύστερα του βίου του μέλος του «κόμματος της λογοτεχνίας». «Δεν μπορώ να διανοηθώ μια ημέρα στη ζωή μου χωρίς επαφή με τους μεγάλους γάλλους συγγραφείς, από τον 15ο έως τον 20ό αιώνα», με τον Σατωβριάνδο, τον Μπαλζάκ, τον Πεγκί, τον Μπερνανός και τη Σιμόν Βέιλ να διανθίζουν συχνά τις συζητήσεις του με τους λίγους προνομιούχους που υποδεχόταν στο σπίτι του στη Bourg-la-Reine.
[1] Jacques Julliard, «Social-démocrate, traditionaliste, libertaire», στο Commentaire, φύλλο 160, χειμώνας 2017, σ. 907.
[2] Μετά την αποφοίτησή τους, οι φοιτητές των Écoles Νormales Supérieures ακολουθούν σταδιοδρομία στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Διεκδικώντας και αποσπώντας, για το λόγο αυτό, το καθεστώς του δημοσίου υπαλλήλου ήδη από την περίοδο των σπουδών τους, είχαν αποκλειστεί από τα όργανα του φοιτητικού συνδικαλισμού.
[3] François Furet, Jacques Julliard, Pierre Rosanvallon, La République du centre: la fin de l'exception française, Παρίσι, Calmann-Lévy, 1988.
[4] «Droite, gauche, centre. L’exception française: fin ou recommencement? Entretien avec Jacques Julliard», Le Débat, 52, Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 1988, σ. 4-10.
[5] La République du Centre, ό. π., σ. 98.
[6] Στο ίδιο, σ. 129.
[7] Jacques Julliard, «Vingt thèses pour repartir du pied gauche», Libération, 18 Ιανουαρίου 2010.
[8] Jacques Julliard (μτφ. Χριστιάννα Σαμαρά), Οι Αριστερές της Γαλλίας, Αθήνα, Πόλις, 2015, σ. 815.
[9] Στο ίδιο, σ. 823.
[10] Αυτόθι.
[11] Στο ίδιο, σ. 23.
[12] Μακροβιότερη μέχρι στιγμής, η Γ΄ Δημοκρατία διάρκεσε από το 1870 και την ήττα της Γαλλίας στον πόλεμο με την Πρωσία έως το 1940 και την κατάρρευση του μετώπου στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
[13] Οι Αριστερές της Γαλλίας, ό. π., σ. 817.
[14] Στο ίδιο, σ. 818.
[15] Στο ίδιο, σ. 824.
[16] Στο ίδιο, σ. 844
[17] Marianne, 1383, 14 Σεπτεμβρίου 2023.
[18] Daniel Lindenberg, Le rappel à l'ordre: enquête sur les nouveaux réactionnaires, Παρίσι, Seuil - La République des idées, 2016. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 2002.
[19] Ariane Chemin - Ivanne Trippenbach, «Entre Eric Zemmour et une partie de l’élite économique et intellectuelle, une étrange bienveillance», Le Monde, 1 Δεκεμβρίου 2021.
[20] Jacques Julliard, «Avec Éric Zemmour, la médiocrité de certaines candidatures vient d’éclater au grand jour», Marianne, 1282, 8 Οκτωβρίου 2021.
[21] Eugénie Bastié, La Guerre des idées. Enquête au cœur de l'intelligentsia française, Παρίσι, Robert Laffont, 2022, σ. 96- 97.
[22] Jacques Julliard, «Les droits de l’homme contre la démocratie», Le Figaro, 5 Απριλίου 2021.
[23] Le Nouvel Observateur, 26 Οκτωβρίου 1989.
[24] Jacques Julliard, Carnets inédits 1987-2020: Histoire, politique et littérature, Παρίσι, Robert Laffont, 2021, σ. 8.
[25] Αυτόθι.