Σύνδεση συνδρομητών

Νικόλαος Πλάτων: κλασικός αρχαιολόγος και επιγραφολόγος

Δευτέρα, 02 Ιανουαρίου 2023 00:39
2 Σεπτεμβρίου 1976. Ο καθηγητής Νικόλαος  Πλάτων ξεναγεί τους συνέδρους του Δ’ Κρητολογικού Συνεδρίου στο χώρο των ανασκαφών της Ζάκρου. Ανάμεσα στους συνέδρους βρίσκονται ο Σωτήρης Δάκαρης και ο Λίνος Πολίτης. Αριστερά, πιο πίσω,  με χαμηλωμένο το πάνινο καλοκαιρινό του καπέλο, ο Κώστας Κριμπάς.
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
2 Σεπτεμβρίου 1976. Ο καθηγητής Νικόλαος  Πλάτων ξεναγεί τους συνέδρους του Δ’ Κρητολογικού Συνεδρίου στο χώρο των ανασκαφών της Ζάκρου. Ανάμεσα στους συνέδρους βρίσκονται ο Σωτήρης Δάκαρης και ο Λίνος Πολίτης. Αριστερά, πιο πίσω,  με χαμηλωμένο το πάνινο καλοκαιρινό του καπέλο, ο Κώστας Κριμπάς.

Το 2022 συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τον θάνατο του Νικολάου Πλάτωνος (1909 - 1992). Θεώρησα σκόπιμο με την ευκαιρία αυτή, τιμώντας τη μνήμη του, να αναδημοσιεύσω μια παραλλαγή της ομιλίας μου στο φιλολογικό μνημόσυνο που οργάνωσε παλαιότερα ο Δήμος Ηρακλείου, στην οποία αναφέρθηκα σε μια λιγότερο γνωστή πτυχή της προσφοράς του, αυτή του κλασικού αρχαιολόγου και επιγραφολόγου. Τεύχος 135

Στην εποχή μας, εποχή άκρας εξειδίκευσης, ολοένα και σπανίζουν οι περιπτώσεις αρχαιολόγων με εύρος γνώσεων και εδραία φιλολογική κατάρτιση. Δεν είναι ασυνήθιστες οι περιπτώσεις προϊστοριολόγων, ιδίως ξένων, που αγνοούν τα αρχαία ελληνικά, με το πρόσχημα ότι η περίοδος που τους απασχολεί δεν είχε γραπτά κείμενα. Βλέπομε έτσι μελέτες για προϊστορικά θέματα να περιορίζονται σε μια ξερή τυπολογία, με παράθεση στατιστικών στοιχείων και διαγραμμάτων. Τώρα μάλιστα, με τη γενικευμένη χρήση της πληροφορικής και με τις ευκολίες που παρέχει, ο πειρασμός είναι ακόμη μεγαλύτερος.

Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με τη γενιά των δικών μας δασκάλων, μέσα στην οποία ξεχωριστή θέση κατείχε ο Νικόλαος Πλάτων. Οι επιστήμονες αυτοί ήταν κατεξοχήν «φιλόλογοι» με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Άλλωστε, δεν υπήρχε τότε ιδιαίτερο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του  Πανεπιστημίου και οι σπουδές ήταν ενιαίες.

Λαμπροί καθηγητές, όπως ο Λορεντζάτος, ο Καλιτσουνάκης, ο Οικονόμος, ο Κεραμόπουλλος, ο L. Robert, κοντά στους οποίους ευτύχησε να μαθητεύσει ο Νικόλαος Πλάτων, έριξαν τους επιστημονικούς τους σπόρους σε γόνιμο έδαφος και κατά κάποιον τρόπο προδιέγραψαν την επιστημονική του πορεία. Έτσι, με τη γερή πανοπλία της φιλολογικής κατάρτισης και το ανήσυχο πνεύμα του ερευνητή, θα εισέλθει στην επιστημονική κονίστρα και θα διακριθεί αμέσως.

Η ελληνική και η λατινική γλώσσα και τα γραπτά μνημεία τους ελκύουν το ενδιαφέρον του νεαρού φιλόλογου ευθύς εξαρχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα 17 χρόνια της σταδιοδρομίας του όλα του τα άρθρα, εκτός από το πρώτο (για τη λατρεία των σταλακτιτών στην Κρήτη), είναι σχετικά με την επιγραφική και την ετυμολογία τοπωνυμίων.[2]  

 

Συστηματικός ερευνητής

Όπως συμβαίνει συχνά, τα θέματα που τον απασχολούν είναι σχετικά με τα μνημεία των περιοχών στις οποίες υπηρέτησε. Ήδη το 1933, επιμελητής τότε στο Μουσείον Ηρακλείου, δημοσιεύει στο βραχύβιο περιοδικό Κρητικά μια «Ενετική επιγραφή εκ του παλαιού στρατώνος Ηρακλείου» (το γνωστό κτίριο της Νομαρχίας - Δικαστηρίων - Αστυνομίας), που εντοιχίστηκε το 1618 από τον Δούκα της Κρήτης Δωνάτο Μοροζίνη (Μαυρόκενο) προς τιμήν του προγενέστερου Δούκα Μάρκου Αντωνίου (της οικογένειας των Venier), ο οποίος είχε προβεί σε επισκευή του στρατώνα του Αγίου Γεωργίου που είχε υποστεί ζημίες από σεισμό.[3] Τον επόμενο χρόνο, το περιοδικό Μύσων φιλοξενεί άρθρο του για τις μυστηριώδεις ακόμη και σήμερα ετεοκρητικές επιγραφές της Πραισού Σητείας.[4]

Το 1935, έφορος πλέον αρχαιοτήτων Θηβών, συγγράφει ένα ακόμη άρθρο με τίτλο «Επιγραφαί εκ Βοιωτίας», που παρέμεινε δυστυχώς αδημοσίευτο. Αντίθετα, το 1937, στον τόμο της Εκατονταετηρίδος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, δημοσιεύει ένα περισπούδαστο άρθρο για μιαν έμμετρη «Χριστιανική Επιγραφή εκ Τανάγρας», του 4ου μ.Χ. αιώνα, ένα από τα μακροσκελέστερα και πιο δύσκολα παλαιοχριστιανικά κείμενα που έχουν βρεθεί, γραμμένο σε ομηρική γλώσσα και σχετικό με διάφορους κανόνες συμπεριφοράς και λατρευτικές προσφορές στην εκεί κοιμητηριακή βασιλική.[5]

Τον επόμενο χρόνο δημοσιεύεται στο περιοδικό της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Bulletin de Correspondance Hellénique ένα άρθρο του, γραμμένο από κοινού με τον Michel Feyel, πάλι με επιγραφικό θέμα, αυτή τη φορά ένα ευρετήριο ιερών σκευών από τις Θεσπιές, του 4ου π.Χ. αιώνα, αλλά με αρχαΐζοντες διαλεκτικούς τύπους και πολλά «άπαξ λεγόμενα» που με μοναδική φιλολογική διαίσθηση ερμηνεύουν οι δύο συγγραφείς. Εκτός μάλιστα από το κύριο άρθρο που συνυπογράφουν, ο Νικόλαος Πλάτων δεν διστάζει να προσθέσει ένα κεφάλαιο που υπογράφει μόνος του, γεγονός που αποδεικνύει την επιστημονική του ανεξαρτησία.[6]

Γραμμένο την εποχή της υπηρεσίας του στη Βοιωτία, αλλά δημοσιευμένο πολύ αργότερα, το 1953, είναι και το άρθρο του για ένα «Επιτύμβιον επίγραμμα εκ Θηβών», από τον τάφο κάποιου ταλαίπωρου κυνηγού όχι παλλακών (δηλαδή γυναικών με ελευθέρια ήθη), όπως λογικά υπέθεσε ο Πλάτων, αλλά ασπαλάκων (δηλαδή τυφλοπόντικων), που όπως έδειξε ο L. Robert ήταν αγαπημένος μεζές των κατοίκων της Κωπαΐδας. Είναι ίσως η μόνη φορά που, παραπλανημένος από ανακριβείς πληροφορίες του φύλακα ως προς τη προέλευση της επιγραφής, αστόχησε σε ένα σημείο της ερμηνείας του ο Νικόλαος Πλάτων.[7] 

Ήδη όμως αρχίζουν να τον απασχολούν φιλολογικά και γλωσσικά ζητήματα της Κρήτης, της κύριας πατρίδας του, όπως την αποκαλούσε. Το 1940 δημοσιεύει άρθρο για το έτυμον της λέξεως Χανιά, θέμα στο οποίο θα επανέλθει με συμπληρωματικό άρθρο το 1947. Συνδέει το τοπωνύμιο με το όνομα του θεού Βαλχανού - Βελχανού και την Αλχανία κώμη που αναφέρεται σε επιγραφή.[8]

Στο πρώτο τεύχος των Κρητικών Χρονικών, το 1947, θα δημοσιεύσει και μια κλασική για τη μεθοδολογία της μελέτη με τίτλο «Δύο ονόματα ανυπάρκτων Κρητικών πόλεων. Μάτιον και Τίσυροι». Για το πρώτο απέδειξε ότι επρόκειτο για παρανόηση του Πλινίου (Hist. Nat., IV, 12, 59), που διάβασε το υποκοριστικό της ελληνικής λέξης πόλισμα, πολισμάτιον (=πολίχνη), ως δύο λέξεις (πόλις Μάτιον). Μία μάλιστα οδός του Ηρακλείου εξακολουθούσε να φέρει μέχρι και το θάνατο του Νικολάου Πλάτωνος το ανύπαρκτο όνομα οδός Ματίου, οπόταν μετά από πρόταση του γράφοντος ο Δήμος Ηρακλείου τη μετονόμασε σε οδό Νικολάου Πλάτωνος. Για το Τίσυροι που διαβαζόταν εσφαλμένα σε νομίσματα, έδειξε ότι επρόκειτο για παρανάγνωση της επιγραφής ΓΟΡΤΥΝΙΩΝ.[9]

Το 1948 δημοσίευσε και πάλι επιγραφή, αυτή την φορά από τη Φορτέτσα Κνωσού.[10] Πρόκειται για ιερό νόμο ενός θιάσου, των επιλύκων, από το ιερό της Αρτέμιδος Σκοπελίτιδος. Χρονολογείται στον 2ο – 1ο π.Χ. αιώνα και περιέχει κανόνες για την ιδιωτική λατρεία και απαγορεύσεις που δείχνουν ότι είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στα μέλη αντίπαλων θρησκευτικών ομάδων μεγάλες έριδες, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε όλες τις εποχές, μέχρι και σήμερα.

 

Τολμηρός

Λάτρης του Ομήρου, θα επιλέξει ως θέμα της διδακτορικής του διατριβής, που εγκρίθηκε με άριστα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1948, την επίλυση προβλημάτων της ομηρικής γεωγραφίας και τοπογραφίας. Στηριζόμενος σε μια διόρθωση χωρίου της ενάτης ραψωδίας της Οδύσσειας (ι 25), θα προτείνει νέες λύσεις για «Το πρόβλημα της Ιθάκης και των περί αυτήν νήσων» και για την «Νήσον της Καλυψούς».[11]

Στη μελέτη του για το «Ιερό Μαζά και τα μινωικά ιερά κορυφής», το 1951, διατυπώνει την τολμηρή πρόταση ότι το όνομα του ιερού, που δεσπόζει πάνω από το Καλό Χωριό Πεδιάδος, σήμαινε «μητέρα γη (Μα γα)».[12] Με ετυμολογίες πολύ μεταγενέστερης εποχής θα ασχοληθεί και σε δύο άρθρα του το 1952. Το ένα για την ονομασία της Επαρχίας Μαλεβίζι, που προήλθε από το φρούριο στο Κεραμούτσι, το οποίο ονομαζόταν malvesin ή malvicino (=κακός γείτονας), όπως ήταν το λαϊκό όνομα των πολιορκητικών μηχανών.[13] Το άλλο άρθρο του είναι για το όνομα του φρουρίου Monferrate ή Monforte, γνωστότερου ως Ψηλό Καστέλλι Σητείας, που το συνέδεσε με το όνομα του Μαρκησίου Bonifacio de Monferrato.[14]

Στις αγαπημένες του επιγραφές θα επιστρέψει το 1953, δημοσιεύοντας μια συνθήκη της Λατώς προς Καμάραν (σημερινό Άγιο Νικόλαο) με τον Ευμένη Β΄ της Περγάμου.[15] Όμως οι αινιγματικές και αδιάβαστες μέχρι τότε προϊστορικές γραφές του νησιού πάντα τον προβληματίζουν. Ήδη από το 1947 είχε δημοσιεύσει δύο βιβλιοκρισίες για τις σχετικές με τις προϊστορικές γραφές εργασίες του Giovanni Pugliese Caratelli[16] και του Κ. Κτιστόπουλου.[17] Θα ακολουθήσουν άλλες βιβλιοκρισίες για βιβλία και άρθρα των  Ventris, Chadwick και Blegen.[18]

Αλλά και ο ίδιος γράφει ένα πρώτο άρθρο το 1954 για «Το πρόβλημα της μινωικής γραφής»,[19] που θα το διαδεχθεί ένα δεύτερο για ένα «Ενεπίγραφο σπονδικό σκεύος από την Πρασά» το 1958.[20] Την ίδια χρονιά θα δημοσιεύσει μια περίφημη βιβλιοκρισία για το βιβλίο των αποκρυπτογράφων της Γραμμικής Γραφής Β M. Verntris και J. Chadwick, όπου μαζί με το θαυμασμό του για το επίτευγμα διατυπώνει και μερικές αυστηρές αλλά δίκαιες κρίσεις.[21]

Το 1960 θα θέλξει τους Συνέδρους του «Επιστημονικού Παιδαγωγικού Συνεδρίου των εν Κρήτη Ελλήνων Μαθηματικών» με μια ωραία ανακοίνωση για «Τα λογιστικά αρχεία και μετρητικά συστήματα της μινωικής εποχής».[22] Τέλος, το 1975, μαζί με τον William Brice, θα δημοσιεύσουν βιβλίο με τίτλο «Ενεπίγραφες πινακίδες και πίθοι Γραμμικού Συστήματος Α εκ Ζάκρου». Με το βιβλίο αυτό έκλεισε ένας σαραντάχρονος κύκλος γόνιμης ενασχόλησης του Νικολάου Πλάτωνος με είδη γραφής, επιγραφές και ετυμολογίες της ελληνικής γλώσσας σε όλη τη μακραίωνη πορεία της, όπως μόνο ένας βαθύς γνώστης θα μπορούσε να το κάνει.

 

Οι ετήσιες εκθέσεις

Αν όμως ο Νικόλαος Πλάτων δοξάστηκε για τη συμβολή του στην προϊστορική αρχαιολογία, με κορυφαίο επίτευγμα την αποκάλυψη του ανακτόρου της Ζάκρου, το σχετικό με τις κλασικές αρχαιότητες έργο του δεν υστερεί καθόλου σε αξία και σημασία. Δεν είναι δυνατόν στα στενά πλαίσια αυτού του άρθρου να γίνει μια πλήρης αναδρομή στο έργο του ως κλασικού αρχαιολόγου. Οι ετήσιες εκθέσεις στο Αρχαιολογικό Δελτίο, τα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας και τα Κρητικά Χρονικά είναι γεμάτες από σύντομες, αλλά σαφείς και πλήρεις αναφορές του  σε ανασκαφές και έρευνες θέσεων με αρχαιότητες ελληνικών και ρωμαϊκών χρόνων. Πολλά άρθρα του σε εγκυκλοπαίδειες και εκλαϊκευτικά περιοδικά πραγματεύονται επίσης θέματα κλασικής αρχαιολογίας. Θα περιοριστώ σε μια σύντομη μνεία των κυριότερων ερευνών, ιδίως αυτών που έχουν δημοσιευθεί ή περιγραφεί κάπως εκτενέστερα. Θα τις παραθέσω κατά γεωγραφικές περιοχές, αρχίζοντας από την Κρήτη και από τα ανατολικά προς τα δυτικά.

Στο Μπεράτι[23] και στην Κεφάλα Πισκοκέφαλου Σητείας[24] ανέσκαψε ταφικά σπήλαια της πρωτογεωμετρικής και γεωμετρικής εποχής, ενώ στην Πατέλα Σφακίων Σητείας[25] και μεταξύ Συκιάς και Αδρομύλων[26] ανέσκαψε θολωτούς τάφους της ίδιας περιόδου. Στην Ελούντα (αρχαίο Ολούντα) ερεύνησε αποθέτη ιερού με υπερχίλια αντικείμενα του τέλους 7ου – αρχών 5ου π.Χ. αιώνα, κυρίως ειδώλια θεοτήτων, αγγεία, λύχνους, κ.λπ. που κοσμούν σήμερα το Μουσείο Αγίου Νικολάου.[27]

Στη θέση Ρουκούνη Κορφή Χόνδρου Βιάννου ανέσκαψε κυκλικό πύργο φρυκτωρίας των ελληνιστικών - πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων.[28] Στη Λύττο ερεύνησε τα λείψανα μιας αρχαϊκής οικίας.[29] Στο Ροτάσι (αρχαίο Ρύτιον) ανέσκαψε γεωμετρικούς τάφους από τους οποίους ο ένας ήταν θολωτός, ασύλητος, γεμάτος αγγεία.[30] Τάφους της ίδιας περιόδου ανέσκαψε και στις Αγιές Παρασκιές.[31]

Σημαντικές ήταν και οι ανασκαφές του στον Πρινιά Μαλεβιζίου, όπου ερεύνησε ταφικά οικοδομήματα της πρώιμης αρχαικής περιόδου και έφερε στο φως πολλές από τις περίφημες επιτύμβιες στήλες, που δημοσίευσε αργότερα στη διατριβή της η  Αγγελική Λεμπέση.[32] Στην Αγία Γαλήνη περισυνέλεξε το φορτίο ναυαγίου του 3ου μ.Χ. αιώνα, με χαλκά αγαλμάτια, λύχνους και νομίσματα, σήμερα στο Μουσείο Ρεθύμνου.[33] Στον Ονυθέ Γουδελιανών Ρεθύμνου ανέσκαψε επί σειρά ετών τις δύο μεγαλύτερες και σημαντικότερες αρχαϊκές οικίες της Κρήτης[34] και δημοσίευσε την από εκεί προερχόμενη ανάγλυφη περικεφαλαία του 6ου π.Χ. αιώνα, με παράσταση δίφρου αρματοδρομίας. Πρότεινε την ταύτιση της θέσης με την αρχαία Φαλάννα.[35]

Μεγάλη και παρατεταμένη ήταν και η ανασκαφή του στο Ασκληπιείον της Λισού, όπου ανέσκαψε τον δωρικό ναό με ψηφιδωτά δάπεδα, την ιερή πηγή, και βρήκε είκοσι περίπου αγάλματα, κυρίως της ελληνιστικής περιόδου, επιγραφές και διάφορα άλλα κινητά ευρήματα.[36] Η ανασκαφή αυτή στάθηκε αφορμή μιας ευρύτερης μελέτης για τα Ασκληπιεία στην Κρήτη, που δεν ολοκληρώθηκε.[37]

Τέλος, κοντά στο χωριό Μόδι Χανίων (την αρχαία Μώδα ή Μωδαία) ανέσκαψε επτά πρωτογεωμετρικούς τάφους, από τα κτερίσματα των οποίων μάθαμε για πρώτη φορά στοιχεία για τη μορφή του Πρωτογεωμετρικού Πολιτισμού στη Δυτική Κρήτη.[38]

Από τις εκτός Κρήτης έρευνες και εργασίες του αναφέρω επιγραμματικά την ανασκαφή κτιστού φρέατος στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας, του κλασικού νεκροταφείου Θηβών, ενός υπόγειου ελληνιστικού τάφου στη Λαμία και την ανασκαφή του τείχους της Λεβαδείας, που απέδωσε πολλά γλυπτά. Κορύφωμα βέβαια ήταν οι εργασίες που άρχισε στην Ακρόπολη των Αθηνών και που συνεχίζονται μέχρι σήμερα.[39]

Παραλείπω εκατοντάδες άλλων περιπτώσεων μικρών ερευνών, περισυλλογών ή αρχαιολογικών εκδρομών σε άγνωστες θέσεις, που χάρη στη μνεία που τους έκανε ο Νικόλαος Πλάτων στις σχετικές ανασκαφικές εκθέσεις απέκτησαν αρχαιολογική ταυτότητα.

Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι, ξαναδιαβάζοντας τις εκθέσεις και τις δημοσιεύσεις για να συντάξω το κείμενο αυτό, αισθάνθηκα να μεγαλώνει ο θαυμασμός μου για τον σοφό δάσκαλο. Έχοντας υπηρετήσει στα ίδια μέρη (εκείνος βέβαια υπήρξε Έφορος για τα μνημεία όλων των περιόδων ολόκληρης της Κρήτης!), έχοντας επίγνωση τι σημαίνει να πεζοπορείς σε απόμακρα μέρη και να ανεβαίνεις σε δυσπρόσιτες κορυφές, απόρησα πώς κατόρθωσε όχι μόνο να περπατήσει αλλά και να ερευνήσει τόσες θέσεις, με τα ανύπαρκτα μέσα κίνησης εκείνης της εποχής και έχοντας παράλληλα τόσα βαριά και υπεύθυνα καθήκοντα. Βρήκα μόνο μιαν εξήγηση: Ο Νικόλαος Πλάτων αντλούσε δυνάμεις από την ψυχή του. Και η ψυχή του ήταν μεγάλη και ανεξάντλητη.

 

 

[1] Το κείμενο, με ελαφρές παραλλαγές, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μέντωρ, χρονογραφικό και ιστοριοδιφικό Δελτίο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, τεύχος 102 (2012), σ. 27-36].

[2] Βιογραφικά στοιχεία και κατάλογο δημοσιευμάτων του Νικολάου Πλάτωνος μπορεί κανείς να βρει στο Α΄ τεύχος του τιμητικού τόμου ΕΙΛΑΠΙΝΗ, που εξέδωσε ο Δήμος Ηρακλείου (Βικελαία Βιβλιοθήκη) το 1987, σ. ΧΙ – ΧΧΙΙΙ.

[3] Κρητικά, τ. Α΄ (1933), σ. 135-137. Η επιγραφή είναι γραμμένη στα ύστερα λατινικά που χρησιμοποιούσαν για τα επίσημα έγγραφα οι Ενετοί. Άλλο δείγμα της λατινομάθειας του Νικολάου Πλάτωνος ήταν η μετάφραση στα ελληνικά τμήματος του βιβλίου του Flaminii Cornelii, Creta Sacra, 2 τόμοι, Venetiis 1755, που δημοσίευσε σε συνέχειες στο εκκλησιαστικό περιοδικό Απόστολος Τίτος, (Ηράκλειο) κατά τα έτη 1953-54.

[4] «Ετεοκρητικαί επιγραφαί Πραισού», Μύσων, τ. Γ΄(Σητεία, 1934), σ. 162-167.

[5] Αρχ. Εφημ. 1937, σ. 655-667.

[6] “Inventaire sacré de Thespies, trouvé à Chostia (Béotie)”, BCH 62 (1938), σ. 149-166.

[7] Γέρας Αντωνίου Κεραμοπούλλου, (Αθήναι, 1953), σ. 498-502.

[8]«Χανιά - Αλχανία», Επετ. Εταιρ. Κρητ. Σπουδών, τ. Γ΄ (1940), σ. 227-235. Πρβλ. Κρητ. Χρον. Α΄(1947), σ. 248-255.

[9] Κρητ. Χρον., τ. Α΄ (1947), σ. 14-26.

[10] «Επιγραφή ιερού εκ Κνωσού», Κρητ. Χρον., τ. Β΄ (1948), σ. 93-108. Πρβλ. O. Masson, BCH 109 (1985), σ. 189-194.

[11] Η διατριβή παρέμεινε αδημοσίευτη και υπάρχουν σκέψεις εκδόσεώς της από τον Δήμο Ηρακλείου.

[12] Κρητ. Χρον., τ. Ε΄ (1951), σ. 96-160.

[13] Κρητ. Χρον., τ. ΣΤ΄ (1952), σ. 156-158.

[14] Αυτ., σ. 158-160.

[15] «Επιγραφαί εκ Κρήτης», Κρητ. Χρον., τ. Ζ΄ (1953), σ. 436-445.

[16] Κρητ. Χρον., τ. A΄ (1947), σ. 201-206.

[17] Αυτ., σ. 450-452.

[18] Κρητ. Χρον., τ. H΄ (1954), σ. 148-163.

[19] Κρητικά Γράμματα, τ. Α΄(1954), σ. 12 κε.

[20] “Inscribed Libation Vessel from a Minoan House at Prassa, Heraklion” στο MINOIKA, Festschrift J. Sundwall (Berlin 1958), σ. 307-318.

[21] Journal of Hellenic Studies 1958, σ. 140-143.

[22] Βλ. Χρονικά του Συνεδρίου (1960), σ. 66-83.

[23] ΠΑΕ 1952, σ. 639-643.

[24] ΠΑΕ 1953, σ. 292-294.

[25] ΠΑΕ 1955, σ. 295-296.

[26] Κρητ. Χρον., τ. Η΄ (1954), σ. 511.

[27] Κρητ. Χρον., τ. ΙΔ΄ (1960) σ. 512.

[28] ΠΑΕ 1960, σ. 290-293 και Κρητ. Χρον., τ. ΙΔ΄ (1960), σ. 511-512.

[29] Κρητ. Χρον., τ. Θ΄ (1955) σ. 567 και ΙΑ΄ (1957), σ. 336.

[30] Κρητ. Χρον., τ. Η΄ (1954), σ. 516 και ΙΒ΄ (1958), σ. 468.

[31] Αρχ. Εφημ. 1945-47, σ. 47-97.

[32] Κρητ. Χρον., τ. ΙΓ΄ (1959), σ. 368 και Α. Λεμπέση, Οι στήλες του Πρινιά, Αθήναι 1976.

[33] Κρητ. Χρον., τ. Θ΄ (1955), σ. 564.

[34] ΠΑΕ 1954, σ. 377-382. 1955, σ. 298-303. 1956, σ. 226-228.

[35] Αρχ. Εφημ. 1953-54, τ. Β΄ (εις μνήμην Γ. Οικονόμου), σ. 129-148.

[36] Κρητ. Χρον., τ. ΙΑ΄ (1957), σ. 336-337. τ. ΙΒ΄(1958), σ. 465 κε., τ. ΙΓ΄(1959), σ. 376 κε., τ. ΙΔ΄(1960), σ. 516. Βρίσκεται σε εξέλιξη η συλλογική συστηματική δημοσίευση των ευρημάτων.

[37] «Τα Ασκληπιεία στην Κρήτη. Α΄ Λισσού», Κρητ. Εστία., τεύχος 84-85 (Απρίλιος - Μάιος 1959), σ. 19-26. Καίτοι εκλαϊκευτικό, είναι χρήσιμο λόγω της πλούσιας εικονογράφησης και το άρθρο στην Περιηγητική, τχ. Ιουνίου 1962, σ. 12 κε.

[38] Κρητ. Χρον., τ. Ζ΄(1953), σ. 485-486.

[39] Βλ. τα ετήσια Χρονικά του Αρχ. Δελτίου από το 1962 έως το 1966. Επίσης την ανακοίνωσή του στο Β΄ Διεθνές Συμπόσιο για τη φθορά των δομικών λίθων (Αθήνα 1976), σ. 7-8  με τίτλο: «Les problèmes du sauvetage des monuments de l’Acropole. Travaux faits et solutions proposées».

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.