Το ερευνητικό του αντικείμενο ήταν η θεωρητική φυσική στοιχειωδών σωματιδίων κι αποκορύφωμα της καριέρας του ήταν το βραβείο Νόμπελ του 1979, που πήρε μαζί με τον Αμπντούς Σαλάμ (Abdus Salam) και τον Σέλντον Γκλάσοου (Sheldon Glashow), για τη λεγόμενη ενοποιημένη περιγραφή της ηλεκτρομαγνητικής και της ασθενούς πυρηνικής δύναμης. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια είναι ότι ο Γουάινμπεργκ κι ο Γκλάσοου ήταν συμμαθητές στο ίδιο σχολείο του Μπρονξ, στη Νέα Υόρκη.
Από τις τέσσερις θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις που γνωρίζουμε, η ασθενής πυρηνική δύναμη περιγραφόταν ελλιπώς από τη θεωρία ώς τη δεκαετία του 1960. Αυτό συνέβαινε γιατί η θεωρία αυτή σταματούσε να δουλεύει σε υψηλότερες ενέργειες, γεγονός που υπεδείκνυε ότι κάποια καινούργια, άγνωστη φυσική έμπαινε εκεί. Εντέλει, το είδος αυτής της φυσικής ήταν ίσως μια από τις πολλές αποδείξεις ότι η φύση δεν διαλέγει απαραιτήτως τον απλούστερο τρόπο λειτουργίας. Αυτό που έδειξαν ο Γουάινμπεργκ και οι άλλοι αποδέκτες του Νόμπελ το 1979 ήταν ότι σε υψηλές ενέργειες υπάρχει πολύ διαφορετική αλληλεπίδραση η οποία σε χαμηλότερες ενέργειες δίνει την ηλεκτρομαγνητική και την ασθενή αλληλεπίδραση, οι οποίες ουσιαστικά συνδέονται. Η ενοποιημένη θεωρία[1] των δύο αυτών αλληλεπιδράσεων ονομάζεται ηλεκτρασθενής θεωρία. Η παρατήρηση στο CERN, το 1973, μιας συνέπειας της ηλεκτρασθενούς θεωρίας θεμελιώδους σημασίας –τα λεγόμενα ουδέτερα ρεύματα– αλλά και οι θεωρητικές μελέτες που απέδειξαν τη συνέπεια των φυσικών αποτελεσμάτων της θεωρίας οδήγησαν το 1979 στο Νόμπελ.
Η δημοσίευση για Νομπέλ είχε τίτλο “A model of leptons” (1964) και έγινε όταν ο Γουάινμπεργκ ήταν μόλις 34 ετών. Είναι μια από τις δημοσιεύσεις με τον μεγαλύτερο αριθμό αναφορών στη θεωρητική φυσική ενώ, ακόμα και σήμερα –σχεδόν εξήντα χρόνια μετά–, το μοντέλο που περιγράφει είναι σωστό σε όλα τα χαρακτηριστικά του.
Η ηλεκτρασθενής θεωρία προβλέπει την ύπαρξη των σωματιδίων W και Z, τα οποία παρατηρήθηκαν στο CERN το 1983. Επίσης, για να είναι πλήρης χρειάζεται το μηχανισμό Higgs –υπόλειμμα του οποίου είναι και το περίφημο σωματίδιο Higgs– ο οποίος εισήχθη στη θεωρία από τον Γουάινμπεργκ και τον Σαλάμ. Ο Γκλάσοου είχε αναφερθεί σε αυτό με το όνομα «Η τουαλέτα του Γουάινμπεργκ», γιατί ήταν ένα «βρώμικο» κομμάτι της θεωρίας. Ο μηχανισμός Higgs αποτελεί για την ώρα ένα από τα κύρια ερευνητικά αντικείμενα του Μεγάλου Επιταχυντή Αδρονίων (LHC) στο CERN. Μέχρι στιγμής, όλες οι μετρήσεις δείχνουν ότι ο μηχανισμός είναι όπως τον είχε περιγράψει ο Γουάινμπεργκ.
Η ηλεκτρασθενής θεωρία μαζί με την κβαντική χρωμοδυναμική, που είναι η θεωρία η οποία περιγράφει την ισχυρή πυρηνική δύναμη, αποτελούν το λεγόμενο Καθιερωμένο Πρότυπο της σωματιδιακής φυσικής. Το Καθιερωμένο Πρότυπο μπορεί να προτάθηκε τη δεκαετία του 1960 αλλά πήρε πάνω από 50 χρόνια να «επιβεβαιωθεί». Βάζω τη λέξη επιβεβαιωθεί σε εισαγωγικά γιατί θέλω να πω ότι υπάρχουν αρκετοί τρόποι με τους οποίους θα γίνονταν αυτές οι αλληλεπιδράσεις, συνεπώς έπρεπε να βρεθεί πώς ακριβώς πραγματώνονται στη φύση[2]. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το κομμάτι του Καθιερωμένου Προτύπου που περιλαμβάνει το σωματίδιο Higgs και που μόλις την τελευταία δεκαετία έχει καταστεί δυνατό να μελετηθεί με άμεσο τρόπο. Η κατανόηση του κομματιού αυτού είναι ακόμη ημιτελής και ένας από τους βασικούς στόχους του επόμενου μεγάλου επιταχυντή στο CERN –του High-Luminosity LHC (Υψηλής φωτεινότητας Μεγάλος επιταχυντής αδρονίων)– είναι να προχωρήσει τη μελέτη της σύζευξης (coupling) του σωματιδίου Higgs με τα άλλα σωματίδια αλλά και με τον εαυτό του.
Το Καθιερωμένο Πρότυπο σήμερα δεν θεωρείται ικανοποιητικό από τους επιστήμονες. Αυτό γιατί υπάρχει μια σειρά από φαινόμενα –η βαρύτητα είναι το πιο γνωστό από αυτά– που δεν περιλαμβάνονται. Γενικώς η πλειονότητα πιστεύει ότι το Καθιερωμένο Πρότυπο είναι μια προσέγγιση που ισχύει στην κλίμακα ενεργειών την οποία εξετάζουμε στους σημερινούς επιταχυντές και αντικαθίσταται από ένα άλλο μοντέλο σε υψηλότερες ενέργειες. Αλλά το Καθιερωμένο Πρότυπο δεν είναι ικανοποιητικό κι από άλλες απόψεις. Στο βιβλίο του, Πώς να εξηγήσουμε τον κόσμο, ο Γουάινμπεργκ σχολιάζει:
Το Καθιερωμένο Πρότυπο θα είχε αφήσει ανικανοποίητους πολλούς φυσικούς φιλοσόφους, από τον Θαλή μέχρι τον Νεύτωνα. Κι αυτό γιατί είναι απρόσωπο: δεν περιέχει ούτε υπόνοια ανθρώπινου προβληματισμού για ζητήματα όπως η αγάπη ή η δικαιοσύνη. Η μελέτη του Καθιερωμένου Προτύπου δεν μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, όπως προσδοκούσε ο Πλάτων από τη μελέτη της αστρονομίας. Και αντίθετα με τις προσδοκίες του Αριστοτέλη από μια φυσική θεωρία, δεν υπάρχει στο Καθιερωμένο Πρότυπο καμία αίσθηση σκοπού.
Αυτό το απρόσωπο της φυσικής θεωρίας είναι ένα στοιχείο που επανέρχεται σε πολλά από τα έργα του Γουάινμπεργκ και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο.
Η κοσμολογική σταθερά
Ο Γουάινμπεργκ συνέχισε να έχει σημαντική ερευνητική προσφορά και μετά την ηλεκτρασθενή θεωρία. Ασχολήθηκε με τις λεγόμενες «ενεργές» θεωρίες πεδίου και, μετά την ανακάλυψη της κοσμικής ακτινοβολίας υποβάθρου, με την κοσμολογία και τη βαρύτητα. Επίσης συνεισέφερε ενεργά και στη σύνδεση της σωματιδιακής φυσικής με την κοσμολογία, ένα πάντρεμα που αποδείχτηκε πάρα πολύ εύφορο επιστημονικά. Η εκτενής χρήση του ονόματός του σε ορολογία φυσικής όπως για παράδειγμα «τελεστής Weinberg», «κανόνες άθροισης Weinberg», «θεώρημα Weinberg-Witten», «όριο Lee-Weinberg» αποτελεί φόρο τιμής στην πολυσχιδή προσφορά του.
Ίσως αξίζει να σταθούμε λίγο, πριν πάμε στο συγγραφικό του έργο, σε μια εργασία του Γουάινμπεργκ στο πεδίο της κοσμολογίας, του 1989. Η δεκαετία του 1980 ήταν εποχή στην οποία άνθησε η μελέτη της λεγόμενης «ανθρωπικής αρχής». Στην ουσία πρόκειται για την ιδέα ότι οι κοσμολογικές παράμετροι –παράμετροι δηλαδή που περιγράφουν το σύμπαν ως ενιαίο σύνολο– έχουν τέτοιες τιμές ώστε νοήμονα όντα να μπορούν να υπάρξουν κάποια στιγμή στην ιστορία του σύμπαντος[3]. Με δυο λόγια και με μια δόση υπεραπλούστευσης, το σύμπαν είναι έτσι – γιατί αν ήταν αλλιώς δεν θα ήμασταν εδώ να μιλήσουμε γι’ αυτό. Αυτό μπορεί να ακούγεται ως ταυτολογία, όμως όταν διατυπώθηκε είχε οδηγήσει σε ορισμένα ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Βάσει αυτών, ο Γουάινμπεργκ εφάρμοσε την αρχή στο πρόβλημα της κοσμολογικής σταθεράς.
Η κοσμολογική σταθερά παίζει το ρόλο της «ενέργειας του κενού χώρου» και λειτουργεί κάπως σαν αντιβαρύτητα. Ο Αϊνστάιν την είχε εισαγάγει προκειμένου να φτιάξει ένα μοντέλο για ένα στατικό σύμπαν. Όταν όμως κατάλαβε ότι το σύμπαν διαστέλλεται, την εξοβέλισε από τις εξισώσεις του. Η κοσμολογική σταθερά θεωρούνταν ότι έχει τιμή μηδέν, κάτι που δεν φαινόταν ορθό με τα κριτήρια της σωματιδιακής φυσικής, στην οποία οι υπολογισμοί δείχνουν ότι θα έπρεπε να είχε μια τιμή απίστευτα μεγάλη[4]. Ο Γουάινμπεργκ χρησιμοποίησε την ανθρωπική αρχή για να υπολογίσει ένα όριο στην επιτρεπόμενη τιμή της σταθεράς. Τη δεκαετία του 1990, σε ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα (που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 2011), βρέθηκε ότι η κοσμολογική σταθερά δεν είναι μηδέν, αλλά έχει τιμή περίπου στο ανθρωπικό όριο που είχε υπολογίσει ο Γουάινμπεργκ δέκα χρόνια νωρίτερα! Όταν πολύ αργότερα ένας νέος επιστήμονας τον είχε ρωτήσει για αυτή του την εργασία, ο Γουάινμπεργκ γέλασε και, χοντρικά, του είπε να αφήσουν αυτού του είδους τα επιχειρήματα στους παππούδες κι οι νέοι να ασχοληθούν με κάτι πιο σοβαρό, όπως να υπολογίσουν την τιμή της κοσμολογικής σταθεράς από πρώτες αρχές.
Το πρακτικό πνεύμα που, όπως διαφαίνεται στην παραπάνω ιστορία, επέδειξε ο Γουάινμπεργκ το είχε επιδείξει και σε άλλες εκφάνσεις της καριέρας του. Όταν προς το τέλος της ζωής του ενδιαφέρθηκε για τα θεμέλια της κβαντομηχανικής δεν προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει υπέρ της μιας ή της άλλης ερμηνείας, ούτε να παραγάγει ο ίδιος κάποια δική του. Αντ’ αυτού κοίταξε να βρει τρόπους γενίκευσης του φορμαλισμού της θεωρίας που έχουν κάποια πιθανότητα να ελεγχθούν εμπειρικά και αναρωτήθηκε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη θεωρία.
Ο Γουάινμπεργκ υπήρξε βαθύς γνώστης της φυσικής και αυτό φαίνεται από τα υψηλής ποιότητας διδακτικά εγχειρίδια που έγραψε, αρχικά για μεταπτυχιακούς φοιτητές, πιο ύστερα και για προπτυχιακούς, τα οποία προέκυψαν από τις σημειώσεις που έγραφε για τις διαλέξεις του. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν περήφανος που πληκτρολογούσε όλες τις εξισώσεις των βιβλίων του μόνος του, πράγμα που για όποιον έχει γράψει τέτοιου είδους κείμενα καταλαβαίνει πόσο επίπονο και ανιαρό είναι. Τα βιβλία του για τη Γενική σχετικότητα (Gravitation and Cosmology, 1972) και την κβαντική θεωρία πεδίου (Quantum Theory of Fields, 1995) θεωρούνται πλέον κλασικά. Προς το τέλος της ζωής του ασχολήθηκε περισσότερο με τη διδασκαλία και έγραψε εγχειρίδια κβαντομηχανικής, αστροφυσικής, κοσμολογίας και εισαγωγής στα θεμέλια της σύγχρονης φυσικής.
Τα γραπτά του
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους μη ειδικούς έχει η συγγραφική δραστηριότητα του Γουάινμπεργκ, που απευθύνεται στο ευρύ κοινό και περιλαμβάνει μια σειρά από βιβλία, αλλά κυρίως πολλά δοκίμια δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως το New York Review of Books.
Το πρώτο του βιβλίο για ευρύ κοινό, Τα πρώτα τρία λεπτά (1977), αναφέρεται στην κοσμολογία και θεωρείται ένα από τα καλύτερα εκλαϊκευτικά βιβλία επιστήμης που έχουν γραφτεί ποτέ. Στο βιβλίο περιέχεται και η φράση: «όσο περισσότερο το σύμπαν φαίνεται κατανοητό, τόσο περισσότερο επίσης φαίνεται άνευ νοήματος», που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, οι οποίες κάποιες φορές υπερβαίνουν το πλαίσιο στο οποίο τέθηκε στο έργο αυτό. Μεταφρασμένο σε περισσότερες από 20 γλώσσες παραμένει ακόμα επίκαιρο και παραμένει η καλύτερη, ίσως, εισαγωγή στην κοσμολογία για μη ειδικούς που κυκλοφορεί.
Τα Όνειρα για μια τελική θεωρία (1993) είναι μια απόπειρα να εξηγήσει τους στόχους της θεμελιώδους φυσικής και των μέσων με τα οποία αυτοί μπορεί να επιτευχθούν. Σε ένα έργο εν μέρει φιλοσοφικού χαρακτήρα, ο Γουάινμπεργκ δεν διστάζει να κάνει κριτική σε όσους ακολουθούν μέχρι τέλους διάφορες φιλοσοφικές θεωρήσεις για τη φυσική, ενώ παράλληλα επιχειρηματολογεί υπέρ του επιστημονικού ρεαλισμού[5]. Η ίδια τάση κυριαρχεί και σε επόμενα έργα του. Παρομοίως, η κριτική της θρησκείας που παρουσιάζεται στο βιβλίο είναι ενδεικτική των απόψεων που αναπτύσσονται και σε διάφορα δοκίμιά του αργότερα.
Η συστράτευση του Γουάινμπεργκ με το ρεύμα του επιστημονικού ρεαλισμού τον οδήγησε αναπόφευκτα σε κάποια συμμετοχή στους λεγόμενους “Science wars” (Επιστημονικοί πόλεμοι) της δεκαετίας του 1990. “Science wars” ήταν η ονομασία που δόθηκε σε μια ακαδημαϊκή ανταλλαγή απόψεων μεταξύ επιστημόνων και κοινωνιολόγων σχετικά κυρίως με τη φύση της επιστήμης, όπου οι δεύτεροι εστίαζαν στις κοινωνικές διαδικασίες και στους μηχανισμούς που οδηγούν την εξέλιξη της επιστήμης ενώ οι πρώτοι αντέδρασαν θεωρώντας ότι υποβαθμίζουν και παρανοούν την επιστημονική διαδικασία. Παρότι ο Γουάινμπεργκ είχε ήδη ασχοληθεί με θέματα που άπτονταν του διαλόγου αυτού, μεγαλύτερη δημοσιότητα πήρε το άρθρο του στο New York Review of Books, τον Αύγουστο του 1996[6], με αφορμή τη λεγόμενη «υπόθεση Σόκαλ» (Sokal affair)[7]. Αργότερα, τρία άλλα σχετικά δοκίμιά του δημοσιεύτηκαν στο συλλογικό έργο The One Culture? A conversation about science (2001), με το οποίο θεωρείται ότι η διαμάχη αυτή έφτασε στο τέλος της.
Τα “Science wars” πιθανόν να ήταν η αιτία που ενίσχυσε περαιτέρω το ήδη υπάρχον ενδιαφέρον του Γουάινμπεργκ για την ιστορία της επιστήμης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν το έργο του, Πώς να εξηγήσουμε τον κόσμο (2015). Το βιβλίο αυτό ιχνηλατεί την προσπάθεια να καταλάβουμε τη φύση στον δυτικό κόσμο, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα. Χαρακτηριστικό της προσέγγισης αυτής είναι η υποβάθμιση της συμβολής κάποιων στοχαστών φιλοσόφων όπως ο Καρτέσιος, αλλά σε ένα βαθμό και ο Αριστοτέλης, στη γέννηση της επιστήμης. Ωστόσο είναι ένα από τα ελάχιστα βιβλία στην κατηγορία του που ακολουθεί και περιγράφει με λεπτομέρεια την ακριβή επιχειρηματολογία των αρχαίων ελλήνων στοχαστών σε ζητήματα υπολογισμών και μετρήσεων, π.χ. για τις μελέτες του Αρίσταρχου για το σχετικό μέγεθος Γης, Σελήνης και Ήλιου.
Ίσως ο αμεσότερος και πιο εύκολος τρόπος να γνωρίσει κανείς τον Γουάινμπεργκ ως διανοούμενο είναι μέσω των δοκιμίων που έγραφε συχνά στον Τύπο – κυρίως στο New York Review of Books. Τα δοκίμια αυτά κυκλοφορούν πλέον και σε αυτοτελείς τόμους. Περιλαμβάνουν μια εκτενέστατη γκάμα θεμάτων από σύγχρονη επιστήμη, ιστορία, πολιτική, εκπαίδευση, θρησκεία, γνώμες για δημόσια ζητήματα και άλλα.
Χαρακτηριστικό του έργου του Γουάινμπεργκ, και ειδικότερα των δοκιμίων που έχουν να κάνουν με επιστήμη, είναι η προσκόλληση του στην ακρίβεια της περιγραφής των φυσικών εννοιών. Η άνθηση της επιστημονικής εκλαΐκευσης των τελευταίων δεκαετιών έχει βασιστεί εν πολλοίς σε μια υπεραπλούστευση των παρουσιαζόμενων εννοιών. Ο γράφων θυμάται, το 2015, μια ενημέρωση από το National Science Foundation –έναν από τους δύο μεγάλους αμερικανικούς φορείς χρηματοδότησης της έρευνας στη βασική φυσική– στους χρηματοδοτούμενους από αυτό ερευνητές. Στην ενημέρωση αυτή, το ίδρυμα μάς δήλωσε ότι είναι αποδεκτό να κάνουμε υπεραπλουστεύσεις όταν μιλάμε για τη δουλειά μας στο ευρύ κοινό, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι όσα λέμε δεν είναι ακριβώς σωστά. Η πολιτική αυτή, παρότι μπορεί να δίνει κάποιες φορές ημιτελή ή και λανθασμένη εικόνα για το τι μας έχει δώσει η επιστήμη, έχει βοηθήσει στη διεύρυνση του κοινού και στην έκρηξη της εκλαΐκευσης, πράγμα σαφώς θετικό. Διαβάζοντας τον Γουάινμπεργκ βλέπει κανείς ότι προσπαθεί να πάει αντίθετα σε αυτό το ρεύμα. Η ακρίβεια του λόγου του όταν αναφέρεται σε επιστημονικά θέματα, που μοιάζει να μετρά λέξη προς λέξη τι θα πει σε κάθε πρόταση, είναι εντυπωσιακή και δίνει ένα καλό μάθημα σε όλους εμάς τους υπόλοιπους για το πώς μπορούμε να βελτιώσουμε τα γραφόμενά μας.
Ο Γουάινμπεργκ μάς αφήνει την ηλεκτρασθενή θεωρία του, τα καινοτόμα του εγχειρίδια αλλά και την ακρίβεια και τη σχολαστικότητα των περιγραφών και των κειμένων του. Όχι μόνο οι ιδέες του αλλά και η καθαρότητα του λόγου με τις οποίες τις εκφράζει θα αποτελέσουν τη μεγαλύτερη κληρονομιά που μας αφήνει.
Βιβλία του Steven Weinberg για ευρύ κοινό στα ελληνικά
Dreams of a final theory (1992), Όνειρα για μια τελική θεωρία, Κάτοπτρο (1995)
To explain the world (2015), Πώς να εξηγήσουμε τον κόσμο, Ροπή (2016)
The first three minutes (1977), Τα πρώτα τρία λεπτά, Ροπή (2017)
Lake views (2009), Σκέψεις με θέα τη λίμνη, συλλογή δοκιμίων, Ροπή (2018)
[1] Αξίζει να αναφερθεί ότι οι δύο αλληλεπιδράσεις συνδέονται αλλά δεν ενοποιούνται, όπως αναφέρεται λανθασμένα κάποιες φορές στην εκλαϊκευτική βιβλιογραφία. Η θεωρία είναι ενοποιημένη αλλά οι αλληλεπιδράσεις παραμένουν διακριτές, κάτι που σε τεχνική γλώσσα σημαίνει ότι έχουμε ακόμη δυο διαφορετικές συζεύξεις (couplings).
[2] Πολλοί φυσικοί, μεταξύ των οποίων και ο Γουάινμπεργκ, είχαν ασχοληθεί με εναλλακτικές προτάσεις κομματιών του Καθιερωμένου Προτύπου. Συγκεκριμένα ο Γουάινμπεργκ, μεταξύ άλλων, είχε μελετήσει και μια εναλλακτική πρόταση (αντί του Χιγκς) του Καθιερωμένου Προτύπου, που την είχε εμπνευστεί από τη συμπεριφορά της ισχυρής πυρηνικής δύναμης.
[3] Για την ακρίβεια, ο συγκεκριμένος ορισμός που παραθέτω αναφέρεται ως «ασθενής ανθρωπική αρχή». Υπάρχουν κι άλλες εκδοχές της ανθρωπικής αρχής που είναι περισσότερο αμφιλεγόμενες.
[4] Η διαφορά είναι πάνω από 100 τάξεις μεγέθους, δηλαδή το 1 ακολουθούμενο από 100 μηδενικά, αν θεωρήσει κανείς τη σημερινή τιμή για την κοσμολογική σταθερά – και αποτελεί ένα άλυτο μέχρι στιγμής πρόβλημα στη θεωρητική φυσική, γνωστό και ως «πρόβλημα της κοσμολογικής σταθεράς».
[5] Η έννοια του επιστημονικού ρεαλισμού που είναι κοντινότερη ίσως στον Γουάινμπεργκ είναι ότι οι επιστημονικές θεωρίες αντιστοιχούν σε περιγραφές του κόσμου όπως είναι αυτός και οι οντότητες που περιλαμβάνουν, π.χ. τα ηλεκτρόνια ή άλλα σωματίδια, δεν είναι απλά κάποια εργαλεία που βοηθούν στη σύνδεση των διαφόρων εμπειρικών δεδομένων αλλά πράγματι υπάρχουν.
[6] https://physics.nyu.edu/sokal/weinberg.html
[7] Ο φυσικός Άλαν Σόκαλ (Alan Sokal), το 1994, είχε υποβάλει επιτυχώς προς δημοσίευση ένα άρθρο στο περιοδικό μεταμοντέρνων σπουδών Social Text, στο οποίο κυρίως ισχυριζόταν ότι η έννοια της κβαντικής βαρύτητας είναι κοινωνική κατασκευή. Το άρθρο ήταν εσκεμμένα απάτη και ο στόχος του Σόκαλ ήταν να δείξει ότι οι διαδικασίες ελέγχου σε τέτοια περιοδικά είναι ανεπαρκείς.