Η μεγάλη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Χούντας ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε με την επαναφορά της καθαρεύουσας και την κατάργηση του Λυκείου. Έτσι οι φτωχοδιάβολοι εκείνης της εποχής και περιοχής, που πανηγύρισαν την επιτυχία τους –στο Λύκειο έμπαινες μετά από γραπτές εξετάσεις (αχ ρε Παπανούτσο με τις αριστείες σου)–, μετατράπηκαν εν μία νυκτί από λυκειόπαιδες σε γυμνασιόπαιδες του ΙΑ΄ Εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων. Οδός Αριστοτέλους στο Περιστέρι, δυο διώροφα απέναντι το ένα στο άλλο, στη μέση η αυλή. Αίθουσες δώδεκα, ευήλιες αλλά κυρίως ευάερες με σπασμένα τζάμια και ξύλινα θρανία. Μαθητές πενήντα, μπορεί και εξήντα σε κάθε αίθουσα, έλυναν με τη βιολογική τους θερμότητα το πρόβλημα του κρύου το χειμώνα.
Γραφικοί καθηγητές με απίστευτα παρατσούκλια –δεν γλίτωσε κανείς– στα όρια της υστερίας και άλλοι σκληροί σαν αυτούς του ελληνικού σινεμά, που επιβίωσαν με τσαμπουκά. Αλλά η mirabilis στιγμή της παιδαγωγικής μικροϊστορίας μας ήταν το σχόλασμα, όταν το εξατάξιο Αρρένων συναντούσε στην πόρτα το σε αναμονή εξατάξιο Θηλέων της διπλοβάρδιας. Τα αδιέξοδα της εφηβικής τεστοστερόνης που ασφυκτιούσε στα χρηστά ήθη της εποχής, γεμάτα υπονοούμενα, φαντασιώσεις και λεκτικές ακροβασίες.
Εκείνες τις γραφικές μέρες μπήκε στη σχολική αίθουσα-θηριοτροφείο ο νέος φιλόλογος της τάξης.Τριανταπεντάρης, μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, καθαρός και φρεσκοξυρισμένος, με μια εσάνς ανδρικής κολώνιας να αιωρείται αμήχανη ανάμεσα στη βαρβατίλα της εφηβείας. Κόλαση, φωνές, καλαμπούρια με μουσική υπόκρουση τις αυτοσχέδιες ντραμς των θρανίων και χορδές κιθάρας, τα στερεωμένα πάνω τους τσιμπιδάκια. Κάποια στιγμή, η τάξη αμήχανη ηρέμησε, όχι από τις υστερικές φωνές του δάσκαλου αλλά από τα έξυπνα μάτια του που ξεγύμνωναν τον καθένα μας – και εκείνο το κινηματογραφικό χαμόγελο. Τότε ακούστηκε και εκείνο το modus vivendi που θα μας συνόδευε επαναλαμβανόμενο κάθε μέρα «Έλα βρε σαλιάρηδες, ηρεμήστε». Γιατί μας υπενθύμιζε ότι υπάρχει και ένας άλλος τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, η ευγένεια. Αυτό ήταν ίσως το πρώτο και μεγάλο δώρο που πήραμε, όσοι πήραμε, από τον φιλόλογο Γιώργο Παγανό. Το δεύτερο ήταν η αγάπη για τη λογοτεχνία. Μέσα από τα άχαρα βιβλία των νεοελληνικών κειμένων έβρισκε τον τρόπο, επιστρατεύοντας και δικά του βιβλία, μισοαπαγορευμένα τότε, για να αγαπήσουμε τον κόσμο του βιβλίου και την απόλαυση της ανάγνωσης.
Εκείνοι οι σαλιάρηδες με αυτοπεποίθηση –ο πόθος των φτωχών για τα γράμματα–, είχε βάλει το χεράκι του και ο Παγανός, κάποια στιγμή τελείωσαν το Εξατάξιον – και φοιτητές οι περισσότεροι, στα λιγοστά τότε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, πήραν το δρόμο τους και χάθηκαν. Στο πρώτο reunion δέκα χρόνια μετά φώναξαν και τον Παγανό, τον μόνο από τους δασκάλους τους: ήρθε και χάρηκε. Λίγα χρόνια αργότερα είδαν με έκπληξη στα Κείμενα των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων των παιδιών τους, στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, να φιγουράρει ανάμεσα στους συγγραφείς και το όνομά του. Κάποια στιγμή αραίωσαν οι επαφές, οι φυγόκεντροι δρόμοι της ζωής, το εύκολο και το δύσκολο χρήμα, τα βάσανα και το ραντεβού με τα πρώτα χάπια. Μεγάλωναν και αυτοί και ο δάσκαλος.
Ένας τελικός Κυπέλλου –για πρώτη φορά πήγαινε εκεί η ομάδα της γειτονιάς τους, ο Ατρόμητος– έγινε αφορμή για να ξανασυναντηθούν. Ένας από αυτούς πού γράφει, αποτύπωσε λογοτεχνικά αυτή την συνάντηση και τις αναμνήσεις, σε μια συλλογή διηγημάτων του. Το διάβασε και ο Παγανός. Χάρηκε.
Ο ελεύθερος χρόνος της σύνταξης και το διαδίκτυο ανανέωσαν τις επαφές, ξανασμίξανε σε μια ιστοσελίδα του facebook και σε ένα καφέ κάθε Σάββατο. Τα reunion επανήλθαν και έγιναν ετήσια και «όλα σε θυμίζουν, μικρά και αγαπημένα» αναζήτησαν μόνα τους τον δάσκαλο, τον Γιώργο Παγανό, που η φθορά του χρόνου τον είχε πια σημαδέψει σκληρά κι αυτόν. Στην τελευταία συνάντηση τον Φεβρουάριο του 2019, λες και ένιωθε ότι ήταν η τελευταία του ευκαιρία, ήρθε. Φάγαμε, ήπιαμε, τραγουδήσαμε, γελάσαμε και θυμηθήκαμε τα παλιά. Λίγο πριν φύγει, σηκώθηκε και ζήτησε να πει ένα τραγούδι. Τραγούδησε a capella τον «Ακροβάτη», ένα παλιό τραγούδι των Χαΐνηδων: «για ιδέστε όλοι, ιδέστε και μένα, άλλο δεν ζητώ, που έχω στους ώμους φτερά σπασμένα και ακροβατώ». Εκεί βούρκωσε και ένας κόμπος, ακροβάτης λυγμός, τον εμπόδισε να συνεχίσει.
Αλλά ήθελε να κάνει και ένα τελευταίο μάθημα. Έτσι, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, καθίσαμε πάλι όχι στα ξύλινα θρανία αλλά στα αναπαυτικά καθίσματα της αίθουσας εκδηλώσεων, στο υπόγειο του Δημαρχείου Περιστερίου. Στην έδρα ο Γιώργος Παγανός σε ένα τελευταίο μάθημα, μια διάλεξη για τον “Κουρδικό Κύκλο” του Κάσδαγλη. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα , κι ας είχαν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια, μισός αιώνας.
Και ξέρεις κάτι, δάσκαλε. Εκείνα τα εφηβικά ποιήματα δεν τα έδειξα ποτέ σε κανέναν άλλο εκτός από σένα, ούτε καν σε αυτήν για την οποία είχαν γραφτεί. Πού να τολμήσω. «Ξέρεις κάτι βρε σαλιάρη», μου είχες πει, «να συνεχίσεις να γράφεις και να διαβάζεις, γιατί μόνον έτσι μια μέρα θα γράψεις καλά».
Ας τελειώσουμε λοιπόν, μαζί, εκείνο το τραγούδι: «κύλησε κάτω η μέρα και ακόμα εσύ να φανείς, μην κλαις πουλί μου, μην κλαις πουλί μου». Πόσο δύσκολο μελόδραμα είναι τελικά αυτή η ρουφιάνα η ζωή.