Σύνδεση συνδρομητών

Γοδεφρείδος ή: ένας έρωτας με την Ιζόλδη

Τετάρτη, 22 Σεπτεμβρίου 2021 09:26
O Τριστάνος και η Ιζόλδη εν πλω προς την Κορνουάλη. Μικρογραφία του 15ου αιώνα από τον Évrard d'Espinques.   
Évrard d'Espinques
O Τριστάνος και η Ιζόλδη εν πλω προς την Κορνουάλη. Μικρογραφία του 15ου αιώνα από τον Évrard d'Espinques.  

Gottfried von Straßburg, Tristan, Band 1: Text (Verse 1–9982), Mittelhochdeutsch/Neuhochdeutsch, επιμέλεια-εισαγωγή: Rüdiger Krohn, Reclam, München 2021, 595 σελ.

Ο Τριστάνος του Γοδεφρείδου από το Στρασβούργο βασίστηκε σ’ έναν παλιότερο, αρχικά αγγλογαλλικό, δημοφιλή ερωτικό μύθο τού μεσαίωνα, έναν μύθο που σήμερα τον γνωρίζουμε (δυστυχώς) μόνο από τη βαγκνερική παραλλαγή του. Ο Γοδεφρείδος μάς κάνει ο ίδιος σαφές ότι βασίστηκε στην αγγλική εκδοχή τού Θωμά της Βρετάνης γιατί τη θεώρησε «σωστότερη» από τη γαλλική τού Béroul, και τη γερμανική τού Eilhart von Oberge. Το κείμενό μου (που περιέχει τις πρώτες (απ’ ό,τι ξέρω) απόπειρες μετάφρασης τμημάτων τού έργου του στα ελληνικά) είναι ένα μικρό δείγμα αγάπης για τον μεσαιωνικόν Aλσατό – και κεφάλαιο του ανέκδοτου μυθιστορήματος «βιογραφίες αγνώστων».

Η ιστορία του Τριστάνου: ναι, δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε (να σας αφήσω να το αγνοήσετε) αυτό το έξοχο κείμενο: αχ, όσοι διαβάσουν τη γερμανική εκδοχή τού έπους θα με καταλάβουν. Μόνο με τον Όμηρο μπορεί να συγκριθεί αυτό το σχεδόν πεζογράφημα – δεν ξέρω το γαλλικό δηλαδή απ’ το οποίο προήλθαν τα άλλα (το αγγλικό είναι κάπως μονοδιάστατα περιπετειώδες που θα ’λεγε κι ο Αριστοτέλης), πάντως ο Γοδεφρείδος είναι σίγουρα μοναδικός: (κι αυτή η ανάμεικτη αλληλοδημιουργία, η αλληλοεπίδραση και η αλληλοαντιγραφή, πόσα δεν λέει για την ενότητα τού ευρωπαϊκού χώρου μας και τη στέρεη κοινή ακομπλεξάριστη, και φιλική και ενιαία αρχή του). Όμως, κακά τα ψέματα, το γερμανικό τού Γοδεφρείδου απ’ το Στρασβούργο μάς είναι το πιο έξοχο κείμενο απ’ όλα: δεν έχει βέβαια, μπορεί να το παραδεχτεί κανείς, την τεχνικά άρτια και καλοδουλεμένη ας πούμε δομή που έχουν οι αντιπαθητικές περιπέτειες εκείνου του Οδυσσέα – και μην ξεχνάμε ότι κάτι Γερμανοί, από τη Φραγκφούρτη κιόλας, ήταν αυτοί που είδανε τόσο ολοκάθαρα, πόσο αυτός νοιαζότανε μονάχα δηλαδή για τα λεφτά – αλλά να μην ξεχνάμε κιόλας κι ότι στον Όμηρο αυτό μπόρεσε και επιτεύχθηκε γιατί επενέβησαν χρόνια πολλά επεξεργασίας από αλλεπάλληλες κατασταλάξεις και εμπνεύσεις. Όμως, όσοι διαβάσουνε το κείμενο τού στρασβουργιανού του Γοδεφρείδου μας και δεν αντιληφθούνε, δεν παραδεχτούν αμέσως, πως μόνο με τον Όμηρο μπορεί να συγκριθεί, θα είναι επειδή θα ’χουνε πέσει θύματα προκαταλήψεων και τύφλωσης – πράγματα που αποστερούνε δηλαδή τον άνθρωπο απ’ τη χαρά κάθε ζωής και τέχνης: σίγουρα το μεσαιωνικό (τόσο ανατρεπτικό κι επαναστατικό στον τρόπο που αντιμετωπίζει όλα γενικά τα πράγματα, ώστε δεν τόλμησε ούτε κι ο ίδιος να το τελειώσει) δεν έχει όντως τη σφιχτή και αυστηρή λιτότητα τού ομηρικού, έχει όμως όλη την αθώα εκείνη χάρη, την απροσποίητη την παιδικότητα και ειλικρίνεια του παιχνιδιού, και πάνω απ’ όλα τον ερωτισμό –μην το ξεχνάμε ούτε στιγμή αυτό– μιας νεογέννητης ας πούμε μεγαλοφυΐας.

Έχει δηλαδή τη γοητεία του βλέμματος και του μυαλού που δεν γονάτισε μπροστά σε κανενός είδους προηγούμενο και προϋπόθεση, και που δεν ξέρει στην κυριολεξία τίποτα, παρά ανιχνεύει και τη φύση και τη γενική πραγματικότητα σαν έργο τέχνης τών πρωτόπλαστων που ανακαλύπτουνε πρώτη φορά την ομιλία: αυτό το πράγμα που έγινε μια φορά στα αρχαϊκά, ξαναγίνεται, θέλω να πω, στη μεσαιωνική Ευρώπη πια, και διαθέτει όλην την τόλμη της αρχαϊκής αισθητικής πίσω από την οποία (και πάνω απ’ όλα) διακρίνουμε (εάν δεν είμαστε φιλόλογοι και κριτικοί εννοώ) μια διάθεση για διερεύνηση κι απόλαυση τού ίδιου μας τού σώματος, της ίδιας μας της σκέψης από την αρχή.

Αλλά το ακόμα πιο μοντέρνο είναι ότι ο Γοδεφρείδος δεν διστάζει να ενσωματώσει ολόκληρες σελίδες θεωρητικές, και παρεκβάσεις ακόμα και αυτοβιογραφικές, μες στην υπόθεση – άσε που η περιγραφή του τής ερωτικής κατάστασης είναι διεξοδική και αναλυτική σαν ψυχανάλυση: οι αλλεπάλληλες αμφιβολίες του κι οι αμφιταλαντεύσεις, οι αυτοενδοσκοπήσεις, οι αυτοαμφισβητήσεις, οι δισταγμοί και τα βασανιστήρια τής κοινωνικής αποδοχής (όπως και το άλλο, το μεγάλο και μυστήριο βασανιστήριο της κατανόησης –και της αποδοχής– εκείνου του άλλου, του απέναντι) είναι περιγραφές, όχι μονάχα απολύτως χειραφετημένες αλλά επιπλέον και γεμάτες χιούμορ. Πρόκειται μ’ άλλα λόγια για ένα γράψιμο κατακλυσμιαίο, ασταμάτητο, αδίστακτο, ώριμα κι ολοκάθαρα επαγγελματικό και πλήρες.

Και δεν είναι μόνο οι σκηνές επάνω στο καράβι, αλλά και όλη η υπόλοιπη ιστορία: αρκεί όμως να σκεφτεί ίσως κανείς (ας πούμε ως αρχή) με τι υπέροχα αθώο και χειραφετημένο τρόπο εκμεταλλεύεται ο Γοδεφρείδος μια σύμβαση που διαφορετικά θα τον καθήλωνε με την πουριτανική της στενότητα και την αγκύλωση: μιλάω για το αρχικό σχέδιο με το οποίο ξεκινάει αυτός ο έρως, σχέδιο που θυμίζει ηθικολογική βέβαια αναστολή. Ο τρόπος όμως που ο Γοδεφρείδος το επεξεργάζεται ετούτο δω, στέλνει και παραπέμπει και θυμίζει, ίσια θα ’λεγα, στη διαλεκτική τών σοφιστών: και είναι μάλιστα, λες και αυτός κάνει μια άμεση –και επί λέξει θα ’λεγα– αναφορά στην υπεράσπιση του έρωτα εκ μέρους του Γοργία – τον οποίο κανείς δεν ξέρει κιόλας αν τον είχε καν διαβάσει: διότι το αρχικό εύρημα, απ’ το οποίο δεν μπορεί βέβαια ο μύθος να αποσπαστεί, είναι ότι οι δύο εραστές πρώτα αλληλομισούνται και θα ερωτευτούν αργότερα μονάχα με τη διαμεσολάβηση τού φίλτρου, τυχαία θα ’λεγε κανείς ή μάλλον κατά λάθος: κι αυτό θα γίνει πάνω στο καράβι (σ’ ένα κινούμενο δηλαδή έδαφος που φεύγει και γλιστρά) με το οποίο ταξιδεύει αυτή να πάει να παντρευτεί τον άντρα που καθόλου βέβαια δεν αγαπάει, ούτε τον ξέρει καν, κοινό μοτίβο αιώνες τώρα στη ζωή τών γυναικών – και όχι απλώς στην τέχνη. Αυτός λοιπόν τη συνοδεύει προστατευτικά, το φίλτρο δε από την άλλη το ετοίμασε μια φίλη της, με αγάπη και ενδιαφέρον βέβαια, ώστε να το πιούνε ένα βράδυ με τον άντρα της τον μέλλοντα, να κάνει όλη τη μελλοντική ζωή τους πιο υποφερτή. Στο έργο αυτό λοιπόν, αντί το φίλτρο να την καθηλώσει την υπόθεση σε μια τυπολατρική ηθική γίνεται αντιθέτως ο ιμάντας που το εκτοξεύει στην πιο ανηθικολόγα λογική, την πιο υπονομευτική θεώρηση: ο μεσαιωνικός μας δηλαδή εκμεταλλεύεται με απίστευτο ρεαλισμό και χιούμορ το λάθος που έγινε – να πιουν το φίλτρο ο Τριστάνος κι η Ιζόλδη δηλαδή, μια μέρα όταν το καράβι τους σταμάτησε σ’ ένα λιμάνι για ξεκούραση: (κι όλο το πλήρωμα έχει βγει πια στη στεριά για να διασκεδάσει ή και να ξεκουραστεί λιγάκι), αυτοί οι δύο δε, μένουνε κατηφείς και άκεφοι επάνω στο κατάστρωμα, και πλήττουνε εκ παραλλήλου και οι δυο (θανάσιμα) μ’ αυτήν την επιπλέον αντιπάθεια που έχουν δηλαδή αναμεταξύ τους. Έτσι, σε μια εντελώς ανθρώπινη προσπάθεια να ξεπεράσουνε την αθυμία τους αποφασίζουνε να πιουν κι αυτοί λίγο κρασί να διασκεδάσουνε σαν άνθρωποι: όμως το εύρημα αυτό παίρνει τη θέση μιας στέρεης πραγματικότητας, που ξεπερνάει τη χριστιανική ηθική και συναντάει την αρχαία αντίληψη, εκείνη για το δικαιωμένο όσο και ανεξήγητο ταυτόχρονα τού πάθους τού ερωτικού – πράγμα που η αρχαία λογική το τακτοποίησε θαυμάσια, αποδίδοντάς το στην παντοδυναμία ενός μικρού παιδιού, ενός θεού, ο οποίος βέβαια ως θεός είναι κι ανίκητος (και επομένως εάν τούς στοχεύσει αυτός δεν έχουνε καμιά ευθύνη εκείνοι πλέον για το πάθος τους, αντίθετα είναι και επιπλέον απόδειξη θρησκευτικής εντέλει ευσέβειας το να υποκύψουνε κιόλας στη θέλησή του) – αυτή είναι ακριβώς η υπεράσπιση που κάνει ο Γοργίας παίζοντας, όπως λέει και ο ίδιος και για δική του ευχαρίστηση, στο εγκώμιο που έγραψε για την Ελένη και το οποίο η νεογέννητη κι αθώα σκέψη τού μεσαίωνα, φορτωμένη από τα επιπλέον χριστιανικά που μεσολάβησαν, βρίσκει τον τρόπο να το μεταλλάξει και να το μεταποιήσει και να το τακτοποιήσει τώρα πια, αποδίδοντάς το σε μια νέου τύπου θεότητα, τη μεσαιωνικά απολύτως δηλαδή αποδεκτή και ακριβώς ίσως γι’ αυτό επίφοβη μαγεία.

 

Κάνε το σωστό

Η πραγματικότητα λοιπόν αυτής τής ανεξήγητης δύναμης βαραίνει έκτοτε σαν το πιο ατράνταχτο και οικουμενικό, και λογικό ας πούμε, γεγονός επάνω στην υπόθεση, έτσι ώστε με την ελαφρά αυθαιρεσία τής καταγωγής της να αποκτάει μια τέτοια, λογική όμως, διαύγεια, ώστε να ταυτιστεί θαυμάσια με την προηγηθείσα αυθαιρεσία τής θέλησης ενός θεού και εκεί να μείνει. Όλο το υπόλοιπο έργο δεν κουνιέται ρούπι, ούτε αμφισβητεί ποτέ αυτή την αρχή. Αλλά με έναν εξαντλητικό και στέρεο ρεαλισμό κι ένα αχόρταγο και αυτονόητο (κι ήρεμο) χιούμορ να περιγράφονται μετά τα όσα προέκυψαν.

Ετούτα δε που προέκυψαν είναι σαφή και καθαρά: είναι, με λίγα λόγια, το τι γίνεται όταν δυο άνθρωποι είναι ερωτευμένοι διαρκώς και επιμόνως, και μονίμως: εάν μπορούσανε να παντρευτούν η ιστορία βέβαια θα σταμάταγε. Μα το πολύ ανήθικο της υπόθεσης, όμως, είναι ότι εκείνη είναι εκ των προτέρων σίγουρο ότι θα παντρευτεί έναν άλλον. Και όμως, αυτοί οι δύο δεν θα είναι εραστές από μακριά, ούτε και θα πονάν’ ματαίως (ή πλατωνικώς) ο ένας για τον άλλον: θα είναι μονίμως και επιμόνως όντως εραστές, και όλες τους οι ίντριγκες θα είναι αθώα και καθαρά και μόνιμα προσανατολισμένες εκεί πάνω: δηλαδή πάνω στο πώς θα κοροϊδεύουν συνέχεια τους άλλους για να βρίσκονται όποτε μπορούν στο ίδιο κρεβάτι οι δυο μαζί. Ας το ξεκαθαρίσουμε. Αμφιβολίες και οδύνες υπάρχουνε συνέχεια στον κόσμο αυτόν, αλλά όχι, ποτέ, για το αν αυτό που κάνουνε είναι ή όχι σωστό. Αυτό δεν τίθεται ποτέ, κι ούτε αμφισβητείται: ο έρωτας είναι απολύτως νόμιμος, παράνομα είναι τα εμπόδια που του τίθενται, κι αυτό είναι ένα πράγμα που διαχέεται με τέτοια βίαιη άνεση σε όλο το βιβλίο ώστε το μετατρέπει στο πιο έξαλλα ερωτογόνο κείμενο που θα μπορούσε να γραφτεί. Πέρα όμως απ’ αυτό, έχει και τέλειο χιούμορ. Δεν θα καθίσω τώρα εδώ να περιγράψω κείνην την καταπληκτική σκηνή που θυμίζει κωμωδία αμερικάνικη, σκηνή που γίνεται στο δωμάτιο του παντρεμένου πλέον, δηλαδή τού ζευγαριού, όταν ο Τριστάνος κάνει δοκιμές πώς θα προσγειωθεί πηδώντας από μακριά επάνω στο κρεβάτι της Ιζόλδης ώστε να μην πατήσει την παγίδα που ’χει απλώσει ο άντρας της κάτω από το κρεβάτι και τον πιάσει. Περιγραφές λεπτομερείς και ασταμάτητες των πηδημάτων, της αποτυχίας, και τα λοιπά.

Ούτε θ’ ασχοληθώ με κείνην την εκπληκτική σκηνή που δίνει μια πραγματικά ολοκληρωμένη καλλιτεχνική διάσταση σ’ αυτόν τον σύζυγο, όταν μετά από πολλές πια δοκιμασίες και παγίδες που τους έχει στήσει, από τις οποίες αυτοί εξέρχονται έστω και τελευταία στιγμή έστω και διά της βίας με πλήθος πονηριές (και με την καλή τους τύχη –λες κι επιζεί ακόμα η Αφροδίτη ως δύναμη μες στον μεσαίωνα– διότι εδώ δεν είναι πλέον κάνα φίλτρο, ειδικευμένο δηλαδή σε τούτα όλα να τους βοηθά), τα βγάζουν πέρα λοιπόν τότε σ’ όλ’ αυτά και εξέρχονται αθώοι, κι όταν τον έχει πείσει πια η Ιζόλδη αυτόν τον σύζυγο ότι δεν τρέχει τίποτα κι ότι μπορεί ακίνδυνα να τον αφήσει τον Τριστάνο πια να ξαναμπεί στ’ ανάκτορο από την εξορία που τον έστειλε, αυτός ο σύζυγος ξάφνου λοιπόν παρατηρώντας τους στο δείπνο στο τραπέζι (στο μεσαιωνικό το γεύμα τα συμπόσια), διαπιστώνει (με πόσο πόνο, ζήλεια και καημό αυτός, γιατί είναι και ο ίδιος δηλαδή ερωτευμένος – αυτός χωρίς να έχει πιεί φίλτρο) ότι καμιά φορά από μακριά όπου κάθονται ο ένας απ’ τον άλλον στο μεσαιωνικό τραπέζι (σαν το τραπέζι ενός μοναστηριού), κοιτάνε ο ένας τον άλλον φευγαλέα με έναν τρόπο που τον κάνει άνω-κάτω και τον αναστάτωνε. Είναι ερωτευμένοι, καταλήγει αυτός τότε από μέσα του, πάει τελείωσε, ό,τι κι αν λένε, ο τρόπος που κοιτιούνται είναι ομιλητικός απόλυτα, δεν παίρνει άλλη συζήτηση. Τι κάνει λοιπόν τότε αυτός ο τόσο βάρβαρος και μεσαιωνικός δηλαδή άνθρωπος; Απλούστατα, σύμφωνα με τα ήθη τους που δυστυχώς ακόμα δεν τα έχουμε, κι είναι χαμένα, τους παίρνει εκεί παράμερα, κι ενώ αυτοί χλωμιάζουνε και κοκκινίζουνε αλληλοδιαδόχως (διότι δεν ξέρουνε τώρα τι τους περιμένει πια, ένα σωρό ήδη αναγκαστικοί χωρισμοί έχουν προηγηθεί, περάσανε), αυτός τους λέει: ακούστε να σάς πω, τώρα επιτέλους το κατάλαβα, πάει τέλειωσε. Εσείς οι δυο είσαστε ερωτευμένοι, μην το αρνιέστε, δεν θέλω άλλα ψέματα, είσαστε ερωτευμένοι δηλαδή, τελεία και παύλα. Πρέπει να είσαστε μαζί, αυτό είναι όλο. Αυτό που θέλετε λοιπόν, αυτό θα γίνει. Άντε, πηγαίνετε στην ευχή και φύγετε από δω. Και τους διώχνει και τους δυο πλέον μαζί, να φύγουν ανενόχλητοι από το παλάτι. και φεύγουνε πιασμένοι χέρι χέρι ενώ αυτουνού σπαράζει η καρδιά του: άλλοι καιροί και άλλα ήθη δηλαδή.

 

Η φυγή των πρωτόπλαστων

Η φυγή πλέον των πρωτόπλαστων (και ο διωγμός τους από έναν θεό που έχει μετατραπεί τώρα σε σύζυγο;). Αλλά θα γίνουν όλα τώρα πια αντεστραμμένα. Τώρα θα φύγουν απ’ την κόλαση και θα γυρίσουν στον παράδεισο. Θα ζήσουνε μέσα στη φύση και στο δάσος, μακριά από τα ψέματα, μες στην αλήθεια την πρωταρχική. Και ξάφνου τη φοβούνται την αλήθεια την πρωταρχική (δεν βλέπουμε σκηνές πορνό εδώ, είναι ο Σταντάλ που μας μιλάει): παράδεισος μάλλον πια δεν υπάρχει, γιατί κάθε παράδεισος έχει σημαδευτεί από την κόλαση που ακολούθησε. Να η ιστορία που είναι μόνιμα παρούσα και μας κολάζει διασκεδάζοντας. Η ενοχή και η ντροπή τούς πιάνει και τους ξετινάζει επιτέλους στα σημεία: τώρα που είναι εντελώς ελεύθεροι το κάνουνε ίσως καλύτερα, αλλ’ όμως δεν κοιμούνται πια αγκαλιασμένοι: είναι ανάμεσά τους ένα φοβερό σπαθί, το βάζει εκείνος να κοιμούνται χώρια. Μπορεί να είναι και η αντιπάθεια τού ανθρώπου που ’μαθε να κρύβεται και να πιστεύει κατά βάθος μοναχά στο φόνο –στον πολιτισμό αυτόν–, μια αντιπάθεια για την απόλυτη ελευθερία [της ζωής] που τότε τον πλακώνει. Μπορεί να είναι, επιπλέον, και μια πρώτη νύξη για την αλλοτρίωση που ’χει πλακώσει εμάς αιώνες τώρα – και που, όπως λέει και η ψυχανάλυση, τι φίλτρο και ξεφίλτρο, η απαγόρευση είναι αυτή που σε καυλώνει πιο πολύ. μες στον παράδεισο λοιπόν ανασυστήνουν τελετές μιας κόλασης, γιατί σ’ αυτή συνήθισαν! Τι θαύμα! Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι ένα τέλος μεγαλοφυές, το έργο δεν τελειώνει εκεί. Όχι, το έργο είπαμε είναι Σταντάλ, δεν θα μπορούσανε μακριά από την κοινωνία τών ανθρώπων. Ίσως εδώ ο μεσαιωνικός να είναι ο πιο ρεαλιστής απ’ όλους (μας): κάτι τους λείπει, λοιπόν, κι έτσι γυρίζουνε. Το έργο δεν είναι ηθογραφία, είπαμε, το έργο είναι Φρόυντ στην καλύτερή του τη στιγμή, Μαρκούζε τη στιγμή του τη συνηθισμένη.

Και μήπως δεν είναι Σταντάλ, εκείνη η καταπληκτική σκηνή, που ’χει προηγηθεί βεβαίως, όταν σε έναν απ’ τους αναγκαστικούς χωρισμούς τους, που αυτός βρίσκεται εξόριστος σε ένα μακρινό παλάτι, και κάνει ανδραγαθήματα, ως συνήθως τότε αυτοί, και αποκτάει (επειδή το θέλει, αντί για μια γυναίκα που του πρόσφεραν – βέβαια, το μεγάλο δίδαγμα τού Γοδεφρείδου, να το πούμε και αυτό, είναι ότι ο έρωτας μόνο όταν είναι αμοιβαίος έχει νόημα) εκείνος ως βραβείο κάτι που είναι δυνατόν να τον παρηγορήσει έστω και λίγο από τον πόνο του; Δεν θα πω τώρα εδώ όλο το έργο φυσικά, μα τέλος πάντων πρόκειται για ένα μικρό, πολύ μικρό σκυλάκι, που έχει δεμένο στο λαιμό του μ’ ένα φιόγκο ένα κουδούνι μικροσκοπικό κρυστάλλινο, το οποίο όταν ηχεί είναι τόσο ωραίος ο ήχος του, ώστε για λίγο είσαι ευτυχισμένος. Και πράγματι, όταν τ’ ακούει ο Τριστάνος, ξάφνου γίνεται τόσο καλά: αυτό στην κυριολεξία τον εκπλήσσει, ναι, γίνεται για λίγο ευτυχής. Δεν νιώθεται πια η πληγή. Κι όμως, τι κάνει; Απλούστατα, το στέλνει σε αυτήν: για να ανακουφίσει εκείνης δηλαδή τον (βέβαιο) πόνο. Κι αυτή τότε τι κάνει; Παίρνει βεβαίως έκπληκτη το δώρο του και γίνεται για λίγο και αυτή ευτυχισμένη (το δικαιολογεί μάλιστα επιτούτου και στον άντρα της, ότι είναι δώρο δήθεν από τη μαμά), και γίνεται ευτυχισμένη πια για λίγο και αυτή, όταν βρίσκεται δηλαδή μαζί με το σκυλάκι αυτό κι ακούει κείνο κει το γυάλινο κουδούνι. Λοιπόν τι κάνει τελικά; Τι σκέφτεται; Τι άλλο να σκεφτεί; Απλούστατα, ότι δεν πρέπει να ’ναι ευτυχισμένη από τον Τριστάνο μακριά. Λύνει λοιπόν το καμπανάκι από το λαιμό του πετικρί και το πατάει, το σπάει με το παπουτσάκι της, και το κάνει χίλια κομμάτια στα πλακάκια (αυτή είναι η μονογαμική πίστη σε αυτόν τον κώδικα, αυτή είν’ η προσήλωση των εραστών με άλλα λόγια: διάθεση για οδυνηρή πίστη υπάρχει, συνεχώς, όμως όχι εκεί που θα ’θελε η ηθική, πίστη στην απιστία όμως μόνο: διότι ο σύζυγος από την άλλη παραμένει δίπλα μακριά, τόσο μες στο μυαλό τους όσο και στην πράξη τους απατημένος, χωρίς καμιά αμφιβολία, όμως χωρίς καμιά ενοχή επίσης απ’ την άλλη, απ’ τη δικιά τους τη μεριά).

Και ούτε πρόκειται να κάτσω τώρα να διηγηθώ εκείνη τη θαυμάσια και έξοχη ιστορία της δεύτερης Ιζόλδης (με τις απίστευτες ψυχαναλυτικο-σαιξπηρο-ντοστογιεφσκικές της προειδοποιήσεις), την οποία τη συνάντησε ο Τριστάνος σε ένα άλλο παλάτι όπου ήτανε ξανά φιλοξενούμενος, σε μία άλλη από τις εξορίες που τον στείλανε. Μια γυναίκα που ’χει τ’ όνομα, με άλλα λόγια, τής αγαπημένης του και η οποία, αντίθετα από την πανέμορφη ξανθιά του την Ιζόλδη, έχει απλώς πολύ ωραία κάτασπρα χέρια, ολόλευκα. Ναι, βέβαια, δεν πρόκειται πια τώρα να κάτσω να αφηγηθώ τις καταπληκτικές του ενδοαμφισβητήσεις, που ξεκινάν’ από τη γλώσσα, με λίγα λόγια το κοινό το όνομα, και καταλήγουν –όπως είναι φυσικό σ’ ένα μεγάλο έργο– σε διατυπώσεις ευρηματικότητας εκπληκτικής, όπως αυτή: 

Αχ θε μου έλεος: πώς με τρελαίνει αυτό το όνομα! Αλλάζει και μπερδεύει την αλήθεια με το ψέμα – μες στο μυαλό μου, και μπροστά στα μάτια μου. Η Ιζόλδη γελάει, την ακούν τ’ αυτιά μου, κι όμως ξέρω πού βρίσκεται η Ιζόλδη. Τα μάτια μου που βλέπουν την Ιζόλδη, δεν βλέπουν την Ιζόλδη. Η Ιζόλδη είναι μακριά μου και κοντά. Φοβάμαι, η Ιζόλδη με μαγεύει για δεύτερη φορά. [...] Απ’ την Ιζόλδη βγήκε η Ιζόλδη. Όταν κανείς τη φωνάζει αυτήν την κοπέλα Ιζόλδη μού φαίνεται ότι ξαναβρήκα την Ιζόλδη. Μ’ αυτό ανακατώνομαι εντελώς. Τί περίεργο, να ξαναδώ την Ιζόλδη που την λαχταρούσα όλον τον καιρό. Και τώρα βρίσκομαι λοιπόν στο ίδιο μέρος που ’ναι η Ιζόλδη, κι όμως δεν είμαι στην Ιζόλδη κοντά, όσο κι αν είμαι κοντά στην Ιζόλδη. Κάθε μέρα βλέπω την Ιζόλδη, κι όμως δεν τη βλέπω. Αυτό είν’ το βάσανό μου. Βρήκα την Ιζόλδη αλλά όχι την ξανθιά που με παιδεύει με τον έρωτα. Αυτή είναι η Ιζόλδη που μ’ έκανε να τα σκεφτώ αυτά, [...] αλλά είναι η άλλη Ιζόλδη, όχι η Ιζόλδη η ξανθιά. Πονάω που δεν τη βλέπω. Όμως, ό,τι μπορώ να βλέπω, κι ό,τι έχει τ’ όνομά της, μ’ όλη μου την καρδιά εγώ θέλω να το ζω: Συνέχεια θέλω να το σκέφτομαι το αγαπημένο όνομα που ’δωσε στη ζωή μου τη χαρά και μ’ έκανε να ζήσω ευτυχισμένος.

 

Ο έρωτας στον Μεσαίωνα

Όμως η δύναμη των λέξεων (της γλώσσας επομένως, θα ’λεγε κανείς) διατρέχει τόσο αυτό το κείμενο, που έχει επισημανθεί ήδη από διάφορους. αλλά εγώ δεν θα μπορέσω εδώ να πω άλλα γι’ αυτό, πέρα από ένα μόνο: κάτι που έχει τόσο χιούμορ και σε σκλαβώνει τόσο απ’ την αρχή κιόλας της ιστορίας, αν κι είναι ένα κολπάκι με τις λέξεις μόνο πάλι, μόνο που τώρα το δημιουργεί αυτό η ίδια η Ιζόλδη. Στην αρχή αρχή ακόμα δηλαδή, όταν δεν αντέχει πια να κρύψει αυτή αυτόν τον έρωτα που πλέον αισθάνεται γι’ αυτόν (κι ιδέα δεν έχει ότι θα βρει ανταπόκριση) και έχει πολύ περίεργες προεκτάσεις η σκηνή αυτή. Διότι εδώ πέρα υπεισέρχεται και ένα αίνιγμα που είναι γλωσσικό. Όμως το ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι κιόλας ότι στο μεσαιωνικό αυτό κείμενο θεωρείται και κανονικό να του τα ρίξει πρώτη η γυναίκα ενός άντρα: εφόσον δεν αντέχει δηλαδή άλλο πια η Ιζόλδη, αποφασίζει να ριχτεί επάνω στο καράβι στον Τριστάνο, αυτή. Βρίσκονται και οι δυο τους στο κατάστρωμα. εκείνος υποτίθεται ότι είναι εκεί για να την προστατεύει, όμως μετά από το φίλτρο επιδιώκουν και οι δυο συχνότερα να βρίσκονται όσο γίνεται μαζί. Μα ιδέα δεν έχει ο καθένας από μόνος του ότι το ίδιο δηλαδή συμβαίνει και στον άλλον. Έχουνε την εντύπωση ότι υποφέρει ο καθένας μοναχός – έχουν αρχίσει όμως, λόγω φίλτρου, να μην μπορούν να δείξουν πια και τόση έχθρα, και μιλάνε πλέον μεταξύ τους – φιλικά. Ένα απόγευμα, λοιπόν, η Ιζόλδη δεν αντέχει άλλο (ούτε κι αυτός αντέχει άλλο, αλλά αυτός το κρύβει μια χαρά, κι αυτή ιδέα δεν έχει για όλα τότε). Λοιπόν, εκείνη, γέρνοντας (καθώς δύει ο ήλιος πάνω από τη θάλασσα) και ακουμπώντας ξάφνου το ξανθό κεφάλι της στο στήθος του, του λέει παίζοντας με τα ωραία γαλλικά (διότι σε πολλά σημεία το βιβλίο παίζει με τα γαλλικά, κι αυτή η ακομπλεξάριστη αποδοχή από την αρχή –που υπάρχει και στο αγγλικό τών ιπποτών– ότι η αφήγηση ακουμπάει σε ένα βιβλίο προηγούμενο, και μάλιστα ξενόγλωσσο, το εμπλουτίζει και το ενδυναμώνει απίστευτα –από άποψη και μοντερνιστική ακόμα– το έργο): «κύριε, υποφέρω». «Από τι υποφέρετε, πανέμορφη κυρία;», της λέει αυτός (τώρα δεν μεταφράζω κατά λέξη όπως πριν, αλλά τα παραθέτω από μνήμης). «Υποφέρω, κύριε, από λαμέρ», του λέει αυτή. «Περίεργο», σκέφτεται αυτός, «τι είναι τούτο που λέει αυτή τώρα;» Σκέφτεται αμέσως ότι η λέξη έχει τρεις σημασίες – δηλαδή, πολλές: η μία είναι ο έρωτας, κι αυτήν την έννοια φυσικά την αποκλείει διότι δεν τολμάει καν να τη σκεφτεί. [Εδώ έχουμε και μία μαρτυρία γλωσσολογική, απίστευτου ενδιαφέροντος, που θα την πούμε παρακάτω: ας πω μονάχα εδώ προκαταβολικά ότι ο έρωτας στα γαλλικά ήταν l’ ameur (κι αυτό είναι το λαμέρ εδώ) κι amour ήταν η προφορά της λέξης μόνο στα προβηγκιανά. Η προφορά αυτή επιβλήθηκε όμως, αργότερα, σ’ ολόκληρη τη χώρα, κι έτσι επιβεβαιώνεται, ακόμα κι από μία μόνο λέξη, αυτό που λέει κι ο Σταντάλ, ότι όλα τα ερωτικά τους στη Γαλλία τα κληρονόμησαν εντέλει σαν σημαδεμένα από κει – την επαρχία που ’ταν στοιχειωμένη απ’ την ερωτική την ποίηση τών Αράβων]. Η δεύτερη κι η τρίτη έννοια που θα μπορούσε ο Τριστάνος να υποθέσει ότι σημαίνει το λαμέρ, είναι η λέξη πίκρα από τη μια κι από την άλλη βέβαια η θάλασσα: (l’ ameir, μας λέει και μας εξηγεί μέσα στο κείμενο ο συγγραφέας αναλυτικά [σημάδι ότι απευθύνεται σε μη γαλλόφωνους κι ότι το ξέρει], σημαίνει έρωτας, μα και l’ ameir σημαίνει πίκρα, και la meir σημαίνει βέβαια θάλασσα).  «Σας πείραξαν», λέει λοιπόν, «ωραία μου Ιζόλδη, η θάλασσα κι η πίκρα της; Η θάλασσα και τούτος ο αέρας, μη σάς πίκραναν;» (ρωτάει εκείνος με ταχυκαρδίες) – σβήνοντας έτσι με ταχυκαρδίες την τρίτη (ή την πρώτη) εκδοχή τής λέξης, που δεν τολμάει καν να τη σκεφτεί. Και αυτό κάνει βέβαια την Ιζόλδη να απελπιστεί τελείως, κι ανυπόμονη πια τώρα να ταυτολογήσει (φαινομενικά) εφόσον στην ερώτησή του «υποφέρετε από λαμέρ ή από λαμέρ;», εκείνη θ’ απαντήσει σαν ταπεινωμένη:  «μα όχι, κύριε, υποφέρω από λαμέρ». Όμως, αφού έχει διώξει τις δύο άλλες εκδοχές, γίνεται πλέον φανερό ότι μιλάει με την τρίτη – και η ταυτολογία εξαφανίζεται. Ούτε η θάλασσα της προξενεί λαμέρ, ούτε προέρχεται οτιδήποτε από πίκρα. Το μόνο πικρό πέλαγος μες στο οποίο πνίγεται είν’ ο έρωτας: έρωτας και μοναχικός κι ανομολόγητος. Κι αυτός μες στη χαρά και μες στο μπέρδεμα όλο αυτό σκύβει ελάχιστα, την αγκαλιάζει και την κλείνει μέσα του, λιποθυμάνε δηλαδή ο ένας πάνω εκεί στον άλλον, όπως θα ’λεγε αργότερα και ο Ρεμπώ. Κι εγώ υποφέρω από το ίδιο πράγμα, λέει. Κι έτσι ξεκίνησαν τα πράγματα.

Για όποιον έχει βέβαια διαβάσει όλο το κείμενο υπάρχει και μια άλλη εικόνα βασανιστική που, μες στην ανακούφιση αυτής της αναγνώρισης, γλυκά υπεισέρχεται, ξανάρχεται, στρογγυλοκάθεται για μια στιγμή και κάνει τούτη εδώ την πρώτη τους ερωτική επαφή να ολοκληρώνεται μ’ έναν ακόμα πιο ειρωνικό ας πούμε τρόπο: διότι στην αρχή, για να με καταλάβεις δηλαδή τού ταξιδιού, που ήταν και οι δυο ακόμη υγιείς και αδιάφοροι, και η Ιζόλδη απλώς τόνε μισούσε, πολλές φορές προσπάθησε εκείνος να την παρηγορήσει για το ότι πήγαινε να παντρευτεί αυτή έναν άντρα που δεν γνώριζε, και ούτε αγαπούσε καν: και μολονότι ήταν ανιψιός της μακρινός (και ελαφρώς μικρότερος), πολλές φορές προσπάθησε να την παρηγορήσει όταν την εύρισκε να κλαίει αυτήν, κι έτσι τη χάιδευε, και την αγκάλιαζε, και τη λυπότανε ειλικρινά. Της χτύπαγε λοιπόν την πλάτη ώσπου, μια μέρα, εκείνη ξέσπασε, με μια σχεδόν υστερική κακία, και του είπε: «πάρε τα χέρια σου επιτέλους από πάνω μου, πάψε να με αγγίζεις, μη με πλησιάζεις, μη με ακουμπάς». Και ο Τριστάνος φυσικά λυπήθηκε, πληγώθηκε κι απομακρύνθηκε αμέσως. Απλώς ρώτησε μονάχα, όσο μπορούσε κόσμια κι αξιοπρεπώς, «γιατί, κυρία;» Κι αυτή τού απάντησε έξω φρενών: «γιατί με εκνευρίζεις, σε σιχαίνομαι». Κι αυτός: «γιατί, ωραία μου κυρία;» Κι αυτή: «διότι σκότωσες τον θείο μου». Και ο Τριστάνος:  «αλλά αυτό το ξεκαθαρίσαμε, ότι έγινε από λάθος». «Το ίδιο κάνει», είπε αυτή, «αν δεν ήσουνα εσύ δεν θα ’χα βάσανα». Κι αυτός απομακρύνθηκε βαρύθυμος και δεν μπορούσε βέβαια ξανά να πλησιάσει.

Έτσι κυλάει ο έρωτας μες στον μεσαίωνα και όπως λέει και αυτός εκεί απ’ το Στρασβούργο:

Μια γυναίκα ένας άντρας,

θηλυκός κι αρσενικός,

και εκείνη κι ο Τριστάνος,

κι η Iζόλδη και αυτός.

Καλά θα κάνουμε λοιπόν, μια και το έφερε η κουβέντα, να μάθουμε λιγάκι τον μεσαίωνα, μήπως και καταλάβουμε καλύτερα και τα δικά μας. Ο πουριτανισμός που ήρθε αργότερα και που επιβλήθηκε κρατάει ακόμα και πολύ γερά. Γι’ αυτό ακριβώς και η αρχαϊκή εκείνη νοοτροπία, η μεσαιωνική, μας είναι ξένη εντελώς, και άγνωστη. Ο έρωτας γίνεται στον μεσαίωνα με τιμωρία, ίσως, αλλά δίχως ενοχή: αυτό που κατάφερε ο μετέπειτα χριστιανισμός είναι να τον εμπλουτίσει και τώρα έχει και τιμωρία κι ενοχή. Κι όσο μειώνεται η τιμωρία, τόσο αυξάνει η ενοχή, νομίζω.

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.