Στις 14 Μαΐου 1942, μεγάλο μέρος της Ευρώπης βρίσκεται υπό την κατοχή των δυνάμεων του Αξονα. Ο γερμανικός στρατός προελαύνει στην Κριμαία, προετοιμάζοντας την εαρινή επίθεσή του στο νότο της Σοβιετικής Ενωσης με κατεύθυνση προς το Στάλινγκραντ. Η «τελική λύση», συνθηματική ονομασία της εξόντωσης εκατομμυρίων Εβραίων, εξελίσσεται ήδη στα στρατόπεδα θανάτου του Αουσβιτς, του Μπέλζεκ, του Σόμπιμπορ. Στις κατεχόμενες χώρες, η ναζιστική βία, οι στερήσεις και ο θάνατος αποτελούν το φόντο μιας τραγικής καθημερινότητας. Στη Δρέσδη, ο Βίκτορ Κλέμπερερ, εβραϊκής καταγωγής Γερμανός, αφομοιωμένος στη γερμανική κουλτούρα και προσηλυτισμένος στον προτεσταντισμό, παρασημοφορημένος βετεράνος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, απολυμένος λόγω της καταγωγής του από την καθηγητική του θέση στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της πόλης, βγαίνει από τον «εβραϊκό ξενώνα» στον οποίο έχει υποχρεωθεί να μετακομίσει αφήνοντας την οικία του σε έναν άριο «επίτροπο». Επισκέπτεται τον «εβραίο νομικό σύμβουλο» για να συζητήσει ένα ζήτημα που αφορά τη σύζυγό του. Πληροφορείται ότι ο εν λόγω «επίτροπος» είναι αφερέγγυο πρόσωπο. Συναντά έναν γνωστό του. Πηγαίνει να αναζητήσει τρόφιμα. Η όλη ατμόσφαιρα είναι καταθλιπτική – η Βέρμαχτ έχει μόλις κερδίσει τη μάχη του Κερτς, ο πόλεμος λοιπόν θα συνεχιστεί χωρίς ορατό τέλος: «είναι αδιαμφισβήτητο ότι η γερμανική πλευρά έχει ηττηθεί αλλά μάλλον εξίσου αδιαμφισβήτητο ότι μπορεί να αντέξει για πολύ καιρό ακόμη». Και παρ’ όλα αυτά, παρά τον καταναγκασμό στην ανεργία, την έξωση, τις ταπεινώσεις, ξαφνικά «όλες οι προσβολές τού χθες μοιάζουν ασήμαντες και μακρινές». Μια γειτόνισσα του αναφέρει το τελευταίο ναζιστικό διάταγμα που απαγορεύει σε Εβραίους που φέρουν το κίτρινο άστρο, καθώς και σε όσους ζουν μαζί τους να διαθέτουν κατοικίδια ζώα ή να τα παραχωρήσουν για φροντίδα σε άλλους. Για να μην πέσει στα χέρια των ναζί, ο Μούσελ, ο γάτος τους, πρέπει να θανατωθεί.
Τα ημερολόγια του Βίκτορ Κλέμπερερ (I Will Bear Witness. 1933-1941, Modern Library και To the Bitter End. 1942-1945, Weidenfeld & Nicolson) αποτελούν μία από τις λεπτομερέστερες και πολυτιμότερες καταγραφές της ζωής υπό την τυραννία του Γ΄ Ράιχ, χρονικό της υπολογισμένης εκμηδένισης του ατόμου, της ψυχολογικής και σωματικής συντριβής του. Μέλος μιας περιορισμένης αριθμητικά μειονότητας παρασημοφορημένων βετεράνων του προηγούμενου πολέμου και νυμφευμένος με «Αρια σύζυγο», ο Κλέμπερερ θα διασωθεί από τον εκτοπισμό σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως αποτέλεσμα ενός αστερίσκου στο περιθώριο της ναζιστικής νομοθεσίας. Ως συνέπεια του υπόλοιπου αντισημιτικού κανόνα της θα υποβληθεί σε μια προοδευτική διαδικασία στραγγαλισμού ελευθεριών και κοινωνικής ασφυξίας, αφού η δημοσίευση των Νόμων της Νυρεμβέργης το 1935 υπήρξε μόνο το πρώτο βήμα της βαθμιαίας απανθρωποποίησης των Εβραίων. Θα ακολουθούσε ένα ατέλειωτο πλήθος περιορισμών που ο Κλέμπερερ καταμετρά, χωρίς ο κατάλογος να είναι πλήρης: απαγόρευση ιδιοκτησίας ραδιοφώνου και τηλεφώνου, απαγόρευση προσέλευσης σε θέατρα, κινηματογράφους, μουσεία, απαγόρευση αγοράς περιοδικών, απαγόρευση χρήσης των δημόσιων μέσων μεταφοράς, απαγόρευση εισόδου σε πάρκα, απαγόρευση εισόδου στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, απαγόρευση αγοράς λουλουδιών, απαγόρευση χρήσης σεζ-λονγκ, απαγόρευση αποθήκευσης προμηθειών σε τρόφιμα, υποχρεωτική παράδοση γραφομηχανών, ποδηλάτων, γουνών, μάλλινων κουβερτών, εξαίρεση από τα δελτία ρουχισμού, παροχής ιχθύων, καφέ, σοκολάτας, συμπυκνωμένου γάλακτος.
Κι όμως, η ευθανασία ενός γάτου δεν είναι απλή υπόθεση, ακόμη κι αν τη δει κανείς στο πλαίσιο ενός τέτοιου ζοφερού κλίματος – ή ίσως ακριβώς εξαιτίας του οι διαστάσεις της μεγεθύνονται: ο Μούσελ είναι 11 ετών, ζωηρός και παιχνιδιάρης, αποτελεί ψυχολογικό στήριγμα για την Εύα, τη σύζυγο του Κλέμπερερ, και καταλήγει και για τους δυο τους κάτι παραπάνω από ένα συνηθισμένο σύντροφο του σπιτιού – ανάγεται σε σύμβολο της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Οταν η Εύα παρατηρεί ότι «το ζωάκι παίζει και χαίρεται» αμέριμνο για την τύχη του, ο Βίκτορ σκέφτεται ότι όλοι πλέον βρίσκονται στην ίδια κατάσταση: «ποιος από εμάς ξέρει ότι θα πεθάνει αύριο;». Στη ναζιστική καθημερινότητα όμως τίποτα δεν μένει αμόλυντο. Ο Κλέμπερερ πιάνει τον εαυτό του να ζηλεύει τη σύζυγό του επειδή δείχνει τόσο μεγάλη αγάπη στον γάτο. Το τελευταίο του γεύμα είναι μοσχαρίσιο κρέας, όπως στα χρόνια της ειρήνης – «είμαι σκληρόκαρδος αν σημειώσω ότι ήταν μία λίβρα [450 γρ.], όταν μία λίβρα κι ένα τέταρτο [560 γρ.] είναι η εβδομαδιαία μερίδα δύο ανθρώπων;».
Η ύπαρξη του Μούσελ εγείρει ηθικά και οντολογικά ερωτήματα: «κάποιοι μπορεί να το θεωρήσουν παράλογο ακόμη και ανήθικο όταν τόσοι και τόσοι υποφέρουν εξαιτίας της τύχης των συγγενών τους» – πώς να μετρήσει κανείς τη ζωή ενός ταπεινού γάτου απέναντι στα εκατομμύρια θύματα του χιτλερισμού; Οι σκέψεις επανέρχονται για μέρες έως ότου, συνοδευόμενος από τα αγωνιώδη καθημερινά ερωτήματα σε καθεστώς τρομοκρατίας (κι αν τους δει κάποιος; Κι αν τους καταδώσει;), ο βίος του Μούσελ παρέρχεται.
Από χαμένη μικρή ψηφίδα του οικείου ο γάτος του Κλέμπερερ γίνεται τελικά ελάχιστο έμβλημα νοερής αντίστασης:
συχνά λέγαμε ο ένας στον άλλο: η σηκωμένη ουρά του γάτου είναι η σημαία μας, δεν θα την υποστείλουμε, θα κρατήσουμε τα κεφάλια μας έξω από το νερό, θα τα καταφέρουμε κι εμείς κι αυτός και όταν θα πανηγυρίζουμε τη νίκη θα του πάρουμε ένα σνίτσελ από τον Καμ (τον φασίστα χασάπη).
Αντίστασης ματαιωμένης, ίσως, αλλά πεισματικά υπαρκτής στη μνήμη: μετά τη μυθιστορηματική σωτηρία του ζεύγους (ο συμμαχικός βομβαρδισμός της Δρέσδης με δεκάδες χιλιάδες θύματα τον Φεβρουάριο του 1945 τους δίνει την ευκαιρία να πετάξουν το κίτρινο αστέρι και να χαθούν στο χάος), η μεταθανάτια δημοσίευση της μαρτυρίας του το 1995 συνιστά αυτό τον καθυστερημένο πανηγυρισμό της νίκης.
Μπορεί να μην αξιώθηκε το σνίτσελ του φασίστα, ωστόσο, με το πέρασμά του στη γραφή, ο γάτος με την υψωμένη σαν σημαία ουρά δικαιώθηκε, έστω και συμβολικά. Στις σελίδες του Βίκτορ Κλέμπερερ, ο Μούσελ ζει.